Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΜΠρΑθ/733/2011

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 2915/2001

Η κατάσχεση στα χέρια της Τράπεζας ως τρίτης έχει ρυθμιστεί ειδικότερα με τα άρθρα 87-94 του νδ της 17-7/13-8-1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», του οποίου η ισχύς διατηρήθηκε με το άρθρο 52 αρ. 3 ΕισΝΚΠολΔ. Συμπληρωματικά εφαρμόζονται οι γενικές ρυθμίσεις των άρθρων 982 επ. που ισχύουν άμεσα, όπου υπάρχουν κενά, σύμφωνα με τα άρθρα 42 § 3 και 53 § του πιο πάνω νδ. Οταν υποβάλλεται καταφατική δήλωση, η Τράπεζα αποκτά δυνάμει του άρθρου 87 § 1 του πιο πάνω νδ το δικαίωμα, είτε να παρακαταθέσει τα κατασχεθέντα, απαλλασσόμενη ούτω πάσης ευθύνης και έναντι του κατασχόντος και έναντι του δικαιούχου, είτε να ζητήσει από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών την άρση της κατασχέσεως με ή και χωρίς εγγύηση. Αν πρόκειται για την ....... της ....... ΑΕ, η κατάθεση μπορεί να γίνει στην ίδια ή σε ειδικό λογαριασμό όψεως. Η ανάληψη από τον κατασχόντα του ποσού, που κατασχέθηκε, γίνεται κατά το άρθρο 88 του νδ με άδεια του Προέδρου Πρωτοδικών. Οι διατάξεις των άρθρων 87 και 88 του πιο πάνω νδ έχουν διατηρηθεί σε ισχύ και δεν καταργήθηκαν με την εισαγωγή του ΚΠολΔ, που είναι νεώτερο νομοθέτημα, γιατί οι γενικές διατάξεις του ΚΠολΔ δεν μπορούν να καταργήσουν τις ειδικές του νδ. Οπου αυτό έχει συμβεί, ορίζεται ρητά στον ΚΠολΔ ή στον ΕισΝΚΠολΔ. Η διάταξη του άρθρου 88 δεν προσκρούει στο Σύνταγμα, εφόσον δεν εισάγει ανεπίτρεπτη διάκριση υπέρ της καθ' ης Τράπεζας και δεν θεσπίζει ανεπίτρεπτο εμπόδιο εκτέλεσης τελεσίδικης απόφασης. Περαιτέρω στο άρθρο 3 § 2 ΕισΝΚΠολΔ ορίζεται, ότι «2. Στις περιπτώσεις που διατάξεις του ΑΚ ή άλλου νόμου παραπέμπουν στην αρμοδιότητα και στην επ' αναφορά διαδικασία γενικά του προέδρου πρωτοδικών ..... από την εισαγωγή του ΚΠολΔ είναι αρμόδιο το μονομελές πρωτοδικείο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ ΚΠολΔ, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά».

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣΤΕ/517/2013

Δημοσίευση κανονιστικών αποφάσεων:..Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως βεβαιώνεται στο από 24-12-2003 αποδεικτικό του κλητήρα του Δήμου ..., το οποίο συνυπογράφουν δύο μάρτυρες, ο κλητήρας αυτός δημοσίευσε με τοιχοκόλληση κατά την πιο πάνω ημερομηνία στον πίνακα ανακοινώσεων του Δήμου τα θέματα του 20957/18-12-2003 πίνακα θεμάτων-αποφάσεων της 17ης συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου της 22-12-2003 και τις αποφάσεις που ελήφθησαν κατ’ αυτήν. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στις προηγούμενες σκέψεις, η προσβαλλόμενη απόφαση απέκτησε νόμιμη υπόσταση με την πιο πάνω δημοσίευσή της στις 24-12-2003, από την επομένη δε της δημοσίευσης αυτής, δηλαδή από 25-12-2003 άρχισε η προβλεπόμενη στο άρθρο 46 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 εξηκονθήμερη προθεσμία για την προσβολή της με αίτηση ακυρώσεως. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 19-5-2004, δηλαδή μετά την πάροδο της πιο πάνω προθεσμίας, ασκήθηκε εκπροθέσμως και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (βλ. ΣΕ 3273/2004 7μ., 3514/2006, 375/2007, 1869/2008 κ.α.).


Α.Υ.Ο. 1088694/4395/Α/0016/ΠΟΛ. 1024/3.2.2003

Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα σας κοινοποιούμε την 601/2002 γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. που έγινε αποδεκτή, για να λάβετε γνώση. 


ΕΑ/ΣΤΕ/317/2008

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ: (...) Επειδή, η προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση περί προκηρύξεως του πιο πάνω διαγωνισμού, αποβλέπουσα στο γενικότερο δημόσιο συμφέρον της ομαλής λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας, δεν υπόκειται κατ αρχήν σε αναστολή εκτελέσεως. Τα προβαλλόμενα δε περί βλάβης των δοκίμων μελών του πρώτου των αιτούντων, που φοιτούν στο οικείο τμήμα της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, από τον αναμενόμενο διορισμό των υποψηφίων που θα επιτύχουν στον προκηρυχθέντα διαγωνισμό και την προβλεπόμενη τοποθέτησή τους σε Γραφεία Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων και μάλιστα σε θέση ιεραρχικά ανώτερη των πιο πάνω δοκίμων μελών του σωματείου αυτού, δεν δύνανται να δικαιολογήσουν την κατ εξαίρεση χορήγηση της ζητούμενης αναστολής.


ΣΤΕ/4803/1998

Τροποποίηση καταστατκού οικοδομικού συνεταιρισμού:..Επειδή, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 22 και 5 παρ. 5 του π.δ. 93/1987 (52 Α’), απαιτείται δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης με την οποία εγκρίνεται η τροποποίηση καταστατικού οικοδομικού συνεταιρισμού, για την προσαρμογή του καταστατικού αυτού στις διατάξεις του πιο πάνω π.δ/τος. Περαιτέρω, η οριζόμενη στο άρθρο 46 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 εξηκονθήμερη προθεσμία για την άσκηση αίτησης ακυρώσεως κατά της παραπάνω απόφασης αρχίζει, προκειμένου για τρίτους, όπως ο αιτών, που προβάλλει ότι θίγεται από την απόφαση αυτή, από τη δημοσίευση της απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (φ. 136 Β’/1-3-1994). Συνεπώς, η κρινόμενη άιτηση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 7-6-1994, δηλαδή μετά την πάροδο της πιο πάνω προθεσμίας, πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη.


ΝΣΚ/502/2006

Δεν υφίστανται στο ΠΔ 696/1974 (ή αλλαχού) διατάξεις, οι οποίες να καθορίζουν τα ελάχιστα όρια της αμοιβής των μελετητών για τον έλεγχο και καταγραφή της στατικής επάρκειας και της αντοχής σε δυναμικές φορτίσεις (αντισεισμικές) υπαρχόντων κτιρίων, και, κατά συνέπεια, η αμοιβή για τις εργασίες αυτές πρέπει να ορίζεται με τα συμβατικά τεύχη. (ομοφ.) β) Εάν στη σύμβαση εκπονήσεως της μελέτης δεν υπάρχει καθορισμός αμοιβής για τις πιο πάνω εργασίες, όπως στην προκείμενη περίπτωση, πρέπει να ληφθούν υπόψη για την κάλυψη του υπάρχοντος στη σύμβαση κενού (αμοιβή), η υπ’ αριθ. 81304/8083/6-12-1989 απόφαση και η υπ’ αριθ. 8/1990 Εγκύκλιος του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 200, 288 και 371 του Α.Κ. (πλειοψ.)


ΝΣΚ/112/1997

112/1997 - Δημοσίου Ιδιωτικό Προσωπικό. Αποχώρηση. Σύνταξη γήρατος. Αποζημίωση. Θέματα : ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ,ΑΠΟΛΥΣΗ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ,ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ,ΣΥΝΤΑΞΗ ΓΗΡΑΤΟΣ,ΤΑΜΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ,ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ,ΕΦΑΠΑΞ, Διατάξεις : Ν 993/1979Α49Π4 Ν 1539/1985Α16 ΠΔ 410/1988Α55Π4 ΠΔ 410/1988Α55Π7 ΝΔ 3736/1957Α1 ΝΔ 3736/1957Α2 ΝΔ 3736/1957Α3 ΝΔ 3736/1957Α4 ΝΔ 3736/1957Α18 ΝΔ 3737/1957Α1 ΝΔ 3737/1957Α2 ΝΔ 3737/1957Α3 ΝΔ 3737/1957Α4 ΝΔ 3737/1957Α18 α) Το συνδεόμενο μετά του Δημοσίου με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικό του Υ.Ε.Ν., το οποίο υπάγεται στην ασφάλιση του Ν.Α.Τ. ως οργανισμού κυρίας ασφαλίσεως για τη χορήγηση συντάξεως γήρατος, όταν αποχωρεί από την υπηρεσία και έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος δικαιούται της προβλεπομένης στο άρθρο 55 παρ.4 εδ.α του π.δ.410/1988 (=άρθρο 49 παρ.4 εδ.α του ν.993/1979) αποζημιώσεως. β) Η τυχόν, όμως, ασφάλιση του προσωπικού αυτού στο Τ.Π.Α.Ε.Ν. ή Τ.Π.Κ.Π.Ε.Ν. για τη χορήγηση εφάπαξ χρηματικής παροχής (βοηθήματος) δεν είναι επικουρική για την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως και η απόληψη της παροχής αυτής ή η συμπλήρωση των προϋποθέσεων απολήψεώς της, αφενός μεν δεν αναιρεί το δικαίωμα λήψεως της αποζημιώσεως αποχωρήσεως, αφετέρου δε δεν συνιστά συνδρομή περιπτώσεως περαιτέρω μειώσεως της αποζημιώσεως σε ποσοστό 40%. Αντιθέτως, η τυχόν ασφάλιση του εν λόγω προσωπικού στον Κ.Ε.Α.Ν. (ή σε άλλο φορέα επικουρικής ασφαλίσεως) και η συμπλήρωση των προϋποθέσεων για τη λήψη επικουρικής συντάξεως από αυτόν συνεπάγεται τη μείωση της οφειλομένης αποζημιώσεως αποχωρήσεως σε ποσοστό 40%. 

ΑΠ/203/2008

ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΑΠΟΔΟΧΩΝ-έμμισθη εντολή-τόκοι υπερημερίας:Κατά το άρθρο 579 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, αν δε αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, διατάσσεται με την αναιρετική απόφαση ύστερα από αίτηση του αναιρεσείοντος, που υποβάλλεται με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προ της εκτελέσεως κατάσταση παραδεκτώς υποβάλλεται και με τις προτάσεις του αναιρεσείοντος που έχουν κατατεθεί μέχρι την προηγουμένη της συζητήσεως, η δε ρύθμιση του άρθρου 570 παρ. 1 του ΚΠολΔ, περί του χρόνου της κατ' εξαίρεση στην αναιρετική διαδικασία κατάθεσης προτάσεων (20 ημέρες τουλάχιστον πριν από τη δικάσιμο), δεν καταλαμβάνει το αίτημα αυτό, αλλά ισχύει μόνο όταν σε αυτές περιέχονται ενστάσεις κατά του παραδεκτού και του εμπροθέσμου της αιτήσεως αναιρέσεως και των πρόσθετων λόγων, όπως ρητώς ορίζεται. Επομένως, και στην προκειμένη περίπτωση η αίτηση της αναιρεσείουσας "......", που περιέχεται στις από 23-11-2007 προτάσεις της, τις οποίες κατέθεσε την αυτή χρονολογία, όπως προκύπτει από τη βεβαίωση της αρμόδιας γραμματέως, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν την εκούσια εκτέλεση από αυτόν της πρωτόδικης απόφασης, που επικυρώθηκε από την πιο πάνω αναιρούμενη απόφαση του Εφετείου, παραδεκτώς υποβλήθηκε και πρέπει να γίνει δεκτή κατ' ουσίαν, διότι από την προσκομιζόμενη με επίκληση εξοφλητική απόδειξη (ένταλμα με αριθμό .........) προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα σε εκτέλεση της αναιρούμενης απόφασης κατέβαλε στον αναιρεσίβλητο: α) 1) ποσό 802,29 ευρώ, για τόκους από 7-11-2002 επί του ποσού των 6.450,12 ευρώ, 2) ποσό 261,61 ευρώ για τόκους τόκων επί του ως άνω ποσού των τόκων που αφορούν διάστημα από 3-9-2003 έως 15-11-2006 και έκτοτε νομιμότοκα μέχρις εξοφλήσεως. Την ίδια ημέρα με το υπ' αριθμ. .... Γραμμάτιο Είσπραξης ο αναιρεσίβλητος κατέβαλε στην αναιρεσείουσα το ποσό των 225,55 ευρώ για φόρο και χαρτόσημο του πιο πάνω ποσού. Επίσης από το υπ' αριθμ. ....... ένταλμα πληρωμής προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα κατέβαλε επιπλέον και το ποσό των 658,53 ευρώ, που αντιστοιχεί στα τέλη λήψεως απογράφου, δαπάνη για επίδοση επιταγής; επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη και δαπάνη για σύνταξη επιταγής. Επομένως σε εκτέλεση της αναιρούμενης απόφασης ο αναιρεσίβλητος εισέπραξε το συνολικό ποσό των 1496,88 ευρώ (1.063,90+658,53=1.722,43-225,55=1.496,88) ευρώ, γεγονός εξάλλου που δεν αμφισβητεί, το οποίο και πρέπει να επιστρέψει αυτός στην αναιρεσείουσα, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης και πρέπει να υποχρεωθεί προς τούτο κατά παραδοχή του άνω αιτήματος επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση, ως κατ' ουσίαν βάσιμης.


ΣΤΕ/736/1997

Υπουργική απόφαση- Προστασία αρχαιολογικού χώρου:..Επειδή, οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται ότι λόγω της αποστάσεως του επίδικου ακινήτου από τα αρχαία μνημεία, που φθάνει τα 4,5 χιλιόμετρα και της συνακόλουθης έλλειψης επιπτώσεων του κτίσματος, του οποίου επιδιώκεται η ανέγερση, στον αρχαιολογικό χώρο δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί το άρθρο 50 του Κ.Ν. 5351/1932, όπως εξειδικεύονται με το από 9.5.1996 υπόμνημα των αιτούντων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Διότι αυτή και μόνη η ένταξη του επίδικου ακινήτου στην Β' Ζώνη με την πιο πάνω Υπουργική απόφαση συνεπάγεται την υπαγωγή του σε ειδικό περιοριστικό καθεστώς για την προστασία του αρχαιολογικού χώρου που επιβάλλει την εφαρμογή του άρθρου 50 του Ν. 5351/1932, πριν από την επιχείρηση οποιουδήποτε δομικού έργου εφ' όσον δεν θεσπίσθηκαν ακόμη οι ειδικοί για τη ζώνη αυτή όροι δόμησης. Η έκταση δε του επίμαχου περιορισμού, που βρίσκει έρεισμα στο ως άνω άρθρο 50 του Ν. 5351, δικαιολογείται, σύμφωνα με τα ανωτέρω, εν όψει της νευραλγικής θέσεως του επίδικου ακινήτου, όπως αναλυτικά εκτέθηκε πιο πάνω.


ΣΤΕ/2080/1987

Με τα δεδομένα αυτά, τόσο ο Διοικητής της Τράπεζας .. όσο και τα εξουσιοδοτημένα απ' αυτόν άλλα όργανα της Τράπεζας, όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή Νομισματικών και Πιστωτικών Θεμάτων, στην οποία μάλιστα μετέχουν και οι Υποδιοικητές, αποτελούν, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς τους αυτής, δημόσια όργανα αφού και η Τράπεζα …, στην οποία ανήκουν, δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού καθαρώς δικαίου, αλλά λόγω των προνομίων που της έχουν παραχωρηθεί και των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί, έχει, ως προς την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών, προσλάβει δημόσιο χαρακτήρα. Δεν προσκρούει, λοιπόν, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, η άσκηση από τα πιο πάνω όργανα της Τράπεζας … της αρμοδιότητας χορηγήσεως αδειών λειτουργίας Τραπεζών, στις συνταγματικές διατάξεις που καθορίζουν την άσκηση των κρατικών λειτουργών και ειδικότερα της εκτελεστικής λειτουργίας. Αν και κατά τη γνώμη ενός μέλους του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 26, 83, 95 § 1 και 103 του Συντάγματος προκύπτει ότι η διοικητική λειτουργία ασκείται κατ' αρχήν από δημόσια όργανα ενταγμένα στις δημόσιες υπηρεσίες. Και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που εξυπηρετούν ειδικούς σκοπούς.Και ναι μεν αναγνωρίζεται ότι είναι επιτρεπτή, κατ' εξαίρεση, η ανάθεση ασκήσεως συγκεκριμένης διοικητικής αρμοδιότητας σε όργανα νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη νομολογία ως νομικά πρόσωπα "διφυούς χαρακτήρος", αλλά η σχετική αρμοδιότητας πρέπει να αφορά συγκεκριμένο σκοπό και δεν μπορεί να επεκτείνεται σε καίριους τομείς της διοικητικής δράσεως, όπως είναι η άσκηση ατομικού δικαιώματος. Επομένως, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, η αρμοδιότητα για την χορήγηση άδειας λειτουργίας τραπεζών πρέπει να ασκείται από δημόσια όργανο και δεν είναι συνταγματική η διάταξη του άρθρου 1 του ν. 1266/1982, κατά το μέρος που επιτρέπει τη μεταβίβαση της κατά το άρθρο 2 του αν.ν. 1665/1951 αρμοδιότητας της καταργηθείσης Νομισματικής Επιτροπής σε όργανα της Τράπεζας .. απαρτούμενα κατά πλειοψηφία από απλούς υπαλλήλους της που δεν έχουν το ειδικό καθεστώς του Διοικητή ή των Υποδιοικητών.


ΝΣΚ/50/2020

Αρμοδιότητα ή μη της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ΚΔΚ (ν. 3463/2006) προς κατ’ ουσία εξέταση της, ενώπιον του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ασκηθείσας διοικητικής προσφυγής του άρθρου 227 του ν. 3852/2010, όταν με απόφασή της, κατ’ αποδοχή ως βάσιμης της ειδικής διοικητικής προσφυγής του άρθρου 151 του πιο πάνω Κώδικα, ακυρώνει την επί της προσφυγής του άρθρου 227 του ν. 3852/2010 απόφαση του Συντονιστή για το λόγο ότι, εσφαλμένα απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή για τυπικούς λόγους και οι έννομες συνέπειες της αποφάσεως αυτής της Ειδικής Επιτροπής επί της πράξης που είχε προσβληθεί με την προσφυγή του άρθρου 227 του ν. 3852/2010, όταν η Επιτροπή, παρότι ακυρώνει την απόφαση του Συντονιστή για τον πιο πάνω λόγο, δεν αποφαίνεται κατ’ ουσία επί της προσφυγής του άρθρου 227 του ν. 3852/2010.(..)Η Ειδική Επιτροπή του άρθρου 152 του ΚΔΚ (ν. 3463/2006), όταν, κατ’ αποδοχή ως ουσιαστικά βάσιμου σχετικού λόγου της ενώπιόν της ασκηθείσας ειδικής προσφυγής του άρθρου 151 του ιδίου Κώδικα, ακυρώνει απόφαση του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης που είχε απορρίψει διοικητική προσφυγή του άρθρου 227 του ν. 3852/2010 ως απαράδεκτη για τυπικούς λόγους, καθίσταται αρμόδια προς έλεγχο της νομιμότητας της με την προσφυγή του άρθρου 227 προσβληθείσας πράξεως, ως προς τους λόγους ακυρότητας της τελευταίας αυτής προσφυγής που υποβλήθηκαν εκ νέου ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής και επί των οποίων δεν αποφάνθηκε σε πρώτο στάδιο ο Συντονιστής, λόγω της μη νόμιμης κρίσης του περί του απαραδέκτου της προσφυγής. Η απόφαση της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ΚΔΚ που παραλείπει να αποφανθεί και κατ’ ουσία επί των λόγων της προσφυγής του άρθρου 227 του ν. 3852/2010, παρότι ακυρώνει την απόφαση του Συντονιστή για τον πιο πάνω λόγο (εσφαλμένη κρίση περί απαραδέκτου της προσφυγής), δεν θίγει την ισχύ και εκτελεστότητα της προσβληθείσης με την προσφυγή του άρθρου 227 του ν. 3852/2010 πράξεως που διέφυγε τον έλεγχο νομιμότητας, αλλά ούτε ο Συντονιστής Αποκεντρωμένης Διοίκησης δύναται να επιληφθεί εκ νέου της προσφυγής, εξετάζοντας αυτήν κατ’ ουσία, οι δε τυχόν πλημμέλειες των πιο πάνω αποφάσεων ελέγχονται μόνον δικαστικά με την άσκηση κατ’ αυτών του εκ του νόμου προβλεπομένου ενδίκου βοηθήματος (ομόφωνα).