×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/166/2004

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Οικονομική επιβράβευση διακρινόμενων αθλητών ομαδικών αγωνισμάτων ατομικών αθλημάτων.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
α) Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 34 παρ.5 του Ν 2725/1999, όπως ήδη αυτή ισχύει, στους αθλητές των ομαδικών αγωνισμάτων ατομικών αθλημάτων παρέχεται πλήρης οικονομική επιβράβευση, ίση με το 100% της παρεχόμενης, αντίστοιχα, στους διακρινόμενους σε ατομικό άθλημα ή ατομικό αγώνισμα. β) Η πλήρης αυτή οικονομική επιβράβευση παρέχεται από της ισχύος του Ν 3057/2002, ήτοι, σε όσους εκ των αθλητών αυτών διακρίθηκαν μετά την 10-10-2002 και εφεξής.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/238/2007

Εγγραφή στον ειδικό πίνακα διακρινόμενων αθλητών της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού των ισοβαθμούντων αθλητών και των αθλητών των ομαδικών αγωνισμάτων ατομικών αθλημάτων. Ενέργειες της Διοίκησης για τυχόν μη νόμιμη σχετική εγγραφή.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Εγγραφής στον ειδικό πίνακα διακρινόμενων αθλητών της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού μπορεί να τύχουν περισσότεροι διακριθέντες αθλητές, εφόσον αυτοί ισοβάθμησαν μεταξύ τους σε αγώνα, ύστερα από πραγματικό συναγωνισμό. Στα ομαδικά αγωνίσματα ατομικών αθλημάτων (ολυμπιακών ή μη) δεν λαμβάνεται υπόψη η ομαδική βαθμολογία. Στις περιπτώσεις μη νόμιμης εγγραφής αθλητή στον ειδικό πίνακα μπορεί αυτή να ανακληθεί, εφόσον δεν παρήλθε ο εύλογος χρόνος.


173231/2022

Ασφάλιση στον e – Ε.Φ.Κ.Α., των αθλητών/τριών σωματείων που συμμετέχουν σε ερασιτεχνικά πρωταθλήματα εθνικών κατηγοριών ομαδικών αθλημάτων, για τον κίνδυνο ατυχήματος ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 15/2022 ΑΔΑ:6ΦΧΕ46ΜΑΠΣ-ΧΩΒ


ΝΣΚ/258/2019

Εάν σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και υπό τα δεδομένα πραγματικά περιστατικά, κληρονομείται το δικαίωμα για χορήγηση οικονομικής επιβράβευσης, που παρέχεται κατά το άρθρο 34 παρ.2, σε συνδυασμό με την παρ. 8 του άρθρου 31 του ν. 2725/1999.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Το δικαίωμα για οικονομική επιβράβευση που χορηγείται σε προπονητές, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 34, σε συνδυασμό με την παρ. 8 του άρθρου 31 του ν. 2725/1999, είναι κληρονομητό, ως μη αυστηρά προσωποπαγές (ομόφ.).


ΕλΣυν/Κλ.Τμ.1/264/2013

Εκλογική αποζημίωση.(...)Για την αντιμετώπιση των έκτακτων αναγκών που προκύπτουν κατά την προπαρασκευή και τη διεξαγωγή των εκλογών, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η απασχόληση των υπαλλήλων των Δήμων με την καταβολή αντίστοιχης αποζημίωσης. Περαιτέρω, με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 131 παρ. 1 του π.δ. 96/2007, όπως ισχύει, παρέχεται εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Εσωτερικών και Οικονομικών να καθορίσουν τον αριθμό των υπαλλήλων που θα απασχοληθούν κάθε φορά στην εκλογική διαδικασία, καθώς και το ύψος και τον τρόπο καταβολής της σχετικής αποζημίωσης. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η έκδοση της ανωτέρω Κ.Υ.Α. αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση, στη συνέχεια, της κατά τα ανωτέρω απόφασης του Δημάρχου και αποτελεί νόμιμο έρεισμα αυτής. Εξάλλου, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, οι ατομικές διοικητικές πράξεις δεν έχουν αναδρομική ισχύ, δηλαδή τα έννομα αποτελέσματά τους δεν μπορούν να ανατρέχουν σε χρόνο προγενέστερο από την έκδοσή τους ή από την κοινοποίησή τους, όπου αυτή απαιτείται. Για την ταυτότητα δε του νομικού λόγου, η ως άνω γενική αρχή καταλαμβάνει και τις σωρευτικές διοικητικές πράξεις, δηλαδή αυτές που αποτελούν σώρευση περισσότερων ατομικών διοικητικών πράξεων (βλ. Επ. Σπηλιωτόπουλο, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 2002, σελ. 113, σημ. 22). (…) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (βλ. σκ.II), το Κλιμάκιο κρίνει ότι η ισχύς τόσο της 70/8.6.2012 όσο και των 76 και 77/25.6.2012 αποφάσεων του Δημάρχου ..... δεν επηρεάζεται από το γεγονός της παράλειψης ή της καθυστέρησης ανάρτησης αυτών στο διαδίκτυο. Πλην όμως, οι αποφάσεις αυτές δεν μπορούν να αποτελέσουν νόμιμο έρεισμα για την καταβολή στους φερόμενους ως δικαιούχους της ειδικής εκλογικής αποζημίωσης που καθορίστηκε με την Κ.Υ.Α. 23586/11.6.2012. Τούτο δε, διότι από τις ως άνω αποφάσεις, που αποτελούν σώρευση περισσότερων ατομικών διοικητικών πράξεων, η μεν 70/8.6.2012 απόφαση εκδόθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε δημοσιευθεί η προαναφερόμενη Κ.Υ.Α., οι δε 76 και 77/25.6.2012 αποφάσεις, που εκδόθηκαν μετά την απασχόληση των φερόμενων ως δικαιούχων, δεν μπορούν να αναπτύξουν τα έννομα αποτελέσματά τους σε χρόνο προηγούμενο της έκδοσής τους (25.6.2012). Συνεπώς, η εντελλόμενη με τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα πληρωμής δαπάνη είναι μη νόμιμη, προεχόντως για το λόγο αυτό, ο οποίος αν και δεν προβάλλεται ευθέως από τη διαφωνούσα Επίτροπο, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Κλιμάκιο, επειδή αφορά στη νομιμότητα της υπό κρίση δαπάνης και προκύπτει ευθέως από τα στοιχεία του φακέλου.


ΕΣ/ΤΜ.1/103/2012

ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι μη νόμιμα καταβάλλεται με τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα η εντελλόμενη δαπάνη, δεδομένου ότι δεν συντρέχουν τα απαιτούμενα για τη νομιμότητα του εξώδικου συμβιβασμού τυπικά εξωτερικά στοιχεία, καθόσον δεν ελήφθη απόφαση επ’ αυτού από το αρμόδιο προς τούτο όργανο διοίκησης (διοικητικό συμβούλιο) του Ο.Π.Α.Σ. Την έλλειψη δε αυτή, δεν δύναται να θεραπεύσει η κατ’ άρθρο 86 του ΚΔΚ (ν. 3463/2006 και ήδη άρθρο 58 παρ. 2 του ν. 3852/2010) δυνατότητα του Δημάρχου να λάβει μέτρα όταν δημιουργείται άμεσος και προφανής κίνδυνος ή απειλείται ζημία των δημοτικών συμφερόντων, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση η δυνατότητα αυτή παρέχεται μόνο για αρμοδιότητες που ασκούνται από την Οικονομική Επιτροπή, ενώ σε κάθε περίπτωση, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ο επαπειλούμενος κίνδυνος και η ζημία για τα συμφέροντα του Οργανισμούαπό την αναβολή λήψης της σχετικής απόφασης. Περαιτέρω, ανεξαρτήτως της αοριστίας της 547/2011 γνωμοδότησης του νομικού συμβούλου του Δήμου – η οποία αναφέρεται στις αριθ. πρωτ. 10035 και 10036/26.7.2011 αιτήσεις υπαλλήλων του Δήμου, χωρίς όμως σε αυτήν να αναφέρονται οποιαδήποτε άλλα προσδιοριστικά στοιχεία των αιτήσεων αυτών (ταυτότητα των αιτούντων και σχέση τους με το Δήμο, αίτημα και πραγματικά περιστατικά) – δεν προσκομίζονται οι αιτήσεις των φερόμενων ως δικαιούχων ούτε και οποιοδήποτε δικαιολογητικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει το περιεχόμενο και το εύρος των απαιτήσεων αυτών έναντι του Δήμου, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι η νομική βάση του εξώδικου συμβιβασμού (άρθρο 14 του ν. 3016/2002) έχει ήδη καταργηθεί με τα άρθρα 24 και 28 του ν. 3205/2003. Οι ανωτέρω ασάφειες έχουν ως αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτη η επαλήθευση των ουσιαστικών στοιχείων για τη σύναψη του εξώδικου συμβιβασμού. Επομένως, για το λόγο αυτό, που έγκειται στο σύννομο των εξωτερικών και εσωτερικών τυπικών στοιχείων του εξώδικου συμβιβασμού, ο οποίος δεν προβάλλεται από την Επίτροπο, πλην όμως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Τμήμα επειδή αφορά στη νομιμότητα της υπό κρίση δαπάνης και προκύπτει ευθέως από τα στοιχεία του φακέλου, η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη (βλ. πράξεις Ι Τμήμ. Ε.Σ. 193/2011, 280/2010, 273/2009, 83 και 75/2007). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα δεν πρέπει να θεωρηθούν.


ΕΣ/ΤΜ.1/118/2012

ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι μη νόμιμα καταβάλλεται με τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα η εντελλόμενη δαπάνη, δεδομένου ότι δεν συντρέχουν τα απαιτούμενα για τη νομιμότητα του εξώδικου συμβιβασμού τυπικά εξωτερικά στοιχεία, καθόσον δεν ελήφθη απόφαση επ’ αυτού από το αρμόδιο προς τούτο όργανο το Δημοτικό Συμβούλιο. Την έλλειψη δε αυτή, δεν δύναται να την θεραπεύσει η κατ’ άρθρο 86 του ΚΔΚ (ν. 3463/2006 και ήδη άρθρο 58 παρ. 2 του ν. 3852/2010) δυνατότητα του Δημάρχου να λάβει μέτρα όταν δημιουργείται άμεσος και προφανής κίνδυνος ή απειλείται ζημία των δημοτικών συμφερόντων, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση η δυνατότητα αυτή παρέχεται μόνο για αρμοδιότητες που ασκούνται από την Οικονομική Επιτροπή και όχι από το Δημοτικό Συμβούλιο, όπως εν προκειμένω, ενώ σε κάθε περίπτωση, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ο επαπειλούμενος κίνδυνος και η ζημία για τα συμφέροντα του Δήμου από την αναβολή λήψης της σχετικής απόφασης. Περαιτέρω, ανεξαρτήτως της εγγενούς γενικότητας της 547/2011 γνωμοδότησης του νομικού συμβούλου του Δήμου – η οποία αναφέρεται αορίστως στις αριθ. πρωτ. 10035 και 10036/26.7.2011 αιτήσεις υπαλλήλων του Δήμου, χωρίς όμως σε αυτήν να αναφέρονται οποιαδήποτε άλλα προσδιοριστικά στοιχεία των αιτήσεων αυτών (ταυτότητα των αιτούντων και σχέση τους με το Δήμο, αίτημα και πραγματικά περιστατικά) – δεν προσκομίζονται οι αιτήσεις των φερόμενων ως δικαιούχων ούτε και οποιοδήποτε δικαιολογητικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει το περιεχόμενο και το εύρος των απαιτήσεων αυτών έναντι του Δήμου, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι η νομική βάση του εξώδικου συμβιβασμού (άρθρο 14 του ν. 3016/2002) έχει ήδη καταργηθεί με τα άρθρα 24 και 28 του ν. 3205/2003. Οι ανωτέρω ασάφειες έχουν ως αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτη η επαλήθευση των ουσιαστικών στοιχείων για τη σύναψη του εξώδικου συμβιβασμού. Επομένως, για το λόγο αυτό, που έγκειται στο σύννομο των εξωτερικών και εσωτερικών τυπικών στοιχείων του εξώδικου συμβιβασμού, ο οποίος δεν προβάλλεται από την Επίτροπο, πλην όμως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Τμήμα επειδή αφορά στη νομιμότητα της υπό κρίση δαπάνης και προκύπτει ευθέως από τα στοιχεία του φακέλου, η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη (βλ. πράξεις Ι Τμήμ. Ελ.Συν. 193/2011, 280/2010, 273/2009, 83 και 75/2007). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα δεν πρέπει να θεωρηθούν.


ΔΕΚ/Τ-4/2001

Περίληψη 1. Για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, δυνάμει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, απαιτείται η συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων σχετικών με τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στα κοινοτικά όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της ζημίας της οποίας γίνεται επίκληση. Όσον αφορά την πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές, η νομολογία απαιτεί να αποδεικνύεται κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου σκοπούντος στην προστασία των ιδιωτών. Οσάκις το όργανο διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως, το αποφασιστικό κριτήριο για την εκτίμηση του αν συγκεκριμένη παράβαση του κοινοτικού δικαίου είναι κατάφωρη αποτελεί η πρόδηλη και σοβαρή εκ μέρους του υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία του εκτιμήσεως. ( βλ. σκέψεις 60, 63 ) 2. Το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, αφήνει στην αναθέτουσα αρχή την επιλογή των κριτηρίων αναθέσεως της συμβάσεως στην οποία προτίθεται να προβεί υπό τον όρο ότι τα επιλεγέντα κριτήρια σκοπούν στην εξατομίκευση της συμφερότερης οικονομικά προσφοράς. Πράγματι, η αναθέτουσα αρχή πρέπει να μπορεί να λάβει απόφαση κατά το δοκούν με βάση ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια μεταβαλλόμενα ανάλογα με τη σύμβαση, προκειμένου να καθορίσει την πλέον συμφέρουσα οικονομικά προσφορά. Εντούτοις, το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 93/37 δεν μπορεί να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι έκαστο των κριτηρίων αναθέσεως που επέλεξε η αναθέτουσα αρχή προκειμένου να ταυτοποιήσει την πλέον συμφέρουσα οικονομικά προσφορά πρέπει κατ' ανάγκη να είναι ποσοτικής φύσεως ή αποκλειστικά προσανατολισμένο προς τις τιμές ή τα τιμολόγια του συγκεντρωτικού καταλόγου. Πράγματι, διάφοροι παράγοντες, μη αμιγώς ποσοτικοί, μπορούν να επηρεάζουν την εκτέλεση των έργων και, κατά συνέπεια, την οικονομική αξία μιας προσφοράς. ( βλ. σκέψεις 66, 68 ) 3. Καίτοι η αναθέτουσα αρχή δεν είναι υποχρεωμένη, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, να επαληθεύει κάθε παρατιθέμενη σε ατομική προσφορά τιμή, οφείλει, εντούτοις, να εξετάζει τη φερεγγυότητα και τη σοβαρότητα των προσφορών που την εμβάλλουν σε υποψίες εν γένει, πράγμα που συνεπάγεται κατ' ανάγκη ότι ζητεί, ενδεχομένως, διευκρινίσεις επί των ατομικών τιμών που θεωρεί ύποπτες, κατά μείζονα δε λόγο αν είναι πολυάριθμες. Το γεγονός ότι τυχόν προσφορά κρίθηκε σύννομη προς τη συγγραφή υποχρεώσεων δεν απαλλάσσει την αναθέτουσα αρχή από την υποχρέωσή της να επαληθεύσει τις τιμές συγκεκριμένης προσφοράς αν προκύπτουν αμφιβολίες ως προς τη φερεγγυότητά τους κατά τη διάρκεια της εξετάσεως των προσφορών και μετά την αρχική εκτίμηση του συννόμου αυτών. Έτσι, η αναθέτουσα αρχή τήρησε ορθά την προβλεπόμενη στο άρθρο 30, παράγραφος 4, της ανωτέρω οδηγίας 93/37 διαδικασία, προσφέροντας επανειλημμένα σε υποβαλούσα προσφορά επιχείρηση τη δυνατότητα να αποδείξει τη σοβαρότητα της προσφοράς της. ( βλ. σκέψεις 76-77 ) 4. Όπως προκύπτει από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, το οποίο εφαρμόζεται, δυνάμει του άρθρου 56 του δημοσιονομικού κανονισμού, επί των συμβάσεων που συνάπτουν τα κοινοτικά όργανα οσάκις η αξία της συμβάσεως υπερβαίνει το προβλεπόμενο από την οδηγία κατώτατο όριο, ένα κοινοτικό όργανο πληροί την υποχρέωση αιτιολογήσεως έναντι των αποκλεισθέντων υποβαλόντων προσφορά εφόσον αρκείται, κατ' αρχάς, στην άμεση ενημέρωσή τους σχετικά με την απόρριψη της προσφοράς τους με απλή και μη αιτιολογημένη κοινοποίηση, ακολούθως δε παρέχει στους υποψηφίους που διατύπωσαν ρητώς σχετικό αίτημα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τα πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του υπέρ ου η ανάθεση εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την παραλαβή γραπτού αιτήματος. Ο τρόπος αυτός ενεργείας συνάδει προς τον σκοπό της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατά το άρθρο 253 ΕΚ, ότι δηλαδή από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπον ώστε, αφενός, να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου προκειμένου να είναι σε θέση να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, και, αφετέρου, στον δικαστή να ασκεί τον έλεγχό του. Ο επαρκής βαθμός αιτιολογήσεως δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από το γεγονός ότι το θεσμικό όργανο δίδει στη συνέχεια λεπτομερέστερη εξήγηση. ( βλ. σκέψεις 92-93, 96 ) 5. Η κατά το άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πληροφοριακά στοιχεία που διαθέτει η ενάγουσα κατά τον χρόνο ασκήσεως αγωγής. Αν ο αποκλεισθείς υποβαλών προσφορά ζητεί, όπως εν προκειμένω, από το εναγόμενο όργανο συμπληρωματικές εξηγήσεις σε σχέση με απόφαση πριν από την άσκηση αγωγής αλλά μετά την προβλεπόμενη με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της ανωτέρω οδηγίας ημερομηνία και το