Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Υπόθεση C-89/2014

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 3ης Σεπτεμβρίου 2015. A2A SpA κατά Agenzia delle Entrate. Αίτηση του Corte suprema di cassazione για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Προδικαστική παραπομπή – Κρατικές ενισχύσεις – Τρόπος υπολογισμού των τόκων που συνδέονται με την ανάκτηση ενισχύσεων ασύμβατων προς την κοινή αγορά – Απλοί τόκοι ή τόκοι υπολογιζόμενοι με τη μέθοδο του ανατοκισμού – Εθνική νομοθεσία που παραπέμπει, για τον υπολογισμό των τόκων, στις διατάξεις του κανονισμού (EK) 794/2004 – Απόφαση περί ανακτήσεως κοινοποιηθείσα προ της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού αυτού. Υπόθεση C-89/14

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-89/2019 έως C-91/2019

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-89/19 έως C-91/19: Διάταξη του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 6ης Φεβρουαρίου 2020 [αιτήσεις του Consiglio di Stato (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Rieco SpA κατά Comune di Lanciano, Ecolan SpA (C-89/19), Comune di Ortona, Ecolan SpA (C-90/19), Comune di San Vito Chietino, Ecolan SpA (C-91/19) (Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Άρθρο 12, παράγραφος 3 – Εθνική νομοθεσία που ευνοεί τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων σε βάρος των in-house συμβάσεων – Ελευθερία των κρατών μελών ως προς την επιλογή του τρόπου παροχής υπηρεσιών – Όρια – Εθνική νομοθεσία που δεν επιτρέπει σε αναθέτουσα αρχή να αποκτά ποσοστό συμμετοχής στο κεφάλαιο φορέα που ανήκει σε αναθέτουσες αρχές, όταν το ποσοστό αυτό συμμετοχής δεν εξασφαλίζει δυνατότητα ελέγχου του εν λόγω φορέα ή δικαίωμα αρνησικυρίας)


ΝΣΚ/181/2001

ΓνΝΣΚ(Τμ.Ε)181/2001  Δημόσια έργα. Προσφυγή αναδόχου Κοινοπραξίας. Ανατοκισμός. Τόκοι υπερημερίας. Νομιμότητα αποφάσεων. Εν προκειμένω δεν συνέτρεξε καμία των, ως άνω, προϋποθέσεων ανατοκισμού, ενώ αντιθέτως συνέτρεξε αρνητικός όρος αυτής, όπως η κατάθεση (άσκηση) της προσφυγής της αναδόχου Κ/Ξ (προσφυγής χωρίς ειδικό και συγκεκριμένο, περί ανατοκισμού, αίτημα) πριν από την πάροδο της προαπαιτούμενης ελάχιστης χρονικής περιόδου δεδουλευμένων τόκων υπερημερίας (ημερομηνία καταθέσεως της προσφυγής: 19-4-95, έναρξη τόκων υπερημερίας: 16-6-94). β) Η προσφυγή της αναδόχου Κ/Ξ καθίσταται, δυνάμει ειδικώς θεσμοθετημένου δικαίου, ένδικο βοήθημα (μέσο) που τελεί υπό δικονομική και ουσιαστική ισοδυναμία με την αγωγή, κατά τη δικαιοτελεστική της λειτουργία και τις, εκ της ασκήσεώς της (καταθέσεως), συνέπειες, στο πλαίσιο δίκης σχετικής με διαφορές από σύμβαση εκτελέσεως δημοσίων έργων. γ) Η αριθ. 416/98 δικαστική απόφαση, αποφαίνεται στο εύρος του, και προδικαστικώς (δια της ενστάσεως και αιτήσεως θεραπείας) νομιμοποιουμένου αιτήματος της προσφυγής, επί του οποίου δεν διαλαμβάνει καμιά διάταξη περί ανατοκισμού, αλλά μόνο διάταξη περί καταβολής οφειλομένων, από συγκεκριμένη ημερομηνία, τόκων υπερημερίας, προφανώς του Ν 1947/91, σύμφωνα με το αίτημα και τη νόμιμη προδικασία της προσφυγής καθ όσον, άλλως, αν δηλαδή δεν ταυτίζεται το σχετικό, περί τόκων υπερημερίας, αίτημα της προσφυγής προς αυτό της ενστάσεως και αιτήσεως θεραπείας, το προβαλλόμενο με την προσφυγή αίτημα κρίνεται απαράδεκτο, ως μη νομιμοποιημένο, κατά τα απαιτούμενα στην ενδικοφανή διαδικασία. δ) Αν ασκηθεί εκ μέρους του φορέα -κυρίου του εκτελουμένου έργου αίτηση θεραπείας, όπως πράγματι ασκήθηκε στην περίπτωση του ζητήματος, τότε αναστέλλεται η εκτελεστότητα της αποφάσεως της Προϊσταμένης Αρχής, μέχρις ότου εκδοθεί η, επί της αιτήσεως θεραπείας, απόφαση του αρμοδίου Υπουργού. Συνεπώς, εξ αυτού του αρκούντος λόγου, η Προϊσταμένη Αρχή δεν δικαιούται να διατάξει την διευθύνουσα Υπηρεσία να προβεί στην εκτέλεση της σχετικής, με τον ανατοκισμό, αποφάσεως, μη υφισταμένης επί τούτου σχετικής υποχρεώσεως της διευθύνουσας Υπηρεσίας. Υπό άλλη εκδοχή, κατά τη συμπληρωματική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 25 παρ.1,4 του Ν 2683/99 η, ως άνω, Υπηρεσία, αν περί της νομιμότητας των αναγκαίων ενεργειών της είχε επιφύλαξη, θα όφειλε να τη διατυπώσει εγγράφως, προκειμένου να απαλλαγεί των τυχόν ευθυνών της, και να προβεί ακολούθως, στις οφειλόμενες, ως αναγκαίες, ενέργειες της αρμοδιότητάς της. ε) Με την ιστορηθείσα προσφυγή ζητήθηκαν οι τόκοι υπερημερίας, αποκλειστικώς, βάσει του Ν 1947/91, και ότι το ίδιο αίτημα είχε υποβληθεί με τα βοηθήματα της ενδικοφανούς διαδικασίας, που προηγήθηκε της προσφυγής, και επ αυτού του αιτήματος (ευνοούντος προφανώς τον κύριο του έργου) αποφάνθηκε το Δ.Εφ. Πατρών με την αριθ. 416/98 απόφασή του. Ενόψει των ανωτέρω, καταβολή τόκων υπερημερίας βάσει του νομοθετικού καθεστώτος που προηγήθηκε, κατ ισχύ, των Ν 1418/84 και 1947/91, δεν αντιστοιχεί σε αίτημα της προσφυγής και της αιτήσεως θεραπείας ούτε καλύπτεται, περαιτέρω, από τις διατάξεις της, ως άνω, δικαστικής αποφάσεως, μη δυνάμενο συνακολούθως, να ικανοποιηθεί βάσει αυτής της αποφάσεως. 

ΕΣ/ΤΜ.6/2155/2011 (Β΄ ΔΙΑΚΟΠΩΝ)

ΔΑΝΕΙΑ:Αίτηση ανάκληση της 123/2011 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου(..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη VΙ, το Τμήμα κρίνει ως εσφαλμένη την υπό στοιχείο δ κρίση του Κλιμακίου, ότι ο όρος 4 του σχεδίου της σύμβασης είναι καταχρηστικός, κι επομένως μη νόμιμος, κατά το μέρος που θεσπίζει δικαίωμα του Τ.Π.Δ. να ζητήσει από το Δήμο τόκους επί τόκων, χωρίς την πρόβλεψη οι τόκοι να προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο κάθε εξάμηνο, κατ’ ελάχιστο όριο, καθώς, όπως βασίμως με την αίτηση προβάλλεται, στο τέλος του επίμαχου όρου αναφέρεται ότι το σχετικό δικαίωμα του ΤΠΔ «στηρίζεται στο άρθρο 12 παρ.1 του ν. 2601/1998», διάταξη που είναι αναγκαστικού δικαίου και σύμφωνα με την οποία ναι μεν οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα (σε καθυστέρηση) τόκοι ανατοκίζονται από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης, εφόσον τούτο συμφωνηθεί, όμως η συμφωνία περί ανατοκισμού ισχύει υπό το χρονικό περιορισμό οι τόκοι να προστί­θενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο κάθε εξάμηνο, κατ’ ελάχιστο όριο, οπότε ο επίμαχος όρος ούτε τη συγκεκριμένη αναγκαστικού δικαίου διάταξη παραβιάζει ούτε καταλείπει αμφιβολίες σε σχέση με το χρονικό διάστημα επέλευσης του ανατοκισμού. (..)Το Τμήμα κρίνει ως ορθή και την υπό στοιχείο γ κρίση του Κλιμακίου ότι ο όρος 4 του σχεδίου της σύμβασης είναι καταχρηστικός, κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 2251/1994, κι επομένως μη νόμιμος, κατά το μέρος που προβλέπει ρήτρα έκπτωσης, ήτοι τη δυνατότητα του Τ.Π.Δ. να καταγγείλει τη σύμβαση και να επιδιώξει την είσπραξη του συνόλου της οφειλής σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιασδήποτε ετήσιας δόσης, και μάλιστα με τόκους υπερημερίας μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του, και απορρίπτει ως αβάσιμους τους προβαλλόμενους με την αίτηση ισχυρισμούς ότι η επίμαχη ρήτρα έκπτωσης αποτελεί συνήθη όρο και παγιωμένη πρακτική να επαναλαμβάνεται σε κάθε δανειακή σύμβαση και ότι δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί δυσβάστακτος και καταπλεονεκτικός ο όρος σε βάρος του Δήμου, ο οποίος αποτελεί φορέα του Δημοσίου καθώς και το Τ.Π.Δ. ταυτίζεται ουσιαστικά με το Ελληνικό Δημόσιο. Τούτο δε, διότι το δικαίωμα που επιφυλάσσει η επίμαχη ρήτρα στο Τ.Π.Δ. να καταγγείλει μονομερώς τη σύμβαση και να ζητεί το υπόλοιπο ανεξόφλητο ποσό του δανείου, και μάλιστα με τόκους υπερημερίας μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του, σε περίπτωση καθυστέρησης μίας και μόνο ετήσιας δόσης του δανείου ή κάθε είδους τόκων και εξόδων, σαφώς επιβάλλει στο Δήμο σημαντική, χωρίς εύλογο λόγο και κατά τρόπο αντικείμενο στην καλή πίστη, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση, λαμβανομένης υπόψη και της μακροχρόνιας διάρκειας του δανείου (15 έτη) αλλά και των συνθηκών της παρούσας εθνικής και παγκόσμιας οικονομικής συγκυρίας. (…)Τέλος, τo Τμήμα κρίνει επίσης ως ορθή, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις IV και V, την υπό στοιχείο ε κρίση του Κλιμακίου ότι ο όρος 7 του σχεδίου της σύμβασης είναι αόριστος, κι επομένως μη νόμιμος, και απορρίπτει ως αβάσιμο τον προβαλλόμενο με την αίτηση ισχυρισμό ότι ο επίμαχος όρος, που προβλέπει την υποχρέωση του Δήμου να καταβάλει «εξ ιδίων χρημάτων» στο Τ.Π.Δ. τις οφειλόμενες δόσεις του δανείου, στην περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο, κατά τη διάρκεια αποπληρωμής του, τα εκχωρηθέντα με τον όρο 5 της σύμβασης έσοδά του δεν επαρκούν για την εξυπηρέτησή του, δεν αφορά τον συμβαλλόμενο Δήμο, αλλά πρωτίστως το ΤΠΔ, το οποίο θα έπρεπε να επιδιώκει τη συγκεκριμενοποίηση του όρου, καθώς η αοριστία και ασάφεια του κρίσιμου όρου δεν διασφαλίζει το Δήμο από το ενδεχόμενο να θεμελιωθεί σε βάρος του μελλοντική ενδοσυμβατική ευθύνη για απαιτήσεις του ΤΠΔ, χωρίς τους νομοθετικούς περιορισμούς ως προς τα δυνάμενα να εξυπηρετούν το δάνειο έσοδα του Δήμου.  Απορρίπτει την αίτηση


ΕΣ/ΚΛ.Ζ/62/2011

ΔΑΝΕΙΑ:Περαιτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η ίδια διαδικασία παρίσταται νομικώς πλημμελής για τους ακόλουθους λόγους: Της απόφασης έγκρισης της δανειακής σύμβασης από το Δημοτικό Συμβούλιο (32/26.1.2011) δεν προηγήθηκε η διαδικασία ενώπιον της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου (κατά παράβαση των οριζομένων στο με ισχύ από 1.1.2011 άρθρο 72 του ν. 3852/2010), η οποία, στο πλαίσιο ελέγχου της τήρησης των αρχών της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, όφειλε να γνωμοδοτήσει σχετικά με την αναγκαιότητα λήψης του δανείου,  τη δυνατότητα εξυπηρέτησης του με βάση τα οικονομικά στοιχεία του Δήμου και τους ειδικότερους όρους της δανειακής σύμβασης, ύστερα από αξιολόγηση των σχετικών προσφορών.Από τα στοιχεία του φακέλου και ιδίως τις 232/12.4.2010, 365/3.6.2010 και 32/26.1.2011 αποφάσεις του Δ.Σ. του Δήμου (με τις οποίες εγκρίθηκαν η αναγκαιότητα λήψης του ελεγχόμενου δανείου, η προσφορά του ως άνω πιστωτικού οργανισμού και οι όροι συνομολόγησης του δανείου, αντίστοιχα) και τα αναφερόμενα στο προοίμιο αυτών ληφθέντα υπόψη έγγραφα,   προκύπτει ότι το ως άνω δημοτικό όργανο όχι μόνο δεν είχε υπόψη του έκθεση της Οικονομικής Επιτροπής (τούτο ισχύει μόνο για την εγκριτική των όρων του δανείου 32/26.1.2011 απόφασή του, κατά τα ανωτέρω), αλλά σε καμία φάση της διαδικασίας λήψης απόφασης για το ελεγχόμενο δάνειο, δεν τέθηκαν σε γνώση του, ενόψει των αρχών της διαφάνειας και της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης (σκέψη ΙΙI Α της παρούσας),  στοιχεία που να απεικονίζουν την οικονομική κατάσταση του δήμου και τη δυνατότητά του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ελεγχόμενου δανείου, ώστε, κατά τη λήψη των κρίσιμων αυτών αποφάσεων, να γνωρίζουν οι δημοτικοί σύμβουλοι τις υφιστάμενες δανειακές υποχρεώσεις και τα τρέχοντα τοκοχρεωλύσια, ιδίως, ενόψει του γεγονότος ότι, όπως προκύπτει  από τον χωρίς ημερομηνία σύνταξης συγκεντρωτικό πίνακα δανειακών υποχρεώσεων του Δήμου, στις 31.12.2010, είχε ήδη συνομολογημένα και σε εξέλιξη 13 άλλα δάνεια, συνολικού οφειλόμενου υπολοίπου 8.152.500,49 ευρώ, με ετήσια τοκοχρεωλυτική δόση για την εξόφληση αυτών ποσού 1.393.683,38 ευρώ ( βλ. και το 12087/24.3.2011 έγγραφο του Προϊστάμενου της Οικονομικής Υπηρεσίας του Δήμου).  (..) Η οριζόμενη στο άρθρο 4 της σύμβασης ρήτρα έκπτωσης, δηλαδή η  δυνατότητα του πιστωτικού ιδρύματος να καταγγείλει την σύμβαση και να επιδιώξει την είσπραξη του συνόλου της οφειλής στην περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιασδήποτε ετήσιας δόσης, αντίκειται στις διατάξεις του ν. 2251/1994. (…)Περαιτέρω, το προβλεπόμενο στον ίδιο όρο (4ο) της ελεγχόμενης σύμβασης δικαίωμα του ίδιου ως άνω πιστωτικού ιδρύματος να ζητήσει τόκους επί τόκων που, όπως αναφέρεται «στηρίζεται στο άρθρο 12 παρ.1 του ν. 2601/1998»,  είναι αόριστο και καταχρηστικό, διότι ναι μεν οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα (σε καθυστέρηση τόκοι) ανατοκίζονται από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης, εφόσον τούτο συμφωνηθεί, όμως η συμφωνία περί ανατοκισμού ισχύει, υπό το χρονικό περιορισμό, οι τόκοι να προστί­θενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο κάθε εξάμηνο, κατ΄ ελάχιστο όριο (βλ. άρθρο 12 παρ.1 του ν. 2601/1998- Α΄81), πρόβλεψη που δεν υπάρχει στο υποβληθέν σχέδιο, με αποτέλεσμα να καταλείπεται -και μάλιστα σε βάρος του Δήμου- αμφιβολία για το χρονικό διάστημα επέλευσης του ανατοκισμού και συνεπώς για την περαιτέρω οικονομική επιβάρυνση του Δήμου από την αιτία αυτή. Σημειωτέον δε ότι τυχόν συμφωνία που προβλέπει ανατοκι­σμό για χρονικό διάστημα μικρότερο του εξαμήνου είναι άκυρη, καθώς η ανωτέρω διάταξη είναι αναγκαστικού δικαίου  (βλ. Εφ. Αθηνών 2665/2010).6) Τέλος, με τον 7ο όρο του ίδιου ως άνω σχεδίου σύμβασης προβλέπεται η υποχρέωση του Δήμου να καταβάλει «εξ ιδίων χρημάτων» στο Ταμείο τις οφειλόμενες δόσεις του δανείου, στην περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο, κατά τη διάρκεια αποπληρωμής του, τα εκχωρηθέντα (με τον 5ο όρο της σύμβασης) έσοδά του δεν επαρκούν για την εξυπηρέτηση του τελευταίου. Ο ανωτέρω όρος είναι αόριστος και, εξ αυτού του λόγου, μη νόμιμος και πρέπει να απαλειφθεί, καθόσον δεν εξειδικεύονται ποιά μπορεί να είναι τα επιπλέον «ίδια» αυτά χρήματα που θα χρησιμοποιήσει ο Δήμος ..... για την αποπληρωμή του δανείου, ενόψει της με τον 5ο όρο εκχώρησης των σε αυτόν αναφερόμενων εσόδων του Δήμου (βλ. σχετικά Πράξεις 144, 49/2010 και 204/2009 του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελ. Συν.  για τον ίδιο όρο και Δήμο).Δεν ανακλήθηκε με την  2201/2011 Τμ.6


ΕΣ/ΤΜ.Ι/1450/2018

Δημοσιονομική διόρθωση ποσού...Ο ισχυρισμοί αυτοί προβάλλονται το πρώτον με το υπόμνημα και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σε κάθε δε περίπτωση και ως αβάσιμοι, διότι: α) η ιστορική και νομική αιτία της προσβαλλόμενης απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης - ανάκτησης δεν ερείδεται στην πρόκληση ελλείμματος, β) η ευθύνη του επενδυτή και δη της εκκαλούσας, προς επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, στο πλαίσιο επιβολής δημοσιονομικής διόρθωσης, είναι, εν όψει της φύσης της διόρθωσης ως διοικητικού μέτρου με αμιγώς αποκαταστατικό χαρακτήρα -και όχι ως κύρωσης- καθώς και εν όψει των αρχών της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και της αποτελεσματικότητας στην προστασία των κοινοτικών πόρων, ανεξάρτητη από τη συνδρομή πταίσματος στο πρόσωπο του (πρβλ. ΕΣ 1711, 1721, 1904/2016), γ) δεν νοείται, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις, απαλλαγή του δικαιούχου αποκλειστικά και μόνο για λόγους προσωπικής επιείκειας, αναγόμενους στην οικονομική αδυναμία επιστροφής του καταλογισθέντος ποσού, καθόσον, σε διαφορετική περίπτωση, θα αναιρείτο η ενιαία εφαρμογή και η πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού / ενωσιακού δικαίου (ΕΣ 461/2016, 1212, 2322, 2672, 3156/2014) και δ) εν προκειμένω, δεν επιβλήθηκαν προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, λόγω ελλείμματος, αλλά τόκοι, οι οποίοι υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του Κανονισμού (ΕΚ) 794/2004 της Επιτροπής της 21ης Απριλίου 2004.

Χ. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και μη προβαλλόμενου άλλου λόγου έφεσης, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση με μείωση του προς ανάκτηση ποσού στο ποσό των 461.658,94 ευρώ (=593.238,94 ευρώ - 131.580,00 ευρώ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου, καθώς και να καταλογιστεί η εκκαλούσα με το οφειλόμενο ποσό παραβόλου πέραν του ήδη καταβληθέντος ποσού 1.500 ευρώ, και τούτο να μειωθεί λόγω αποδοχής της έφεσης εν μέρει κατά 1.500 ευρώ, δηλαδή από το επιπλέον οφειλόμενο παράβολο ποσού 4.432,38 ευρώ (5.932,38 ευρώ - 1.500 ευρώ) η εκκαλούσα πρέπει να καταλογιστεί με ποσό 2.932,38 ευρώ (άρθρο 73 παρ. 3 και 4 Κώδικα νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013, ΕΣ 1007/2017), ενώ πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων (άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικ. Δικον. αναλογικώς εφαρμοζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006).