×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/34/2005

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Πολεοδομία - Δικαστική ακυρωτική απόφαση - Δεδικασμένο και συνέπειες για τη Διοίκηση επί αντισυνταγματικού νόμου.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Οι συνέπειες ακύρωσης που ορίζονται με την 2177/04 απόφαση Ολομελείας ΣτΕ για τη Διοίκηση, δηλαδή η υποχρέωση να επανεξετάσει τη νομιμότητα απρόσβλητων ατομικών διοικητικών πράξεών της, όταν όμοια πράξη της ακυρωθεί αμετάκλητα, λόγω αντισυνταγματικότητας του νόμου που επέτρεψε την έκδοσή της, δεν αφορούν περιπτώσεις οικοδομικών αδειών που έχουν εκδοθεί, κατ’ άρθρο 29 παρ.2 ΓΟΚ, χωρίς έγκριση Δασαρχείου.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/88/2002

Πολεοδομία - Οικογενειακή στέγη.(..)Κατάσταση : Εν μέρει αποδεκτή 
α) Δεν είναι δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων περί οικογενειακής στέγης του άρθρου 41 Ν 1337/83 για την ανέγερση, προσθήκη κλπ οικοδομής σε οικόπεδα που μπορούν να οικοδομηθούν μόνον υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 25 του αυτού νόμου. β) Δεν είναι επιτρεπτή στα οικόπεδα του άρθρου 25 Ν 1337/83 η ανέγερση κτίσματος κατ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 14 παρ.3 ΓΟΚ σε συνδυασμό με αυτήν της παρ.1 του άρθρου 8 αυτού, στην οποία και παραπέμπει, προς εξασφάλιση καλυπτόμενης επιφάνειας μεγαλύτερης από αυτήν που επιτρέπουν οι προϋποθέσεις αυτού τούτου του άνω άρθρου 25. γ) Δεν είναι δυνατή η κατ άρθρο 8 παρ.1, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παρ.3 του ΓΟΚ προσαύξηση του ποσοστού κάλυψης οικοδομής, που ανεγείρεται κατ εφαρμογή των διατάξεων περί οικογενειακής στέγης του άρθρου 41 Ν 1337/83, πέραν του προβλεπόμενου για τη συγκεκριμένη περιοχή ποσοστού κάλυψης. δ) Δεν είναι δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων περί οικογενειακής στέγης του άρθρου 41 Ν 1337/83 σε περιοχές δεύτερης κατοικίας.


ΝΣΚ/303/2010

Συμμόρφωση Διοικήσεως προς ακυρωτική απόφαση ΣτΕ – Ανάκληση ή μη διορισμού υπαλλήλου ΤΕΙ – Προώθηση ή μη ειδικής νομοθετικής ρύθμισης προς επίλυση του θέματος.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
1) Η Διοίκηση έχει την υποχρέωση να εφαρμόσει την 2155/2000 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και, ενόψει του διαδραμώντος μεγάλου χρονικού διαστήματος (23 έτη) να ανακαλέσει και τυπικά την πράξη διορισμού του ανωτέρω. 2) Η ρύθμιση του εν λόγω θέματος με σχετική διάταξη νόμου θέτει ζητήματα αντισυνταγματικότητας, ενόψει του άρθρου 103 παρ. 2 του Συντάγματος.


ΝΣΚ/38/2005

Ενέργειες της Διοικήσεως προκειμένου να καταταγούν στον πίνακα επιτυχίας διαγωνισμού, υποψήφιοι οι οποίοι αποκλείστηκαν απ’ αυτόν, κατ’ εφαρμογή διατάξεων που κρίθηκαν δικαστικώς ότι αντίκεινται στο Σύνταγμα. Συνέπειες ως προς τους ήδη διορισθέντες.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Α) Η Διοίκηση οφείλει να συμπεριλάβει στον πίνακα επιτυχίας διαγωνισμού, τόσο τους υποψηφίους που πέτυχαν με δικαστική απόφαση την ακύρωση του διαγωνισμού, ο οποίος διενεργήθηκε με βάση αντισυνταγματικές διατάξεις, όσο και αυτούς που άσκησαν αίτηση ακυρώσεως για τον ίδιο λόγο αντισυνταγματικότητας. Β) Η Επιτροπή επιλογής είναι μέχρι πέρατος του διαγωνισμού αρμόδια για τα θέματα του διαγωνισμού. Γ) Οι ως άνω κατατασσόμενοι στον πίνακα θα καταλάβουν τις θέσεις των ήδη διορισμένων, των οποίων ο διορισμός θα πρέπει να ανακληθεί.


ΝΣΚ/218/2015

Άρση κατασχέσεων λόγω υπαγωγής σε ρύθμιση οφειλών. Α) Η κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας οφειλέτη, η οποία διενεργήθηκε μετά την υπαγωγή των χρεών του στη ρύθμιση του ν. 4305/2014, καταλαμβάνεται από την αναστολή του πρώτου εδαφίου της περ.γ’ της παρ.13 του άρθρου 51 του νόμου αυτού και συντρέχει νόμιμος λόγος άρσης της κατάσχεσης αυτής. (ομοφ.) Β) Η επιβολή της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, που συντελέσθηκε μετά την υπαγωγή του οφειλέτη στη ρύθμιση των χρεών του, αντίθετα προς την ισχύουσα αναστολή λήψεως αναγκαστικών μέτρων, δεν είναι νόμιμη, πλην, όμως, εφόσον δεν ακυρώθηκε δικαστικώς, παρήγαγε τις έννομες συνέπειες της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, υπάγεται στις ρυθμίσεις των παραγράφων 13 και 16 του άρθρου 51 του ν. 4305/2014. Ως εκ τούτου τα αποδιδόμενα ποσά θα πιστώνονται σύμφωνα με την παρ.16 του άρθρου 51 του εν λόγω νόμου, ενώ η επιβληθείσα κατάσχεση αίρεται υποχρεωτικά σε ικανοποίηση αιτήματος του οφειλέτη που έχει εξοφλήσει το 50% της αρχικής βασικής ρυθμιζόμενης οφειλής, σύμφωνα με την περ.γ’ της παρ.13 του άρθρου 51 του νόμου αυτού. Όμως, η Διοίκηση, στα πλαίσια της αρχής της νομιμότητας της διοικητικής δράσης, μπορεί, μολονότι δεν ακυρώθηκε δικαστικώς η επιβληθείσα μετά τη ρύθμιση κατάσχεση, να άρει αυτήν κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη. (πλειοψ.)


ΝΣΚ/241/2016

Άρση κατάσχεσης εις χείρας τρίτου που επιβλήθηκε μετά την υπαγωγή του οφειλέτη σε ρύθμιση. (...)α) Η επιβληθείσα κατάσχεση εις χείρας τρίτου μετά από την υπαγωγή του οφειλέτη σε ρύθμιση των χρεών του προς το Δημόσιο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 4305/2014, δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο υπήρχε αναστολή εκ του νόμου της λήψης αναγκαστικών μέτρων, συντελέσθηκε παρά την ισχύουσα αναστολή και για το λόγο αυτό δεν είναι νόμιμη, δεν παράγει έννομες συνέπειες και οφείλει η Διοίκηση να την άρει (πλειοψ.). β) Όσον αφορά τα ποσά, τα οποία έχουν μέχρι τούδε εισπραχθεί από την ανωτέρω κατάσχεση εις χείρας τρίτου, το Δημόσιο θα προβεί σε συμψηφισμό αυτών και μέχρι την κάλυψη του ποσού που αντιστοιχεί στο 1/7 των δόσεων που έχουν απομείνει, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.14 του άρθρ. 51 του ν. 4305/2014, σε συνδυασμό με την παρ. 5 του άρθρ. 83 του ΚΕΔΕ, όπως ισχύει (ομοφ.). Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την 218/2015 Γνωμ. Α’ Τμήματος.


ΝΣΚ/215/2012

Συνέπειες υπαγωγής στη διαδικασία συνδιαλλαγής του Πτωχευτικού Κώδικα (άρθρο 99 Ν. 3588/2007), επιχείρησης που έχει υπαχθεί στον αναπτυξιακό Ν. 3299/2004.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Στις περιπτώσεις των εταιρειών α) «ΑΚΤΗ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑΙ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και β) «ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΑΕ», οι οποίες έχουν υπαχθεί στον αναπτυξιακό νόμο 3299/2004 και επίσης η μεν πρώτη έχει υπαχθεί, με την υπ’ αριθμ. 177/2010/3-12-2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης, στις διατάξεις του άρθρου 99 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007) και η δε δεύτερη έχει ζητήσει με αίτησή της να υπαχθεί στις ίδιες διατάξεις του Πτωχ.Κ., η Διοίκηση οφείλει να καταβάλει την εγκριθείσα επιχορήγηση και να μην ζητήσει την επιστροφή της τυχόν ήδη καταβληθείσας, υπό τον όρο ότι οι επιχειρήσεις αυτές τηρούν τους όρους της αποφάσεως υπαγωγής και του νόμου και λειτουργούν κανονικά τουλάχιστον επί μία πενταετία από την έκδοση της απόφασης ολοκλήρωσης της επένδυσης και πιστοποίησης της έναρξης της παραγωγικής διαδικασίας, κατ’ άρθρο 10 του Ν.3299/2004. (ομοφ.)


ΝΣΚ/115/2002

Χαρακτηρισμός ενεργειών οργάνων της διοικήσεως ως πειθαρχικών παραπτωμάτων. Παραχώρηση δάσους ή δασικής εκτάσεως για την εγκατάσταση σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
1) Πρέπει να διαπιστωθεί, με διενέργεια νομότυπης διοικητικής έρευνας (ΕΔΕ κλπ) αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου δυνάμει του οποίου, οι περιγραφόμενες στο ερώτημα ενέργειες των οργάνων της Διοικήσεως δύναται να χαρακτηρισθούν πειθαρχικά αδικήματα. 2) Το νέο νομοθετικό πλαίσιο επιτρέπει την παραχώρηση δάσους και δημόσιας δασικής εκτάσεως για την εγκατάσταση σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και κατασφαλίζει ως νόμιμη και ισχυρή τυχόν προηγουμένως χορηγηθείσα υπέρ τέτοιου σταθμού άδεια εγκαταστάσεως εντός δάσους ή δασικής εκτάσεως. Η Διοίκηση δεν δύναται να ολοκληρώσει σχέδιο πράξεως παραχωρήσεως, το περιεχόμενο του οποίου είναι διαμορφωμένο με την παράθεση των ονομάτων των διοικητικών οργάνων (Γεν. Γραμματέων) τα οποία δεν κατέχουν την ιδιότητα αυτή στο Υπουργείο, δύναται όμως να προχωρήσει στην παραχώρηση δάσους ή δημόσιας δασικής εκτάσεως για τον προαναφερόμενο σκοπό επιλέγουσα είτε την βάση των διατάξεων του άρθρου 58 του Ν 998/79 είτε του άρθρου 13 παρ.Α περ.γ όπως αμφότερα (άρθρα) ισχύουν μετά τον Ν 2941/2001, λαμβάνουσα οπωσδήποτε υπ όψη την δεδομένη εκ του νόμου ισχύν τυχόν προεκδοθείσας άδειας υπέρ συγκεκριμένου προσώπου σε δημόσιο δάσος ή δασική έκταση και το ανεπηρέαστο του κύρους αυτής της άδειας από το δεδικασμένο και τις συνέπειες των ως άνω αποφάσεων του ΣτΕ.


ΣΤΕ/2915/2012

Δημοσίευση κανονιστικής διοικητικής πράξης:..Επειδή, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση του Δασάρχη ..., στην οποία περιλαμβάνεται, καθ΄ ο μέρος αφορά τις προαναφερόμενες περιοχές του ... του ..., διάταξη περί απαγορεύσεως της θήρας, φέρει κανονιστικό χαρακτήρα (ΣτΕ 1287/2008, σκέψη 6, πρβλ. ΣτΕ 1592/1998, σκέψεις 7 και 11 και ΣτΕ ΕΑ 211/2002) και, συνεπώς, για να λάβει, κατά τα ανωτέρω, νόμιμη υπόσταση έπρεπε να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον ούτε από τις διατάξεις του ν.δ/τος 86/1969 (Δασικός Κώδικας, Α΄ 7, βλ., ιδίως, άρθρο 258 παρ. 5 αυτού), επί των οποίων ερείδεται η έκδοση της, ούτε από άλλη ειδική διάταξη προβλέπεται η δημοσίευσή της με άλλο τρόπο. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η ως άνω κανονιστική απόφαση απεστάλη προς ανάρτηση σε δημοτικά καταστήματα της ευρύτερης περιοχής του Δασαρχείου ... και στους κυνηγετικούς συλλόγους ..., ... και .... Εντούτοις και, ανεξαρτήτως του ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι η, κατά τα ανωτέρω, ανάρτηση της αποφάσεως έλαβε πράγματι χώρα, η τελευταία δεν πληροί τις απαιτήσεις του νόμου, διότι οι κανονιστικού χαρακτήρα πράξεις των οργάνων της Διοικήσεως πρέπει, κατά τα ήδη εκτεθέντα, να δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον δεν υφίσταται, ούτε η Διοίκηση επικαλείται, ειδική διάταξη, η οποία να προβλέπει την κατ΄ άλλο τρόπο δημοσίευσή τους (ΣτΕ 1287/2008, σκέψη 6). Ενόψει τούτων, η προσβαλλόμενη απόφαση, αν και δεν έλαβε νόμιμη υπόσταση λόγω πλημμελούς δημοσιεύσεώς της, πρέπει, λόγω της φύσεώς της και των κατά νόμο συνεπειών της, αλλά και για λόγους ασφαλείας του δικαίου (ΣτΕ 1287/2008, σκέψη 6, πρβλ. ΣτΕ 1295/2008, σκέψη 5, 1287/2008, σκέψη 6, 3960/2006, σκέψη 8, 1222/2004, σκέψη 6, 664/2004, σκέψη 5 κ.ά.), να ακυρωθεί. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, για το λόγο αυτό, ο οποίος βασίμως προβάλλεται υπό των αιτούντων, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της εξετάσεως των λοιπών προβαλλόμενων λόγων ακυρώσεως.


ΝΣΚ/63/2024

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ-ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ: Ερωτάται εάν, προκειμένου να επιστραφούν σε έμμισθους δικηγόρους, μισθωτούς μηχανικούς και υγειονομικούς, καθώς και σε ασφαλισμένους του τ. Ε.Τ.Α.Α., που παρέχουν υπηρεσία με σύμβαση, από την οποία προκύπτει υποχρέωση έκδοσης Δ.Π.Υ. (άρθρο 39 παρ. 9 του ν. 4387/2016), αχρεωστήτως καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές κλάδων επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, που υπερβαίνουν το ποσό των 1.500,00 ευρώ ανά δικαιούχο, απαιτείται να αναζητείται, από τον e-ΕΦΚΑ, Αποδεικτικό Φορολογικής Ενημερότητας (Α.Φ.Ε.) - σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 5104/2024) και της παραγράφου 1 του άρθρου 1 της με αρ. πρωτ. 1162/19.10.2023 Απόφασης του Υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. ή οποιαδήποτε άλλη διάταξη - για να διαπιστωθεί εάν έχουν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους προς τη φορολογική διοίκηση. (...) Δεν προβλέπεται από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο η προσκόμιση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας των ασφαλισμένων του τ. ΕΤΑΑ και ήδη e-ΕΦΚΑ, ως προϋπόθεση για την επιστροφή σε αυτούς αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών επικουρικού Κλάδου και Προνοίας, και συνεπώς δεν απαιτείται η αναζήτηση, από τον Φορέα, τέτοιου αποδεικτικού, για την πραγματοποίηση των συγκεκριμένων πληρωμών από την αρμόδια υπηρεσία αυτού, ενώ δεν είναι δυνατόν να τίθεται πρόσθετη, πέραν των τασσομένων υπό του νόμου, προϋπόθεση, με εγκυκλίους και Γενικά Έγγραφα που ο Φορέας εκδίδει προς τις υπηρεσίες του ή τους πολίτες προς παροχή οδηγιών ή διευκρινίσεων, καθόσον, η σε τέτοιου είδους έγγραφα διατυπωμένη θέση, δεν είναι νόμιμη και, ως εκ τούτου, δεν παράγει έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους (ομόφωνα).


ΣΤΕ/1890/2019

Συντάξεις- αντισυνταγματικότητα:..Επειδή, στο άρθρο 95 του Συντάγματος ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών (παρ. 1 εδ. α΄) και ότι οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ειδικότερα ορίζει (παρ. 4). Ειδικώς δε ως προς το ζήτημα των συνεπειών της ακυρωτικής αποφάσεως, η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989, ακολουθώντας προηγούμενες όμοιες νομοθετικές ρυθμίσεις [βλ. ταυτάριθμα άρθρα του αρχικού νόμου περί Συμβουλίου της Επικρατείας 3713/1928 (Α΄ 273)και του ν.δ. 170/1973 (Α΄ 229)], ορίζει στην παρ. 1 ότι: «Η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακυρώσεως απαγγέλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργησή της έναντι όλων, είτε πρόκειται για κανονιστική είτε πρόκειται για ατομική πράξη». Την ανωτέρω διάταξη, την οποία (όπως και τις προγενέστερες) το Συμβούλιο της Επικρατείας παγίως εφάρμοζε με την έννοια ότι η ακύρωση της διοικητικής πράξεως ανατρέχει στον χρόνο εκδόσεώς της, τροποποίησε το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147), το οποίο προσέθεσε παρ. 3β έχουσα ως εξής: «Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης...». Με τη νέα διάταξη δόθηκε η δυνατότητα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, υπό προϋποθέσεις τις οποίες το ίδιο σταθμίζει, να αποκλίνει, σε εξαιρετικές πάντως περιπτώσεις, από τον κανόνα της αναδρομικής ακυρώσεως και να καθορίσει μεταγενέστερο χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της ακυρώσεως. (ΣτΕ 851/2018 Ολομ., 481/2018 Ολομ., 2287-2288/2015 Ολομ. κ.α.). Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας τους λόγους για τους οποίους εχώρησε η ακύρωση της προσβαλλομένης κανονιστικής αποφάσεως και τον μεγάλο αριθμό των καταβαλλομένων επικουρικών συντάξεων, των οποίων ο επανυπολογισμός θα τεθεί εν αμφιβόλω με την αναδρομική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, και των εκκρεμοτήτων που θα ανακύψουν, κρίνει ότι εν προκειμένω συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν, κατʼ εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως (άρθρου 50 παρ. 3β του π.δ. 18/1989), τα αποτελέσματα της ακυρώσεως να επέλθουν από την δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως. Τούτο δε, κατʼ εξάντληση του απώτατου χρονικού ορίου περιορισμού του ακυρωτικού αποτελέσματος που επιτρέπει ο νόμος (χρόνος προγενέστερος εκείνου της δημοσιεύσεως της δικαστικής αποφάσεως), πέραν του οποίου τίθεται ζήτημα παραβιάσεως του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, διότι, ορίζοντας το εν λόγω άρθρο ότι: «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα», απαγορεύει την - σε συμμόρφωση μάλιστα με δικαστική απόφαση - εφαρμογή νόμου μετά την κρίση αυτού ως αντίθετου προς το Σύνταγμα..Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Μ. Παπαδοπούλου, Ο. Ζύγουρα, Κ. Κουσούλη, Δ. Μακρή, Μ. Πικραμένου, Β. Αναγνωστοπούλου-Σαρρή και Αγ. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, όπως έχει ήδη κριθεί (ΣτΕ Ολομ. 4003/2014, σκέψη 14), oι ρυθμίσεις των διατάξεων των παρ. 3 α, β και γ του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989 αποδίδουν, σε επίπεδο νόμου, δυνατότητες που έχει το Δικαστήριο, κατʼ ορθή ερμηνεία, απευθείας από τις διατάξεις του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την ίδια νομολογία, το Δικαστήριο έχει τη συνταγματική ευχέρεια να αποκλίνει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, από τις ειδικότερες ρυθμίσεις των ως άνω δικονομικών διατάξεων. Ειδικότερα το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια, αφού εκτιμήσει τις συνθήκες της υπόθεσης και σταθμίσει, αφενός, τα έννομα συμφέροντα των λοιπών πλην της Διοίκησης διαδίκων και, αφετέρου, το δημόσιο συμφέρον, να καθορίσει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της ακυρώσεως μεταγενέστερο και από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της ακυρωτικής αποφάσεως, κατʼ απόκλιση των οριζομένων στην περίπτωση 3 β του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989. Στην προκειμένη περίπτωση, εν όψει του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος να υφίσταται νόμιμο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης, οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4387/2016 πρέπει να επέλθουν έξι μήνες μετά την δημοσίευση της παρούσας απόφασης, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στο νομοθέτη, αφού λάβει γνώση του σκεπτικού της ακυρωτικής απόφασης, να προβεί σε νέα, σύμφωνη με το Σύνταγμα, ρύθμιση του ζητήματος που αφορούν οι κριθείσες ως αντισυνταγματικές διατάξεις.