×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/486/2012

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Εποπτεία της Εστίας Ναυτικών και του Ειδικού Λογαριασμού Οικογενειακών Επιδομάτων Ναυτικών από τη Γ.Γ.Κ.Α.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Επειδή η Εστία Ναυτικών (Ε.Ν.), αλλά και ο Ειδικός Λογαριασμός Οικογενειακών Επιδομάτων Ναυτικών (Ε.Λ.Ο.Ε.Ν.), δεν είναι ασφαλιστικοί φορείς, δεν υπάγονται στην εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αλλά, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 213 του Ν. 4072/2012, υπάγονται στην εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. (ομοφ.)


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Π.Δ. 213/1983

Οργάνωση και λειτουργία του Εδικού Λογαριασμού Οικογενειακών Επιδομάτων Ναυτικών.


15918/2019

Πρόσβαση του Ειδικού Λογαριασμού Οικογενειακών Επιδομάτων Ναυτικών στα δεδομένα του Πληροφοριακού Συστήματος "Μητρώο Πολιτών" του Υπουργείου Εσωτερικών.


Π.Δ.380/1994

Τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων του Π.Δ. 213/83 "Οργάνωση και λειτουργία του Ειδικού Λογαριασμού Οικογενειακών Επιδομάτων Ναυτικών" (Α. 77)


ΝΣΚ/336/2009

Τα ανταλλάξιμα ακίνητα της μορφής του εδαφίου 4 της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν 3208/2003, που τροποποίησε την παρ. 3 του άρθρου 3 του Ν 998/1979, μετά την ισχύ του ανωτέρω (3208/2003) νόμου, δεν υπάγονται στην διοίκηση και διαχείριση του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, ως εκ της μορφής των, αλλά εξακολουθούν να ανήκουν στην διοίκηση και διαχείριση του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, επί όλων των ζητημάτων που αφορούν στη διαχείριση και προστασία αυτών, όπως αυτή ασκείται από τον ιδιοκτήτη τους Ελληνικό Δημόσιο, μέσω των κεντρικών και περιφερειακών υπηρεσιών του ανωτέρω Υπουργείου λόγω της υπαγωγής αυτών των ακινήτων στην ανταλλάξιμη περιουσία και στο αντίστοιχο ειδικό νομικό καθεστώς που τη διέπει, υπαγόμενα, ταυτοχρόνως, και στις προστατευτικές διατάξεις της δασικής νομοθεσίας και, επομένως, εξακολουθούν να τελούν υπό την εποπτεία και προστασία των κατά τόπους αρμοδίων δασικών υπηρεσιών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ομοφ.).


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/176/2019

ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη είναι εν μέρει μη νόμιμη, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τον Επίτροπο. Και τούτο διότι η προσωπική διαφορά του άρθρου 27 του ν. 4354/2015, αποβλέπουσα αποκλειστικά στον περιορισμό των δυσμενών συνεπειών των νέων μισθολογικών διατάξεων και στη διασφάλιση, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, των απολαβών των υπαλλήλων, όπως είχαν ήδη διαμορφωθεί υπό το προϊσχύον του ν.4354/2015 νομοθετικό πλαίσιο, προκειμένου να µην υπάρξει ανατροπή των οικογενειακών τους προϋπολογισμών, συνιστά προσωρινό προστατευτικό μέτρο, καθώς μόνο ως τέτοιο είναι σύμφωνο με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο. Διότι συνέπεια της ρύθμισης αυτής είναι η σταθεροποίηση των αποδοχών των ήδη απασχολουμένων υπαλλήλων των Δήμων στο διαμορφωθέν κατά την 31η.12.2015 ύψος και η σταδιακή απομείωση του ποσού της προσωπικής διαφοράς με την ενσωμάτωση των επερχόμενων αυξήσεων, ώστε με την πλήρη εξάλειψη του ποσού αυτού, να επανέλθει η ομαλή μισθολογική εξέλιξη των εργαζομένων και να αποφευχθεί η αντίθετη στην αρχή της ισότητας διαφορετική, σε βάθος χρόνου, μισθολογική αντιμετώπιση παλαιών και νέων εργαζομένων, που παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες και ασκούν όμοια καθήκοντα. Στο πλαίσιο αυτό, η απορρόφηση στο χρηματικό ποσό της προσωπικής διαφοράς οποιασδήποτε, πλην των ρητά προβλεπόμενων εξαιρέσεων, αύξησης των αποδοχών των εργαζομένων, ανεξαρτήτως της φύσης και της αιτίας αυτής, δεν συνιστά κατάργησή της (της αύξησης) ούτε αντιστρατεύεται το σκοπό για την οποία αυτή χορηγείται, αλλά αποτελεί αντανακλαστική συνέπεια της λειτουργίας του μέτρου της προσωπικής διαφοράς και συνιστά απομείωση της τελευταίας (Ε.Σ. Πρ. Ι Τμ. 27/2018). Συνεπώς, η καταβολή στην φερόμενη στο ένταλμα ως δικαιούχο υπάλληλο του επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας συνιστά αύξηση των αποδοχών της, κατά την έννοια του άρθρου 27 του ν. 4354/2015, και πρέπει να υπολογιστεί για τη μείωση της προσωπικής διαφοράς που λαμβάνει. Ενόψει του ότι η προσωπική διαφορά της των 90,75 ευρώ υπολείπεται των 150 ευρώ, που δικαιούται ως επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, θα πρέπει να καταβληθεί σε αυτήν το υπόλοιπο ποσό του επιδόματος των 59,25 ευρώ (150-90,75).  Εξάλλου, καμία επιρροή δεν ασκεί το 2/25491/17.4.2018 έγγραφο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που επικαλείται ο Δήμος, στο οποίο αναφέρεται ότι στην περίπτωση χορήγησης επιδομάτων επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας τα σχετικά ποσά δεν συμψηφίζονται με την υπάρχουσα προσωπική διαφορά, καθόσον το έγγραφο αυτό δεν παράγει δεσμευτικότητα ούτε μπορεί να τροποποιεί το περιεχόμενο διατάξεων νόμου.


ΔΕΦΑΘ 827/2016

Κατάρτιση ανέργων στον κατασκευαστικό κλάδο...Με βάση τον έλεγχο αυτό στα δηλούμενα στοιχεία από την ανάδοχο, την εξέταση των τηρούμενων φακέλων παρακολούθησης του προγράμματος και την εξέταση εμπρόθεσμης ή μη εκπλήρωσης των οικονομικών υποχρεώσεων (βλ. Σχετ. Έκθεση ελέγχου που προαναφέρεται), που νόμιμα έγινε με βάση τα υποβληθέντα στοιχεία χωρίς να είναι αναγκαίο να γίνει επιτόπιος ή άλλος έλεγχος, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται, προέκυψαν συγκεκριμένες παρατυπίες ως προς την υποβολή πινάκων καταβολής αμοιβών εκπαιδευτών και επόπτη πρακτικής, καταβολής αμοιβών επιχειρήσεων πρακτικής, καταβολής δαπανών κλπ, υποβολή πινάκων πρόσληψης εκπαιδευόμενων χωρίς πλήρη στοιχεία και υπογραφές, μη προσκόμιση νόμιμων παραστατικών για πληρωμές (τραπεζικά κλπ. στοιχεία), μη προσκόμιση ΑΠΔ για απασχόληση καταρτιζόμενων στις επιχειρήσεις πρακτικής του υποέργου και καθυστέρηση στην καταβολή των εκπαιδευτικών επιδομάτων κατά 8 μήνες ή 7 μήνες ή 13 και 14 μήνες ανάλογα με το πρόγραμμα, όπως αναλυτικά περιγράφονται στην 6η σκέψη) . Η πλημμελής αυτή τήρηση των υποχρεωτικά τηρητέων και παραδοτέων στην αναθέτουσα αρχή στοιχείων οδηγεί, ενόψει του είδους των παρατυπιών και της συχνότητας εμφάνισης τους (σε πολλά και διαφορετικά επί μέρους πεδία των παραδοτέων εντύπων του ένδικου υποέργου) σε αδυναμία παρακολούθησης της ορθής υλοποίησης του ενδικου έργου και τελικά σε αδυναμία πιστοποίησης του, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης. Ειδικά η απασχόληση και ασφάλιση του 25 % των καταρτισθέντων ανέργων στις συνεργαζόμενες επιχειρήσεις πρακτικής και η καταβολή των αμοιβών των εκπαιδευτών που απασχολήθηκαν στο υποέργο, καθώς και η καταβολή των αμοιβών των επιχειρήσεων πρακτικής άσκησης και των σχετικών δαπανών πρώτων υλών κλπ. αποτελούν, στο πλαίσιο της ένδικης ανάθεσης, σημαντικές υποχρεώσεις της αναδόχου, η τήρηση των οποίων, καθώς και η απόδειξη της τήρησης αυτης με νόμιμα παραστατικά, αποτελεί βασική υποχρέωση της τελευταίας. Την μη έγκαιρη πληρωμή των εκπαιδευτικών επιδομάτων τη δέχεται η προσφεύγουσα στο δικόγραφο της προσφυγής της (βλ. σελ.20 επ.), προσπαθεί δε απλά να τη δικαιολογήσει επικαλούμενη καθυστερήσεις στις πληρωμές της από το Δημόσιο (που πάντως προβάλλονται αόριστα αλλά δεν αποδεικνύονται) . Ομως ανεξάρτητα από τυχόν καθυστέρηση της καταβολής στην ανάδοχο των δόσεων της χρηματοδότησης, η καθυστέρηση στην καταβολή από την προσφεύγουσα των εκπαιδευτικών επιδομάτων διαπιστώθηκε μετά την καταβολή σε αυτήν της β δόσης χρηματοδότησης και υπολογίσθηκε με βάση την καταβολή αυτή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5.3.2 της σύμβασης (δηλαδή σύμφωνα με τη συμβατική υποχρέωση για καταβολή τους εντός δύο μηνών από τη λήξη του εκπαιδευτικού μέρους κάθε προγράμματος κατάρτισης και πάντως μετά την καταβολή της β δόσης). Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε με την τήρηση νόμιμων παραστατικών στοιχείων η απασχόληση του 25% των ανέργων σε συνεργαζόμενες επιχειρήσεις πρακτικής, και μάλιστα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, με την προβλεπόμενη αμοιβή και ασφαλιστική και φορολογική τακτοποίηση, σύμφωνα με τη συμβατική της υποχρέωση, γεγονότα που έπρεπε να προκύπτουν από συγκεκριμένα στοιχεία των φακέλων παρακολούθησης του έργου (προγράμματος κατάρτισης) και δεν υπήρχε υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να τα ζητήσει εκ των υστέρων, ενώ προφανώς δεν υπήρχαν αφού δεν προσκομίσθηκαν ούτε και με την υποβολή των αντιρρήσεων.. Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη και σήμερα δεν προκύπτει, με βάση αποσπασματικά στοιχεία που προσκομίζονται, κατά τα προαναφερόμενα, στο δικαστήριο, η πλήρης και πιστή τήρηση των προβλέψεων της ένδικης σύμβασης. Αυτό γιατί ούτε η κατάσταση ονομάτων που ενσωματώνει στην προσφυγή της η προσφεύγουσα αποτελεί απόδειξη πραγματοποίησης πρακτικής άσκησης συγκεκριμένων ατόμων, ούτε όμως μεμονωμένα αντίγραφα ΑΠΔ, που αναφέρονται σε απασχόληση συγκεκριμένων προσώπων σε συγκεκριμένη επιχείρηση, αποδεικνύουν ότι πράγματι στα άτομα αυτά, ανεξάρτητα από ενδεχόμενη απασχόληση τους, καταβλήθηκαν οι νόμιμες αμοιβές κλπ. ασφαλιστικές υποχρεώσεις, όπως απαιτείται από τη σύμβαση. Αντίστοιχες διαπιστώσεις και παρατυπίες υπήρξαν στην καταβολή σχετικού προσαυξημένου επιδόματος για άτομα που παραπέμφθηκαν από τον ΟΑΕΔ ως ΕΚΟ, που τελικά, όπως περιγράφεται συγκεκριμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, πληρώθηκαν καθυστερημένα κατά τα έτη 2009 και 2010. Οσα προβάλλονται από την προσφεύγουσα για ασάφεια και σύγχυση σχετικά με τα άτομα που δικαιούνταν το εν λόγω προσαυξημένο επίδομα προβάλλονται αόριστα και, πάντως, αναπόδεικτα, ενώ προφανώς δεν είχε η προσφεύγουσα την ευχέρεια να κρίνει ποια άτομα υπάγονται σε κατηγορία ΕΚΟ και ποια όχι. Ενόψει της αντισυμβατικής αυτής συμπεριφοράς της προσφεύγουσας, δηλαδή της πλημμελούς τήρησης των υποχρεώσεων της και των στοιχείων που απαιτούνταν για την πιστοποίηση της καταβολής των αμοιβών των πιο πάνω προσώπων (εκπαιδευτών και επιχειρήσεων πρακτικής), την απασχόληση των ανέργων (και την πληρωμή τους) και μάλιστα στο ύψος ημερομισθίων και χρονική διάρκεια που προβλέπει η σύμβαση, γεγονότα που συνιστούν παραβίαση των άρθρων 5, 6 και 8 της σύμβασης, και δημιουργούν, λόγω της σοβαρότητας τους, αντικειμενική αδυναμία πιστοποίησης της ολοκλήρωσης του ένδικου έργου και αδυναμία παραλαβής του, ορθά και νόμιμα, με βάση τις προβλέψεις της ένδικης σύμβασης έγινε καταγγελία αυτής, κατ` εφαρμογή του άρθρου 10.3.4. α και γ, περαιτέρω δε αποφασίσθηκε η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής καλής εκτέλεσης και αποφασίσθηκε η ανάκτηση ως αχρεωστήτως καταβληθέντος του ποσού των καταβληθέντων στην ανάδοχο α και β δόσεων χρηματοδότησης, ύψους 587.520 ευρώ. Ολοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί που προβάλλονται ως προς τα ζητήματα αυτά από την προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, μαζί με τον ισχυρισμό για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ή για προσβολή του δικαιώματος στην περιουσία ή για τη δυνατότητα επιβολής ηπιότερων μέτρων. Αυτό γιατί, στην ένδικη σύμβαση, προκειμένου να διασφαλισθεί η ορθή υλοποίηση των προγραμμάτων που είχαν ανατεθεί - και που ήταν σημαντικού οικονομικού αντικειμένου - και, επομένως, η ορθή διαχείριση των εθνικών και κοινοτικών πόρων, προβλέφθηκε διενέργεια ελέγχων σε όλα τα στάδια των υποέργων, τήρηση αυστηρών διαδικασιών παρακολούθησης και ελέγχου από την προετοιμασία εως την ολοκλήρωση τους, που συνεπάγεται και την εξόφληση τους, καθώς και η πλήρης αιτιολόγηση όλων των δαπανών που θεωρούνται ως επιλέξιμες.(...)Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη προσφυγή ως αβάσιμη και να καταπέσει το καταβληθέν παράβολο υπέρ του δημοσίου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει, κατ΄εκτίμηση των περιστάσεων, ότι πρέπει να απαλλαγεί η προσφεύγουσα από τα δικαστικά έξοδα. (άρθρ. 275 του ΚΔΔ).


ΕΣ/ΤΜ.7/4/2016

ΑΠΟΔΟΧΕΣ...ζητείται η ανάκληση της 318/2015 Πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου στο VII Τμήμα...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας Πράξεως, το Τμήμα κρίνει ότι: A) Η υπαγωγή του προσωπικού των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης Αποχέτευσης στο μισθολόγιο του δημόσιου τομέα από 1.1.2013, με την επανάληψη της διάταξης του άρθρου 31 του Ν. 4024/2011 στο άρθρο 12 του Ν. 4093/2012, βρίσκει έρεισμα στα κριτήρια που θεσπίζονται για την υπαγωγή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου ευρύτερων κατηγοριών στις ρυθμίσεις αυτού (μισθολογίου). Οι ως άνω Επιχειρήσεις πληρούν τα κριτήρια αυτά, καθόσον επιδιώκουν δημόσιο σκοπό (διανομή ύδατος, συντήρηση και επέκταση δικτύου ύδρευσης), παρέχοντας αγαθά και υπηρεσίες ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο, τα μέλη τους διορίζονται από το Δημοτικό Συμβούλιο και τελούν υπό την εποπτεία του Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, η δε ένταξή τους, με διατάξεις τυπικών νόμων, στο ενιαίο μισθολόγιο δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 23 παρ.1, 5 παρ.1 και 22 παρ.2 και 4 του ισχύοντος Συντάγματος διότι, αιτιολογείται από σκοπό υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, αυτόν της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και του εξορθολογισμού των οικονομικών απολαβών των μισθωτών (ώστε να μην παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των αποδοχών που χορηγούνται στο δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα και αυτών που καταβάλλονται σε επιχειρήσεις που, καίτοι οργανώνονται με τη μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, τελούν σε άμεση συνάρτηση προς την κεντρική εξουσία ή τους πρωτοβάθμιους φορείς αυτοδιοίκησης), με στόχο την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών και την προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ώστε να εξέλθει στο μέλλον η χώρα από την οξεία δημοσιονομική κρίση. Κατά συνέπεια, ο καθορισμός των αποδοχών των μισθωτών χωρίς τη μεσολάβηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για περιορισμένο χρονικό διάστημα (έως τη λήξη, το έτος 2016, του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής) είναι δικαιολογημένος ανεξαρτήτως : α) της νομικής μορφής της επιχείρησης, του ότι δεν συγκαταλέγεται στο Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης (καθόσον τούτο δεν αποτελεί κριτήριο) και του ότι οι πόροι της προέρχονται από ίδια έσοδα (η τιμολογιακή πολιτική κάθε επιχείρησης ωστόσο εγκρίνεται με απόφαση του οικείου Δημοτικού Συμβουλίου), καθόσον, στην τελευταία περίπτωση, το οικονομικό βάρος της λειτουργίας της, εξαιτίας της ζωτικής σημασίας των υπηρεσιών που προσφέρει, μετακυλύεται στο κοινωνικό σύνολο, β) του ότι ενδεχομένως, μετά το πέρας της ως άνω χρονικής περιόδου, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις θα εκκινήσουν από το όριο των αποδοχών που επάγεται το νέο μισθολόγιο, με συνέπεια τη δυσμενέστερη μισθολογική μεταχείριση των εργαζομένων σε σχέση με όσα ίσχυαν πριν από την 1.1.2013, καθόσον τούτο, πέραν του ότι επιβάλλεται από την ανάγκη εξορθολογισμού των απολαβών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (στο μέτρο που μέρος του τελευταίου οργανώνεται από έναν Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης και συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών ζωτικής σημασίας για τους πολίτες, τις οποίες αυτοί δεν μπορούν να αρνηθούν), εξαρτάται πλήρως από τη μελλοντική δημοσιονομική και οικονομική κατάσταση της χώρας, γ) του ότι ως προς τις εργασιακές συνθήκες, οι ως άνω επιχειρήσεις δεν εξομοιώνονται με τυπική δημόσια υπηρεσία, διότι οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στη λειτουργία της επιχείρησης (εργασία πέραν του συνήθους ωραρίου, αντιμετώπιση έκτακτων βλαβών, ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας) δύνανται να αντιμετωπισθούν στο πλαίσιο του ενιαίου μισθολογίου, όπως συμβαίνει σε άλλα νομικά πρόσωπα που χωρίς να αποτελούν, ομοίως, τυπική δημόσια υπηρεσία, οργανώνονται ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (π.χ. νοσοκομεία) και υπάγονται στο ενιαίο μισθολόγιο, Β) Η νομική μορφή των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης και Αποχέτευσης, ως νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου κοινωφελούς χαρακτήρα και η χρηματοδοτική τους αυτάρκεια, δεν αίρουν τη στενή σύνδεση αυτών με τον οικείο Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με απόφαση του οποίου ιδρύονται, διορίζονται τα μέλη της διοίκησής τους και καθορίζεται η τιμολογιακή τους πολιτική, ούτε την άσκηση εποπτείας επ’ αυτών από τον Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ούτε το γεγονός ότι παρέχουν ζωτικής σημασίας υπηρεσίες, εξυπηρετώντας δημόσιο σκοπό (οι οποίες σε περίπτωση, που δεν είχαν συστηθεί ως ίδια νομικά πρόσωπα, θα παρέχονταν απευθείας από τον οικείο Ο.Τ.Α.), παράγοντες, οι οποίοι τις καθιστούν υπόχρεες στην εφαρμογή των ρυθμίσεων του νέου μισθολογίου. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει λόγος για αυτοτέλεια αυτών, αλλά για οικονομική αυτάρκεια, ο νομοθετικός περιορισμός της οποίας, για την επίτευξη υπέρτερου δημόσιου σκοπού (οικονομική ανάκαμψη της χώρας) είναι, ως ανωτέρω εξετέθη, θεμιτός...

Κατόπιν αυτών, απορρίπτει την αίτηση ανάκλησης.


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/191/2016

ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, το Κλιμάκιο κρίνει, όπως βασίμως προβάλλεται από τη διαφωνούσα Αναπληρώτρια Επίτροπο, ότι η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη. Και τούτο, διότι η 124202/30.9.2015 απόφαση του Δημάρχου....... περί καθιέρωσης υπερωριακής (απογευματινής) απασχόλησης για την υπηρεσία του Τμήματος Δημοτικής Κατάστασης της Διεύθυνσης Εξυπηρέτησης Πολιτών του ανωτέρω Δήμου, δεν διαλαμβάνει πλήρη και ειδική αιτιολογία, με αναφορά σε συγκεκριμένα και σαφή πραγματικά στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει η συνδρομή ειδικών περιστάσεων (εκτάκτων, εποχικών ή όλως απρόβλεπτων υπηρεσιακών αναγκών), που να οφείλονται σε απολύτως εξαιρετικά αίτια που απαιτούν άμεση και δραστική διευθέτηση και συνεπώς δικαιολογούν την καθιέρωση υπερωριακής απασχόλησης των υπαλλήλων του οικείου Τμήματος κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα. Αντ’ αυτού, στην εν λόγω απόφαση γίνεται μία γενική και αόριστη επίκληση έκτακτων, εποχικών και απρόβλεπτων υπηρεσιακών αναγκών. Συγκεκριμένα, στο σώμα της εν λόγω απόφασης αναφέρονται, όλως γενικώς, οι υπηρεσιακές ανάγκες που υπάγονται στην αρμοδιότητα του οικείου Τμήματος του Δήμου......., ήτοι το άνοιγμα οικογενειακών μερίδων, η διαδικασία των μεταδημοτεύσεων, η δημιουργία αρχείων κατά τις μεσημβρινές και απογευματινές ώρες και οι εν γένει υποχρεωτικές ανάγκες του Τμήματος, οι οποίες δεν μπορούν να καλυφθούν από το υπάρχον προσωπικό εντός του κανονικού ωραρίου τους λόγω σοβαρών ελλείψεων προσωπικού. Η ίδια, δε, αόριστη αιτιολογία περιλαμβάνεται και στην οικεία βεβαίωση για την παροχή της ανωτέρω υπερωριακής απασχόλησης, με συνέπεια οι ανάγκες που παρατίθενται στην απόφαση αυτή να μην εμπίπτουν στις προεκτεθείσες οριζόμενες από το νόμο προϋποθέσεις για την παροχή υπερωριακής εργασίας. Εξάλλου, οι υπηρεσίες που παρείχαν οι φερόμενοι ως δικαιούχοι υπάλληλοι κατά την υπερωριακή τους απασχόληση ανήκουν στα καθήκοντα που εκείνοι οφείλουν να εκτελούν κατά το κανονικό τους ωράριο εργασίας, δεδομένου ότι πρόκειται για πάγιες, συνήθεις, αναμενόμενες, εμφανιζόμενες σε σταθερή βάση εργασίες, οι οποίες, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 24 του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας (Ο.Ε.Υ.) του Δήμου......., εντάσσονται αναλυτικά στην αρμοδιότητα του εν λόγω Τμήματος της Διεύθυνσης Εξυπηρέτησης Πολιτών. Αντιθέτως, στην επίμαχη ως άνω απόφαση δεν αναφέρεται για ποιό λόγο δεν ήταν δυνατός, εν προκειμένω, ο προγραμματισμός και η εκτέλεση των εργασιών αυτών από τους υπηρετούντες υπαλλήλους του Δήμου. Περαιτέρω, η αναφορά στην ίδια απόφαση στις σοβαρές ελλείψεις προσωπικού του Δήμου κρίνεται αόριστη, καθόσον δεν παρατίθενται σαφή και συγκεκριμένα στοιχεία περί του αριθμού των αποχωρήσεων και των συνεπειών αυτών σε σχέση με το συνολικό δυναμικό του Δήμου......., ενώ σε κάθε περίπτωση η υποστελέχωση της υπηρεσίας που οδηγεί σε ανάγκη υπερωριακής εργασίας επί μονίμου βάσεως δεν μπορεί να εξομοιωθεί με επείγοντα λόγο, κατά την προεκτεθείσα έννοια του άρθρου 20 παρ. 1 του ν. 4024/2011, δεδομένου ότι δεν μπορούν να ενταχθούν σε αυτόν οι έστω και αυξημένες, αλλά πάντως διαρκείς και γνωστές εκ των προτέρων, ανάγκες για τη διεκπεραίωση των συνήθων καθηκόντων των υπαλλήλων της υπηρεσίας. Στην προκειμένη, δε, περίπτωση, ενόψει του ότι από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι στο συγκεκριμένο Τμήμα του Δήμου υπηρετούν, πλην των φερόμενων στο ελεγχόμενο ένταλμα ως δικαιούχων υπαλλήλων, 13 ακόμη μόνιμοι υπάλληλοι, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί η επικαλούμενη υποστελέχωση της υπηρεσίας αυτής. Τέλος, ειδικά όσον αφορά στο συγκεκριμένο διάστημα, οι επικαλούμενες ανάγκες δεν αποδίδονται σε περιστάσεις που ανέκυψαν αιφνιδίως και δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν εξαρχής ή σε λόγους επείγοντος ή, τέλος, σε εποχικές ανάγκες. Ο ισχυρισμός, δε, του Δήμου......., που προβάλλεται με το από 26.1.2016 έγγραφο του Διευθυντή της Διεύθυνσης Εξυπηρέτησης Πολιτών αυτού, ότι η πέραν του τακτικού ωραρίου απασχόληση των ως άνω υπαλλήλων δικαιολογείται από τον μεγάλο όγκο εργασίας που συσσωρεύτηκε στην υπηρεσία λόγω της εκλογικής αναμέτρησης του Σεπτεμβρίου 2015, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, προεχόντως, διότι οι εργασίες προς εκτέλεση που αναφέρονται στο εν λόγω έγγραφο (παράδοση – παραλαβή εκλογικού υλικού, μεταβολές δημοτολογίου) προηγούνται χρονικά της εκλογικής διαδικασίας και δεν έπονται αυτής. Σε κάθε δε περίπτωση, οι ειδικές περιστάσεις, που επιβάλλουν την ενεργοποίηση της υπερωριακής απασχόλησης των υπαλλήλων των Ο.Τ.Α. (βλ. άρθρα 20 του ν. 4024/2012 και 48 του Κ.Κ.Δ.Κ.Υ.) απαιτείται να αναγράφονται στην απόφαση περί καθιέρωσης της υπερωριακής απασχόλησης των υπαλλήλων και μάλιστα σε αντιστοίχιση προς τις ώρες που πράγματι θα απαιτηθούν για την διεκπεραίωσή τους, γεγονός που όμως δεν συνέβη εν προκειμένω. Εξάλλου, κατά τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας δεν δύναται να αναπληρωθεί εκ των υστέρων με τα διαλαμβανόμενα στα συνοδευτικά του εντάλματος έγγραφα του Δήμου και στο έγγραφο επανυποβολής του οικείου τίτλου πληρωμής, καθόσον η το πρώτον παράθεση ειδικής αιτιολογίας για την πραγματοποίηση υπερωριών σε έγγραφα που εκδίδονται μετά την πραγματοποίησή τους αφενός δεν ευρίσκει έρεισμα στον νόμο, αφετέρου ανατρέπει τον ίδιο το σκοπό των εφαρμοστέων διατάξεων που συνίστανται στον ex ante προγραμματισμό της λειτουργίας των οικείων Υπηρεσιών διά της ενεργοποίησης του μηχανισμού των υπερωριών (βλ. Ε.Σ. Πράξεις Ι Τμ. 54, 128/2015, 7/2013, 47/2012, 240, 215, 194/2011. Κλιμ. Προλ. Ελέγχου δαπάνων στο Ι Τμ. 18, 33, 47/2016, 24, 61, 131/2015, 23, 75, 319/2014, 266/2013).