ΝΣΚ/117/2001
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Κοινοτικό Δίκαιο - Γεωργία. Ενισχύσεις. Ακυρότητα εκχωρήσεων.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Ακυρότητα εκχωρήσεων, κοινοτικής και εθνικής ενίσχυσης, οφειλόμενης στα πλαίσια Καν.ΕΚ 951/97 (τέως Καν.ΕΟΚ 866/90). Εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι και προϋποθέσεις του άρθρου 29 της υπ αριθ. 415312/6255/29-9-94 κ.υ.α., επιτρέποντας την εκχώρηση των ενισχύσεων από τους δικαιούχους προς τις δανειοδότριες Τράπεζες έναντι δανείου που έλαβαν αποκλειστικά και μόνο για τη χρηματοδότηση του επενδυτικού τους σχεδίου. Εφόσον δεν επετεύχθη ο κοινοτικός σκοπός για τον οποίο και προεβλέφθη η χορήγηση των ενισχύσεων, τότε το Δημόσιο οφείλει να κινήσει τη διαδικασία της ανακτήσεως αυτών.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/174/2001
Κοινοτικό Δίκαιο. Καταβολή τελικής δόσης επιχορήγησης στον φορέα του έργου ή στον εκδοχέα της απαίτησης και χρονικό σημείο ολοκλήρωσης του έργου και εκπλήρωσης του κοινοτικού σκοπού.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Κατ αρχήν και ανεξαρτήτως του χρονικού σημείου που ολοκληρώνεται το έργο και εκπληρώνεται ο κοινοτικός σκοπός, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η συμμετοχή του φορέα σύμφωνα με την ΥΑ 343567/4944/5.9.97 προβλέπονταν ότι θα γίνει αποκλειστικά με ίδια κεφάλαια, η δε διάθεση της υποχρεωτικής συμμετοχής με ίδια κεφάλαια αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εκταμίευση των ενισχύσεων (βλ. και άρθρο 16 παρ.5 ΚΥΑ 415312/6255/29.9.94). Συνεπώς η αρμοδία υπηρεσία πριν προβεί στην καταβολή της τελικής δόσης, θα πρέπει να ερευνήσει εάν όντως η συμμετοχή του φορέα στο επενδυτικό σχέδιο έγινε αποκλειστικά με ίδια κεφάλαια τα οποία μάλιστα έπρεπε να αναλωθούν κατά προτεραιότητα. Στην περίπτωση που δεν αποδειχθεί ότι ο φορέας κάλυψε την συμμετοχή του με ίδια κεφάλαια, τότε υπάρχει παράβαση των όρων χορήγησης της οικονομικής ενίσχυσης και κατά συνέπεια, η τελική τρίτη δόση δεν πρέπει να καταβληθεί στον φορέα σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 16 της ΚΥΑ 415312/6255/29.9.94, η δε εκδοθείσα απόφαση του Υπ. Γεωργίας για καταβολή της τρίτης δόσης θα πρέπει να ανακληθεί. Περαιτέρω η σύμβαση ενεχυριάσεως των απαιτήσεων εκ δρχ 63.723.000 που υπεγράφη στις 24.3.99 από το φορέα και την Αλφα Τράπεζα δεν παράγει αποτελέσματα έναντι του Δημοσίου, διότι ενεχυριάσθη απαίτηση ανύπαρκτη. Αρα και η κατάσχεση στα χέρια της ΔΙΔΑΓΕΠ ως τρίτης κατά τα άρθρα 982 επ. ΚΠολΔ και του 95 του Ν 2362/95 είναι άνευ αντικειμένου αφού η ΔΙΔΑΓΕΠ (Δημόσιο) ουδέν οφείλει στον φορέα. Τέλος η αρμόδια υπηρεσία δύναται -έχει δηλαδή διακριτική ευχέρεια κατά το άρθρο 14 της ΚΥΑ - να προβεί και σε ανάκληση της απόφασης για οριστική έγκριση των επενδυτικών σχεδίων της ως άνω εταιρίας, εφόσον δεν τηρήθηκαν οι όροι χορήγησης της συνδρομής και να κινήσει τη διαδικασία ανάκτησης των ήδη δοθεισών ενισχύσεων εθνικών και κοινοτικών κατά τα οριζόμενα στην ως άνω ΚΥΑ. Η τελευταία δόση που καταβάλλεται μετά την πιστοποίηση ότι το έργο εκτελέστηκε, διατίθεται ελεύθερα από τον δικαιούχο και άρα εκχωρείται, κλπ μόνο όμως προς τις δανειοδότριες Τράπεζες έναντι δανείου που έλαβε ο δικαιούχος και φορέας του έργου αποκλειστικά και μόνο για την χρηματοδότηση της επίσπευσης ολοκλήρωσης του επενδυτικού σχεδίου. Κατά συνέπεια στην περίπτωση αυτή η τελική δόση της επιχορήγησης, καταβάλλεται για ήδη εκτελεσθέν έργο και άρα δεν εμπίπτει στην απαγόρευση εκχώρησης ως μη αφορώσα σε μελλοντική ενέργεια του δικαιούχου για πραγματοποίηση συγκεκριμένης επένδυσης ή στην επίτευξη συγκεκριμένου έργου ή αποτελέσματος. Η ολοκλήρωση του έργου συνεπιφέρει και την υλοποίηση του κοινοτικού σκοπού, εφόσον κυρίως και πρωτίστως μετά την ολοκλήρωση του έργου και την επίτευξη του σκοπού δεν υπάρχει άλλη επιδότηση ή ενίσχυση προς καταβολή, δεδομένου ότι η τελευταία δόση, καταβάλλεται αφού πιστοποιηθεί ότι εκτελέστηκε το επιδοτούμενο έργο. Αρα εάν όμως αποδειχθεί ότι ο φορέας εκπλήρωσε ολοσχερώς την υποχρέωσή του για κάλυψη της συμμετοχής του στο ως άνω επενδυτικό σχέδιο με ίδια κεφάλαια, τότε, ο φορέας, θεωρείται ότι είχε τη δυνατότητα εκχώρησης της απαίτησης αφορώσης στην τρίτη και τελική δόση της επιχορήγησης, ενόψει του ότι είχε ολοκληρωθεί το έργο και είχε επιτευχθεί ο κοινοτικός σκοπός, οπότε η τελική δόση της ενίσχυσης νομίμως εκχωρήθηκε στην Αλφα Τράπεζα, εφόσον η εκχώρηση αυτή αποδεδειγμένα έλαβε χώρα προκειμένου με το ποσό του εκταμιευθέντος δανείου, να εκτελεστεί συντομώτερα το επιδοτούμενο έργο, οπότε στην περίπτωση αυτή, το οικείο ποσόν της τελικής δόσης θα πρέπει να καταβληθεί στην Αλφα Τράπεζα υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η αναγγελία της εκχώρησης και η κατάσχεση της απαίτησης στα χέρια του Δημοσίου ως τρίτου πληρούν και τους τυπικούς όρους του άρθρου 95 του Ν 2362/95.
ΝΣΚ/118/2009
Κοινοτικές ενισχύσεις – Πρόγραμμα Μείωσης της Νιτρορύπανσης Γεωργικής Προελεύσεως – Καταβολή ενισχύσεων σε εκδοχείς των δικαιούχων – Διαδικασία ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων – αρμόδιος φορέας.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Η διαδικασία των εκχωρήσεων σε τρίτους, του δικαιώματος είσπραξης της ενίσχυσης, η οποία ακολουθήθηκε κατά την περίοδο 1995-2001 στο Πρόγραμμα Μείωσης της Νιτρορύπανσης Γεωργικής Προέλευσης, δεν ήταν σύμφωνη, με τις ισχύουσες κοινοτικές διατάξεις και νομολογιακές παραδοχές, ούτε όμως και με τις εθνικές διατάξεις, αφού δεν προκύπτει ότι τηρήθηκαν οι επί ποινή ακυρότητας προβλεπόμενες διατυπώσεις του άρθρου 95 του Ν 2362/1995. Κατά συνέπεια οι εκχωρήσεις ήταν άκυρες και δεν δέσμευαν το Δημόσιο, το οποίο έπρεπε να πληρώσει τον δικαιούχο γεωργό και όχι τον εκδοχέα της απαίτησης. Ειδικότερα ως προς τις εκχωρήσεις που φέρεται ότι συνήψαν οι 11 παραγωγοί που δεν αναγνώρισαν την υπογραφή τους, τίθεται προεχόντως θέμα ποινικής διερεύνησης και αξιολόγησης και άμεσης ανάκτησης των καταβληθέντων. Υποχρέωση επιστροφής της ενίσχυσης, έχει ο εκδοχέας της απαίτησης, που εισέπραξε το ποσό, ο οποίος οφείλει να επιστρέψει τα ληφθέντα, ενώ αρμόδια Υπηρεσία που θα κινήσει κατά των εκδοχέων τη διαδικασία ανάκτησης των αχρεωστήτως καταβληθεισών ενισχύσεων για τους 11 παραγωγούς που δεν αναγνώρισαν την υπογραφή τους στη σύμβαση εκχώρησης, είναι η εκάστοτε κατά τόπο αρμόδια Υπηρεσία για την αναγνώριση και εκκαθάριση της δαπάνης (ΔΑΑ της ΝΑ).
ΝΣΚ/142/2009
Νομικός χαρακτήρας της ρύθμισης για την ακύρωση συμβατικής εγγύησης αποζημίωσης του αγοραστή των Ελληνικών Ναυπηγείων από την ΕΤΒΑ, σε συμμόρφωση με απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
1. Ο όρος 4.9 της από 11-10-2001 σύμβασης πώλησης των μετοχών της ΕΝΑΕ, που προστέθηκε με το από 11-5-2002 πρόσθετο σύμφωνο (addendum), εφόσον κρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση, είναι αυτοδίκαια άκυρη κατά το ελληνικό δίκαιο και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα (άρθρα 174 και 180 Α.Κ.), χωρίς να απαιτείται η κήρυξη της εν λόγω ακυρότητας από το δικαστήριο ή η άσκηση ενδίκου βοηθήματος για την αναγνώρισή της ούτε η έκδοση οποιασδήποτε πράξης για την απαγγελία της ακυρότητας αυτής. Το Ελληνικό Δημόσιο, σε συμμόρφωση με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα προβάλει την ακυρότητα του εν λόγω όρου σε εξώδικες ή δικαστικές ενέργειες, στις οποίες γίνεται από οποιονδήποτε επίκληση αυτού. 2. Ο όρος 8.2 της από 18-12-2001 σύμβασης πώλησης μετοχών της ΕΤΒΑ, όπως τροποποιήθηκε με την από 20-3-2002 πρώτη τροποποιητική πράξη, στο μέτρο που κρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι συνδέεται αναπόσπαστα με τον ως άνω όρο 4.9 της σύμβασης ΕΝΑΕ ως προς την υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να αποκαταστήσει τυχόν ζημία της Τράπεζας Πειραιώς, σε περίπτωση που η τελευταία υποχρεωθεί να αποζημιώσει την ΕΝΑΕΧ λόγω επιστροφής από την ΕΝΑΕ παράνομων κρατικών ενισχύσεων, έχει καταστεί ανενεργός και δεν δύναται να τύχει εφαρμογής. 3. Όλα τα ανωτέρω ισχύουν στο πλαίσιο της συμμόρφωσης του Ελληνικού Δημοσίου προς την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και με την επιφύλαξη της απόφασης που θα εκδοθεί από τα δικαστήρια των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σχετικά με το κύρος της ως άνω εγγύησης αποζημίωσης στη σύμβαση πώλησης της ΕΝΑΕ. (πλειοψ.)
ΔΕΚ/C-382/2008
Περίληψη της αποφάσεως 1. Μεταφορές – Αεροπορικές μεταφορές – Έννοια – Εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος (Άρθρα 12 ΕΚ, 49 ΕΚ, 51 § 1, ΕΚ και 80 § 2, ΕΚ) 2. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Διάκριση λόγω ιθαγενείας – Απαγορεύεται (Άρθρο 12 ΕΚ) 3. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Διάκριση λόγω ιθαγενείας – Απαγορεύεται (Άρθρο 12 ΕΚ) 1. Η εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος εμπίπτει στον τομέα των μεταφορών και, ειδικότερα, στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, τον οποίο αφορά το άρθρο 80, παράγραφος 2, ΕΚ. Καίτοι βάσει του εν λόγω άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ, εφόσον ο κοινοτικός νομοθέτης δεν έχει αποφασίσει άλλως, οι θαλάσσιες και οι αεροπορικές μεταφορές εξαιρούνται από τους κανόνες του κεφαλαίου V του τρίτου μέρους της Συνθήκης που αφορούν την κοινή πολιτική μεταφορών, εντούτοις οι μεταφορές αυτές, όπως οι λοιποί τρόποι μεταφοράς, εξακολουθούν να υπόκεινται στους γενικούς κανόνες της Συνθήκης. Παρά ταύτα, όσον αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 1, ΕΚ, το άρθρο 49 ΕΚ δεν έχει αυτό καθ’ εαυτό εφαρμογή στον τομέα της αεροπλοΐας. Αντιθέτως, η εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης και επομένως υπόκειται σε γενικό κανόνα της τελευταίας όπως το άρθρο 12 ΕΚ. Συγκεκριμένα, ο κοινοτικός νομοθέτης έχει θεσπίσει διάφορα μέτρα βάσει του άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ, τα οποία δύνανται να αφορούν μια τέτοια αεροπορική μεταφορά. Όσον αφορά τον κανονισμό 2407/92 περί της εκδόσεως αδειών των αερομεταφορέων, από τις δύο πρώτες αιτιολογικές σκέψεις του προκύπτει ότι ο σκοπός που το Συμβούλιο επεδίωκε με την έκδοση του εν λόγω κανονισμού ήταν να εφαρμοστεί, από τις 31 Δεκεμβρίου 1992, μια πολιτική αεροπορικών μεταφορών ώστε να πραγματωθεί σταδιακώς η εσωτερική αγορά, η οποία συνεπάγεται έναν χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα εντός του οποίου διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Πάντως, ο ευρύς αυτός σκοπός a priori καταλαμβάνει και μια εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος. (βλ. σκέψεις 19, 21-23, 26-27, 29) 2. Το άρθρο 12 ΕΚ αποκλείει ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, για την οργάνωση πτήσεων με αερόστατο εντός αυτού του κράτους μέλους και με την απειλή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως της ρυθμίσεως αυτής, απαιτεί από πρόσωπο, το οποίο κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και διαθέτει σε αυτό το δεύτερο κράτος μέλος άδεια οργανώσεως εμπορικών πτήσεων με αερόστατο, να έχει κατοικία ή έδρα στο πρώτο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, αφενός, το κριτήριο διαφοροποιήσεως που στηρίζεται στην κατοικία καταλήγει, στην πράξη, στο ίδιο αποτέλεσμα με τις διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, εφόσον δημιουργεί τον κίνδυνο να αποβεί εις βάρος κυρίως των υπηκόων άλλων κρατών μελών, στο μέτρο που οι μη κάτοικοι ημεδαπής είναι το συνηθέστερο αλλοδαποί. Αφετέρου, το κριτήριο διαφοροποιήσεως που στηρίζεται στον τόπο της έδρας, κατ’ αρχήν, δημιουργεί διακρίσεις λόγω ιθαγενείας. (βλ. σκέψεις 34, 37, 44 και διατακτ.) 3. Το άρθρο 12 ΕΚ αποκλείει ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, για την οργάνωση πτήσεων με αερόστατο εντός αυτού του κράτους μέλους και με την απειλή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως της ρυθμίσεως αυτής, επιβάλλει σε πρόσωπο, το οποίο κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και διαθέτει σε αυτό το δεύτερο κράτος μέλος άδεια οργανώσεως εμπορικών πτήσεων με αερόστατο, υποχρέωση αποκτήσεως νέας άδειας χωρίς να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις αδειοδοτήσεως είναι στην ουσία ίδιες με εκείνες βάσει των οποίων του έχει ήδη χορηγηθεί άδεια στο δεύτερο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, μια τέτοια ρύθμιση εισάγει κριτήριο διαφοροποιήσεως το οποίο στην πράξη καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα με κριτήριο στηριζόμενο στην ιθαγένεια, επειδή στην πράξη η υποχρέωση που επιβάλλεται από την ρύθμιση αυτή αφορά κυρίως υπηκόους άλλων κρατών μελών ή εταιρίες που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη. Ασφαλώς, το συμφέρον προστασίας της ζωής και της υγείας των μεταφερομένων προσώπων και το συμφέρον ασφάλειας της αεροπλοΐας συνιστούν αναντίρρητα θεμιτούς σκοπούς. Παρά ταύτα, το γεγονός ότι κράτος μέλος επιβάλλει σε ένα πρόσωπο υποχρέωση αποκτήσεως νέας άδειας, χωρίς να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις αδειοδοτήσεως είναι στην ουσία ίδιες με εκείνες βάσει των οποίων του έχει ήδη χορηγηθεί άδεια σε άλλο κράτος μέλος, δεν είναι αναλογικό με τους θεμιτούς σκοπούς που επιδιώκονται. Συγκεκριμένα, εφόσον στην ουσία είναι ίδιες οι προϋποθέσεις χορηγήσεως, εντός των δύο κρατών μελών, των αδειών μεταφοράς, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα προαναφερθέντα έννομα συμφέροντα έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά τη χορήγηση της πρώτης άδειας εντός του άλλου κράτους μέλους. (βλ. σκέψεις 38-39, 42, 44 και διατακτ.)
ΕλΣυν.Κλ.Τμ.7/152/2017
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Με δεδομένα τα ανωτέρω και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 2, η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη είναι νόμιμη και πρέπει να απορριφθούν όσα αντίθετα προβάλλονται με την έκθεση διαφωνίας. Συγκεκριμένα, όπως και ανωτέρω ελέγχθη, η λήξη της προθεσμίας ισχύος των προσφορών, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν 6 μήνες, δεν αποτελεί νόμιμο λόγο ακύρωσης του διαγωνισμού, ούτε συνεπάγεται την ακυρότητα της, μετά τη λήξη της ισχύος τους, υπογραφείσας σύμβασης. Περαιτέρω, ο Δήμος ... όφειλε, μετά τη διάλυση της αρχικής σύμβασης λόγω μη πληρωμής του αναδόχου, να ακολουθήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 61 παρ. 13 του ν. 3669/2008 διαδικασία και να καλέσει την επόμενη κατά σειρά μειοδοσίας, εργοληπτική επιχείρηση, εφόσον δεν μπορούσε να κρίνει αιτιολογημένα ότι οι επόμενες προσφορές δεν ήταν ικανοποιητικές. Ο ισχυρισμός δε του Επιτρόπου ότι με τη διενέργεια νέου διαγωνισμού θα πετύχαινε καλύτερες προσφορές, λόγω της οικονομικής κρίσης, εκτός του ότι δεν δύναται να αποδειχθεί, δεν στοιχειοθετεί υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της αναθέτουσας αρχής, η οποία εν προκειμένω έκρινε ότι η έκπτωση του 29% που είχε προσφέρει η 3ημειοδότρια εταιρία ήταν όλως ικανοποιητική και δεν συνέτρεχε κανένας λόγος διενέργειας νέου διαγωνισμού, ο οποίος θα επέβαινε σε βάρος του χρόνου ολοκλήρωσης του έργου (βλ. σχετ. έγγραφο επανυποβολής). Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι, όπως αναφέρθηκε αμέσως ανωτέρω, τέτοια υποχρέωση αιτιολόγησης δεν υφίσταται κατά την παρ. 13 του άρθρου 61 του ως άνω νόμου. Τέλος, η νέα σύμβαση που υπογράφηκε κατόπιν τήρησης της ως άνω διαδικασίας ενόψει του ότι το μεν βρίσκεται σε άμεση λειτουργική συσχέτιση με την προηγηθείσα διαγωνιστική διαδικασία, η οποία νομίμως, λόγω του ισχύοντος τότε οικονομικού ορίου, δεν υποβλήθηκε σε προσυμβατικό έλεγχο, το δε αφενός συνάπτεται βάσει αυτής και αποτελεί συνέχειά της, αφετέρου καθίσταται αναγκαία για την ολοκλήρωση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου, μέρος των εργασιών του οποίου έχει ήδη εκτελεστεί από τον προηγούμενο ανάδοχο, νομίμως δεν υποβλήθηκε σε προληπτικό έλεγχο νομιμότητας ενώπιον του Επιτρόπου, καθόσον τυχόν έλεγχος της διαδικασίας διάλυσης της αρχικής σύμβασης και της ανάδειξης του νέου αναδόχου θα είχε ως αποτέλεσμα να ελέγχεται επ΄ ευκαιρία αυτής το πρώτον από τον Επίτροπο και η προηγηθείσα διαγωνιστική διαδικασία, ενώ δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι το ύψος της προϋπολογιζόμενης δαπάνης των υπολειπόμενων εργασιών της αρχικής εργολαβίας υπερβαίνει αυτοτελώς το ισχύον όριο υπαγωγής στον έλεγχο.