Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Π.Δ.449/1979

Τύπος: Προεδρικά Διατάγματα

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 826/1978
ΦΕΚ: 135/Α/23.06.1979

Περί οργανώσεως, λειτουργίας, ελέγχου κ.λπ. του Ειδικού Λογαριασμού παρά τω Επικουρικώ Ταμείω Ελληνικής Χωροφυλακής (Ε.Τ.Ε.Χ.) διά την εφ΄ άπαξ οικονομικήν ενίσχυσιν των οικογενειών των εν καιρώ ειρήνης, εν διατεταγμένη υπηρεσία ή μη φονευομένων, αποβιούντων ή εξαφανιζομένων μετόχων του Ε.Τ.Ε.Χ. (διόρθωση 196/Α΄).

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Ν.826/1978

Περι συστάσεως Κλάδου Ειδικού Λογαριασμού παρά τω Επικουρικώ Ταμείω Ελληνικής Χωροφυλακής και άλλων τινων διατάξεων


ΝΣΚ/161/2003

Η, κατά το άρθρο 9 παρ.4 του Ν 1418/84, αποζημίωση που καταβάλλεται στον ανάδοχο εκτελέσεως δημοσίου έργου, στην περίπτωση που αυτός συμφωνεί για τη ματαίωση της διαλύσεως της σχετικής συμβάσεως, ορίζεται ισόποση με τη θετική ζημία που υφίσταται ο ανάδοχος, εξ αποκλειστικής υπαιτιότητας του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου. Η, εν λόγω, αποζημίωση περιλαμβάνει και την εφ’ άπαξ υπολογιζόμενη διαφορά μεταξύ των συμβατικών τιμών των υλικών και εργασιών και των τιμών, που θα καταβάλλει αποδεδειγμένως ο ανάδοχος για την εξασφάλιση των ιδίων εργασιών και υλικών, εφόσον η διαφορά αυτή, η οποία δύναται να προκύψει κατά το διάστημα από το χρόνο της πραγματικής διακοπής των εργασιών μέχρι την έγκριση της συμφωνίας του αναδόχου, δεν καλύπτεται από την αναθεώρηση των δαπανών των εν λόγω συμβατικών τιμών (εργασιών και υλικών).

ΣΤΕ/2760/1999

Αστική ευθύνη δημοσίου-καταβολή αποζημίωσης από σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου:..Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, υπάλληλος του Δημοσίου, συνδεδεμένος κατά το παρελθόν με αυτό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και υπαχθείς στις διατάξεις του Ν. 993/1979 όπως κωδικοποιήθηκαν με το Π.Δ. 410/1988, ο οποίος, εν συνεχεία, διορίσθηκε σε θέση μονίμου δημοσίου υπαλλήλου κατ' εφαρμογή του άρθρου 1 Ν. 1476/1984 και διατήρησε τόσο το δικαίωμα συταξιοδοτήσεώς του από το Ι.Κ.Α., κάνοντας χρήση της ευχέρειας που του παρείχε σχετικώς το άρθρο 1 Ν. 1583/1985, όσο και το αντίστοιχο καθεστώς επικουρικής ασφαλίσεως και πρόνοιας, διατηρούμενο υποχρεωτικώς κατά το άρθρο 3 του νόμου αυτού, διατηρεί, εφ' όσον συντρέχει περίπτωση, το δικαίωμα απολήψεως της κατ' άρθρο 49 παρ. 4 Ν. 993/1979 εφ' άπαξ αποζημιώσεως, η οποία συνιστά παροχή προνοιακού χαρακτήρα. 

Επειδή ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίο τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εστερούντο δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, εφ' όσον η αναιρεσίβλητη, στρεφόμενη κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ζήτησε με την ανωτέρω αγωγή της που στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρ. 105 Εισ. Ν.Α.Κ. την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την παράλειψη των οργάνων του να της χορηγήσουν την επίμαχη αποζημίωση.Επειδή, ο λόγος αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προπαρατεθεισών διατάξεων είναι, εν όψει της εννοίας που δόθηκε σ' αυτές στην τρίτη σκέψη της αποφάσεως, απορριπτέος ως αβάσιμος.


ΣτΕ/4162/1997

Η τυχόν εκ των υστέρων κρίσις των άνευ εγγράφου εντολής εκτελεσθεισών εργασιών ως βαρυνουσών τον κύριον του έργου δεν παρέχει εις τον ανάδοχον το δικαίωμα να ζητήση άνευ ετέρου διά της προσφυγής την επιδίκασιν των δαπανών εις τας οποίας υπεβλήθη προς τούτο, αλλ' απαιτείται και εις την περίπτωσιν ταύτην διά τον καθορισμόν του διά τας εργασίας ταύτας ανταλλάγματος η τήρησις της ως άνω διαδικασίας καταρτίσεως συγκριτικού πίνακος και πρωτοκόλλου κανονισμού τιμής μονάδος νέων εργασιών, διά δε την πληρωμήν η διενέργεια επιμετρήσεως και η έγκρισις του σχετικού λογαριασμού, αποτελούντος την προς τούτο απαιτουμένην πιστοποίησιν, κατά τα οριζόμενα εις τα άρθρα 5 παρ. 7 επ. και 8 του ν. 1418/1984 ως και 38, 40, 43 και 44 του Π. Διατάγματος 609/1985. Οθεν, κατόπιν της διά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως χαρακτηρισμού της ως άνω εργασίας ως βαρυνούσης το Ελληνικόν Δημόσιον και της ακυρώσεως της περί του αντιθέτου αποφάσεως του Β' Υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ανακύπτει μεν συμφώνως προς το άρθρον 56 παρ. 4 του Π. Διατάγματος 341/1978, εις το οποίον το άρθρον 4 του ν. 1406/1983 παραπέμπει, υποχρέωσις της αρμοδίας υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης να προβή εις τας ως άνω ενεργείας προς καθορισμόν και πληρωμήν εις τον ανάδοχον του διά την εργασίαν ταύτην ανταλλάγματος, ουχί νομίμως όμως το εκδόν την αναιρεσιβαλλομένην απόφασιν Διοικητικόν Εφετείον προέβη αυτό εις κρίσιν περί του οφειλομένου διά τας εργασίας ταύτας ποσού και επιδίκασιν εις την αναιρεσίβλητον ανάδοχον κοινοπραξίαν το υπό ταύτης διά της προσφυγής αιτηθέν ποσόν των δαπανών εις τας οποίας αύτη, κατά τους ισχυρισμούς της, υπεβλήθη, χωρίς να βεβαιώση ότι είχεν εν προκειμένω κινηθή ενώπιον της αρμοδίας υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης η υπό των ανωτέρω διατάξεων διά τον καθορισμόν του σχετικού ποσού διαδικασία, εις τούτο δε δεν ήσκει επιρροήν το ότι το καθ' ου η προσφυγή Ελληνικόν Δημόσιον δεν ημφισβήτησε το ύψος της δαπάνης ταύτης, εφ' όσον τούτο ηρνείτο κατ' αρχήν την υποχρέωσίν του να αποκαταστήση την δαπάνην ταύτην.


ΣτΕ/4326/2000

Κρίσιμος χρόνος δια την αναθεώρησιν των τιμών κατασκευής δημοσίων έργων είναι ο χρόνος εκτελέσεως των εργασιών και , ως εκ τούτου , επί της αναθεωρήσεως των εν λόγω τιμών ουδεμίαν ασκεί επιρροήν ούτε ο χρόνος πιστοποιήσεως των εργασιών , ούτε ο χρόνος πληρωμής τούτων . Επειδή , εξάλλου , κατά την διάταξη του άρθρ. 288 του Αστικού Κώδικος , κατά την οποία «Ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώση την παροχήν ως απαιτεί η καλή πίστις , λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών» , εφαρμοζομένην αναλόγως , ως γενικής αρχής του δικαίου , και επί διοικητικών συμβάσεων , το δικαστήριον δύναται να παρεμβαίνη διορθωτικώς , καθορίζον , κατ’ απόκλισιν έτι από των συμφωνηθέντων , την μεταξύ των συμβαλλομένων παροχήν και αντιπαροχήν , εφ’ όσον τούτο επιβάλλεται εκ της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών , δηλαδή εις τας περιπτώσεις εκείνας , κατά τας οποίας συντρέχουν απρόβλεπτοι συνθήκαι , αι οποίαι , αν και δεν πληρούν τας προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρ. 388 του Αστικού Κώδικος , καθιστούν , παρά ταύτα , διά τινα των αντισυμβαλλομένων την παροχήν υπερμέτρως επαχθή εις βαθμόν , υπερβαίνοντα τον κατά την καλή πίστιν και τα συναλλακτικά ήθη δυνάμενον να αναληφθή παρ’ αυτού κίνδυνον (πρβλ. Σ.τ.Ε. 74/1992 επταμ.) .


ΣτΕ/1093/2005

Με την προσφυγή της η αναιρεσείουσα κοινοπραξία προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι, εφ’ όσον το έργο περατώθηκε την 30.1.92 και η Υπηρεσία δεν προέβη, αμέσως, στην έγκριση του πρωτοκόλλου παραλαβής, καθώς και στη σύνταξη του τελικού 12ου Σ.Π., με αποτέλεσμα να μη μπορεί να συντάξει και υποβάλει λογαριασμό για την πληρωμή της, θα έπρεπε η αναθεώρηση των τιμών να υπολογισθεί, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, όχι με τους συντελεστές του χρόνου εκτελέσεως των εργασιών, όπως έκανε η Υπηρεσία, προβλέποντας στον εν λόγω Σ.Π. ποσό 300.000.000 δραχμών, αλλά με τους συντελεστές του χρόνου πληρωμής, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του Ν.Δ. 1266/72, ώστε να μη υποστεί ζημία, κυρίως, από τη σημαντική ανατίμηση της αξίας των υλικών και των ημερομισθίων. Το λόγο αυτό της προσφυγής απέρριψε το Διοικητικό Εφετείο Πατρών, με την προσβαλλόμενη απόφαση, με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του Ν. 889/79, κρίσιμος χρόνος υπολογισμού της αναθεωρήσεως είναι ο χρόνος εκτελέσεως των εργασιών. Η κρίση, όμως, αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη. Τούτο δε διότι, εν όψει των ως άνω λόγων της προσφυγής, θα έπρεπε το δικαστήριο της ουσίας να εξετάσει αν, πράγματι, το αίτημα της αναιρεσείουσας κοινοπραξίας προς πληρωμή των ένδικων εργασιών υπεβλήθη, υπαιτιότητι της Διοικήσεως, μετά την πάροδο του αναθεωρητικού τριμήνου του χρόνου εκτελέσεως αυτών και μάλιστα σε χρόνο που, λόγω της, εν τω μεταξύ, επελθούσης μεταβολής των τιμών, η οφειλόμενη από την αναιρεσείουσα κοινοπραξία παροχή κατέστη υπέρμετρα επαχθής, σε βαθμό, που να υπερβαίνει τον, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, δυνάμενο να αναληφθεί από αυτήν κίνδυνο.


ΣΤΕ/ΕΑ/268/2016

Προμήθεια οχημάτων...Εξάλλου, η επιβαλλομένη με το άρθρο 1 παρ. 5 και 7 του π.δ/τος 82/1996 υποχρέωση δημοσιοποιήσεως της προθέσεως συμμετοχής σε δημόσιους διαγωνισμούς, αποσκοπεί, κατά την Επιτροπή, στη ρύθμιση των σχέσεων της εταιρείας με το επενδυτικό κοινό και με τους μετόχους της, εφ’ όσον η τήρηση της προβλεπομένης από τη διάταξη αυτή διαδικασίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εν συνεχεία επιβολή εκ μέρους της εταιρείας των κατά το άρθρο 2 παρ. 3 του εν λόγω διατάγματος «κυρώσεων» του εταιρικού δικαίου στις ανώνυμες εταιρείες - μετόχους της, οι οποίες δεν προέβησαν, όπως όφειλαν, σε περαιτέρω ονομαστικοποίηση των μετοχών τους μέχρι φυσικού προσώπου. Η κρίση αυτή της Επιτροπής Ενστάσεων φαίνεται να είναι νόμιμη (βλ. ΣτΕ 1747/2016 Ολομ., Ε.Α. 906/2005, 270/2014) και εφόσον προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι η παρεμβαίνουσα, ως μη εισηγμένη, προσκόμισε το πιστοποιητικό ονομαστικοποίησης μετοχών και την αναλυτική κατάσταση με τα στοιχεία των φυσικών προσώπων που είναι μέτοχοι και τον αριθμό των μετοχών κάθε μετόχου (μετοχολόγιο) κατά το χρόνο υποβολής της προσφοράς, η δε εταιρεία «…» προσκόμισε το πιστοποιητικό του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, με το οποίο βεβαιώνεται ότι η ανώνυμη εταιρεία είναι εισηγμένη, καθώς και το ενημερωτικό δελτίο των μετόχων της, ήτοι την αναλυτική κατάσταση των φυσικών προσώπων των μετόχων της κατά το χρόνο υποβολής της προσφοράς, ο προβαλλόμενος λόγος περί εσφαλμένου μη αποκλεισμού των ως άνω εταιρειών λόγω μη προσκόμισης των δικαιολογητικών του ειδικού όρου 1.3 στοιχείο Θ.2 της διακήρυξης δεν πιθανολογείται σοβαρά ως βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.Επειδή, απορριπτομένης της κρινομένης αιτήσεως, επιβάλλεται στην αιτούσα εταιρεία η καταβολή του ποσού του υπολειπομένου παραβόλου, ύψους τριών χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (3.686,94 ευρώ) (βλ. ανωτέρω σκέψη 4), προς είσπραξη του οποίου διατάσσεται η διαβίβαση αντιγράφου της παρούσας αποφάσεως στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, ώστε να επιμεληθεί της διαδικασίας για την εν λόγω είσπραξη το Τμήμα Εκκαθάρισης Δικαστικών Δαπανών. Το Τμήμα αυτό είναι, κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 5 του π.δ/τος 238/2003 (Α΄ 214), αρμόδιο για τη βεβαίωση των πάσης φύσεως δαπανημάτων που επιδικάζονται υπέρ του Δημοσίου ή εισπράττονται από τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, δηλαδή από υπηρεσίες του Δημοσίου, είτε υπό τη μορφή της δικαστικής δαπάνης, είτε υπό τη μορφή του παραβόλου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το προβλεπόμενο για την άσκηση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3886/2010, παράβολο, δοθέντος, άλλωστε, ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν προβλέπει άλλη ειδική διαδικασία για τη βεβαίωση του καταλογιζομένου από το Δικαστήριο ενός τρίτου του εν λόγω παραβόλου (Ε.Α. 43/2016, 382/2015).


ΑΕΠΠ/134/2020

Προμήθεια τροφίμων...Επειδή, από τη γραμματική ερμηνεία των όρων της διακήρυξης που παρατίθενται και στη σκέψη 18 της παρούσας συνάγεται ότι εν προκειμένω και για την απόδειξη της τεχνικής ικανότητας της παραγράφου 2.2.6 οι οικονομικοί φορείς πρέπει να έχουν εκτελέσει τουλάχιστον μία σύμβαση που να περιλαμβάνει προμήθεια, παράδοση στην Αναθέτουσα Αρχή και διανομή προϊόντων απευθείας σε ωφελούμενους φυσικά πρόσωπα κατά την τελευταία τριετία. Εσφαλμένως ωστόσο υπολαμβάνει η προσφεύγουσα ότι αποκλείεται εν προκειμένω και εξαιτίας των ως άνω διατυπωθέντων όρων, η εκτέλεση και ολοκλήρωση σχετικής σύμβασης από συμμετέχοντα κατά το έτος 2019, διότι η υπόψη διακήρυξη δημοσιεύθηκε την 6.9.2019, περαιτέρω δε εσφαλμένως υποστηρίζει ότι η σχετική ή σχετικές συμβάσεις θα πρέπει να έχουν εκτελεσθεί το έτος 2016 ή το έτος 2017 ή το έτος 2018, πολλώ δε μάλλον που στη διακήρυξη αναφέρεται «η τελευταία τριετία» κατά μέγιστο όριο, όπερ σημαίνει ότι δεν αποκλείεται και το έτος της προκήρυξης της υπόψη σύμβασης, ήτοι το 2019, καθόσον και κατά λογική συνεπαγωγή εδύναντο οι υποψήφιοι από τις αρχές του 2019 μέχρι μάλιστα και την 8η Οκτωβρίου 2019, που ήταν και η καταληκτική ημερομηνία της υποβολής των προσφορών, να έχουν εκτελέσει την απαιτούμενη σχετική σύμβαση και να την προσκομίσουν προς απόδειξη των οριζομένων. Και τούτο διότι με τη δημοσίευση της οικείας προκήρυξης την 6.9.2019 γνωστοποιείται η πρόθεση σύμβασης στους εν δυνάμει συμμετέχοντες στο πλαίσιο αφενός τήρησης των τεθέντων επί ποινή αποκλεισμού όρων και αφετέρου επί τω τέλει ανάπτυξης του ανταγωνισμού και όχι αντιθέτως καταχρηστικώς περιορίζοντας τον, διά του αποκλεισμού συμμετέχοντα που έχει εκτελέσει σχετική σύμβαση  η οποία όμως είναι απαγορευτικώς κατά τη προσφεύγουσα πρόσφατη, ήτοι του 2019, επειδή αποτελεί και το έτος προκήρυξης της υπό εξέταση προς ανάθεση σύμβασης. Mutatis mutandis ισχύουν τα αναφερθέντα στη σκέψη 19 σχετικά με τη πλήρωση διά των προσκομισθέντων από τη συμμετέχουσα εταιρεία «.....» στοιχείων των οριζομένων από τη διακήρυξη χαρακτηριστικών της σύμβασης διανομής και της σχετικής απαίτησης του όρου 2.2.6 της διακήρυξης και για τον επιπλέον λόγο ότι οι προκηρυχθείες προμήθειες του Ταμείου Επισιτιστικής και Βασικής Υλικής Συνδρομής προς τους απόρους (ΤΕΒΑ) δεν απαιτούν απλά παράδοση των ειδών αλλά και οργάνωση τους - διανομή σε πακέτα προς τα ωφελούμενα φυσικά πρόσωπα και υποστήριξη της αναθέτουσας αρχής, σύμφωνα με τις υποδείξεις της, στην επί τόπου διανομή τους..(..)Επειδή, τούτων δοθέντων, η υπό κρίση Προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί ως νόμω και ουσία αβάσιμη, σύμφωνα με ό,τι κρίθηκε ανωτέρω, το παράβολο, δε, που κατέθεσε η προσφεύγουσα να καταπέσει, σύμφωνα με το άρθρο 363 παρ. 5 του Ν. 4412/2016 και 5 παρ. 5 του Π.Δ. 39/2017. 


ΣΤΕ/4179/2011

Εκτέλεση έργου.:Υπό τα δεδομένα αυτά και ενόψει όσων έχουν ήδη εκτεθεί ανωτέρω, το ζήτημα της υπάρξεως ή μη υποχρεώσεως της αναδόχου περί καταβολής της επιδίκου κρατήσεως ετέθη το πρώτον κατά τη σύνταξη του προμνησθέντος συγκριτικού πίνακος, στον οποίο δεν περιελήφθη ειδική πρόβλεψη περί αποδόσεως στην ανάδοχο της ήδη καταβληθείσης υπ’ αυτής κρατήσεως. Η τελευταία αυτή κράτηση, επιβληθείσα επί του εργολαβικού ανταλλάγματος, μετά τη σύναψη της οικείας συμβάσεως, επέφερε, κατ’ ανάγκην, εκ των υστέρων μεταβολή του ύψους του, μεταβολή, δηλαδή, η οποία, κατά τα ήδη εκτεθέντα, αποτελεί περιεχόμενο του συγκριτικού πίνακος. Με την παράλειψη δε αυτή, η οποία επιβεβαιώθηκε διά της εκδόσεως της απορριπτικής της ενστάσεως της αναδόχου αποφάσεως, με την οποία ενεκρίθη ο οικείος συγκριτικός πίνακας και το συνοδεύον αυτόν πρωτόκολλο, εξεδηλώθη για πρώτη φορά η βούληση της Διοικήσεως περί επιβολής της κρατήσεως του άρθρου 27 παρ. 34 του ν. 2166/1993. Αντιθέτως, με τους προγενεστέρους του συγκριτικού πίνακος λογαριασμούς, στους οποίους δεν περιελήφθη πρόβλεψη περί καταβολής της επιδίκου κρατήσεως, ουδόλως εξεδηλώθη ρητή βούληση της Διοικήσεως περί επιβαρύνσεως της αναδόχου με την ως άνω κράτηση και, ως εκ τούτου, η τελευταία δεν ηδύνατο να στραφεί κατά των εγκριτικών των λογαριασμών της πράξεων, οι οποίοι, κατά το μέρος αυτό, ουδεμία πλημμέλεια είχαν. Εξάλλου, η ανάδοχος ούτε επ’ ευκαιρία της εξοφλήσεως των λογαριασμών αυτών ηδύνατο να θέσει ζήτημα αποδόσεως των ποσών, τα οποία αντιστοιχούσαν στην εν λόγω κράτηση, δεδομένου ότι, κατά τη διαδικασία πιστοποιήσεώς τους, δεν εξεδόθη πράξη, της αρμοδίας υπηρεσίας περί επιβολής της επιδίκου κρατήσεως εις βάρος της, όλοι δε οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι εκ μέρους του αναιρεσείοντος Δημοσίου λόγοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι διότι πλήσσουν την αναιρετικώς ανέλεγκτο περί των πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, δεδομένου ότι ερείδονται επί πραγματικού, το οποίο δεν εδέχθη το δικάσαν δικαστήριο. Εκ μόνης δε της καταβολής της κρατήσεως αυτής εκ μέρους της αναιρεσιβλήτου δεν δύναται να συναχθεί ότι η τελευταία απεδέχθη ότι εβαρύνετο, τελικώς, με την εν λόγω κράτηση. Επομένως, ορθώς η αναιρεσίβλητος εστράφη κατά του συγκριτικού πίνακος, ο οποίος, κατά το μέρος, το οποίο δεν προέβλεψε την απόδοση σε αυτήν της ήδη καταβληθείσης κρατήσεως, απετέλεσε την μόνη βλαπτική των εννόμων συμφερόντων της αναδόχου πράξη, παραδεκτώς δε, εν συνεχεία, προσέφυγε η τελευταία ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, μετά την τήρηση της προβλεπομένης εκ του νόμου διοικητικής διαδικασίας επιλύσεως της συγκεκριμένης διαφοράς, η οποία, όπως έχει ήδη εκτεθεί, δεν ετελεσφόρησε.(..)η κρινομένη αίτηση είναι απορριπτέα εν τω συνόλω της.


ΣτΕ/316/2008/ΕΑ

Διαγωνισμός για την εκπόνηση μελέτης. Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά της απόρριψης της οικονομικής προσφοράς της αιτούσας με την αιτιολογία ότι παραβίαζε το ανώτατο όριο αμοιβών που καθοριζόταν στη διακήρυξη. .7. Επειδή, η αιτούσα στο υποβληθέν από αυτήν έντυπο 1 της οικονομικής προσφοράς της και ειδικότερα …Υπό τα δεδομένα αυτά και εν όψει όσων εξετέθησαν στις προηγούμενες σκέψεις, η κρίση περί απαραδέκτου της οικονομικής προσφοράς της στην οποία κατέληξε η αναθέτουσα αρχή, η οποία πολλαπλασίασε την αναγραφόμενη στη σχετική στήλη τιμή ανά μονάδα φυσικού αντικειμένου με τον αντίστοιχο αριθμό μονάδων φυσικού αντικειμένου, φαίνεται να είναι νόμιμη, έστω και αν οδηγεί σε υπερβολικά μεγέθη, όπως ισχυρίζεται η αιτούσα. Τέλος, απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι η οικονομική προσφορά της δεν έπρεπε να απορριφθεί, καθώς λόγω της αναγραφής της συνολικής προσφερομένης τιμής ανά κατηγορία μελέτης δεν δημιουργήθηκε αμφιβολία ως προς την προσφερομένη τιμή, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, η διακήρυξη δεν αρκείται στην υποβολή ορισμένης εκπτώσεως ή μιας συνολικώς προσφερομένης τιμής, αλλά, απαιτεί την εξειδίκευση της προσφερομένης τιμής ανά μονάδα φυσικού αντικειμένου προβλέποντας προς τούτο την υποβολή ξεχωριστού εντύπου οικονομικής προσφοράς για τις τιμές ανά μονάδα φυσικού αντικειμένου. 8. Επειδή, εφ` όσον, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, δεν πιθανολογείται σοβαρώς ότι ο αποκλεισμός της αιτούσας συμπράξεως από την περαιτέρω διαδικασία εχώρησε κατά παράβαση των κανόνων που διέπουν το διαγωνισμό, αυτή στερείται εννόμου συμφέροντος προς αμφισβήτηση της νομιμότητος των προσβαλλομένων πράξεων, κατά το μέρος που με αυτές κρίθηκε παραδεκτή η οικονομική προσφορά της παρεμβαίνουσας συμπράξεως (Ε.Α. 73/2005 κ.ά.). 9. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, πρέπει να απορριφθεί, στο σύνολό της, η κρινόμενη αίτηση και να γίνει δεκτή, κατόπιν τούτου, η ασκηθείσα παρέμβαση. Διά ταύτα Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.»