×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/150/2003

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Επιδότηση επιτοκίου από το Δημόσιο προς νέο αγρότη σε περίπτωση αγοράς γης από συγγενή πρώτου βαθμού.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Η πρώτου βαθμού συγγένεια μεταξύ πωλητή και αγοραστή αγροτεμαχίου, το οποίο αγοράζεται με τις δανειακές διευκολύνσεις του Ν 2520/1997, δεν εμποδίζει την εφαρμογή των ευεργετικών διατάξεων του νόμου αυτού όσον αφορά την επιδότηση του επιτοκίου από το Ελληνικό Δημόσιο, υπό τον όρο ότι στο πρόσωπο του αγοραστή συμπίπτουν όλες οι λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΚΛ.Ζ/234/2012

Νομιμότητα του σχεδίου πρόσθετης πράξης ρύθμισης των δανείων.(...)Με τα δεδομένα αυτά και αφού ληφθεί περαιτέρω υπόψη ότι: α) το προσκομιζόμενο σχέδιο σύμβασης αποτελεί πρόσθετη πράξη ρύθμισης δανείων κατ΄ εφαρμογή της περ. α΄ και  β΄ της παρ. 1 του άρθρου 49 του ν. 3943/2011 και όχι σύμβαση δανείου (με αναχρηματοδότηση) του τελευταίου εδαφίου της παρ.1α΄ του άρθρου 49 του ν. 3943/2011 και β) περιεχόμενο του ελεγχόμενου σχεδίου συνιστά η μεταβολή του επιτοκίου χορήγησης των αρχικών δανειακών συμβάσεων σε 6,02%, η επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής των ήδη χορηγηθέντων δανείων σε 15 έτη και η παρακολούθηση εκ μέρους του Τ.Π.Δ. της εξέλιξης του προγράμματος αποκατάστασης της Επιχείρησης μέσω διαφόρων δεικτών, ενώ ως προς τους λοιπούς όρους εξυπηρέτησης, εξασφάλισης του δανείου κ.λ.π. γίνεται ρητή παραπομπή στις αρχικές δανειακές συμβάσεις, το Κλιμάκιο άγεται στην κρίση ότι το ελεγχόμενο σχέδιο πρόσθετης πράξης ρύθμισης δανείων συνιστά σύμβαση με την οποία τροποποιούνται όροι δανειακών συμβάσεων, οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκαν σε προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Συνεπώς, η εν λόγω τροποποιητική σύμβαση δεν υπάγεται στον προληπτικό έλεγχο του Κλιμακίου τούτου, αφού ο έλεγχος της τελευταίας θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτο παρεμπίπτοντα έλεγχο των ήδη συναφθεισών ως άνω αρχικών δανειακών συμβάσεων και τούτο ανεξαρτήτως της διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 4038/2012 (Α΄ 14), σύμφωνα με την οποία θεωρούνται ως νομίμως συναφθείσες όλες οι συμβάσεις μεταξύ του Τ.Π.Δ. και των φορέων Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού και των νομικών τους προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, αφού ο λόγος για τον οποίο το Κλιμάκιο δεν ελέγχει την τροποποιητική σύμβαση δεν αφορά στην νομιμότητα ή μη των αρχικών συμβάσεων, αλλά στο γεγονός ότι με την έκφραση κρίσης επ'  αυτής ουσιαστικά προβαίνει και σε κρίση επί των αρχικών δανειακών συμβάσεων, στις οποίες αυτή ρητά παραπέμπει, οι οποίες, όμως. ήδη εκτελούνται. 


ΕΣ/ΤΜ.6/1503/2017

Δανειακές Συμβάσεις..ζητείται η ανάκληση της 223/2017 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με την πράξη αυτή το Κλιμάκιο έκρινε ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου δανειακής σύμβασης μεταξύ του αιτούντος Δήμου και του Ταμείου Παρακαταθηκών....με την αιτιολογία ότι στο υποβληθέν στο Ελεγκτικό Συνέδριο προς έλεγχο σχέδιο της δανειακής σύμβασης περιλαμβάνονται ουσιώδεις όροι που διαφοροποιούνται κατά περιεχόμενο από εκείνους που ενέκρινε το οικείο Δημοτικό Συμβούλιο, οι οποίοι αφορούν τόσο στο ύψος του ποσού του δανείου, όσο και στο επιτόκιο αυτού και την ετήσια τοκοχρεωλυτική δόση.(..)Ενόψει όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι κατ’ αρχάς μη νομίμως δεν ελήφθη από το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου ..., με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του, απόφαση εγκριτική των όρων της επίμαχης δανειακής σύμβασης, όπως αυτοί διαμορφώθηκαν τελικώς..Πλην όμως, λαμβανομένων υπόψη ότι: 1) η διαφοροποίηση του επιτοκίου προέκυψε από την υπ’ αρ. 3617/6.7.2017 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Π.Δ., με την οποία επανακαθορίστηκαν, μονομερώς από το Τ.Π.Δ. και κατά τρόπο γενικό, τα επιτόκια χορήγησης δανείων που χορηγούνται, μεταξύ άλλων, σε όλους τους ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού,... 2) η (επί έλαττον) διαφοροποίηση του ύψους του ποσού του δανείου, ανάμεσα στο αρχικώς εγκριθέν και σε αυτό που αναγράφεται στο σχέδιο της ελεγχόμενης δανειακής σύμβασης, στηρίζεται σε νεότερες βεβαιώσεις που προσκόμισε ο Δήμος ... σχετικά με τις οφειλές του ...3) η διαφοροποίηση της ετήσιας τοκοχρεωλυτικής δόσης αποτέλεσε παρακολούθημα της συνδυαστικής διαφοροποίησης (μείωσης) αφενός του ύψους του ποσού του δανείου και αφετέρου του επιτοκίου, 4) δεν υπήρξε παραβίαση των αρχών του ελεύθερου ανταγωνισμού και της διαφάνειας της διαδικασίας, ούτε βλάπτεται το δημόσιο συμφέρον και 5) οι όροι του επίμαχου σχεδίου σύμβασης είναι ευνοϊκότεροι για τον αιτούντα σε σχέση με τους εγκριθέντες .. του Δημοτικού Συμβουλίου αυτού, διότι α) το ύψος του ποσού του δανείου είναι χαμηλότερο ... β) το επιτόκιο εμφανίζεται μεσοσταθμικά μειωμένο ....και γ) το ποσό της ετήσιας τοκοχρεωλυτικής δόσης είναι μικρότερο, ... το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι η διαπιστωθείσα από το Κλιμάκιο πλημμέλεια δεν επηρέασε στην προκειμένη περίπτωση ουσιωδώς το αποτέλεσμα της ελεγχόμενης διαδικασίας (σε βαθμό δηλαδή που να καθιστά δικαιολογημένη τη μη υπογραφή του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης), με συνέπεια να μην παρίσταται ουσιώδης από ελεγκτικής άποψης.VΙ. Κατ’ ακολουθία όσων κρίθηκαν προηγουμένως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, .... δεν κωλύεται η σύναψη του σχεδίου σύμβασης.(Ανακαλεί την 223/2017 πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.)


ΕλΣυν.Κλ.Ζ'/331/2011

Νομιμότητα σχεδίου δανειακής συμβάσεως:Με τα δεδομένα αυτά και αφού ληφθεί περαιτέρω υπόψη ότι: α) το προσκομιζόμενο σχέδιο πράξης πρόσθετης ρύθμισης δεν αποτελεί σύμβαση δανείου (με αναχρηματοδότηση), αφού δεν συνάπτεται κατ΄ εφαρμογή του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1α΄ του άρθρου 49 του ν. 3943/2011, αλλά κατ΄ εφαρμογή του πρώτου εδαφίου αυτής, από Δήμο, το συνολικό χρέος του οποίου υπερβαίνει το 60% των συνολικών εσόδων του και ως εκ τούτου δεν πληροί της προϋποθέσεις συνομολόγησης νέου δανείου του άρθρου 264 του ν. 3852/2010, και β) περιεχόμενο του ελεγχόμενου σχεδίου συνιστά η μεταβολή του επιτοκίου χορήγησης των αρχικών δανειακών συμβάσεων από 5,90% έως 11,44%, κατά περίπτωση, σε 6,02%, πλην μίας, της οποίας το επιτόκιο παραμένει στο 5%, και η επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής των ήδη χορηγηθέντων δανείων σε 20 έτη, ενώ ως προς τους λοιπούς όρους εξυπηρέτησης, εξασφάλισης του δανείου κ.λ.π. γίνεται ρητή παραπομπή στις αρχικές δανειακές συμβάσεις, το Κλιμάκιο άγεται στην κρίση ότι το ελεγχόμενο σχέδιο πράξης πρόσθετης ρύθμισης συνιστά αναθεωρητική σύμβαση με την οποία τροποποιούνται όροι δανειακών συμβάσεων, οι οποίες, όμως, αν και καταρτίστηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 2741/1999, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το αρ. 12 παρ. 27 εδ. α΄ του ν. 3310/2005, δεν υποβλήθηκαν σε προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο (βλ. την ανωτέρω από 7.10.2011 βεβαίωση του Αντιδημάρχου Οικονομικών). Συνεπώς και η εν λόγω τροποποιητική σύμβαση, δεν υπάγεται, σύμφωνα με τις σκέψεις που προηγήθηκαν, στον προσυμβατικό έλεγχο του Κλιμακίου τούτου, αφού ο έλεγχος της τελευταίας θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτο παρεμπίπτοντα έλεγχο των ήδη συναφθεισών ως άνω αρχικών δανειακών συμβάσεων (βλ. Ελ. Συν. Πρ. Ζ΄ Κλιμακίου 301/2011).


ΣΤΕ/345/2014

ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Ζητείται η αναίρεση της υπ’αριθ.1340/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της υπ’αριθ. 6969/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί ανακοπή της ιδίας εταιρείας κατά της υπ’αριθ. ... αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, με την οποία, μεταξύ άλλων, είχε διαταχθεί η επιστροφή στο Δημόσιο τμήματος της καταβληθείσας στην αναιρεσείουσα επιχορήγησης κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν.1262/1982 και του ν.1682/1987 και τμήματος του ποσού που αντιστοιχούσε στην επιδότηση του επιτοκίου συναφθέντος τραπεζικού δανείου, συνολικού ύψους 103.421.000 δραχμών.(....)Ο δε ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι υπήρξε ολιγωρία των οργάνων να προβούν σε αυτοψία και έλεγχο για την τήρηση των όρων που είχαν τεθεί από την εγκριτική της επένδυσης απόφαση κρίθηκε από το δικάσαν δικαστήριο ότι δεν αποδεικνυόταν από κάποιο στοιχείο, αντιθέτως, μάλιστα, στην από 18.12.1990 έκθεση του Κεντρικού Οργάνου Ελέγχου που είχε προηγηθεί, κατά τα προαναφερόμενα, της αίτησης της ανωτέρω για την οριστικοποίηση της επένδυσης, αναφερόταν ότι πριν τον έλεγχο αυτό είχε προηγηθεί και προγενέστερος όμοιος, με τον οποίο δεν είχε γίνει δεκτό ότι ο σχετικός μηχανολογικός εξοπλισμός της επίμαχης μονάδας ήταν καινούργιος, όπως απαιτείτο (αφού η επένδυση περιελάμβανε και καινούργιο μηχανολογικό εξοπλισμό), και κατά του οποίου είχε ασκηθεί σχετική ένσταση της ανωτέρω, γεγονός από το οποίο συναγόταν ότι υπήρξαν προβλήματα σχετικά με την πιστοποίηση τήρησης όλων των απαιτούμενων όρων που έπρεπε να διερευνηθούν, προκειμένου να εκδοθεί η σχετική απόφαση περί ολοκλήρωσης της επένδυσης.Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.


ΕλΣυν/Ζ.Κλ/136/2010

Τα νομικά εκείνα πρόσωπα που μπορούν να συνάπτουν προγραμματικές συμβάσεις με το Δημόσιο, μεταξύ τους και με φορείς του δημόσιου τομέα του άρθρου 1 παρ. 6 του ν.1256/1982, προσδιορίζονται ειδικά και περιοριστικά στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 225 του Δ.Κ.Κ.. Ειδικότερα, την ικανότητα αυτή έχουν οι Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού, οι Σύνδεσμοι Δήμων και Κοινοτήτων, οι Τ.Ε.Δ.Κ., η Ε.Ν.Α.Ε., η Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., τα Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία συνιστούν ή στα οποία συμμετέχουν οι προαναφερόμενοι οργανισμοί και φορείς, οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης και τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα. Περαιτέρω, με το δεύτερο εδάφιο της ιδίας ως άνω παραγράφου παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής στις κατά τα ανωτέρω συναπτόμενες προγραμματικές συμβάσεις σε ευρύ κύκλο φορέων (ως εκ τρίτου συμβαλλομένων), οι οποίοι καθορίζονται μόνο κατ’ έννοια γένους, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τις αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρείες. Κατά συνέπεια, οι εταιρείες αυτές ως προς τις οποίες επιτρέπεται κατ΄ εξαίρεση η συμμετοχή στις προγραμματικές συμβάσεις (βλ. σχετικά άρθρο 265 παρ.4 του ιδίου ως άνω Κώδικα), δεν μπορούν να συμμετέχουν σε αυτές ως μοναδικοί αντισυμβαλλόμενοι, αλλά μόνο από κοινού με τα νομικά πρόσωπα του πρώτου εδαφίου, στα οποία και μόνο αναγνωρίζεται η ικανότητα να συνάπτουν προγραμματικές συμφωνίες. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα σήμαινε ότι και οι αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρείες θα περιλαμβάνονταν στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, οπότε θα καθίστατο περιττή η προσθήκη του δεύτερου εδαφίου στην ερμηνευόμενη διάταξη, δεδομένου ότι θα αρκούσε απλώς η διεύρυνση των νομικών προσώπων του πρώτου εδαφίου. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μία προγραμματική σύμβαση, που έχει συναφθεί μεταξύ Δήμου δηλ. νομικού προσώπου της πρώτης παραγράφου και μιας αναπτυξιακής ανώνυμης εταιρείας δεν είναι νόμιμη όταν στην εταιρεία αυτή έχει ανατεθεί εξ ολοκλήρου η υλοποίηση του αντικειμένου αυτής, καθόσον σε αυτή την περίπτωση η εν λόγω εταιρεία δεν «συμμετέχει» στη σύμβαση ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος, αλλά μετέχει σε αυτήν, ανεπιτρέπτως κατά νόμο, ως συνάπτων φορέας και καθίσταται κατ’ ουσίαν μοναδικός αντισυμβαλλόμενος των λοιπών φορέων του πρώτου εδαφίου (β.λ. Πρακτικά Ολ. Ελ.Συν. 22ης Γεν. Συν./22.9.2004, θέμα Α΄, Πράξεις VII Τμ. 69/2005, 239, 304/2006, 123, 137/2007, 63, 78, 133/2008 κ.ά.). Επιπροσθέτως, στις προγραμματικές συμβάσεις απαιτείται, κατά τη ρητή διατύπωση του νόμου, να καθορίζεται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, μεταξύ άλλων, το αντικείμενο και το ειδικότερο περιεχόμενο των υποχρεώσεων των μερών, δηλαδή των μελετών, έργων, προγραμμάτων ανάπτυξης και υπηρεσιών κάθε είδους που αναλαμβάνουν να εκτελέσουν οι συμβαλλόμενοι φορείς, καθώς και ο προϋπολογισμός τους (βλ. Πράξεις 3, 60/2007, 179, 180/2006 VII Τμ.). Ειδικότερα, απαιτείται, μεταξύ άλλων, στις προγραμματικές συμβάσεις για την παροχή υπηρεσιών α) να καθορίζονται ειδικά και με σαφήνεια τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών, από τα οποία να προκύπτει η συμβολή κάθε μέρους στην υλοποίηση της σύμβασης, και το αντικείμενο αυτής, οι συγκεκριμένες δηλαδή υπηρεσίες, έστω και ανά κατηγορίες που θα παρασχεθούν, και το περιεχόμενο αυτών, β) να προσδιορίζεται ο αναλυτικός προϋπολογισμός (κοστολόγηση) των επί μέρους (κατηγοριών) υπηρεσιών, έστω και κατά προσέγγιση, έτσι ώστε από το άθροισμα των επιμέρους προϋπολογισμών να προκύπτει και, επομένως, να δικαιολογείται ο συνολικός προϋπολογισμός της προγραμματικής σύμβασης (δεν αρκεί δηλαδή απλή αναφορά του συνολικού προϋπολογισμού), καθώς και γ) να αναγράφεται το αναλυτικό χρονοδιάγραμμα αυτών - κυρίως δε στις περιπτώσεις τμηματικής καταβολής του οριζόμενου στη σύμβαση ποσού για την παροχή των προβλεπόμενων υπηρεσιών, όπου θα πρέπει να υπάρχει συσχέτιση των παρασχεθεισών εργασιών προς το τμηματικώς καταβαλλόμενο (σε συγκεκριμένες ημερομηνίες) ποσό της σύμβασης, όπου δηλαδή θα πρέπει να υπάρχει αντιστοιχία του χρονοδιαγράμματος εργασιών προς το χρονοδιάγραμμα τμηματικών καταβολών του ανωτέρω ποσού - το οποίο (χρονοδιάγραμμα) δεν μπορεί καταρχήν να ταυτίζεται με το χρόνο περαίωσης των ανατεθεισών εργασιών (διάρκεια της σύμβασης), καθόσον στην περίπτωση αυτή ο νόμος δεν θα απαιτούσε ρητώς στο περιεχόμενο της σύμβασης να ορίζονται ξεχωριστά (ως διαφορετικά μεγέθη) το χρονοδιάγραμμα και η διάρκεια αυτής. Και τούτο διότι μέσω του ανωτέρω ειδικότερου προσδιορισμού του περιεχομένου της προγραμματικής σύμβασης διασφαλίζεται α) η εξοικονόμηση πόρων με τη διάθεση των απολύτως αναγκαίων χρημάτων, προσώπων και υλικών για την εκτέλεση των μελετών, έργων και των εν γένει αναπτυξιακών προγραμμάτων και η διαφάνεια των χρηματοδοτήσεων, καθώς και β) η μη καταστρατήγηση της διάταξης του άρθρου 277 του ΔΚΚ με την κατ’ ουσία επιχορήγηση από Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού αναπτυξιακών τους επιχειρήσεων που μετέχουν στην προγραμματική σύμβαση ως αντισυμβαλλόμενοί τους (πρβλ. και πραξ. VI Τμ 30/2005, VI Τμ 46, 195/2006, VII Τμ 137/2007 κ.ά.).


EΣ/ΤΜ.7(Κ.Π.Ε.)/189/2013

Βελτίωση του συστήματος αποκομιδής απορριμμάτων του Δήμου(…)Με τις ανωτέρω διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα προβλέπεται ο θεσμός των προγραμματικών συμβάσεων, οι οποίες αποτελούν συμφωνίες που θέτουν το γενικό πλαίσιο για την οργάνωση και διαχείριση δημόσιων υπηρεσιών και την άσκηση κρατικών δραστηριοτήτων διαμέσου των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης ή της καθ΄ ύλην αποκεντρωμένης διοίκησης, με τη μελέτη και εκτέλεση έργων και προγραμμάτων ανάπτυξης μιας περιοχής και την παροχή υπηρεσιών κάθε είδους (πρβλ. Απόφ. VI Τμ. 26/2013, 1380, 289, 28/2012, Πρ. 195/2006, 310, 85/2010 VII Τμ. Ελ.Συν.). Τα νομικά εκείνα πρόσωπα που μπορούν να συνάπτουν προγραμματικές συμβάσεις με το Δημόσιο, μεταξύ τους και με φορείς του δημόσιου τομέα του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982, προσδιορίζονται ειδικά και περιοριστικά στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 225 του Κ.Δ.Κ. Ειδικότερα, την ικανότητα αυτή έχουν οι Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού, οι Σύνδεσμοι Δήμων και Κοινοτήτων, οι Τ.Ε.Δ.Κ., η Ε.Ν.Α.Ε., η Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., τα Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία συνιστούν ή στα οποία συμμετέχουν οι προαναφερόμενοι οργανισμοί και φορείς, οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης και τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα. Περαιτέρω, με το δεύτερο εδάφιο της ιδίας ως άνω παραγράφου παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής στις κατά τα ανωτέρω συναπτόμενες προγραμματικές συμβάσεις σε ευρύ κύκλο φορέων (ως εκ τρίτου συμβαλλόμενοι), οι οποίοι καθορίζονται μόνο κατ’ έννοια γένους, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τις αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρείες. Κατά συνέπεια, οι εταιρείες αυτές, ως προς τις οποίες επιτρέπεται κατ΄ εξαίρεση η συμμετοχή στις προγραμματικές συμβάσεις (βλ. σχετικά άρθρο 265 παρ. 4 του ιδίου ως άνω Κώδικα), δεν μπορούν να συμμετέχουν σε αυτές ως μοναδικοί αντισυμβαλλόμενοι, αλλά μόνο από κοινού με τα νομικά πρόσωπα του πρώτου εδαφίου, στα οποία και μόνο αναγνωρίζεται η ικανότητα να συνάπτουν προγραμματικές συμφωνίες. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα σήμαινε ότι και οι αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρείες θα περιλαμβάνονταν στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, οπότε θα καθίστατο περιττή η προσθήκη του δεύτερου εδαφίου στην ερμηνευόμενη διάταξη, δεδομένου ότι θα αρκούσε απλώς η διεύρυνση των νομικών προσώπων του πρώτου εδαφίου. Την ιδιότητα δε του αντισυμβαλλόμενου προγραμματικής σύμβασης αποκτά καθένας από τους παραπάνω φορείς μόνο όταν αναλαμβάνει κατ’ ουσίαν την υλοποίηση του αντικειμένου της προγραμματικής σύμβασης και όχι όταν μετέχει μεν στη σύμβαση αυτή, χωρίς να αναλαμβάνει συγκεκριμένες υποχρεώσεις αναφορικά με την εκτέλεση έργων, μελετών και προγραμμάτων ανάπτυξης που αναφέρονται σε αυτή. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μία προγραμματική σύμβαση, που έχει συναφθεί μεταξύ Δήμου, δηλαδή νομικού προσώπου της πρώτης παραγράφου και μιας αναπτυξιακής ανώνυμης εταιρείας δεν είναι νόμιμη, όταν στην εταιρεία αυτή έχει ανατεθεί εξολοκλήρου η υλοποίηση του αντικειμένου αυτής, καθόσον σε αυτή την περίπτωση η εν λόγω εταιρεία δεν «συμμετέχει» στη σύμβαση ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος, αλλά μετέχει σε αυτήν, ανεπιτρέπτως κατά νόμο, ως συνάπτων φορέας και καθίσταται κατ’ ουσίαν μοναδικός αντισυμβαλλόμενος των λοιπών φορέων του πρώτου εδαφίου (βλ. Πρακτικά Ολομ. Ελ.Συν. 22ης Γεν. Συν./22.9.2004, θέμα Α΄, Πράξεις VII Τμ. 69/2005, 239, 304/2006, 123, 137/2007, 63, 78, 133/2008, 207/2009, 85/2010). Περαιτέρω, στις προγραμματικές συμβάσεις απαιτείται κατά νόμο να καθορίζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, μεταξύ άλλων, ο ειδικότερος σκοπός και το περιεχόμενο των υποχρεώσεων, δηλαδή των μελετών, έργων, προγραμμάτων ανάπτυξης και κάθε είδους υπηρεσιών, που αναλαμβάνουν οι συμβαλλόμενοι φορείς. Ειδικότερα, απαιτείται, μεταξύ άλλων, στις προγραμματικές συμβάσεις για την παροχή υπηρεσιών να καθορίζονται ειδικά και με σαφήνεια τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών, από τα οποία να προκύπτει η συμβολή κάθε μέρους στην υλοποίηση της σύμβασης, και το αντικείμενο αυτής, οι συγκεκριμένες δηλαδή υπηρεσίες, έστω και ανά κατηγορίες που θα παρασχεθούν, και το περιεχόμενο αυτό.(…) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι από το περιεχόμενο της από 23.9.2009 προγραμματικής σύμβασης προκύπτει ότι η αναπτυξιακή εταιρεία «......» θα εκτελέσει το σύνολο, σχεδόν, του συμβατικού αντικειμένου, ενώ οι φερόμενοι ως κυρίως συμβαλλόμενοι Δήμος ...... και Τ.Ε.Δ.Κ. Ν. ......, έχουν προσχηματική και υποτυπώδη συμμετοχή στην επίμαχη προγραμματική σύμβαση, αναλογικά με το συνολικό αντικείμενό της. Επομένως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του Δήμου, δοθέντος ότι κατά παράβαση των σαφών προβλέψεων των προπαρατεθεισών διατάξεων, ο ρόλος της ...... δεν περιορίζεται απλώς σ’ αυτόν του συμμετέχοντος φορέα στην οικεία σύμβαση, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενης από κοινού με άλλον συνάπτοντα φορέα, αλλά αυτή καθίσταται ανεπιτρέπτως συνάπτων φορέας της σύμβασης, στον οποίο ανατίθεται η εκτέλεση του συνόλου του συμβατικού αντικειμένου, έναντι της καταβολής από το Δήμο προς αυτήν της προϋπολ