ΝΣΚ/631/2004
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Τόκοι υπερημερίας σε σύμβαση προμηθείας των Ενόπλων Δυνάμεων.Δεν έχει εφαρμογή το ΠΔ 166/2003, το οποίο προσάρμοσε την Ελληνική νομοθεσία στις διατάξεις της οδηγίας 2000/35/ΕΚ για την καταπολέμηση των καθυστερημένων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, σε σύμβαση προμηθείας των Ενόπλων Δυνάμεων που έχει υπογραφεί πριν από τη δημοσίευση του ως άνω διατάγματος. Τούτο δε ανεξάρτητα του ειδικότερου προβληματισμού αν το ως άνω δ/γμα έχει εφαρμογή ή όχι στις αναθέτουσες αρχές του τομέα της Άμυνας, όταν πρόκειται για προϊόντα που εφαρμόζεται το άρθρο 223 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν 296 ΕΚ).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/95/2009
Ένοπλες Δυνάμεις – Σύμβαση προμηθείας – Δυνατότητα τροποποίησης σύμφωνα με τις διατάξεις του ΠΔ 284/1989.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Είναι δυνατή η τροποποίηση συμβάσεως προμηθείας των Ενόπλων Δυνάμεων ώστε να καλύπτει την εν συνεχεία υποστήριξη αεροσκαφών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΠΔ 284/1989. Μετά όμως την 1-1-2010, οπότε κατά το άρθρο 30 της συμβάσεως, η εν συνεχεία υποστήριξη θα παρέχεται υπό όρους και προϋποθέσεις που θα συμφωνηθούν από τα μέρη, θα έχει εφαρμογή ο Ν 3433/2006.
ΝΣΚ/395/2003
Ερμηνεία συμβάσεως. Όρος στη σύμβαση για μη δασμοφορολογική επιβάρυνση του προμηθευτή.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Σύμφωνα με τον ερμηνευόμενο όρο 23 της 07Α /1999 συμβάσεως προμηθείας των Ενόπλων Δυνάμεων, ο αγοραστής οφείλει να αποζημιώσει τον προμηθευτή το ποσό του Φ.Π.Α. που έχει καταβάλει, επειδή οι εγχώριοι υποκατασκευαστές έχουν μετακυλήσει σ’ αυτόν, σύμφωνα με το νόμο, για εργασίες τις οποίες πραγματοποίησαν επί των προμηθευτέων αντικειμένων. (πλειοψ.)
ΕλΣυν/Τμ.7/2/2011
Ως προς την επιβολή τόκων υπερημερίας σε βάρος δημοσίων αρχών λόγω των εκ μέρους τους καθυστερήσεων πληρωμών σε εμπορικές συναλλαγές μεταξύ αυτών και των επιχειρήσεων-δανειστών τους, οι διατάξεις του ως άνω π.δ/τος είναι αποκλειστικώς εφαρμοστέες έναντι της διάταξης της παρ. 10 του άρθρου 5 του ν. 1418/1984, που ρυθμίζει το ζήτημα της επιβολής των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οφειλόμενων ποσών εκ λογαριασμών και πιστοποιήσεων προς πληρωμή εκτελεσθεισών εργασιών δημόσιων και περαιτέρω και δημοτικών έργων. Τούτο δε διότι στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω π.δ/τος υπάγονται και οι πληρωμές εκ συμβάσεων εκτελέσεως δημοσίων και δημοτικών έργων, αφού και οι εν λόγω εργολαβικές συμβάσεις αποτελούν εμπορικές συναλλαγές κατά τον ορισμό της παρ. 1 του άρθρου 3 του διατάγματος αυτού, δοθέντος ότι εν ευρεία εννοία συνεπάγονται παροχή εκ μέρους του εργολήπτη υπηρεσιών έναντι αμοιβής προς την αναθέτουσα (δημόσια) αρχή, για τον προσδιορισμό της οποίας, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 παρ. 1 της οδηγίας (και παρά τη ρητή εξαίρεση με την περίπτ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του π.δ/τος 166/2003), λαμβάνονται υπόψη οι ορισμοί που εμπεριέχονται στις οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων, μεταξύ των οποίων και η οδηγία 93/37/ΕΟΚ (11), που αφορά στα δημόσια έργα. Συνακόλουθα, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σχετική σύμβαση, το ύψος του οφειλόμενου τόκου υπερημερίας σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής από την αναθέτουσα αρχή λογαριασμού εκ της εκτέλεσης δημοτικού έργου υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες. Η ως άνω δοθείσα ερμηνεία ενισχύεται και από την ήδη ισχύουσα (από της 18.6.2008) διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 53 του ν. 3669/2008 (ΦΕΚ Α΄, 116/18.6.2008 - βλ. και άρθρο δεύτερο αυτού), με την οποία πλέον ρητά προβλέπεται ο υπολογισμός του τόκου υπερημερίας προκειμένου περί καθυστέρησης πληρωμής λογαριασμού δημοσίου έργου σύμφωνα με το άρθρο 4 του π.δ/τος 166/2003.
ΝΣΚ/427/2003
Τροποποίηση συμβάσεως προμηθείας Ενόπλων Δυνάμεων. Τροποποίηση αντικειμένου της παροχής με άλλο ισοδύναμο ή ισάξιο. Αντικατάσταση υποπρομηθευτή, συνέπειες.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Με βάση το άρθρο 66 παρ.2 του Π. Δ/τος 284/1989 και τους όρους της υπ’ αρ. 020Α/2003 συμβάσεως προμηθείας είναι δυνατή η τροποποίησή της και η αντικατάσταση υποπρομηθευτή, καθώς και της παροχής που συνδέεται μ’ αυτόν υπό την προϋπόθεση ότι ο νέος υποπρομηθευτής έχει τις αυτές τεχνικοοικονομικές ικανότητες με τον υπό αντικατάσταση και, επί πλέον, το αντικείμενο της παροχής του είναι ισοδύναμο ή ισάξιο με το αντικατασταθέν, έτσι ώστε να μην βλάπτεται το ωφέλιμο αποτέλεσμα της συμβάσεως που έχει καταρτισθεί. Υποσύμβαση (subcontract) συναφθείσα από έναν εκ των συμβαλλομένων στην κυρία σύμβαση με τρίτον. Το μέρος της κυρίας συμβάσεως που δεν μετέχει στην υποσύμβαση δεν συνδέεται με ενοχικό δεσμό με τον τρίτον. Προϋποθέσεις τριτενέργειας των ενοχών. Έννοια memorandum of understanding. Διάκριση μνημονίου από το προσύμφωνο ή την οριστική συμφωνία.
ΝΣΚ/463/2011
Εφαρμογή των διατάξεων του ΠΔ 34/1995 σε σύμβαση παραχώρησης της διαχείρισης ακινήτου του Μ.Τ.Σ. σε Α.Ε. για 25 χρόνια, έναντι ετήσιου ανταλλάγματος.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Η σύμβαση παραχώρησης της διαχείρισης και της εκμετάλλευσης ακινήτου του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (Μ.Τ.Σ.) σε ανώνυμη εταιρία, έναντι ετήσιου ανταλλάγματος, καταβαλλόμενου σε δώδεκα ισόποσες δόσεις, με σκοπό την αποδοτικότερη εκμετάλλευση του ακινήτου προς όφελος και των δύο συμβαλλομένων, αποτελεί σύμβαση μίσθωσης ακινήτου και εμπίπτει στις διατάξεις του ΠΔ 34/1995 για τις εμπορικές μισθώσεις, όπως ήδη έχει κριθεί με σχετική απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. (ομοφ.)
ΝΣΚ/305/2000
Πυροσβεστικό Σώμα. Σύμβαση προμήθειας προκατασκευασμένων οικημάτων για τη στέγαση υπηρεσιών του Π.Σ. Ερμηνεία συμβατικού όρου.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Προεδρεύων: Ρ.Αντωνακόπουλος, Αντιπρόεδρος Εισηγήτρια: Α.Ροδοκάλη, Πάρεδρος Oπως συνάγεται από τη διατύπωση του άρθρου 2 της σύμβασης προμηθείας, των ειδικών όρων αυτής (παρ.5.5) και της τεχνικής προδιαγραφής του Παρ/τος Ε της Διακήρυξης, ερμηνευομένων σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 173, 200 Α.Κ., οι δαπάνες σύνδεσης των πάσης φύσεως εγκαταστάσεων (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ, Δήμου) με τα αντίστοιχα δίκτυα βαρύνουν τον κύριο του έργου, η δε προμηθεύτρια εταιρεία έχει την υποχρέωση να εκτελέσει τις εργασίες σύνδεσης και μόνον των εγκαταστάσεων με τις αντίστοιχες παροχές.
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.4/108/2019
Εξόφληση ενοικίων:..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη στερείται οποιουδήποτε νομίμου ερείσματος, διότι δεν προβλέπεται από το νόμο, δεν στηρίζεται σε νομίμως συναφθείσα σύμβαση ούτε έχει κριθεί με δικαστική απόφαση με δύναμη δεδικασμένου, ενώ και τα ανωτέρω μνημονευόμενα παραστατικά λειτουργικών δαπανών δεν παρουσιάζουν οποιαδήποτε νομίμως εκκαθαρισμένη απαίτηση αντίστοιχη προς την εντελλόμενη δαπάνη και τα λοιπά έγγραφα, κατά συνέπεια οι πρώτος και τρίτος λόγοι άρνησης θεώρησης του χρηματικού εντάλματος, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου τους, κρίνονται βάσιμοι. Ειδικότερα, ως προς τον πρώτο λόγο διαφωνίας, η διαγωνιστική διαδικασία που διενεργήθηκε κατά το έτος 2006 αφορούσε στη σύναψη μίσθωσης του ακινήτου μέχρι τις 16.3.2011, έκτοτε ουδέποτε διενεργήθηκε διαγωνισμός για τη σύναψη αντίστοιχης μισθωτικής σχέσης με το ίδιο μίσθιο ακίνητο για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα. Η αποζημίωση χρήσης για την καθυστερημένη παράδοση του μισθίου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 34 του π.δ. 715/1979, μπορούσε να καταβληθεί μόνο για διάστημα, όχι μεγαλύτερο από δύο μήνες, μετά τις 16.3.2011, δηλαδή για τη χρήση του ακινήτου έως 16.5.2011, στο οποίο προφανώς η εντελλόμενη δαπάνη δεν ανάγεται. Επιπροσθέτως, μετά τη λήξη στις 16.3.2011 της μισθωτικής σχέσης μεταξύ του ... και της εκμισθώτριας του ακινήτου, δυνατότητα παράτασης της διάρκειάς της δεν υφίστατο, διότι δεν είχε συνομολογηθεί εξαρχής. Άλλωστε, η αρχική σύμβαση, είχε συναφθεί κατόπιν διαγωνισμού πριν από την ισχύ των διατάξεων του ν. 3518/2006 για διάστημα πενταετίας, που εξαντλούσε τη νομοθετικά θεσπιζόμενη ανώτατη επιτρεπτή χρονική διάρκεια των μισθώσεων ακινήτων για τις ανάγκες των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Ακόμα, η σιωπηρή αναμίσθωση του ακινήτου ρητώς απαγορευόταν από τις ισχύουσες διατάξεις. Τέλος, ουδέποτε η Διοικούσα Επιτροπή του … έλαβε την απαιτούμενη ειδικά αιτιολογημένη απόφαση απευθείας συμφωνίας για τη μίσθωση του ακινήτου, χωρίς τη διενέργεια διαγωνισμού, παράλληλα δε, ούτε προκύπτει ότι συνέτρεχαν επείγουσες και εξαιρετικές συνθήκες που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τέτοια απευθείας συμφωνία κατά παράκαμψη της διαγωνιστικής διαδικασίας, ακόμα δε και σε αυτή την περίπτωση η οικεία σύμβαση, δεν θα μπορούσε να καλύπτει τη χρήση του ακινήτου έως και το έτος 2016, το οποίο η εντελλόμενη δαπάνη αφορά, διότι δεν μπορούσε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των τριών ετών, αρχής γενομένης από τη λήξη της μισθωτικής σχέσης κατά το έτος 2011. Με δεδομένο ότι δεν τηρήθηκαν από τα αρμόδια όργανα του … οι προδιαληφθείσες ειδικές διατάξεις της νομοθεσίας που διέπει τις μισθώσεις των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες, για μεν τη σύναψη μίσθωσης ακινήτου επιβάλλουν τη διενέργεια διαγωνισμού, κατ’ εξαίρεση δε και υπό προϋποθέσεις και περιστάσεις που δεν συντρέχουν εν προκειμένω, την απευθείας συμφωνία, ενώ ρητώς δεν επιτρέπουν ούτε την παράταση υφισταμένης μίσθωσης ούτε τη σιωπηρή αναμίσθωση, η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη (πρβλ. Πράξεις IV Τμ. Κλιμ. Προλ. Ελ. Δαπ. στο IV Τμ. 15/2018). Τέλος, η συμφωνία «διακανονισμού» που επιτεύχθηκε κατά το έτος 2018, δεν έχει οποιοδήποτε νομοθετικό έρεισμα (πρβλ. άρθρο 15 «Ρύθμιση θεμάτων Εμπορικών Μισθώσεων» παρ. 1-10 ν. 4013/2011, Α 204). Περαιτέρω, η ίδια συμφωνία εκτιμώμενη ως σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους ή και ειδικά ως εξώδικος συμβιβασμός (Πράξεις IV Τμ. 47, 54, 59/2017, 7/2019), για τη νομιμότητά της προϋποθέτει προηγούμενη έγκυρη συμβατική σχέση, ωστόσο, εν προκειμένω, στηρίζεται σε ανύπαρκτη υποκείμενη αιτία, δεδομένου ότι δεν προκύπτει μίσθωση του ακινήτου για το κρίσιμο διάστημα, νομίμως συναφθείσα, επί έριδας ή αβεβαιότητας της οποίας επήλθε ο εν λόγω συμβιβασμός. Τέλος, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι τα μέρη απέβλεψαν στην αφηρημένη (αναιτιώδη) υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, τέτοια συμφωνία αντίκειται στην αρχή της νομίμου δράσεως της Διοικήσεως. Επομένως, η εντελλόμενη δαπάνη που ενσωματώνει αποζημίωση χρήσης ακινήτου και λειτουργικών δαπανών για τα κατά περίπτωση αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, δεν θεμελιώνεται νομίμως στην προαναφερόμενη από 13.1.2018 συμφωνία, υπό οποιαδήποτε εκδοχή ως προς το αντικείμενο της ως σύμβασης.Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη και το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/87/2020
Συμβάσεις πώλησης ιατρικών – φαρμακευτικών προϊόντων..Με δεδομένο, όμως, ότι όλες οι επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν εντός των ετών 2006 και 2007, η παραγραφή των αντίστοιχων αγωγικών αξιώσεων άρχιζε από 1.1.2007 και 1.1.2008 και συμπληρωνόταν την 31.12.2011 και την 31.12.2012 αντίστοιχα. Με την ασκηθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από 16.6.2015 αγωγή της, η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο την 29.6.2015, η ενάγουσα ζήτησε, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εξαιτίας της μη τήρησης του απαιτούμενου από το νόμο για τη σύναψή τους έγγραφου τύπου, το ποσό των 56.039,84 ευρώ ως ισόποση δαπάνη που το εναγόμενο ΝΠΔΔ εξοικονόμησε και στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν προμηθευόταν το ιατροφαρμακευτικό υλικό με έγκυρες συμβάσεις από άλλο πρόσωπο. Από το χρόνο, όμως, που γεννήθηκε η επίδικη αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη μέχρι την άσκηση της ως άνω αγωγής (29.6.2015), παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των πέντε ετών, με αποτέλεσμα να έχει παραγραφεί η αξίωση αυτή της ενάγουσας έναντι του εναγομένου ΝΠΔΔ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας (άρθρα 48 παρ. 1 και 49 ν.δ. 496/1974), κατά την βάσιμη σχετική ένσταση του τελευταίου, ζήτημα άλλωστε, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 52 εδ. γ΄ του ν.δ. 496/1974). Και ναι μεν η ενάγουσα επικαλείται διακοπή της παραγραφής με την επίδοση της προγενέστερης από 18.4.2011 (με αριθμό κατάθεσης …./2011) αγωγής της στο εναγόμενο πριν την πάροδο της πενταετίας, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, με την ως άνω προγενέστερη αγωγή της η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει, ως οφειλόμενο τίμημα από τις συμβάσεις πώλησης (σε συνδυασμό με τις συμβάσεις εκχώρησης), την αξία των πωληθέντων ιατροφαρμακευτικών υλικών εντόκως από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την επίδοση εκάστου τιμολογίου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3437/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., η οποία δέχθηκε εν μέρει αυτήν, ως βάσιμη κατ’ ουσία, ως προς τα αναφερόμενα τιμολόγια πώλησης που δεν υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο και απέρριψε αυτήν, ως αόριστη, ως προς τα λοιπά τιμολόγια, που υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο. Η αγωγή, όμως, αυτή είχε ιστορική και νομική αιτία διάφορη της μεταγενέστερης από 16.6.2015 αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για τα ίδια αυτά τιμολόγια, δεδομένου ότι η ευθύνη του εναγομένου στην πρώτη αγωγή στηριζόταν αποκλειστικά στη σύμβαση πώλησης, ενώ στην μεταγενέστερη αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή σε εντελώς διαφορετική ιστορική και νομική βάση. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας για να επέλθει διακοπή της παραγραφής λόγω της ασκηθείσης πρώτης χρονικά αγωγής και της επανέγερσής της κατ’ άρθρο 263 ΑΚ (το οποίο έχει εφαρμογή και στην παραγραφή των κατά των ΝΠΔΔ χρηματικών απαιτήσεων, ενόψει του ότι δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση με το ν.δ. 496/1974), πρέπει η μεταγενέστερη αγωγή να έχει την ίδια ιστορική και νομική βάση με την αρχική αγωγή, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση ως προς τις αγωγές αυτές (ήτοι την αρχική που ασκήθηκε με βάση τη σύμβαση πώλησης και την μεταγενέστερη που ασκήθηκε με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό), οι οποίες εισάγουν διαφορετικά αντικείμενα δίκης, δεδομένου ότι το πραγματικό των εφαρμοζομένων διατάξεων είναι διαφορετικό στις δύο αυτές περιπτώσεις, ενώ και οι έννομες συνέπειες (νομική θεμελίωση) είναι, επίσης, διαφορετικές κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως παραγεγραμμένη την αξίωση της ενάγουσας και, συνακόλουθα, ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή, κατά παραδοχή του περί παραγραφής ισχυρισμού του εναγόμενου ΝΠΔΔ, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν στη ίδια ως άνω νομική σκέψη της και, ως εκ τούτου, ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΝΣΚ/83/2006
Προμήθειες Ενόπλων Δυνάμεων. Τροποποίηση κατακυρωτικής αποφάσεως. Ισχύς όρου συμβάσεως.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Δεν είναι δυνατή η τροποποίηση κατακυρωτικής αποφάσεως μετά την ανακοίνωσή της στον υποψήφιο προμηθευτή. Μετά την ανακοίνωση της κατακυρωτικής αποφάσεως το ενοχικό συνάλλαγμα έχει καταρτισθεί και η τροποποίηση της συμβάσεως μπορεί να γίνει μετά την τήρηση των τύπων που προβλέπονται στα άρθρα 17 και 66 του ΠΔ 284/1989. Δεν είναι δυνατή η τροποποίηση της συμβάσεως όταν ο τροποποιούμενος όρος αφορά παροχή που έχει ήδη εκτελεσθεί. Δεν είναι αναγκαία η υπογραφή τροποποιήσεως προκειμένου να αλλάξει η επωνυμία της αντισυμβαλλομένης εταιρείας, διότι η αλλαγή απλώς της επωνυμίας ουδεμία επίδραση έχει επί της νομικής προσωπικότητας του αντισυμβαλλομένου. Είναι ισχυρός ο όρος της συμβάσεως, περί αναθέσεως έργου από τον προμηθευτή σε Έλληνες υπεργολάβους, έστω και αν έρχεται σε αντίθεση με προσυμβατικά κείμενα, αφ’ ενός μεν διότι, σύμφωνα με το νόμο η σύμβαση υπερισχύει παντός άλλου κειμένου στο οποίο αυτή στηρίζεται και, αφ’ ετέρου, υπό το δεδομένο πραγματικό, τυχόν αντίθετη εκδοχή θα αντέβαινε στις αρχές της καλής πίστεως και της εμπιστοσύνης που πρέπει να διέπει τις σχέσεις των συμβαλλομένων. Δεν είναι δυνατή η αποπληρωμή του τιμήματος, αν δεν έχουν εκπληρωθεί όλοι οι όροι της συμβάσεως.
ΣΤΕ/ΕΑ/187/2017
Παροχή υπηρεσιών ασφάλειας/φύλαξης λιμενικών εγκαταστάσεων...σύμφωνα με τα κριθέντα, εν προκειμένω: Α) Η διαφορά που γεννήθηκε με την άσκηση της κρινόμενης αίτησης είναι ιδιωτική (λόγω του ότι η καθ’ ης .. είναι ν.π.ι.δ.) και για τη δικαστική επίλυσή της δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του Βιβλίου IV του ν. 4412/2016 (λόγω έναρξης της σχετικής διαγωνιστικής διαδικασίας στις 10.4.2017). Β) Η υπό ανάθεση σύμβαση έχει χαρακτήρα δημόσιας σύμβασης υπηρεσιών, η οποία, ως εκ του ειδικότερου αντικειμένου της και του ύψους της προϋπολογισθείσης δαπάνης, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ. Συνεπώς, δεν συντρέχει προϋπόθεση του ν. 3886/2010 για την υπαγωγή της εν λόγω ιδιωτικής διαφοράς στις διατάξεις του νόμου τούτου και η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί, διότι η Διοικητική Δικαιοσύνη δεν έχει δικαιοδοσία για την εκδίκασή της. Λόγω δε της απόρριψης της αίτησης, πρέπει να γίνει δεκτή η παραδεκτώς ασκηθείσα παρέμβαση. Αν και κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη η υπό κρίση αίτηση, στρεφόμενη κατά πράξης εκδοθείσας, πριν τις 26.6.2017, στο πλαίσιο διαγωνιστικής διαδικασίας που κατατείνει στη σύναψη ιδιωτικής σύμβασης υπηρεσιών του Παραρτήματος XVII της Οδηγίας 2014/25/ΕΕ και του ν. 4412/2016, με προϋπολογισθείσα δαπάνη κάτω των ενωσιακών αλλά άνω των εθνικών χρηματικών ορίων, διέπεται από τις ρυθμίσεις του ν. 3886/2010, οι οποίες ισχύουν όπως ορίζει ο ν. 4412/2016 και άρα αποτελεί αίτηση ασφαλιστικών, η εκδίκαση της οποίας, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3886/2010, ανήκει στην δικαιοδοσία της Διοικητικής Δικαιοσύνης και στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, στο οποίο και θα έπρεπε να παραπεμφθεί