ΝΣΚ/336/2005
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Παρατυπίες στο καθεστώς προαιρετικής απόσταξης οίνου. Συμβάσεις «φασόν». Ανάκτηση.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Καθεστώς προαιρετικής απόσταξης οίνου. Η ψευδής δήλωση παραγωγής των παραγωγών VINORTE και VINICOLA DI CAPUA συνεπιφέρει την έντοκη ανάκτηση των καταβληθεισών ενισχύσεων από τον δικαιούχο της ενίσχυσης οινοπνευματοποιό ή τον εξομοιούμενο με αυτόν στην περίπτωση φασόν παραγωγό και επιπλέον την ανάκτηση από τον παραγωγό που δεν τήρησε τις υποχρεώσεις του ως κύρωση του ποσού της ενίσχυσης της προκαταβολής που πληρώθηκε στον οινοπνευματοποιό.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/458/2004
Καθεστώς ενίσχυσης στην ιδιωτική αποθεματοποίηση οίνου και γλεύκους σταφυλιών. Εκπρόθεσμη πληρωμή δικαιούχων για λόγους διοικητικούς. Ανωτέρα βία.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Η καθυστέρηση των αρμοδίων υπηρεσιών των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων να προωθήσουν στον ΟΠΕΚΕΠΕ τους φακέλους οινοπαραγωγών, δικαιούχων της ενίσχυσης στην ιδιωτική αποθεματοποίηση επιτραπέζιων οίνων και ορισμένων τύπων γλεύκους σταφυλιών, με αποτέλεσμα να καταστεί εκπρόθεσμη η πληρωμή τους, αποτελεί περίπτωση ξένη προς αυτούς, στο μέτρο που οι τελευταίοι, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούσαν τις λοιπές προϋποθέσεις πληρωμής, δεν είχαν καμία δυνατότητα να επέμβουν για την ολοκλήρωση των απαιτουμένων προς πληρωμή ενεργειών και δικαιολογεί την εκπρόθεσμη πληρωμή τους για λόγους ανωτέρας βίας, με την επιφύλαξη ότι η σχετική δαπάνη ενδέχεται να εξαιρεθεί από την κοινοτική χρηματοδότηση στα πλαίσια της εκκαθάρισης των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ.
ΕΣ/ΤΜ.Ι/263/2018
Καταλογισμός ποσού...Πράγματι, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και αποτελεί γενική αρχή και του δικαίου της ΕΕ, οι πράξεις των διοικητικών οργάνων που εκδίδονται κατά διακριτική ευχέρεια δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν καταδήλως τα όρια του ενδεδειγμένου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση, οι προκύπτουσες δε εξ αυτών δυσμενείς συνέπειες δεν πρέπει να τελούν σε προφανή δυσαναλογία με τη βαρύτητα των διαπραχθεισών παραβάσεων ή/και παρατυπιών. Η αρχή μάλιστα αυτή αποτυπώνεται ειδικότερα στους κανόνες που διέπουν τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ, όπως το επίμαχο καθεστώς ενίσχυσης, βάσει των οποίων τα όργανα ελέγχου των οικείων δράσεων που χρηματοδοτούνται με κονδύλια της ΕΕ, όπως το ως άνω πρόγραμμα/καθεστώς ενίσχυσης, όταν διαπιστώνουν παραβιάσεις ή/και παρατυπίες των όρων των οικείων δράσεων δεν υποχρεούνται να ζητήσουν την επιστροφή της οικείας ενίσχυσης και μάλιστα στο σύνολό της αλλά διαθέτουν περιθώριο εκτίμησης και επιλογής, ανάλογα με τη φύση και τη βαρύτητα των παραβάσεων ή/και παρατυπιών, καθώς και την έκταση και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις τους (άρθρο 39 παρ. 3 του κανονισμού 1260/1999, άρθρο 4 παρ. 2 του κανονισμού 448/2001, Έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 29.11.2007 COCOF 07/0037/03), ενώ σε περίπτωση που η δημοσιονομική διόρθωση είναι καταφανώς δυσανάλογη, σύμφωνα με τα ανωτέρω κριτήρια, είναι δυνατή η εν όλω ή εν μέρει ακύρωσή της από το Δικαστήριο που κρίνει τη σχετική διαφορά (βλ. ΕΣ Ι Τμ. 1914, 959/2016, 2085/2007, 1180, 2400/2008, 913/2010, πρβλ. ΔΕΕ αποφάσεις της 24ης 1.2002, C-500/99 P, σκέψη 100, της 19ης 1.2006, C-240/03 P, σκέψη 140, της 25ης 3.2010, C-414/08 P, σκέψεις 129 επ., ΠΕΕ απόφαση της 12ης 12.2007, Τ-308/05, σκέψη 153). Ο λόγος, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς, σύμφωνα με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά ανωτέρω, η μη εμπρόθεσμη υποβολή από τον εκκαλούντα αίτησης με φάκελο δικαιολογητικών χορήγησης της 2ης δόσης της επίμαχης ενίσχυσης, χωρίς να συντρέχουν, σύμφωνα και με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά ανωτέρω, λόγοι ανωτέρας βίας που να τον εμπόδισαν, συνιστά από μόνη της, ανεξαρτήτως της τήρησης από αυτόν των λοιπών όρων ένταξής του στο επίμαχο καθεστώς ενίσχυσης, σοβαρή (ουσιώδη) παρατυπία-αθέτηση των όρων επιλεξιμότητας και ένταξής του στο καθεστώς αυτό, κι επομένως ο επίδικος καταλογισμός του με το συνολικό ποσό της καταβληθείσας σ’ αυτόν αχρεωστήτως 1ης δόσης της επίμαχης ενίσχυσης είναι ανάλογος προς τη βαρύτητα της επίμαχης παρατυπίας του και δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Οι ειδικότεροι δε ισχυρισμοί του εκκαλούντος, με τους οποίους γίνεται επίκληση της εκ μέρους του υποτιθέμενης επιτυχούς ολοκλήρωσης του ενισχυθέντος σχεδίου δράσης του και επίτευξης του σκοπού της επίμαχης ενίσχυσής του, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, καθώς, σύμφωνα με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά στη σκέψη ΙΙ, η ουσιαστική κρίση περί τήρησης από τον εκκαλούντα των σχετικών συμβατικών του υποχρεώσεων εναπόκειται αποκλειστικώς στην αρμόδια τριμελή επιτροπή του ως άνω φορέα επίβλεψής (παρακολούθησης) του, στο πλαίσιο του επίμαχου καθεστώτος ενίσχυσης, η οποία προβαίνει σε επιτόπιο και διοικητικό – λογιστικό έλεγχο των παραστατικών, καθώς και σε έλεγχο της τήρησης του χρονοδιαγράμματος και της επίτευξης των στόχων και των δεσμεύσεων που είχαν αναληφθεί απ’ αυτόν, κατά τη διαγραφόμενη από το άρθρο 20 της ΚΥΑ 448/2001 ειδική διοικητική διαδικασία. Η ουσιαστική δε αυτή κρίση συναρτάται με την επίτευξη των ορισθέντων στο πλαίσιο αυτό δεσμευτικών του στόχων εντός των συγκεκριμένων και αυστηρά προκαθορισμένων χρονικών πλαισίων που του είχαν τεθεί και με την, εν συνεχεία, υποβολή απ’ αυτόν, εντός της ως άνω ορισθείσας αποκλειστικής συμβατικής προθεσμίας, αίτησης καταβολής της 2ης δόσης της επίμαχης ενίσχυσης, συνοδευόμενης από φάκελο με το σύνολο των ως άνω προβλεπόμενων δικαιολογητικών (της ΚΥΑ 448/2001, όπως εξειδικεύτηκαν στο άρθρο 1 της ΥΑ 267655/7648/2003), υποχρέωση προς την οποία ο εκκαλών δεν συμμορφώθηκε (βλ. ΕΣ Ι Τμ. 463/2016, 630/2015, 2322, 475/2014, 5036, 4309, 4283/2013, 2239, 1513/2012).
ΕΣ/ΤΜ.1/2672/2014
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Με την έφεση αυτή ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 9244/8.7.2009 καταλογιστικής πράξης του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, που υπογράφεται κατ΄ εντολή του από τον Γενικό Γραμματέα του ιδίου Υπουργείου. Με την πράξη αυτή καταλογίσθηκε σε βάρος της εκκαλούσας το ποσό των 11.200 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην πρώτη δόση της χρηματοδότησης που αυτή έλαβε ως νέος γεωργός στο πλαίσιο του Μέτρου 3.1 «Εφάπαξ πριμοδότηση πρώτης εγκατάστασης νέων γεωργών» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Αγροτική Ανάπτυξη - Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου 2000 - 2006».(.....)Άλλωστε δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, όπως αβάσιμα διατείνεται η εκκαλούσα. Και τούτο διότι η διαπλασθείσα από τη νομολογία του Δικαστηρίου αυτού αρχή της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης κατά τον καταλογισμό σε βάρος δημοσίων υπαλλήλων ή συνταξιούχων με μισθολογικές παροχές ή συντάξεις που τους καταβλήθηκαν αχρεωστήτως, δεν είναι συμβατή με το καθεστώς των κοινοτικών ενισχύσεων που προβλέπει την ανάληψη εκ μέρους του δικαιούχου συγκεκριμένων υποχρεώσεων και δεσμεύσεων, οι οποίες έχουν αποτυπωθεί στην απόφαση ένταξης και στη σύμβαση, καθώς και την ανάκτηση της χρηματοδότησης σε περίπτωση αθέτησης αυτών, συνακόλουθα, δεν έχει εφαρμογή στην αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών βάσει του κοινοτικού δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 2451/2007 σκ. 7), του οποίου πρέπει να διασφαλίζεται από τον εθνικό δικαστή η εφαρμογή και η αποτελεσματικότητα (βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2005, C.443/03 Leffler, Συλλογή 2005, σ.Ι-9611, σκ. 51). Εξάλλου, δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που περιλαμβάνεται στην κοινοτική έννομη τάξη, στο πλαίσιο της οποίας ερευνάται η καλή πίστη του δικαιούχου, καθόσον η εκκαλούσα με τη μη υποβολή αίτησης για χορήγηση δεύτερης δόσης, σύμφωνα με την ΚΥΑ 448/2001, κατέστη υπαίτια πρόδηλης παραβίασης των όρων της οικονομικής ενίσχυσης, όπως αυτοί αποτυπώθηκαν στην 319018/10160/63/31.12.2002 απόφαση ένταξης και στην 241017/2.5.2003 πράξη αποδοχής (βλ. κατ’ αναλογία απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Νοεμβρίου 2002, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-141/99, T-142/99, T-150/99 και T-151/99, Vela Srl, Tecnagrind SL, σκέψη 388 επ.). Τέλος, αυτοτελώς η οικονομική αδυναμία της εκκαλούσας προς καταβολή του ποσού της δημοσιονομικής διόρθωσης, πέραν του ότι δεν αποδεικνύεται εν προκειμένω με την προσκόμιση επίκαιρων στοιχείων, δεν συνιστά λόγο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτοτελώς την απαλλαγή της, για λόγους προσωπικής επιείκειας, από την υποχρέωση επιστροφής της επίμαχης οικονομικής ενίσχυσης. Συγκεκριμένα, στο σύστημα των αγροτικών ενισχύσεων που καταβάλλονται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, δεν νοείται η απαλλαγή του τελικού αποδέκτη κοινοτικής ενίσχυσης αποκλειστικά και μόνο για λόγους προσωπικής επιείκειας αναγόμενους στην οικονομική αδυναμία επιστροφής του καταλογισθέντος ποσού (πρβλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψεις 14-15), καθόσον σε διαφορετική περίπτωση θα αναιρείτο η ενιαία εφαρμογή και η πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου (πρβλ. προαναφερόμενη απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψη 8, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, C-205/82 ως 215/82, Deutsche Milchkontor, σκέψεις 17 και 19).Απορρίπτει την έφεση.
ΕΣ/ΤΜ.1/3156/2014
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Με την έφεση αυτή ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 12154/9.12.2010 πράξης του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με την οποία καταλογίστηκε εις βάρος της εκκαλούσας το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην πρώτη δόση της χρηματοδότησης που αυτή έλαβε, ως νέα γεωργός, στο πλαίσιο του Μέτρου 3.1 «Εφάπαξ πριμοδότηση πρώτης εγκατάστασης νέων γεωργών» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Αγροτική Ανάπτυξη – Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου 2000-2006».(....)Ενόψει αυτών, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο επίδικος καταλογισμός παρίσταται νόμιμος, αφού η εκκαλούσα, χωρίς να προκύπτει η συνδρομή λόγων ανωτέρας βίας, δεν απέκτησε, εντός της ανωτέρω πενταετούς προθεσμίας για την επίτευξη των δεσμευτικών στόχων του σχεδίου δράσης της, επαρκή επαγγελματική ικανότητα, η παράλειψή της δε αυτή συνιστά, κατά νόμο, αθέτηση των όρων ένταξής της στο καθεστώς πριμοδότησης, η οποία επισύρει την ανάκτηση του ποσού της χρηματοδότησης που της είχε μέχρι τότε καταβληθεί. Τέλος, η εκκαλούσα προβάλλει, κατ’ εκτίμηση του υπομνήματος της, ότι εισέπραξε καλόπιστα το καταλογισθέν ποσό και βρίσκεται σε οικονομική αδυναμία να το επιστρέψει. Ο προβαλλόμενος, όμως, ισχυρισμός περί συνδρομής καλής πίστης στο πρόσωπό της, πέραν του ότι απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον με το υπόμνημα, είναι εξεταστέος μόνο υπό τις προϋποθέσεις της κοινοτικής αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, καθόσον, στο πλαίσιο της συγχρηματοδότησης από κοινοτικούς πόρους του άνω Μέτρου 3.1., ο επιβληθείς καταλογισμός διενεργήθηκε συνεπεία θεσπισθείσας διαδικασίας υποχρεωτικής ανάκτησης παρανόμως διατεθέντων κονδυλίων, κατ’ επιταγή του κοινοτικού δικαίου, του οποίου πρέπει να διασφαλίζεται η εφαρμογή και αποτελεσματικότητα (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 1748/2014, πρβλ. ΔΕΚ αποφ. της 13.3.2008 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-383/06 έως C-385/06, σκ. 48, 49, 53). Περαιτέρω, δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, στο πλαίσιο της οποίας ερευνάται και η καλή πίστη της εκκαλούσας, διότι δεν προκύπτει η ύπαρξη συγκεκριμένων και ανεπιφύλακτων διαβεβαιώσεων, αρμοδίως απευθυνθεισών προς αυτή (την εκκαλούσα), που να της δημιούργησαν οποιαδήποτε θεμιτή προσδοκία αντίθετη στο επιβληθέντα καταλογισμό, αλλά, αντίθετα, γνώριζε ότι η χρηματοδότηση που έλαβε μπορούσε να ανακτηθεί, καθώς τελούσε σε συνάρτηση με την εκπλήρωση των ρητά αναληφθεισών συμβατικών της δεσμεύσεων, προς τις οποίες δεν συμμορφώθηκε (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 1748/2014, πρβλ. αποφ. του Δικαστηρίου της 24.3.2011, C-369/09 P, σκ. 122 επ., της 16.12.2010, C-537/08P, σκ. 63, της 19.9.2002 στην υπόθεση C-336/00, σκ. 59). Ομοίως και ο σχετικός ισχυρισμός περί οικονομικής αδυναμίας, ο οποίος απαραδέκτως, επίσης, προβάλλεται το πρώτον με το υπόμνημα, είναι απορριπτέος, διότι η οικονομική αδυναμία δεν συνιστά, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις, νόμιμο λόγο για την άρση ή τον περιορισμό της ευθύνης της εκκαλούσας προς επιστροφή του άνω αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού (Ε.Σ. Ι Τμ. 2322, 1748/2014, 909/2012). Συγκεκριμένα, στο σύστημα των αγροτικών ενισχύσεων που καταβάλλονται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, δεν νοείται η απαλλαγή του τελικού αποδέκτη κοινοτικής ενίσχυσης αποκλειστικά και μόνο για λόγους προσωπικής επιείκειας αναγόμενους στην οικονομική αδυναμία επιστροφής του καταλογισθέντος ποσού (πρβλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψεις 14-15), καθόσον σε διαφορετική περίπτωση θα αναιρείτο η ενιαία εφαρμογή και η πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 2672, 2322, 1212/2014, πρβλ. προαναφερόμενη απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψη 8, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, C-205/82 ως 215/82, Deutsche Milchkontor, σκέψεις 17 και 19).Απορρίπτει την έφεση.