Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΔΙΠΠ/ΦΔΣ1/4159/2000

Τύπος: Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 2190/1994
ΦΕΚ: 236/Β/01.03.2000

Δικαιολογητικά και προϋποθέσεις διορισμού συζύγου ή ενός τέκνου προσώπων που απεβίωσαν εξαιτίας του σεισμού της Σεπτεμβρίου 1999 σε κενές θέσεις φορέων του δημόσιου τομέα.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΔΙΠΑΑΔ/Φ.ΕΠ.12/100/οικ.18686/2016

Καθορισμός της διαδικασίας διορισμού διακριθέντων αθλητών σε κενές οργανικές θέσεις σε υπηρεσίες και φορείς του δημοσίου.


ΠΔ 146/2007

Τροποποίηση διατάξεων του π.δ. 50/2001 «Καθορισμός προσόντων διορισμού σε θέσεις φορέων του δημόσιου τομέα», όπως αυτό ισχύει.


ΔΙΠΑΑΔ/Φ.ΕΠ.12/111/οικ.25209/2017

Τροποποίηση της υπ΄ αριθμ. ΔΙΠΑΑΔ/Φ.ΕΠ.12/100/οικ. 18686/08-07-2016 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης με θέμα: «Καθορισμός της διαδικασίας διορισμού διακριθέντων αθλητών σε κενές οργανικές θέσεις σε υπηρεσίες και φορείς του δημοσίου.» (ΦΕΚ 2198/Β/15.07.2016, ΑΔΑ: 7Ι7Ξ465ΦΘΕ-Α5Λ).


ΕΣ/Τ1/142/2007

Οι αθλητές που σημειώνουν μία από τις εξαιρετικές αγωνιστικές διακρίσεις του ν. 2725/1999 επιτρέπεται να διορίζονται, κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων, σε κενές θέσεις φορέων του δημόσιου τομέα, ύστερα από αίτησή τους και εφόσον έχουν τα απαιτούμενα για την αιτούμενη θέση προσόντα. Το ως άνω ευεργέτημα χορηγείται σε όλους τους αθλητές που πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου και δεν περιορίζεται μόνο σε όσους πέτυχαν τη διάκρισή τους μετά τη δημοσίευσή του (βλ. 190/2005 πράξη I Τμ. Ε.Σ.).


Π.Δ. 50/2001

Καθορισμός των προσόντων διορισμού σε θέσεις φορέων του δημόσιου τομέα

Π.Δ.85/2022- ΦΕΚ: 232/A/17.12.2022 άρθρο 16 παρ.1:1. Από τη θέση σε ισχύ του παρόντος, καταργούνται: α) το π.δ. 50/2001 «Καθορισμός των προσόντων διορισμού σε θέσεις φορέων του δημοσίου τομέα» (Α’ 39), όπως ισχύει


ΔΙΑΔΠ/Φ.Α.1.1/12843/2009

Εξαίρεση του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) από την εφαρμογή της αυτεπάγγελτης αναζήτησης δικαιολογητικών (υποχρεωτικής ή κατόπιν συναίνεσης του πολίτη), για τα δικαιολογητικά των προκηρύξεων πρόσληψης ή διορισμού σε θέσεις εργασίας του ν. 2643/1998.


ΥΠ.ΕΣ/ΔΙΠΑΑΔ/Φ.1.1/136 /27148/2020

Δικαίωμα διορισμού σύμφωνα με τις διατάξεις των διατάξεων του ν. 3624/2007 (ΦΕΚ 289/Α΄/24-12-2007) και των ΔΙΠΠ/Φ.ΕΠ. 1/11/οικ. 1553/17-01-2008 και ΔΙΠΠ/Φ.ΕΠ. 1.1/12/οικ. 26795/06-10-2008 Αποφάσεων του Υπουργού Εσωτερικών, που παρέχουν τη δυνατότητα διορισμού ενός (1) μέλους της οικογένειας θανόντος εξαιτίας των εκτεταμένων και καταστρεπτικών πυρκαγιών που έπληξαν τη χώρα το έτος 2007.


ΣΤΕ/280/2020

Ανάκληση πράξης διορισμού σε Δήμο:.. Επειδή, περαιτέρω, με την αίτηση ακυρώσεως προβλήθηκε ότι καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης, η οποία ασκείται σύμφωνα με τις αρχές της αναλογικότητας, της χρηστής διοικήσεως και της προστατευομένης εμπιστοσύνης, η πράξη διορισμού της ανακλήθηκε μετά την πάροδο μακρού χρόνου, χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι είναι διαζευγμένη και μητέρα τεσσάρων τέκνων, εκ των οποίων η μεγαλύτερη κόρη της παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα υγείας, ενώ τα λοιπά σπουδάζουν, προσπορίζει αυτή το εισόδημά της αποκλειστικά από την εργασία της, στην οποία έχει επιδείξει άριστη συμπεριφορά και όπου είναι απαραίτητη λόγω έλλειψης προσωπικού. Προς απόδειξη της οικογενειακής και οικονομικής κατάστασής της, καθώς και των προβλημάτων υγείας του τέκνου της, η εκκαλούσα προσκόμισε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου τα εξής: α) το από 21.5.2015 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Ν. ..., σύμφωνα με το οποίο είναι διαζευγμένη και μητέρα τεσσάρων τέκνων γεννημένων κατά τα έτη 1987, 1990, 1995 και 1997, β) αντίγραφα των από 11.6.2014 και 10.9.2013 εκκαθαριστικών σημειωμάτων φόρου εισοδήματος, οικονομικών ετών 2014 και 2013, από τα οποία προκύπτει ότι τα εισοδήματά της ανήλθαν σε 10.946,97 και 11.584,53 ευρώ αντιστοίχως, προέρχονται δε αποκλειστικά από μισθούς, γ) αντίγραφο του από 11.1.2006 εγγράφου των Εξωτερικών Ιατρείων του Γενικού Νοσοκομείου … «…», στο οποίο αναφέρεται για τη θυγατέρα της «Κρίσεις «Ε» Rp. Tbs. Trileptal 300 mg Bt No I (ένα) S=1x2 ημέρα” και δ) βεβαιώσεις σπουδών έτους 2015, των λοιπών τριών τέκνων της. Με την εκκαλούμενη απόφαση ο ως άνω λόγος ακυρώσεως απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι οι ως άνω επικαλούμενες συνθήκες της προσωπικής ζωής της εκκαλούσας, υποστηριζόμενες με τα προσκομιζόμενα στοιχεία, σε συνδυασμό με τον διαδραμόντα χρόνο της υπηρεσίας της μόλις 7 ετών, δεν συνιστούν υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και δεν δικαιολογούν την μη ανάκληση του διορισμού της. Με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, την οποία εμμέσως παραβίασε, διότι, υπό τις ως άνω περιστάσεις που αποδείχθηκαν από την εκκαλούσα και δεν αμφισβητήθηκαν από τη Διοίκηση, καθίσταται προφανές ότι η ανάκληση του διορισμού της αποτελεί μέτρο υπέρμετρα και δυσανάλογα επαχθές που υπερακοντίζει τον σκοπό του νόμου. Ισχυρίζεται δε ότι ο λόγος αυτός προβάλλεται παραδεκτώς, διότι επί του ως άνω ζητήματος δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επειδή, λόγω της σπουδαιότητας των ζητημάτων, τόσο ως προς το εκκλητό της διαφοράς (σκέψη 4), όσο και ως προς την υιοθετηθείσα ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 27 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (σκέψη 6), που ανακύπτουν κατ´ αρχήν εν προκειμένω, ενόψει των προβαλλομένων, κατά τα ανωτέρω (σκέψεις 8-9), λόγων εφέσεως, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος και να ορισθούν εισηγητής ο Πάρεδρος Β. Γκέρτσος και δικάσιμος η 2/4/2020.


ΕΣ/Κλ.Τμ.1/192/2017

Καταβολή αποδοχών σε εργαζομένους, με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου δίμηνης διάρκειας.(...)Υπό τα δεδομένα αυτά και σε συνδυασμό με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η πρόσληψη των φερομένων ως δικαιούχων κατ’ επίκληση του άρθρου 206 του ΚΚΔΚΥ δεν είναι νόμιμη, όπως βασίμως προβάλλει ο Επίτροπος με το λόγο διαφωνίας του. Και τούτο, διότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει με ειδική, πλήρη και επαρκή αιτιολογία ο κατεπείγων χαρακτήρας των αναγκών για την κάλυψη των οποίων προσελήφθησαν οι εν λόγω εργαζόμενες, όρος ο οποίος, ως προεκτέθη, είναι απαραίτητος για την προσφυγή στην όλως εξαιρετική διαδικασία του άρθρου 206 του ως άνω Κώδικα, κατά παρέκκλιση του γενικού κανόνα περί προσβάσεως σε θέσεις του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών κατόπιν ανοιχτής διαδικασίας επιλογής, βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων και με όρους μονιμότητος, κατ’ άρθρο 103 παρ 1 του Συντάγματος


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ/365/2022

Έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια μονιμοποίησης εργασιακών σχέσεων που καταρτίστηκαν κατά παράβαση των προαναφερόμενων διατάξεων θα προσέκρουε μετά την 18.4.2001, πέραν των ανωτέρω συνταγματικών και νομοθετικών απαγορεύσεων, αφενός μεν στη θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών, αφού σε μια τέτοια περίπτωση εμμέσως, δηλαδή με την έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης που θα αναγνώριζε τις αντίστοιχες συμβάσεις ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, θα μπορούσαν να συσταθούν κατ’ ουσίαν οργανικές θέσεις του δημόσιου τομέα και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μη νομοθετημένες και να μονιμοποιηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο προσωπικό των δημόσιων υπηρεσιών και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, του οποίου κατά ρητή νομοθετική και συνταγματική επιταγή απαγορεύεται η μονιμοποίηση, αφετέρου δε, θα προσέκρουε στο πνεύμα των προπαρατεθεισών αναθεωρημένων συνταγματικών διατάξεων, με τις οποίες προφανώς ο συνταγματικός νομοθέτης, κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001, εκδήλωσε τη Βούλησή του για αποτροπή της συνέχισης μιας συνήθους πρακτικής του παρελθόντος, κατά την οποία, ενώ αρχικά προσλαμβανόταν προσωπικό με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου για την κάλυψη πρόσκαιρων και απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών, στην συνέχεια διαπιστωνόταν ότι αυτές οι ανάγκες ήταν πάγιες και διαρκείς και για τον λόγο αυτό μονιμοποιούνταν το προσληφθέν προσωπικό, είτε μέσω του διορισμού του στην θέση μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων είτε μέσω της μετατροπής των σχετικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αποκλείοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο άλλους ενδιαφερομένους που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τις ίδιες θέσεις εργασίας κατά τις διατάξεις της ισχύουσας κάθε φορά νομοθεσίας κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Έτσι η απασχόληση των εκκαλούντων επειδή συνήφθη κατά παράβαση τόσο της Συνταγματικής διάταξης όσο και της διάταξης του νόμου σε μη νομοθετημένες θέσεις του εφεσίβλητου δήμου και για τον λόγο αυτό καταρτίστηκαν συμβάσεις εργασίας υποχρεωτικά για ορισμένο χρόνο, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ακόμα και στην περίπτωση που οι εκκαλούντες καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Επιπλέον δεν συντρέχουν για τους εκκαλούντες οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 παρ. 1, 2 εδ. σ’ και β`, 3 και 5 του π.δ. 164/2004 (γι’ αυτό και δεν γίνεται εξάλλου τέτοια επίκληση στην αγωγή) διότι οι συναφθείσες συμβάσεις εργασίας όχι μόνο δεν ήταν ενεργές κατά την έναρξη ισχύος του προαναφερόμενου προεδρικού διατάγματος, το οποίο απαιτεί συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του για την εφαρμογή του, αλλά καταρτίστηκαν για πρώτη φορά πολύ μετά τη θέση σε ισχύ του, αφού υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή η πρώτη εκκαλούσα προσλήφθηκε την 11.10.2013, ο δεύτερος στις 18.8.2015, ο τρίτος στις 11.10.2013, ο τέταρτος, πέμπτος και έκτη στις 6.8.2015, ο έβδομος στις 2.5.2011, ο όγδοος στις 19.11.2012, η ένατη στις 6.8.2015, η δέκατη στις 14.11.2013, η ενδέκατη και δωδέκατη στις 6.8.2015, ο δέκατος τρίτος στα 18.11.2013, ο δέκατος τέταρτος στις 6.8.2015, οι δέκατος πέμπτος, δέκατος έκτος και δέκατος έβδομος στις 3.8.2015, ο δέκατος όγδοος και η δέκατη έβδομη στις 6.8.2015, η εικοστή, εικοστή δεύτερη, εικοστή τέταρτη και εικοστή πέμπτη στις 3.8.2015, ο εικοστός πρώτος και η εικοστή τρίτη στις 6.8.2015 και ο εικοστός έκτος εκκαλών στις 19.11.2012, με αποτέλεσμα να μην μπορεί η προαναφερόμενη απασχόληση τους να υπαχθεί στην εφαρμογή του και να μετατραπούν με την εφαρμογή αυτού οι συμβάσεις εργασίας των εκκαλούντων σε ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Η συνέπεια τυχόν καταστρατήγησης των διατάξεων περί σύμβασης αορίστου χρόνου (υποχρεωτική καταγγελία) είναι η υποχρέωση καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης μετά από έγγραφη καταγγελία και όχι η μονιμοποίηση (ΑΠ 104/2022 ο.π). Η εκκαλουμένη άρα, η οποία έκρινε τα ίδια, ορθά το νόμο εφάρμοσε, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα με το μοναδικό ουσιαστικά λόγο έφεσης, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ’ ακολουθία των όσων προεκτέθηκαν και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, διότι ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).