Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Ευρετήριο Όρων Προγραμματικής Περιόδου 2014-2020

Τύπος: Εγκύκλιοι

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Το Ευρετήριο όρων για την προγραμματική περίοδο 20014-2020 αποτελεί συνέχεια της σειράς ευρετηρίων της ΜΟΔ και περιλαμβάνει την επικαιροποίηση όρων των προηγούμενων περιόδων, αλλά και τους νέους όρους που εισήγαγαν οι νέοι θεσμοί και μηχανισμοί της τρέχουσας περιόδου.Πρόκειται για έναν αλφαβητικό κατάλογο με τους όρους που συναντώνται συχνότερα στα Επιχειρησιακά Προγράμματα που συγχρηματοδοτούνται από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους και επεξηγεί τη σχετική ορολογία στους αρμόδιους φορείς, αλλά και στο ευρύτερο κοινό.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/2/2020

Εάν οι δικηγόροι που απασχολούνται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα με σχέση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία, προκειμένου να αποσπαστούν στο Υπουργείο Εσωτερικών με σκοπό να διατεθούν σε βουλευτές και κόμματα της Βουλής των Ελλήνων και Έλληνες βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για τη γραμματειακή υποστήριξη του έργου τους, υπάγονται στους όρους και προϋποθέσεις των διατάξεων που αφορούν την απόσπαση και διάθεση των υπαλλήλων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα στα ως άνω πρόσωπα και φορείς.(...)Οι δικηγόροι που απασχολούνται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα με σχέση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία δεν έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, και άρα προκειμένου να αποσπαστούν στο Υπουργείο Εσωτερικών με σκοπό να διατεθούν σε βουλευτές και κόμματα της Βουλής των Ελλήνων και Έλληνες βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για τη γραμματειακή υποστήριξη του έργου τους, δεν υπάγονται στους όρους και προϋποθέσεις των διατάξεων που αφορούν την απόσπαση των υπαλλήλων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα στα ως άνω γραφεία. Ως προς τη διάθεση δικηγόρων στα ανωτέρω γραφεία, η Διοίκηση οφείλει να εξετάζει τη συνδρομή ή μη των όρων και προϋποθέσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις της 19/8-2-1990 Π.Υ.Σ., όπως κυρώθηκε με το άρθρο 6 του ν. 1876/1990 (ομόφωνα).


ΕλΣυν.Κλ.Ζ/407/2012

ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ-έλεγχος νομιμότητας:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, εφόσον τα ανωτέρω έργα συγχρηματοδοτούνται από κοινοτικούς πόρους και η προϋπολογιζόμενη δαπάνη ενός εκάστου εξ αυτών, χωρίς Φ.Π.Α., είναι κατώτερη του ποσού των 5.000.000 ευρώ, το Κλιμάκιο κρίνει, προεχόντως, ότι δεν υπόκεινται αυτά στον προληπτικό έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και επομένως αυτό απέχει του ελέγχου τούτων ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι για την υπό στοιχ, α΄ ανάθεση υπηρεσιών δεν υποβάλλεται σχέδιο συμβάσεως αλλά υπογεγραμμένη ήδη σύμβαση. Τέλος, η προσκομιζόμενη ενώπιον του Κλιμακίου υπογεγραμμένη ήδη από 14.9.2011 «σύμβαση» μεταξύ του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥπΑΑΤ) και του …με αντικείμενο την υλοποίηση της Πράξης «Υψηλής Προστιθέμενης Αξίας Αγροτικές Ψηφιακές Υπηρεσίες (eΥπΑΑΤ)» και την χρηματοδότηση του τελικού δικαιούχου και φορέα υλοποίησής της (..) με το συνολικό ποσό αυτής (Πράξης) των 12.676.000,00 ευρώ, ως εκ του περιεχομένου της, αλλά και του σκοπού της (βλ.άρθρ.1 αυτής) δεν αποτελεί σύμβαση παροχής υπηρεσιών που υπόκειται σε προληπτικό έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς τέτοιες νοούνται οι συμβάσεις από επαχθή αιτία που συνάπτονται μεταξύ αφενός ενός φορέα της δημόσιας διοίκησης και αφ’ ετέρου ενός παρέχοντος υπηρεσίες και αφορούν την εκτέλεση εργασιών για λογαριασμό του πρώτου αντισυμβαλλόμενου ή την προσφορά προς αυτόν συνόλου άϋλων αγαθών ή δραστηριοτήτων με τη μορφή ολοκληρωμένου έργου 


ΕλΣυν/Τμ.6/1891/2010

Ο διαγωνιζόμενος δύναται να διατυπώσει επιφύλαξη ως προς έναν ή περισσότερους όρους της διακήρυξης ή των τευχών δημοπράτησης, ενώ δεν αποτελεί νόμιμο λόγο αποκλεισμού του η θέσπιση στη διακήρυξη όρου περί ανεπιφύλακτης αποδοχής αυτής. Σε περίπτωση δε που με την υποβολή της προσφοράς του ο συμμετέχων διατυπώσει επιφύλαξη για όρο ή όρους της διακήρυξης ή των τευχών δημοπράτησης, αλλά δεν προβεί στην άσκηση εντός της νόμιμης προθεσμίας των προβλεπομένων διοικητικών προσφυγών και ενδίκων βοηθημάτων, ο διαγωνισμός διεξάγεται εφαρμοζομένων και των όρων αυτών, ενώ προσφορά που δεν πληροί τους εν λόγω προβλεπόμενους στη διακήρυξη και τα τεύχη δημοπράτησης όρους, μεταξύ των οποίων και τους σχετικούς με την πληρότητα των μελετών που θα υποβληθούν, είναι απορριπτέα, η δε συμμετέχουσα εταιρεία που την υποβάλλει πρέπει να αποκλειστεί από τη διαγωνιστική διαδικασία.


ΕΣ/ΚΛ.Ζ/680/2022

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:τροποποίηση της προγραμματικής σύμβασης «Υλοποίηση Προγράμματος ΠΡΟΣΟΨΗ, Ολοκληρωμένη Αστική – Αισθητική αναβάθμιση όψεων κτιρίων του Δήμου Αθηναίων»(...)Με την έννοια αυτή, ως ουσιώδης τροποποίηση θεωρείται η μεταβολή ουσιωδών όρων κύριας προγραμματικής σύμβασης, η νομιμότητα των οποίων επιβάλλεται να ελεγχθεί προσυμβατικά, ενώ, αντιθέτως, δεν ελέγχονται οι τροποποιήσεις παρεπόμενων συμβατικών όρων(...)Με δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η επίμαχη τροποποίηση, η οποία ανάγεται στις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας ορισμένης δαπάνης από εκείνες που έχουν περιληφθεί στο Πρόγραμμα, αφορά όχι σε ουσιώδη, αλλά σε παρεπόμενο συμβατικό όρο και δεν συνεπάγεται καμία μεταβολή στους κύριους (ουσιώδεις) όρους της προγραμματικής σύμβασης, όπως τους σχετικούς με τον ορισμό των συμβαλλόμενων μερών και των υποχρεώσεων αυτών, τη διάρκεια και τον προϋπολογισμό της σύμβασης.Αποφαίνεται ότι απαραδέκτως υποβάλλεται ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την άσκηση προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας το υποβληθέν σχέδιο τροποποίησης της προγραμματικής σύμβασης


ΕλΣυμ/Τμ.Μ.επτ.συνθ/3032/2011

Αναθεώρηση της 2204/2011 πράξης του 6ου Τμ. του ΕλΣυνεδρίου.Η διάταξη διακήρυξης, με την οποία τίθεται ως κριτήριο ποιοτικής επιλογής των υποψηφίων η προηγούμενη εκτέλεση παρόμοιων με την υπό ανάθεση σύμβαση υπηρεσιών και ορίζεται ελάχιστο ύψος αυτών, πρέπει να είναι συμβατή με την αρχή της αναλογικότητας, ήτοι η θέσπιση ενός τέτοιου περιορισμού να μη βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, άλλως παρεμποδίζει δυσανάλογα το άνοιγμα των δημοσίων συμβάσεων στον ευρύτερο δυνατό ανταγωνισμό. Και τούτο, διότι η διασφάλιση της συμμετοχής του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού επιχειρήσεων στους δημόσιους διαγωνισμούς εντάσσεται στους επιδιωκόμενους από τους κοινοτικούς κανόνες σκοπούς (πρβλ. σχετ. Δ.Ε.Κ. αποφάσεις της 19.5.2009,C-538/07, Assitur και της 23.12.2009, C-305/08, CΟNISMΑ). Η Σύμβουλος Χρυσούλα Καραμαδούκη είχε την ακόλουθη ειδικότερη γνώμη: Οι διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 1 του ν. 3316/2005 και του άρθρου 2 παρ. 1 της απόφασης 10883/12.3.2007 του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., που έχει εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 45 παρ. 1 του ως άνω νόμου, με βάση τις οποίες επιβλήθηκε με τους όρους 18.2 και 18.3 του άρθρου 18 της επίμαχης διακήρυξης περιορισμός ως προς τον μέγιστο επιτρεπόμενο αριθμό συμπραττόντων μελετητών και δικηγόρων ανά υποψήφιο ανάδοχο σχήμα, κατά το μέρος που εισάγουν παρέκκλιση αναφορικά και μόνο με τις αναθέσεις τοπογραφικών μελετών από την εταιρεία «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε.». Ενόψει του σκοπού της εταιρείας αυτής, της ιδιαιτερότητας, αλλά και της έκτασης του αντικειμένου των προς ανάθεση μελετών, της ανάγκης άμεσης και παράλληλης εκτέλεσής τους και ταυτόχρονης περαίωσης όλων των μελετών σε όλη την επικράτεια της χώρας, είναι θεμιτές και δικαιολογημένες, ο δε θεσπιζόμενος με αυτές περιορισμός τελεί σε εύλογη συνάρτηση με τις απαιτήσεις του συνόλου των προς ανάθεση μελετών, με συνέπεια να μην παρεμποδίζεται ουσιωδώς η ανάπτυξη ανταγωνισμού ή να περιορίζεται η διαφάνεια ή να ανακύπτουν ζητήματα άνισης μεταχείρισης των ενδιαφερόμενων οικονομικών φορέων, με την έννοια δε αυτή οι ως άνω διατάξεις δεν έρχονται σε αντίθεση με τις επιταγές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με τις διαδικασίες ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων.


ΕλΣυν/Τμ.6/2835/2010

Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι για την πραγματοποίηση νέων έργων που έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον και έχουν καταταγεί σε μία από τις κατηγορίες που προβλέπονται στο Νόμο, απαιτείται προηγούμενη, δηλαδή προ της ενάρξεως πραγματοποιήσεως του έργου, έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Ως έναρξη πραγματοποιήσεως του έργου θεωρείται όχι μόνον η υλική ενέργεια αυτού, αλλά και η έκδοση οποιασδήποτε διοικητικής πράξεως, η οποία αποτελεί προϋπόθεση της ενάρξεως κατασκευής του, ως η προκήρυξη (πρβλ. ΣτΕ 149/2000) ή η οικεία κατακυρωτική απόφαση. Κατά συνέπεια η παράλειψη εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων προ της εγκρίσεως του αποτελέσματος της δημοπρασίας συνιστά ουσιώδη νομική πλημμέλεια, καθισταμένης ούτως μη νόμιμης της αποφάσεως αναθέσεως εκτελέσεως του έργου (Πράξη VI Τμήματος 33/2007, Απόφαση VI Τμήματος 2515/2009 και Ολ. ΣτΕ 526/2003, ΣτΕ 2472/2009, ΣτΕ 149/2000). Τούτο δε καθόσον τα αρμόδια διοικητικά όργανα εκτιμώντας τις συνέπειες που μπορεί να έχει ένα νέο έργο στο περιβάλλον δεν πρέπει να επηρεάζονται από τα τεχνικά δεδομένα του υπό εκτέλεση έργου, αλλ’ αντιθέτως οι όροι του διαγωνισμού οφείλουν να προσαρμόζονται σε προϋφιστάμενους (και ήδη εγκριθέντες) περιβαλλοντικούς όρους. Περαιτέρω η απόφαση εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων δύναται να έχει ορισμένη χρονική διάρκεια, μετά το πέρας της οποίας δύναται να αναθεωρηθεί χωρίς ουσιώδεις τροποποιήσεις, εκτεινομένης ούτω της διάρκειας των αρχικών όρων σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα του αρχικώς προσδιορισθέντος. Απλή αναθεώρηση της εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων είναι επιτρεπτή πριν από τη λήξη ισχύος αυτών ή εντός ευλόγου χρόνου από τη λήξη τους. Αν παρέλθει ικανό χρονικό διάστημα (πέραν του ευλόγου) από τη λήξη ισχύος της αρχικής αδειοδοτήσεως απαιτείται να τηρηθεί εξαρχής η διαδικασία εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων (Απόφαση VI Τμήματος 2013/2010, ΣτΕ 297/2009, 3428/2004). Εκ τούτων παρέπεται ότι εάν κατά την έναρξη της διαγωνιστικής διαδικασίας υπάρχουν εγκεκριμένοι περιβαλλοντικοί όροι, η ισχύς των οποίων παύει κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα και πριν από την έκδοση της κατακυρωτικής αποφάσεως, η απλή αναθεώρηση αυτών, μετά την κατακύρωση του αποτελέσματος, αίρει (θεραπεύει) την πλημμέλεια της μη υπάρξεως αυτών κατά το χρόνο της κατακυρώσεως υπό την προϋπόθεση ότι η απόφαση αναθεωρήσεως εξεδόθη εντός ευλόγου χρόνου από της λήξεως των αρχικώς εγκριθέντων περιβαλλοντικών όρων και δεν επέρχονται ουσιώδεις μεταβολές στους αρχικών εγκριθέντες όρους σε σχέση με τις επιπτώσεις του έργου στο περιβάλλον. Τούτο δε καθόσον η ανάγκη της προϋπάρξεως (πριν την έναρξη της διαδικασίας του διαγωνισμού) περιβαλλοντικών όρων, προκειμένου τα αρμόδια διοικητικά όργανα να εκτιμούν τις επιπτώσεις κάθε έργου στο περιβάλλον, χωρίς να έχει δημιουργηθεί οποιαδήποτε νομική ή πραγματική κατάσταση (Ολ. ΣτΕ 526/2003, ΣτΕ 2472/2009), δεν θίγεται διότι οι περιβαλλοντικοί όροι έχουν εγκριθεί πριν από τη δημοπράτηση του έργου και η εντός ευλόγου χρόνου ανανέωση αυτών, ισοδυναμεί με απλή παράταση της ισχύος τους, η οποία, ως εκ της φύσεώς της, αναδράμει στο χρόνο λήξεως των αρχικών όρων και καλύπτει το χρονικό διάστημα από την εκπνοή τους έως το χρονικό σημείο που προβλέπεται στην ανανέωση. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα είχε ως αποτέλεσμα την υποχρέωση της Διοίκησης να ανακαλέσει την κατακυρωτική απόφαση και να εκδώσει (εφόσον δεν υφίστανται πλημμέλειες στη διαδικασία του διαγωνισμού) νέα, ομοίου περιεχομένου, η οποία απλώς θα έπεται του χρόνου αναθεωρήσεως της εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων, με μόνη κατ’ ουσίαν συνέπεια την καθυστέρηση της διαδικασίας ολοκληρώσεως του διαγωνισμού (πρβλ. ΣτΕ 149/2000). Τέλος, το εύλογο του μεσολαβούντος, μεταξύ της παύσης ισχύος των αρχικώς εγκριθέντων περιβαλλοντικών όρων και της αναθεωρήσεως αυτών, χρονικού διαστήματος, κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με βάση τα πραγματικά δεδομένα κάθε διαγωνισμού.


ΣΤΕ/2611/2018

Προμήθειες.Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι μη νομίμως αποκλείστηκε η προσφορά της αιτούσης για το ένδικο είδος, λαμβανομένου υπόψη ότι, σύμφωνα με τη σαφή και πλήρη ρύθμιση των όρων 16.4. και 16.5 της διακήρυξης, δεν προβλέπεται η υποβολή των δειγμάτων - mock ups με την κατάθεση ηλεκτρονικώς του φακέλου της προσφοράς, αλλά το πρώτον εντός τριημέρου από την ηλεκτρονική κατάθεση της προσφοράς, μέσα σε κλειστό φάκελο, μαζί με τα πρωτότυπα φύλλα οδηγιών χρήσης των ουσιών. Στους όρους δε αυτούς της Διακήρυξης προβάλλεται ότι συμμορφώθηκε η αιτούσα υποβάλλοντας εμπροθέσμως μέσα σε κλειστό φάκελλο τα πρωτότυπα δείγματα mock ups, γεγονός που δεν αμφισβητείται μεν από την αναθέτουσα αρχή, πλην, όμως, δεν αξιολογήθηκε από αυτήν. Ενόψει των γενομένων δεκτών στην προηγούμενη σκέψη ως προς την έννοια των δύο αυτών όρων της διακήρυξης, σε συνδυασμό και με την αρχή της τυπικότητας που διέπει τις διαγωνιστικές διαδικασίες, μη νομίμως αποκλείστηκε η τεχνική προσφορά της αιτούσης για το ένδικο είδος, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση, δεδομένου ότι η ένδικη Διακήρυξη δεν προβλέπει υποχρέωση του διαγωνιζόμενου να καταθέσει ηλεκτρονικώς τα πρωτότυπα δείγματα των συσκευασιών των δραστικών ουσιών, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της έρευνας των λοιπών λόγων ακυρώσεως. Τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από το Δημόσιο με το 390/16-2-2018 έγγραφο των απόψεών του, καθώς και με το από 7-12-2018 υπόμνημά του είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.


EΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)197/2013

Eξόφληση της 1ης εντολής πληρωμής της  1ης παράτασης σύμβασης υπηρεσιών «Σύμβουλος Διαχείρισης Συγχρηματοδοτούμενων Έργων Δήμου .(...)Ο ν. 3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης - Πρόγραμμα Καλλικράτης» (ΦΕΚ Α΄ 87/7.6.2010) ορίζει, στο άρθρο 283, ότι: «1. Οι δήμοι που συνιστώνται με το άρθρο 1 υπεισέρχονται αυτοδικαίως από την έναρξη λειτουργίας τους και χωρίς άλλη διατύπωση σε όλα τα ενοχικά και εμπράγματα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των δήμων και κοινοτήτων που συνενώνονται, στα οποία περιλαμβάνονται και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από  διεθνείς συνεργασίες…». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι από την 1.1.2011 (ημερομηνία έναρξης ισχύος των διατάξεων του ν. 3852/2010) οι νέοι Δήμοι που προέκυψαν υπεισέρχονται αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση, από την έναρξη λειτουργίας τους, στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των δήμων που συνενώνονται. Περαιτέρω, η συμβατική δράση της δημόσιας διοίκησης υπόκειται στη θεμελιώδη αρχή της νομιμότητας, ως εκ τούτου, κατ’ επιταγή αυτής κάθε δημόσια σύμβαση υπάγεται σε ορισμένο νομικό πλαίσιο, το οποίο περιλαμβάνει και τη διακήρυξη της διαγωνιστικής διαδικασίας που προηγείται της κατάρτισής της, ως κανονιστική διοικητική πράξη. Παρέπεται τούτου ότι η δυνατότητα των συμβαλλομένων μερών για τροποποίηση όρου ή όρων δημόσιας σύμβασης με νεότερη κοινή συμφωνία τους, δεν μπορεί να εξικνείται μέχρι την κατ’ ουσία τροποποίηση ουσιωδών όρων της οικείας διακήρυξης. Η τροποποίηση μιας δημόσιας σύμβασης κατά τη διάρκεια της ισχύος της μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιώδης όταν προστίθενται όροι οι οποίοι, αν είχαν γνωστοποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας σύναψης της αρχικής σύμβασης, θα είχαν ίσως ως αποτέλεσμα να επιτραπεί η συμμετοχή στη διαδικασία άλλων διαγωνιζομένων από εκείνους που έγιναν αρχικώς δεκτοί ή να υποβληθούν προσφορές με διαφορετικό περιεχόμενο ή να επιλεγεί προσφορά διαφορετική από εκείνη που αρχικώς επελέγη. Ομοίως, τροποποίηση της αρχικής σύμβασης μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιώδης όταν διευρύνει σημαντικά το αντικείμενο της σύμβασης, συμπεριλαμβάνοντας υπηρεσίες που δεν είχαν αρχικώς προβλεφθεί (πρβλ. υπόθεση C-454/06 pressetext Nachrichtenagentur GmbH κατά Republik Österreich, σκέψεις 34-36 και υπόθεση C-496/99 P Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά CAS Succhi di Frutta SpA, σκέψεις 113-121). Επιπλέον, όπως γίνεται δεκτό, οι συμβαλλόμενες σε δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών αναθέτουσες αρχές μπορούν να επιφυλάσσουν υπέρ αυτών δικαίωμα προαίρεσης για τη δέσμευση του αντισυμβαλλομένου τους να συναινέσει σε νέα σύμβαση ομοειδών υπηρεσιών με τους ίδιους όρους, ασκούμενο με δήλωση της αναθέτουσας αρχής, το οποίο προσδιορίζεται ποσοτικά και ποιοτικά στη διακήρυξη, περιέχεται δε και στη δημοσιευόμενη περίληψή της (VI Τμ. 2224, 1778/2011, 3145, 660, 371/2010, κ.α.). Παρέπεται, αντίστοιχα προς τα προαναφερόμενα, ότι, η ενεργοποίηση του δικαιώματος προαίρεσης επιτρέπεται αποκλειστικά υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαγράφει η σύμβαση που το διαλαμβάνει. Όταν η άσκησή του κείται εκτός των ορίων τούτων, δεν ασκείται νόμιμα, συνεπάγεται δε τροποποίηση της οικείας συμβάσεως και της διακηρύξεως, η οποία ελέγχεται ως προς τη νομιμότητά της κατά τα ανωτέρω (Βλ. απόφαση VI Τμ. Ελ.Συν. 1508/2012

ΑΕΠΠ/1604/2020

Προμήθεια είδους...Επειδή, ειδικότερα, όσον αφορά την προσφυγή κατά όρων διακήρυξης, ο προσφεύγων πρέπει να επικαλεσθεί άμεση βλάβη από τον όρο της διακήρυξης, ο οποίος παραβιάζει κατ’ αυτόν τους κανόνες που αφορούν τις προϋποθέσεις συμμετοχής στο διαγωνισμό, τη διαδικασία επιλογής του αναδόχου ή τα εφαρμοστέα για την ανάδειξή του κριτήρια, σε σημείο που να αποκλείει ή να καθιστά ουσιωδώς δυσχερή τη συμμετοχή του στον διαγωνισμό (βλ. ενδεικτικά ΕΑ ΣτΕ 148/2016 Ολομ., ΕΑ ασφ. Μ. 415/2014, Δημήτριος Γ. Ράικος, «Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων», Β' έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2017, σελ. 756). Πλην όμως, η προσφεύγουσα αορίστως προβάλλει χωρίς να τεκμηριώνει ότι επειδή οι τιμές των πλησσόμενων  όρων της Διακήρυξης είναι κατώτερες των τιμών του παρατηρητηρίου, το γεγονός αυτό την εμποδίζει ή δυσχεραίνει ουσιωδώς την συμμετοχή της στον διαγωνισμό, γιατί δεν αποδεικνύει την βλάβη της αλλά επιδιώκει την διαμόρφωση συνθηκών ευνοϊκότερων για τη συμμετοχή της στον διαγωνισμό. Με τους πλησσόμενους όρους της Διακήρυξης δεν εμποδίζεται η συμμετοχή της και το ότι οι τιμές που εμπορεύεται η ίδια για τα ως άνω είδη είναι υψηλότερες αυτών της Διακήρυξης, δεν συνεπάγεται την παραβίαση των διατάξεων του Ν. 4412/2016 ούτε των διατάξεων περί υγιούς ανταγωνισμού Όμως με το περιεχόμενο τούτο, η υπό εξέταση προσφυγή παρίσταται απαράδεκτη ως ασκηθείσα χωρίς έννομο συμφέρον, διότι η προσφεύγουσα αορίστως επικαλείται λόγους που θεμελιώνουν το –κατά την έννοια του νόμου-έννομο συμφέρον της, ενώ δεν αποδεικνύει ότι ένας έκαστος εκ των λόγων καθιστά ουσιωδώς δυσχερή τη συμμετοχή της ή εν γένει περιορίζει τον ανταγωνισμό ή/και ενδεχομένως παρέχει πλεονέκτημα σε κάποιον έτερο δυνητικό υποψήφιο.


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/762/2021

Αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά...με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εκκαλών προβάλει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας με την έννοια ότι η διοίκηση όφειλε, προτού του επιβάλει το επαχθές μέτρο της ολικής δημοσιονομικής διόρθωσης, να συνεκτιμήσει τις συντρέχουσες περιστάσεις, τη βαρύτητα των διαπιστωθεισών παραβάσεων και την αιτιώδη σχέση αυτών με την άρτια ή μη υλοποίηση του επίμαχου «υποέργου» και τη λειτουργικότητα του. Η δε μη εμπρόθεσμη υποβολή φακέλου και δικαιολογητικών για τη χορήγηση της δεύτερης δόσης της ενίσχυσης συνιστά τυπική παρατυπία, η οποία, δεδομένου ότι έχουν πλέον εκπληρωθεί πλήρως άπασες οι συμβατικές του υποχρεώσεις και ότι η κτηνοτροφική μονάδα του λειτουργεί πλέον απρόσκοπτα, δεν επιφέρει οιαδήποτε ζημία στο προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα ανωτέρω τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα, καθόσον η μη τήρηση του τιθέμενου με το άρθρο 19 παρ. 4 της ΚΥΑ 448/2001 όρου επιλεξιμότητας περί εμπρόθεσμης υποβολής αίτησης και φακέλου για την καταβολή της δεύτερης δόσης της ενίσχυσης, που να περιλαμβάνει τα εκεί προβλεπόμενα δικαιολογητικά, χωρίς να συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας, δεν συνιστά μία απλή τυπική παράλειψη αλλά ουσιώδη κι αυτοτελή αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης, η οποία άγει σε αναζήτηση του ποσού της ήδη καταβληθείσας πρώτης δόσης της ενίσχυσης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στα άρθρα 19 παρ. 5 περ. γ και 21 παρ. 2 της ίδιας ΚΥΑ (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 1397/2019). Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία θα αρκούσε η έστω εκπρόθεσμη εκπλήρωση των σχετικών συμβατικών δεσμεύσεων και η de facto λειτουργία της ενισχυθείσας γεωργικής εκμετάλλευσης για την μη εφαρμογή του μέτρου της ολικής ή μερικής ανάκτησης των ποσών της ενίσχυσης, ενόψει της αρχής της αναλογικότητας, αφενός θα προσέκρουε στις επιτακτικές ρυθμίσεις του Κανονισμού 817/2004, ως προς την προθεσμία εκπλήρωσης των αναγκαίων όρων επιλεξιμότητας που αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος και στην υγιεινή και καλή διαβίωση των ζώων, αφετέρου θα αφαιρούσε από τις ενισχύσεις του Κανονισμού 1257/1999 το αναγκαίο αντιστάθμισμα (τήρηση των όρων επιλεξιμότητας εντός του τιθέμενου χρονικού πλαισίου), μετατρέποντας αυτές σε ενισχύσεις λειτουργίας, ήτοι σε αμιγή οικονομικά πλεονεκτήματα εκτός των στόχων της διαρθρωτικής προσαρμογής των αναπτυξιακά καθυστερημένων περιοχών στον τομέα γεωργίας (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 1817/2017). Περαιτέρω, η ως άνω ανάκτηση ως διοικητικό μέτρο αποκαταστατικού χαρακτήρα είναι πρόσφορη και αναγκαία για την εκπλήρωση του επιδιωκόμενου σκοπού, δοθέντος ότι δεν εξαντλείται στην δημοσιονομική αποκατάσταση των δημόσιων προϋπολογισμών, αλλά αποσκοπεί στην επαναφορά των πραγμάτων στην προ της καταβολής της ενίσχυσης κατάσταση, ώστε να αποτρέπονται στρεβλώσεις κατά τους όρους ανάπτυξης του ανταγωνισμού στον τομέα της γεωργίας, άλλως, διαταράσσεται η επίτευξη μέσω των διαρθρωτικών προσαρμογών αγροτική ανάπτυξη με την επιλεκτική και εκτός ενιαίου προγραμματισμού ενίσχυση συγκεκριμένων επιχειρηματιών στον οικείο τομέα (βλ. Ε.Σ. Ολ. 1278/2019).

16. Τέλος, ο σε βάρος του εκκαλούντος καταλογισμός δεν δύναται να αρθεί ούτε δυνάμει της διάταξης του άρθρου 61 του ν.4235/2014 (Α΄ 32), σύμφωνα με την οποία απαλλάσσονται από την υποχρέωση επιστροφής της καταβλητέας πρώτης δόσης της ενίσχυσης οι νέοι γεωργοί – κτηνοτρόφοι, που δεν προσκόμισαν την άδεια ίδρυσης - λειτουργίας της πτηνοκτηνοτροφικής μονάδας τους, δεν δικαιούνται, όμως, τη δεύτερη (τελική) δόση, είτε η σχετική υπόθεση εκκρεμεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο είτε όχι, η εφαρμογή της οποίας δύναται κατ’ αρχήν να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, καθόσον ο επίδικος καταλογισμός δεν ερείδεται αποκλειστικά και μόνον στην μη προσκόμιση άδειας λειτουργίας της μονάδας του αλλά στη μη υποβολή του συνόλου των απαραίτητων δικαιολογητικών για τη χορήγηση της δεύτερης δόσης της ενίσχυσης εντός της καθορισμένης συμβατικής προθεσμίας. Επομένως, η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης ουδεμία επιρροή ασκεί (βλ. ad hoc Ε.Σ. Ολ. 1428/2019, Ι Τμ. 1907/2017, 1915/2016). Κατόπιν των ανωτέρω, η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου.