×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/164/2009

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Διαγραφή ποσών προσαυξήσεων - τελών εκπρόθεσμης καταβολής και επιστροφή των ήδη εισπραχθέντων από Τελωνειακή Αρχή – Ανακοπή κατά ατομικής ειδοποίησης – Δεδικασμένο.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Η από διοικητικό πρωτοδικείο απόρριψη ανακοπής κατά ατομικής ειδοποιήσεως τελωνείου, με απόφαση που έγινε αμετάκλητη, ως απαραδέκτου, επειδή η ατομική ειδοποίηση αποτελεί πληροφοριακό έγγραφο, χωρίς να κρίνει επί της ουσίας των εκ της τελωνειακής νομοθεσίας αξιώσεων του Δημοσίου, δεν δημιουργεί δεδικασμένο, κατ άρθρο 197 του Ν 2717/1999. Η κρίση ότι δεν έγινε σαφής συμπλήρωση των ενδείξεων του βιβλίου καταχώρησης των εισπρακτέων απαιτήσεων του Τελωνείου δεν αποτελεί ζήτημα διοικητικής φύσεως ή παρεμπίπτον που τελεί σε άμεση και αναγκαία συνάρτηση προς το διατακτικό της αποφάσεώς του.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/42/2006

Δυνατότητα επιστροφής αχρεωστήτως εισπραχθέντων δασμών όταν η καταβολή έχει κριθεί νόμιμη με δικαστικές αποφάσεις ή έχει υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Δεν είναι νόμιμη η επιστροφή ή διαγραφή από την αρμόδια τελωνειακή αρχή των εισπραχθέντων δασμών, για όσες περιπτώσεις εισαγωγής αυτοκινήτων, κατά το ερώτημα, υφίστανται αποφάσεις των ελληνικών διοικητικών δικαστηρίων που έκριναν ότι η χρέωση των δασμών έγινε νόμιμα ή υπέβαλαν το ζήτημα στην κρίση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 234 (177) της Συνθήκης.


ΝΣΚ/35/2025

 Ερωτάται αν: 1) Kατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 197 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999. Α΄ 265), εκτείνεται το δεδικασμένο δικαστικής απόφασης, η οποία έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται συναφώς παράβαση του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα και ακύρωσε καταλογιστική πράξη επιβολής προστίμου της τελωνειακής αρχής κατόπιν απόδοσης διάπραξης τελωνειακών παραβάσεων, σε βάρος δύο συνυπαίτιων φυσικών προσώπων, κατά το μέρος που αφορά το ένα καταλογισθέν συνυπαίτιο φυσικό πρόσωπο, που προσέφυγε δικαστικά και δικαιώθηκε, και στο δεύτερο συνυπαίτιο φυσικό πρόσωπο, στο οποίο το σχετικό πρόστιμο είχε επιβληθεί αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το δικαστικά δικαιωθέν συνυπαίτιο φυσικό πρόσωπο για την εξόφληση της οφειλής, υπό τα δεδομένα ότι α) το δεύτερο συνυπαίτιο φυσικό πρόσωπο δεν υπήρξε διάδικος στη δίκη της συγκεκριμένης προσφυγής και β) η ασκηθείσα προσφυγή από το δεύτερο συνυπαίτιο φυσικό πρόσωπο και αλληλεγγύως ευθυνόμενο με το πρώτο, απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους. 2) Σε περίπτωση θετικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, αν δύναται η τελωνειακή αρχή να ακυρώσει οίκοθεν τη σχετική καταλογιστική πράξη κατά το μέρος που αφορά το δεύτερο συνυπαίτιο φυσικό πρόσωπο ή απαιτείται η έκδοση δικαστικής απόφασης, κατόπιν άσκησης ανακοπής Κ.Ε.Δ.Ε. από τον συνυπαίτιο.(...) 1. Κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 197 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999. Α΄ 265) το ουσιαστικό δεδικασμένο δικαστικής απόφασης, η οποία έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται συναφώς παράβαση του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα και ακύρωσε καταλογιστική πράξη επιβολής προστίμου της τελωνειακής αρχής, κατόπιν απόδοσης διάπραξης απλών τελωνειακών παραβάσεων, σε βάρος δύο συνυπαιτίων φυσικών προσώπων, κατά το μέρος που αφορά το ένα καταλογισθέν συνυπαίτιο φυσικό πρόσωπο, που προσέφυγε δικαστικά και δικαιώθηκε, εκτείνεται και στο δεύτερο συνυπαίτιο φυσικό πρόσωπο, στο οποίο το σχετικό πρόστιμο είχε επιβληθεί αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το δικαστικά δικαιωθέν συνυπαίτιο φυσικό πρόσωπο, ανεξαρτήτως του ότι το δεύτερο συνυπαίτιο φυσικό πρόσωπο δεν υπήρξε διάδικος στη δίκη της συγκεκριμένης προσφυγής και η ασκηθείσα από το συνυπαίτιο αυτό φυσικό πρόσωπο, προσφυγή απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους. 2. Συνακόλουθα, ο Προϊστάμενος του Δ΄ Τελωνείου Πειραιά οφείλει να ακυρώσει οίκοθεν, κατά τη διαδικασία που ακολουθείται από τις τελωνειακές αρχές για τη διαγραφή οφειλής, σε πλήρη συμμόρφωση με την εκδοθείσα δικαστική απόφαση, τη με αριθμό 1083/03/20.06.2006 καταλογιστική πράξη του Προϊσταμένου του Ζ΄ Τελωνείου Ελευθέρων Τελωνειακών Συγκροτημάτων (Τ.Ε.Τ.Σ.) Πειραιά και κατά το μέρος που αφορά και στο δεύτερο συνυπαίτιο φυσικό πρόσωπο, στο οποίο το σχετικό πρόστιμο είχε επιβληθεί αλληλεγγύως και εις ολόκληρον και δεν απαιτείται, προκειμένου να ακυρωθεί η εν λόγω καταλογιστική πράξη στο σύνολό της, η αναγνώριση της επέκτασης του δεδικασμένου και στο δεύτερο συνυπαίτιο πρόσωπο μέσω δικαστικής απόφασης που θα εκδοθεί κατόπιν άσκησης ανακοπής κατά των μέτρων Κ.Ε.Δ.Ε. που θα επιβληθούν στο συνυπαίτιο αυτό πρόσωπο.


ΕΣ/ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ/7/2025

Η Απόφαση 7/2025 του Πρώτου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αφορά την αίτηση αναστολής εκτέλεσης πράξεων διοικητικής εκτέλεσης. Το Τμήμα απέρριψε την αίτηση κατά της ατομικής ειδοποίησης καταβολής (102569/1.10.2024) ως απαράδεκτη, κρίνοντας ότι δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη. Ωστόσο, η αίτηση έγινε δεκτή ως προς την αναστολή εκτέλεσης της πράξης ταμειακής βεβαίωσης 54741/19.7.2024, με την οποία βεβαιώθηκε σε βάρος του αιτούντος ποσό 116.371,20 ευρώ (καταλογισμός λόγω έλλειμματος στη διαχείριση της Ελληνικής Ομοσπονδίας Πάλης). Το Τμήμα έκρινε ότι εξαιτίας του μεγάλου ύψους του χρέους και της τεκμηριωμένης περιορισμένης οικονομικής κατάστασης του αιτούντος, η άμεση εκτέλεση θα του προκαλούσε δυσχερώς επανορθώσιμη οικονομική βλάβη, εφόσον ευδοκιμήσει η εκκρεμής ανακοπή του. Συνεπώς, διατάχθηκε η αναστολή της εκτέλεσης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής.


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1281/2023

Υπηρεσίες συντήρησης ηλεκτρονικών εγκαταστάσεων φωτεινής σηματοδότησης.(...)Υπό τα δεδομένα αυτά, πλημμελώς έγινε δεκτός ο οικείος ισχυρισμός της παρεμβαίνουσας εταιρείας από την Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ., της οποίας η προσβαλλόμενη απόφαση καθίσταται κατά τούτο ακυρωτέα», ήτοι κατά λογική αναγκαιότητα, κατά το σκέλος με το οποίο έγινε δεκτό από την ΕΑΔΗΣΥ ότι η ήδη προσφεύγουσα και ο τρίτος οικονομικός φορέας …. όφειλαν να δηλώσουν στο ΕΕΕΣ ότι ο τελευταίος φέρει την ιδιότητα του υπεργολάβου και το ποσοστό της υπεργολαβίας (άρθρα 58 του ν. 4412/2016 και 2.2.8.2. για την υπεργολαβία, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2.2.9, 2.2.9.1. και 2.4.6 της διακήρυξης). Επομένως, με την εν λόγω απόφαση του Διοικητικού Εφετείου ούτε κρίθηκε ούτε ήταν αναγκαίο να κριθεί είτε ως κύριο είτε ως παρεμπίπτον ζήτημα το μη εισφερθέν ενώπιόν του όλως διακριτό διοικητικής φύσεως νομικό και πραγματικό ζήτημα της σχέσης μεταξύ της προσφεύγουσας και των στελεχών που πρότεινε ο .. ήτοι της .. και .., δηλαδή εάν οι τελευταίοι αποτελούν «τρίτους» σε σχέση με αυτήν και έπρεπε να υποβληθεί και ως προς αυτούς ΕΕΕΣ και δικαιολογητικά κατακύρωσης, ζήτημα που αναδείχθηκε ως ουσιώδης πλημμέλεια με την προσβαλλόμενη 437/2023 Πράξη του Κλιμακίου και αφορά σε άλλο λόγο αποκλεισμού (βλ. σκέψη 21 της Πράξης του Κλιμακίου και άρθρα 78 του ν. 4412/2016 και 2.2.8.1. της διακήρυξης για τη δάνεια εμπειρία, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2.2.9, 2.2.9.1, 2.4.6 και 3.2 αυτής), επί του οποίου αποφάνθηκε αποκλειστικά η ΕΑΔΗΣΥ με το πρώτο και μη προσβληθέν ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου σκέλος της Σ55/2022 απόφασης της. Κατόπιν αυτών, νομίμως έκρινε το Κλιμάκιο ότι ως προς την συγκεκριμένη πλημμέλεια δεν δεσμευόταν από το δεδικασμένο της ως άνω 1002/2023 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Άλλο δε είναι το ζήτημα εάν το Κλιμάκιο θα έπρεπε, συνεκτιμωμένων των σχετικών κρίσεων της ΕΑΔΗΣΥ και χωρίς να δεσμεύεται από αυτήν (βλ. την απόφαση 940/2022 απόφαση του παρόντος Τμήματος που επικύρωσε την σχετική ερμηνεία του Κλιμακίου και ΕλΣυνΟλ 310/2022, ΣτΕ 28, 29 και 30/2020) αλλά και ενόψει της θετικής για την προσφεύγουσα δικαστικής έκβασης της υπόθεσης, να εξετάσει αφενός τον βαθμό σαφήνειας της οικείας ρήτρας της διακήρυξης (βλ. άρθρο 73 παρ. 4 του ν. 4820/2021 για την επιρροή του βαθμού σαφήνειας των κανόνων στο ερμηνευτικό περιθώριο εκτίμησης των ελεγχόμενων φορέων), ως προς την έννοια του «τρίτου» φορέα και το εύρος των προσώπων που έχουν υποχρέωση υποβολής ΕΕΕΣ και δικαιολογητικών κατακύρωσης και κατά πόσον η τυχόν ασάφεια και η εξαιτίας αυτής αρνητική κρίση του Κλιμακίου για την υπογραφή του σχεδίου συμβάσεως θα λειτουργούσε σε βάρος της προσφεύγουσας και υπέρ του συνυποψηφίου της, συναφώς δε και το ενδεχόμενο υποχρεωτικής εφαρμογής από την αναθέτουσα αρχή του άρθρου 102 του ν. 4412/2016 περί συμπλήρωσης των ελλείψεων του ΕΕΕΣ των υπόχρεων σε υποβολή τους, υπό όρους διαφάνειας και ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων (βλ. αποφ. ΔΕΕ της 7.9.2021, C- 927/19, «Klaipėdos regiono atliekų tvarkymo centras» UAB», σκ. 93 και κατ’ αναλογίαν, της 29.3.2012, C- 599/10, SAG ELV Slovensko κ.λπ., σκ. 40, της 10.10.2013, C- 336/12, Manova, σκ. 36 και 40, και της 28.2.2018, C‑523/16 και C‑536/16, MA.T.I. SUD και Duemme SGR, σκ. 51 και 52).Για τους λόγους αυτούς Δέχεται την από 14.8.2023 προσφυγή ανάκλησης της εταιρείας με την επωνυμία «..».Ανακαλεί την 437/2023 πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 



ΕΣ/ΤΜ.4/59/2017

Εξώδικος συμβιβασμός:ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 106/2017 πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο IV Τμήμα​(...)Με δεδομένα τα ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος να αποστεί από τις κρίσεις του Κλιμακίου, στις ορθές σκέψεις και αιτιολογίες της πράξης του οποίου εμμένει. Περαιτέρω, ως προς τους ισχυρισμούς που προβάλλονται με την αίτηση ανάκλησης, κρίνει τα εξής: α) Η εντελλόμενη δαπάνη, η οποία κρίθηκε με την πράξη του Κλιμακίου μη νόμιμη χωρίς να έχει εκδοθεί θετική για την ανωτέρω εταιρεία, τελεσίδικη απόφαση, με την οποία να επιδικάζονται υπέρ αυτής αξιώσεις για το κρίσιμο χρονικό διάστημα, δεν εμπίπτει, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη V, στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 4 του ν. 4132/2013, που δεν συνιστά, ούτως ή άλλως, νομιμοποιητική διάταξη, αλλά αποσκοπεί απλώς στην τακτοποίηση των υφιστάμενων μέχρι 31.12.2011 δημοσιονομικών εκκρεμοτήτων των νοσοκομείων προς τρίτους, όσα δε αντίθετα προβάλλει το αιτούν και η παρεμβαίνουσα είναι αβάσιμα και  απορριπτέα. β) Όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο κατά τον προληπτικό έλεγχο των δαπανών δικαιούται να εξετάζει παρεμπιπτόντως, με την επιφύλαξη τυχόν ύπαρξης δεδικασμένου, την πράξη του συμβιβασμού ως προς την τήρηση των νομίμων προϋποθέσεων, δηλαδή τόσο ως προς τα τυπικά εξωτερικά στοιχεία αυτής όσο και ως προς το υπαρκτό, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, της απαίτησης, σε εξόφληση της οποίας οι δαπάνες αυτές εντέλλονται (βλ. σκεψ. ΙV), έκρινε με τις προεκτεθείσες στην πράξη του Κλιμακίου ορθές επάλληλες αιτιολογίες ότι η δεύτερη παράταση της 97/29.10.2004 αρχικής σύμβασης δεν είναι νόμιμη. Η επικαλούμενη δε 161/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, που εκδόθηκε επί αγωγής που άσκησε η Γεωργία Περιστέρη κατά του Νοσοκομείου, δεν ασκεί έννομη επιρροή επί της συγκεκριμένης υπόθεσης, καθώς αφορά στην αρχική σύμβαση παροχής υπηρεσιών φύλαξης (97/2014), που είχε συνάψει το Νοσοκομείο με την ανωτέρω και όχι στην παράταση αυτής για το χρονικό διάστημα από 1.2.2006 έως 15.10.2006 που αποτελεί και την αιτία του επίμαχου εξώδικου συμβιβασμού και ως εκ τούτου, δεν απορρέει από αυτή δεδικασμένο που να δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο. Άλλωστε, τα ανωτέρω ήταν γνωστά στα όργανα του αιτούντος και συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι συγγνωστώς υπέλαβαν ότι μπορούσαν να προβούν στη σύναψη του επίμαχου συμβιβασμού. και γ) Αβασίμως το αιτούν ισχυρίζεται ότι τα όργανά του συγγνωστώς υπέλαβαν ότι υπήρχε η δυνατότητα της επιπλέον παράτασης. Τούτο, διότι η 16357/25.8.2010 διακήρυξη που προσκομίζει για την τεκμηρίωση του ισχυρισμού αυτού αφορά σε διαγωνιστική διαδικασία που διεξήχθη πολύ μεταγενέστερα από το χρονικό σημείο που αποφασίσθηκε η δεύτερη μη νόμιμη παράταση της σύμβασης, και ως εκ τούτου δεν παρέχει  έρεισμα ικανό να οδηγήσει το Τμήμα σε τέτοιου είδους κρίση και τούτο ανεξαρτήτως του ότι στο υπογεγραμμένο συμβατικό κείμενο- του οποίου οι όροι ήταν σαφείς- δεν υπήρχε τέτοια πρόβλεψη (για δεύτερη παράταση με σύμφωνη γνώμη του αναδόχου) και ως εκ τούτου δεν δύναται το αιτούν να επικαλείται όλως αορίστως πάγιες προηγούμενες πρακτικές προκειμένου να δικαιολογήσει μη νόμιμες ενέργειές των οργάνων του.Απορρίπτει την αίτηση.​


ΕΣ/ΤΜ.6/1056/2019

Ανάπτυξη ευρυζωνικών υποδομών...ζητείται η ανάκληση της 379/2019 Πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου...Με βάση τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη ΙΙ, εφόσον το αντικείμενο της επίμαχης 4ης τροποποίησης συνίστατο στην αναβολή ολοκλήρωσης του Οροσήμου Α3 για 2 επιπλέον μήνες, ήτοι μέχρι την 31η Μαΐου 2019, ορθώς το Κλιμάκιο έκρινε ότι ήταν κατά χρόνο αναρμόδιο να προβεί στον σχετικό έλεγχο, αφού το οικείο σχέδιο σύμβασης υποβλήθηκε ενώπιόν του την τελευταία ημέρα της δίμηνης παράτασης (31.5.2019), με συνέπεια να μην καταλείπεται σε αυτό πεδίο άσκησης προσυμβατικού ελέγχου. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της αιτούσας και της παρεμβαίνουσας ότι η αναβολή ολοκλήρωσης Οροσήμου δεν αποτελεί κατά κυριολεξία μία τροποποίηση της αρχικής σύμβασης, αλλά μία ήσσονος σημασίας αλλαγή άνευ οικονομικού αντικειμένου, σε εκτέλεση όρων της αρχικής σύμβασης, που σε καμία περίπτωση δεν είναι ουσιώδης, δεν ευσταθεί, καθώς πέραν του ότι έρχεται σε αντίθεση με το νομικό χαρακτηρισμό που η ίδια προσέδωσε στην επίμαχη σύμβαση, την οποία ονομάζει «4Η ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΣΥΜΠΡΑΞΗΣ:1248», σε κάθε περίπτωση η εν λόγω αναβολή ως προς το Ορόσημο Α3 αφορά σε τροποποίηση ουσιώδους όρου της αρχικής σύμβασης, ήτοι τη διάρκεια αυτής, καθώς βάσει της 4ης τροποποίησης μετατίθενται χρονικά τόσο η ολοκλήρωση της Α΄ Φάσης του έργου, που ήδη, λαμβανομένων υπόψη και των προηγούμενων τροποποιήσεων, έχει ανέλθει σε 53 μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της (από 24 που ήταν αρχικά), όσο και η συνολική διάρκεια της Σύμβασης Σύμπραξης, που ανέρχεται πλέον στα 19 έτη και 5 μήνες (από 17 έτη που ήταν αρχικά). Συναφώς σημειώνεται ότι η ολοκλήρωση της Α΄ Φάσης του έργου (κατασκευή), που εν προκειμένω μετατίθεται χρονικά, συνιστά προϋπόθεση για την έναρξη της Β΄ Φάσης του έργου (λειτουργία). Επομένως, πέραν του ότι ο εν λόγω ισχυρισμός περί του μη ουσιώδους της επίμαχης τροποποίησης πλήττει μόνο την αιτιολογία και όχι το διατακτικό της προσβαλλόμενης Πράξης, αφού τυχόν αποδοχή του θα οδηγούσε, ομοίως, στην κρίση περί του απαραδέκτου εισαγωγής του για έλεγχο από το Κλιμάκιο, σε κάθε περίπτωση είναι και αβάσιμος με βάση τα προεκτεθέντα. Τέλος, αλυσιτελώς η αιτούσα επικαλείται τις διατάξεις των άρθρων 147 παρ. 10 και 206 παρ. 1 εδ. β΄ και παρ. 3 του ν. 4412/2016, δοθέντος ότι αυτές ρυθμίζουν το όλως διάφορο - της αρμοδιότητας προσυμβατικού ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου - ζήτημα της υποβολής αιτημάτων παράτασης της προθεσμίας εκτέλεσης έργου ή προμήθειας από τον ανάδοχο προς την οικεία αναθέτουσα αρχή. Επομένως, ο πρώτος λόγος ανάκλησης είναι απορριπτέος στο σύνολό του ως αβάσιμος. Με το δεύτερο λόγο ανάκλησης η αιτούσα προβάλλει ότι η καθυστέρηση υποβολής του σχεδίου της 4ης τροποποίησης για έλεγχο στο Κλιμάκιο, η οποία δεν υπερέβη το εύλογο μέτρο από την έκδοση της σχετικής απόφασης της εταιρείας (6211/10.5.2019), δεν έγινε με πρόθεση καταστρατήγησης του νόμου, αλλά από γραφειοκρατικό σφάλμα κατά τη διακίνηση των εγγράφων και, επομένως, συντρέχει περίπτωση συγγνωστής πλάνης.Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, ενόψει της σαφήνειας των εφαρμοστέων διατάξεων και της σταθερής και πάγιας νομολογίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο ζήτημα της υποχρέωσης υποβολής για έλεγχο και των τροποποιητικών συμβάσεων, εφόσον επιφέρουν ουσιώδεις αλλαγές στην αρχική σύμβαση. Εν προκειμένω, μάλιστα, η αιτούσα γνώριζε αναμφίβολα την εν λόγω υποχρέωσή της, καθώς είχε αποστείλει εμπρόθεσμα για έλεγχο όλες τις προηγούμενες τροποποιήσεις της ίδιας σύμβασης (1η, 2η και 3η), εκ των οποίων οι δύο τελευταίες αφορούσαν ακριβώς το ίδιο αντικείμενο με την επίμαχη 4η τροποποίηση, ήτοι την αναβολή ολοκλήρωσης του Οροσήμου Α3 και την, συνεπεία αυτής, τροποποίηση της συνολικής διάρκειας της Σύμβασης Σύμπραξης.Δεν ανακαλεί την 379/2019 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.


ΝΣΚ/155/2021

1) Διαδικαστικά - προκριματικά ζητήματα για την αρμοδιότητα του ΝΣΚ για έκδοση Γνωμοδότησης. 2) Συνδρομή -ή μη- ανωτέρας βίας (περιπτωσιολογία γεγονότων) και δυνατότητα -ή μη- απαλλαγής ληξιπρόθεσμης οφειλής από τόκους και προσαυξήσεις κατά τις διατάξεις των άρθρων 6 του ΚΕΔΕ, και από τους τόκους και πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής κατά τις διατάξεις άρθρου 61 του ν.4174/2013 (ΚΦΔ). 3) Απόδοση στο Δημόσιο απαιτήσεών του από το Ταμείο Παρακαταθηκών & Δανείων μετά την έκδοση απόφασης ποινικού δικαστηρίου κατ’ εφαρμογή διατάξεων του ν. 4174/2013, σε ποινική δίκη κατηγορουμένων-οφειλετών (ν. 3691/2008). Περιπτώσεις εξόφλησης -ή μη- ...(..)
1) Εφόσον δεν υφίσταται ειδική διάταξη που αποκλείει την ανάκληση διοικητικών πράξεων καταλογισμού τόκων υπερημερίας και προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής ληξιπρόθεσμων χρεών ή προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, ώστε να καμφθούν οι γενικές αρχές για την ανάκληση διοικητικών πράξεων για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής ή που έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς, ακόμη και όταν αυτές είναι παράνομες, και η Διοίκηση έχει a fortiori τη δυνατότητα επανόδου, εφόσον το επιθυμεί, να επανακρίνει τα επίμαχα ζητήματα, το ΝΣΚ, στο θεσμικό πλαίσιο συνδρομής του, έχει αρμοδιότητα να εξετάσει τα σχετιζόμενα με τη νομιμότητα των πράξεων αυτών ερωτήματα. Ανεξαρτήτως της άνω διαδικαστικής εξέλιξης, που αφορά αποκλειστικά και μόνο τις εκδοθείσες ατομικές πράξεις των Προϊσταμένων του Δ΄ Τελωνείου Επίβλεψης Συγκροτημάτων Πειραιά και του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, το ερώτημα προς το ΝΣΚ υποβάλλεται, παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 6 παρ.6 του ν.3086/2002, από την υπερκείμενη αρχή στην οποία υπάγονται οι άνω Υπηρεσίες οι οποίες επειδή ασκούν αποκλειστική αρμοδιότητα (ΣτΕ837/16) και, ως εκ τούτου, η κρίση τους δεν υπόκειται σε ιεραρχικό έλεγχο, δεν δεσμεύονται, στην περίπτωση που επιληφθούν εκ νέου των υποθέσεων αυτών από τη διατύπωση ερμηνευτικής γνώμης από το ΝΣΚ περί της συνδρομής ή μη ανωτέρας βίας (κατά πλειοψηφία). -Δεν συντρέχει περίπτωση απαραδέκτου των αιτημάτων απαλλαγής από τόκους και πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής ή από προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. κατά το άρθρο 61 παρ. 1 εδ. 2 Κ.Φ.Δ., λόγω της μη προηγούμενης εξόφλησης της βασικής οφειλής (πριν από την υποβολή της αίτησης). Αίτηση υποβληθείσα πριν την, κατά τα ανωτέρω, εξόφληση μπορεί να εξεταστεί, αλλά η απαλλαγή θα χορηγηθεί, όταν και εφόσον εξοφληθεί η βασική οφειλή. Η μη καταβολή των φόρων δεν θεσπίζει μεν απαράδεκτο της αίτησης και ως εκ τούτου αδυναμίας εξέτασής της, όμως αίτηση υποβληθείσα πριν από την, κατά τα ανωτέρω, εξόφληση θα εξεταστεί και θα απορριφθεί μόνον εκ του λόγου ότι δεν προηγήθηκε η εξόφληση των φόρων, όπως σαφέστατα αξιώνει το άρθρο 61 του ΚΦΔ (κατά πλειοψηφία). 2) Για τους σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων αφενός μεν του άρθρου 61 ΚΦΔ αφετέρου δε του άρθρου 6 ΚΕΔΕ περί δυνατότητας απαλλαγής του οφειλέτη από τόκους και πρόστιμα σε περίπτωση που συντρέχει στο πρόσωπό του λόγος ανωτέρας βίας: -Δεν δύναται να θεωρηθεί ότι στοιχειοθετεί ανωτέρα βία η καθυστέρηση δημοσίευσης Απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών για τον καθορισμό διαδικασίας είσπραξης και απόδοσης του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (ΕΕΤΗΔΕ) το πρώτον στις 6 Φεβρουαρίου 2012, ημερομηνία κατά την οποία είχε παρέλθει η προθεσμία για την απόδοση ΕΕΤΗΔΕ των μηνών Νοεμβρίου 2011 και Δεκεμβρίου 2011 η οποία ασκεί επιρροή μόνο στην επιβολή του οφειλόμενου τόκου υπερημερίας και δεν απαλλάσσει την ΔΕΗ ή τους εναλλακτικούς παρόχους από την υποχρέωσή τους να αποδώσουν στο Δημόσιο τα χρηματικά ποσά του ΕΕΤΗΔΕ που έχουν εισπράξει. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός της καθυστέρησης της έκδοσης της ως άνω απόφασης δεν στοιχειοθετεί κατ’ αντικειμενική κρίση, αιτιωδώς και βασίμως, τον δικαιολογητικό λόγο της μη εμπρόθεσμης καταβολής του επίμαχου τέλους, αφού αυτή δεν αποστέρησε τις οφειλέτριες της δυνατότητας να καταβάλουν το επίμαχο τέλος αμέσως μετά τη δημοσίευσή της, όπως όφειλαν (ομόφωνα). Η καθυστέρηση της έκδοσης της παραπάνω απόφασης και η συνεπεία αυτής καθυστέρηση του Ταμείου Παρακαταθηκών & Δανείων να προβεί στις δικές του ενέργειες, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι συνιστά ανωτέρα βία, υπό την προεκτεθείσα έννοια, στα πλαίσια εφαρμογής των άρθρων 61 του ΚΦΔ και 6 ΚΕΔΕ, ικανή να οδηγήσει στην πλήρη απαλλαγή των οφειλετριών από τις σχετικές νόμιμες προσαυξήσεις, αφού, κυρίως, από μόνη της, δεν στοιχειοθετεί κατ' αντικειμενική κρίση, αιτιωδώς και βασίμως, τον δικαιολογητικό λόγο της μη εμπρόθεσμης καταβολής των χρεών (κατά πλειοψηφία). -Δεν δύναται να θεωρηθεί ότι συνιστά ανωτέρα βία η δέσμευση / απαγόρευση κίνησης λογαριασμών που επιβλήθηκε κατ’ άρθρο 48 ν. 3691/2008 με Διατάξεις του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης η οποία επιβλήθηκε ακριβώς λόγω της ενδεχόμενης παράνομης συμπεριφοράς των οφειλέτιδων εταιρειών, διότι αποτελεί εξωγενή και αντικειμενικό παράγοντα, ο οποίος θα μπορούσε να προβλεφθεί ή να αποτραπεί (ΝΣΚ 89/2015). Ο Υπουργός και ο Υφυπουργός Οικονομικών καθώς και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στερούνται αρμοδιότητας να αποφανθούν επί επιστολών – αναφορών - αιτήσεων φορολογουμένων με τις οποίες δηλώνεται ότι εκχωρούνται- παραχωρούνται προσφέρονται πραγματικά και άμεσα τα οφειλόμενα ποσά για πλήρη και ολοσχερή κάλυψη των απαιτήσεων του Δημοσίου για απόδοση του εισπραχθέντος ΕΕΤΗΔΕ και του καταλογισθέντος Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ομόφωνα). -Δεν υφίσταται έδαφος περαιτέρω κρίσης, εάν αποτελούν γεγονότα υπαγόμενα στην έννοια της ανωτέρας βίας, η υποβολή της Ανέκκλητης Έγγραφης Δήλωσης Τρίτου που προβλέπεται στη παράγραφο 2 του άρθρου 2 του ν. 4312/2014 προς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών περί συναίνεσης σε οριστική και ολοσχερή απόδοση στο Δημόσιο και προς πλήρη ικανοποίηση αυτού για τις απαιτήσεις του Δημοσίου από τη συγκεκριμένη αιτία, όσο και η κατάθεση της ίδιας Δήλωσης ενώπιον του Α΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, διότι έγιναν στα πλαίσια διαδικασίας προβλεπόμενης στις διατάξεις του ν. 4312/2014 και για τους σκοπούς του νόμου, μόνη δε η υποβολή τους είναι άνευ σημασίας δεδομένου ότι δεν επήλθαν οι επιδιωκόμενες έννομες συνέπειες για τις σχετικές οφειλές. Η επίδοση της παραπάνω Ανέκκλητης Έγγραφης Δήλωσης Τρίτου μεταξύ άλλων στην Αναπληρώτρια Υπουργό Οικονομικών, στη Γενική Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ Φ.Α.Ε. Αθηνών και στον Προϊστάμενο του Δ’ Τ.Ε.Σ. Πειραιά δεν προβλέπεται στις οικείες διατάξεις του ν. 4312/2014, ούτε άλλου νόμου, η όποια δε σχετική απόφαση αυτών θα συνιστούσε παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στην δικαστική εξουσία (ομόφωνα). -Ο χρόνος της διάρκειας της ποινικής διαδικασίας δεν εντάσσεται στα γεγονότα εκείνα τα οποία κατά τη νομολογία και θεωρία συνιστούν λόγο ανωτέρας βίας, το ζήτημα δε αυτό αφορά τη δικαστική λειτουργία και εκφεύγει της αρμοδιότητας της Διοίκησης και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ομόφωνα). 3) Η εκ του νόμου επερχόμενη, κατ’ άρθρο 30 παρ.3 ΚΕΔΕ, αναγκαστική εκχώρηση της κατασχεθείσας απαίτησης στο Δημόσιο δεν επάγεται τα αποτελέσματα της καταβολής, δηλαδή απόσβεση της ενοχής, δεδομένου ότι η δια της ως άνω εκχώρησης μεταβίβαση της απαίτησης δεν επιφέρει και απόσβεση της απαίτησης έναντι του καθ’ ού η κατάσχεση, αφού η εν λόγω εκχώρηση δεν γίνεται «αντί καταβολής» αλλά «χάριν» (επί σκοπώ) καταβολής», και συνεπώς δεν απαλλάσσει τον καθ’ ου η κατάσχεση οφειλέτη του Δημοσίου από την υποχρέωση να καταβάλει προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής (ομόφωνα). -Η κατ’ άρθρο 48 του ν. 3691/2008 απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, «επέχει θέση κατάσχεσης», με την έννοια, ότι ακριβώς όπως και η κατάσχεση, στοχεύει στην απαγόρευση οποιασδήποτε διάθεσης του εκάστοτε περιουσιακού στοιχείου, ισχύει δε μέχρι το πέρας της ποινικής δίκης, αποσκοπούσα στην μέχρι τότε διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου (ομόφωνα). 4) Επί του ζητήματος ποιό είναι το χρονικό σημείο μέχρι το οποίο θα πρέπει να υπολογισθούν οι προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής ή άλλως ποιά είναι η ημερομηνία παύσεως των προσαυξήσεων διαμορφώθηκαν οι ακόλουθες 4 γνώμες: Η είσπραξη – απόδοση των χρημάτων που κατατέθηκαν στους λογαριασμούς του Δημοσίου ανατρέχει σύμφωνα με τις με τις ειδικές διατάξεις του ν.4312/2014, σε συνδυασμό με όσα διέταξε και η υπ.αριθμ.1115/2017 αμετάκλητη απόφαση του Α΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών στον χρόνο που οι απαιτήσεις του έγιναν εισπρακτέες, από τον χρόνο δε αυτό δεν οφείλονται τόκοι ή προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής (ψήφοι 4). Δεν δύναται να υποστηριχθεί βασίμως ότι η παύση των προσαυξήσεων ανατρέχει στο χρόνο κατά τον οποίο οι απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου έγιναν εισπρακτέες, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του ν. 4312/2014, καθόσον είναι προφανές πως το γεγονός ότι οι απαιτήσεις του Δημοσίου γίνονται εισπρακτέες (εισπράξιμες), κατά την έννοια του ν. 4312/2014, δεν μπορεί να σημάνει και παύση αυτών, αλλά, απεναντίας την περαιτέρω παραγωγή προσαυξήσεων και τόκων, η οποία παύει μόνο με την εξόφληση των χρεών (ή με τη συνδρομή ανωτέρας βίας) (ψήφοι 4). Η κατάθεση στο λογαριασμό εκάστης αρμόδιας υπηρεσίας επέχει θέση «καταβολής», συνιστά δηλαδή οιονεί εξόφληση και άρα αποτελεί τον κρίσιμο χρόνο είσπραξης των επίμαχων χρεών από το Δημόσιο, ώστε μέχρι την ημερομηνία αυτή λειτουργούν οι προσαυξήσεις/τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής και εφαρμόζονται οι πάσης φύσεως διατάξεις που αφορούν σε ενεργό απαίτηση του Δημοσίου (πρβλ. ΝΣΚ 671/1993), καθόσον η εφαρμογή αυτών δεν δύναται να παρακαμφθεί, ελλείψει, σχετικής διάταξης νόμου (ψήφοι 2). Κατά το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία δημοσίευσης της υπ’ αριθμόν 1115/2017 απόφασης του Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, έως την ημερομηνία που αποδόθηκαν στο Δημόσιο τα ποσά που ορίζονται στην απόφαση αυτή, δεν οφείλονται τόκοι (1 ψήφος). Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του ΝΣΚ, κατόπιν της υπ’ αριθ. 94/2021 Γνωμοδότησης του Β΄ Τμήματος ΝΣΚ.