ΝΣΚ/93/2013
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Εμπορικές μισθώσεις – Διαχειριστές κοινωφελών περιουσιών – Αναπροσαρμογή μισθώματος – Συμβιβασμός – Επιτροπή Διακανονισμού.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Ο διαχειριστής μιας κοινωφελούς περιουσίας μπορεί να αποδεχθεί συμβιβασμό, ως προς την αναπροσαρμογή μισθώματος, υπογράφοντας το σχετικό Πρακτικό της Επιτροπής Διακανονισμού των Εμπορικών μισθώσεων του άρθρου 15 του ν. 4013/2011, το οποίο, στη συνέχεια, θα πρέπει να εγκριθεί από τον Γενικό Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, μετά από προηγούμενη γνωμοδότηση του Συμβουλίου Εθνικών Κληροδοτημάτων. (ομοφ.)
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/373/2009
Διάρκεια μίσθωσης ακινήτων για στέγαση δημοσίων υπηρεσιών κατ’ άρθρ. 13 του Ν 2892/2001. Προσδιορισμός της έναρξης ισχύος της αναπροσαρμογής του μισθώματος.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Στις μισθώσεις ακινήτων για στέγαση δημοσίων υπηρεσιών κατ’ άρθρ. 13 του Ν 2892/2001 και η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνείται για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο της παραχωρηθείσας εκμετάλλευσης του έργου, η δε αναπροσαρμογή του μισθώματος, όταν αυτή επιτρέπεται, ισχύει από την κοινοποίηση έγγραφης όχλησης του εκμισθωτή προς το μισθωτή Δημόσιο.
ΕΣ/Τ7/256/2008
Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων (π.δ.34/1995), το μίσθωμα καθορίζεται από τους συμβαλλόμενους και αναπροσαρμόζεται κατά τα χρονικά διαστήματα και το ύψος που ορίζεται στη σύμβαση της μίσθωσης. Σε περίπτωση όμως που δεν υπάρχει συμφωνία των μερών για τη σταδιακή αναπροσαρμογή ή αυτή έχει εξαρτηθεί από άκυρη ρήτρα, η αναπροσαρμογή του μισθώματος στις ρυθμιζόμενες με το π.δ.34/1995 μισθώσεις, στις οποίες υπάγεται και η μίσθωση που συνάπτεται για την εγκατάσταση δημοτικών υπηρεσιών, συντελείται αυτοδικαίως μετά πάροδο διετίας από την έναρξη της μίσθωσης και, στη συνέχεια, με τη συμπλήρωση κάθε έτους από την προηγούμενη αναπροσαρμογή, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε όχληση του εκμισθωτή, η οποία απαιτείται μόνο για να καταστεί το κατά τ’ ανωτέρω αναπροσαρμοζόμενο μίσθωμα απαιτητό. Αν δεν ασκηθεί όχληση ή βραδύνει, δεν εμποδίζεται η αυτόνομη επέλευση των περαιτέρω αναπροσαρμογών, αλλά απλώς επέρχεται απώλεια σε βάρος του εκμισθωτή, ο οποίος δεν δικαιούται για το διάστημα που παρήλθε να απαιτήσει την καταβολή του αυτομάτως αναπροσαρμοσθέντος μισθώματος, το δε ποσοστό 75% της ετήσιας αύξησης θα υπολογισθεί επί του αυτομάτως αναπροσαρμοσθέντος ποσού, έστω και αν αυτό δεν είναι απαιτητό (βλ. ΑΠ 106/1996, 280/1999, 1082/2001, 905/2006, 1256/2007, Εφ. Αθ. 2242/1998, 2904/2005).
ΝΣΚ/27/2015
Σύμβαση εκμίσθωσης από το Δημόσιο ακινήτου (ξενοδοχείου) κοινωφελούς περιουσίας – Εμπορικές μισθώσεις – Καταγγελία – Οφειλόμενα μισθώματα – Συμψηφισμός – Αξιώσεις του Δημοσίου σε περίπτωση μη νόμιμης καταγγελίας – Νόμιμο ενέχυρο.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
α) Η εκμίσθωση από το Δημόσιο ακινήτου (ξενοδοχείου) κοινωφελούς περιουσίας, που συνιστά και εμπορική μίσθωση, διέπεται, κατ’ αρχήν, από τις ειδικές και εξαιρετικές διατάξεις της νομοθεσίας περί καταλειπομένων στο κράτος κοινωφελών περιουσιών. Και στην περίπτωση αυτή χωρεί εφαρμογή της αρχής του δικαίου περί καταγγελίας της σύμβασης για σπουδαίο λόγο. β) Προϋποθέσεις για τη νόμιμη άσκηση της καταγγελίας. γ) Εφόσον θεωρηθεί από τη Διοίκηση ότι επήλθε λύση της μίσθωσης λόγω καταγγελίας από το μισθωτή, αυτός οφείλει τα μισθώματα μέχρι το χρόνο της καταγγελίας. δ) Δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για τον συμψηφισμό των οφειλομένων μισθωμάτων με την αξία του κινητού εξοπλισμού του ξενοδοχείου. (ομοφ.) ΑΠΟΔΕΚΤΗ
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.4/108/2019
Εξόφληση ενοικίων:..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη στερείται οποιουδήποτε νομίμου ερείσματος, διότι δεν προβλέπεται από το νόμο, δεν στηρίζεται σε νομίμως συναφθείσα σύμβαση ούτε έχει κριθεί με δικαστική απόφαση με δύναμη δεδικασμένου, ενώ και τα ανωτέρω μνημονευόμενα παραστατικά λειτουργικών δαπανών δεν παρουσιάζουν οποιαδήποτε νομίμως εκκαθαρισμένη απαίτηση αντίστοιχη προς την εντελλόμενη δαπάνη και τα λοιπά έγγραφα, κατά συνέπεια οι πρώτος και τρίτος λόγοι άρνησης θεώρησης του χρηματικού εντάλματος, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου τους, κρίνονται βάσιμοι. Ειδικότερα, ως προς τον πρώτο λόγο διαφωνίας, η διαγωνιστική διαδικασία που διενεργήθηκε κατά το έτος 2006 αφορούσε στη σύναψη μίσθωσης του ακινήτου μέχρι τις 16.3.2011, έκτοτε ουδέποτε διενεργήθηκε διαγωνισμός για τη σύναψη αντίστοιχης μισθωτικής σχέσης με το ίδιο μίσθιο ακίνητο για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα. Η αποζημίωση χρήσης για την καθυστερημένη παράδοση του μισθίου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 34 του π.δ. 715/1979, μπορούσε να καταβληθεί μόνο για διάστημα, όχι μεγαλύτερο από δύο μήνες, μετά τις 16.3.2011, δηλαδή για τη χρήση του ακινήτου έως 16.5.2011, στο οποίο προφανώς η εντελλόμενη δαπάνη δεν ανάγεται. Επιπροσθέτως, μετά τη λήξη στις 16.3.2011 της μισθωτικής σχέσης μεταξύ του ... και της εκμισθώτριας του ακινήτου, δυνατότητα παράτασης της διάρκειάς της δεν υφίστατο, διότι δεν είχε συνομολογηθεί εξαρχής. Άλλωστε, η αρχική σύμβαση, είχε συναφθεί κατόπιν διαγωνισμού πριν από την ισχύ των διατάξεων του ν. 3518/2006 για διάστημα πενταετίας, που εξαντλούσε τη νομοθετικά θεσπιζόμενη ανώτατη επιτρεπτή χρονική διάρκεια των μισθώσεων ακινήτων για τις ανάγκες των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Ακόμα, η σιωπηρή αναμίσθωση του ακινήτου ρητώς απαγορευόταν από τις ισχύουσες διατάξεις. Τέλος, ουδέποτε η Διοικούσα Επιτροπή του … έλαβε την απαιτούμενη ειδικά αιτιολογημένη απόφαση απευθείας συμφωνίας για τη μίσθωση του ακινήτου, χωρίς τη διενέργεια διαγωνισμού, παράλληλα δε, ούτε προκύπτει ότι συνέτρεχαν επείγουσες και εξαιρετικές συνθήκες που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τέτοια απευθείας συμφωνία κατά παράκαμψη της διαγωνιστικής διαδικασίας, ακόμα δε και σε αυτή την περίπτωση η οικεία σύμβαση, δεν θα μπορούσε να καλύπτει τη χρήση του ακινήτου έως και το έτος 2016, το οποίο η εντελλόμενη δαπάνη αφορά, διότι δεν μπορούσε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των τριών ετών, αρχής γενομένης από τη λήξη της μισθωτικής σχέσης κατά το έτος 2011. Με δεδομένο ότι δεν τηρήθηκαν από τα αρμόδια όργανα του … οι προδιαληφθείσες ειδικές διατάξεις της νομοθεσίας που διέπει τις μισθώσεις των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες, για μεν τη σύναψη μίσθωσης ακινήτου επιβάλλουν τη διενέργεια διαγωνισμού, κατ’ εξαίρεση δε και υπό προϋποθέσεις και περιστάσεις που δεν συντρέχουν εν προκειμένω, την απευθείας συμφωνία, ενώ ρητώς δεν επιτρέπουν ούτε την παράταση υφισταμένης μίσθωσης ούτε τη σιωπηρή αναμίσθωση, η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη (πρβλ. Πράξεις IV Τμ. Κλιμ. Προλ. Ελ. Δαπ. στο IV Τμ. 15/2018). Τέλος, η συμφωνία «διακανονισμού» που επιτεύχθηκε κατά το έτος 2018, δεν έχει οποιοδήποτε νομοθετικό έρεισμα (πρβλ. άρθρο 15 «Ρύθμιση θεμάτων Εμπορικών Μισθώσεων» παρ. 1-10 ν. 4013/2011, Α 204). Περαιτέρω, η ίδια συμφωνία εκτιμώμενη ως σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους ή και ειδικά ως εξώδικος συμβιβασμός (Πράξεις IV Τμ. 47, 54, 59/2017, 7/2019), για τη νομιμότητά της προϋποθέτει προηγούμενη έγκυρη συμβατική σχέση, ωστόσο, εν προκειμένω, στηρίζεται σε ανύπαρκτη υποκείμενη αιτία, δεδομένου ότι δεν προκύπτει μίσθωση του ακινήτου για το κρίσιμο διάστημα, νομίμως συναφθείσα, επί έριδας ή αβεβαιότητας της οποίας επήλθε ο εν λόγω συμβιβασμός. Τέλος, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι τα μέρη απέβλεψαν στην αφηρημένη (αναιτιώδη) υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, τέτοια συμφωνία αντίκειται στην αρχή της νομίμου δράσεως της Διοικήσεως. Επομένως, η εντελλόμενη δαπάνη που ενσωματώνει αποζημίωση χρήσης ακινήτου και λειτουργικών δαπανών για τα κατά περίπτωση αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, δεν θεμελιώνεται νομίμως στην προαναφερόμενη από 13.1.2018 συμφωνία, υπό οποιαδήποτε εκδοχή ως προς το αντικείμενο της ως σύμβασης.Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη και το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.