×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΠΟΛ.1079/2017

Τύπος: ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ-ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ-ΠΟΛ

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3943/2011

«Οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν.δ. 1195/1942 δεν εφαρμόζονται σε παραγεγραμμένες απαιτήσεις από δικαιώματα συμμετοχής σε κέρδη προσωπικών εταιρειών ή από διανομή κερδών Ε.Π.Ε»(ΑΔΑ:67Δ0Η-6ΑΦ)


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

1002355/2016

Οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν.δ.1195/1942 εφαρμόζονται σε απαιτήσεις από παραγραφέντα μερίσματα τόσο των εισηγμένων (διαπαραγματεύσιμων) μετοχών όσο και των μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο μετοχών


Ε.2128/2019

Παραγραφή απαιτήσεων από μερίσματα κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1 του ν.δ. 1195/1942 ΑΔΑ: Ω86Ξ46ΜΠ3Ζ-ΨΧΓ 


Αριθ. Δ11/1071802/ΕΞ2013

Τύπος και περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες των παραγραφέντων υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου χρηματικών ποσών από ασφάλειες ζωής και τίτλους κεφαλαιοποίησης κατά τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970, που αντικατέστησε το π.δ. 19-26/1/1926 (άρθρο 5 του ν.δ. 1195/1942).


ΝΣΚ/178/2016

Σχετικά με τον τρόπο φορολόγησης των διανεμομένων κερδών, κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του ν. 4172/2013.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Σε περίπτωση ύπαρξης φορολογικών ζημιών παρελθουσών χρήσεων, οι οποίες, μεταφερόμενες, συνεπάγονται ζημιογόνο αποτέλεσμα σε ένα φορολογικό έτος και ταυτόχρονα διανομής κερδών (λόγω ύπαρξης λογιστικών κερδών) ή κεφαλαιοποίησης των κερδών αυτών στο ίδιο φορολογικό έτος, τα προς διανομή ή κεφαλαιοποίηση ποσά, για τα οποία δεν έχει καταβληθεί φόρος εισοδήματος, φορολογούνται ως κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 1, εδάφ. δεύτερο, του άρθρου 47 του ν.4172/2013, ξεχωριστά (αυτοτελώς), μη συναθροιζόμενα με τα λοιπά αποτελέσματα (κέρδη ή ζημίες), χωρίς να τίθεται ζήτημα διπλής φορολογήσεώς τους, αφού φορολογούνται για πρώτη και μόνη φορά κατά τη διανομή ή την κεφαλαιοποίηση. (ομόφ.)


ΝΣΚ/68/2021

Ασφαλιστικές εταιρείες. Δήλωση απόδοσης στο Δημόσιο, τον Απρίλιο εκάστου έτους σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 8 του ν.δ. 1195/1942, ασφαλισμάτων ζωής που παραγράφηκαν κατά την λήξη του προηγούμενου. Ύπαρξη ή μη σχετικής υποχρέωσης για τον Απρίλιο 2021, ενόψει της αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων και της αναστολής παραγραφής συναφών αξιώσεων, λόγω της πανδημίας Covid-19.(...)Οι διατάξεις περί αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων και αναστολής των νομίμων και δικαστικών προθεσμιών, καθώς και περί αναστολής της παραγραφής των συναφών αξιώσεων, οι οποίες θεσπίστηκαν στο πλαίσιο λήψης έκτακτων μέτρων για την αποφυγή διάδοσης του κορωνοϊού Covid-19, δεν ασκούν επιρροή σε σχέση με την υποχρέωση των ασφαλιστικών εταιρειών να υποβάλουν, εντός του Απριλίου του έτους 2021, στις αρμόδιες ΔΟΥ την προβλεπόμενη στο άρθρο 8 του ν.δ. 1195/1942 δήλωση απόδοσης των ασφαλισμάτων ζωής που κατέστησαν απαιτητά στις 31.12.2015 και δεν αναζητήθηκαν έκτοτε από τους δικαιούχους (ομόφωνα).


ΝΣΚ/486/2004

Φορολογία εισοδήματος ανωνύμων εταιρειών και διανομή μη φορολογηθέντων κερδών.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 99 παρ.1 περ.α’ του Ν 2238/1994 «Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος» (ΚΦΕ), κατά την οποία οφείλεται φόρος εισοδήματος για κέρδη που διανέμονται από ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες και για τα οποία δεν έχει καταβληθεί προηγουμένως φόρος, στην περίπτωση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών» (Ν 2338/1995 «Κύρωση Σύμβασης Ανάπτυξης Αεροδρομίου Σπάτων») όταν διανέμει μερίσματα εκ κερδών του ισολογισμού ενώ, λόγω αυξημένων φορολογικών αποσβέσεων που διενεργήθηκαν βάσει διατάξεων του άρθρου 25, της κυρωθείσης ως άνω Συμβάσεως, το φορολογητέο εισόδημά της είναι μηδενικό ή αρνητικό.


ΝΣΚ/118/2003

Φορολογία εισοδήματος. Δικηγορικές εταιρείες. Φορολογική μεταχείριση α) ειδικής αμοιβής εταίρου και β) μεταβίβασης εταιρικού μεριδίου δικηγορικής εταιρείας κατά την είσοδο εταίρου.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
α) Η έκτακτη αμοιβή της παρ.2 του άρθρου 27 του ΠΔ 518/1989, που λαμβάνει δικηγόρος – μέλος δικηγορικής εταιρείας, δεν εκπίπτει ως δαπάνη από τα ακαθάριστα έσοδα της εταιρείας κατά το λογιστικό προσδιορισμό των καθαρών και φορολογητέων κερδών της. (πλειοψ.) β) Κατά την είσοδο νέου εταίρου σε δικηγορική εταιρεία, αν και υπάρχει κατ’ ανάγκην μεταβίβαση ποσοστού της δικηγορικής εταιρείας, δεν τίθεται θέμα επιβολής φόρου υπεραξίας σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης α’ της παρ.1 του άρθρου 13 του Ν. 2238/94, λόγω της ιδιαζούσης φύσεως της εταιρείας αυτής (μη εμπορική επιχείρηση). (ομοφ.) γ) Η ειδική αμοιβή εταίρου της δικηγορικής εταιρείας, εφόσον έχει περιληφθεί στα φορολογητέα κέρδη της δικηγορικής εταιρείας με εξάντληση της φορολογικής υποχρεώσεως των μελών της, μπορεί να αναγνωρισθεί φορολογικά και να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης αγοράς ή διαβίωσης του λαβόντος αυτήν, διότι συνδέεται με την ελεύθερη, κατά το καταστατικό της εταιρείας, διανομή κερδών μεταξύ των μελών της, όντος αδιαφόρου αν αυτή υπερβαίνει αριθμητικά το ποσό που δικαιούται ο εταίρος με βάση το ποσοστό συμμετοχής του στην εταιρεία. (πλειοψ.)


ΝΣΚ/284/2016

Κρατική Ορχήστρα Αθηνών - Καλλιτεχνικό προσωπικό - Άδεια άσκησης ιδιωτικού έργου ή εργασίας με αμοιβή - Εφαρμοστέο δίκαιο.(...): α) Οι διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 1 έως 4 και 25 του ν.δ 2010/1942, όπως μεταγενέστερα τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τα άρθρα 1 του V. 176/1943 και 5 του ν.δ 3050/1954, καταργήθηκαν σιωπηρά με τις διατάξεις του άρθρου 69, κεφ. Β', παρ. 1 έως 9 του ν. 2065/1992 και έχουν παύσει έκτοτε να ισχύουν, β) Οι διατάξεις του άρθρου 69, κεφ. Β', παρ. 4 έως 9 του ν. 2065/1992, καθόσον αφορά την ιδιωτική απασχόληση με αμοιβή του μονίμου καλλιτεχνικού προσωπικού της ΚΟΑ, ως ειδικές, κατισχύουν των διατάξεων του άρθρου 31 του Υ.Κ, εφαρμόζονται δε και κατά το χρονικό διάστημα, που υπάλληλος, ανήκων στο ανωτέρω προσωπικό, τελεί υπό καθεστώς αργίας, σύμφωνα με το άρθρο 105 παρ. 4 του Υ.Κ, γ) Η άδεια της Διοίκησης για την άσκηση από υπάλληλο ιδιωτικού έργου ή εργασίας με αμοιβή, που προβλέπεται, τόσο από τις διατάξεις άρθρου 69, κεφ. Β', παρ. 4 έως 9 του ν. 2065/1992, όσο και από τις διατάξεις του άρθρου 31 του Υ.Κ, χορηγείται μόνον εκ των προτέρων, δηλαδή πριν την άσκηση του ιδιωτικού έργου ή της εργασίας και δεν επιτρέπεται να εξεταστεί και εγκριθεί από τη Διοίκηση αίτημα για τη χορήγησή της εκ των υστέρων, δηλαδή μετά την άσκηση ή την έναρξη άσκησης του έργου ή της εργασίας, δ) Και αν ακόμα ο νόμος επέτρεπε την εκ των υστέρων έγκριση της άσκησης από τον υπάλληλο ιδιωτικού έργου ή εργασίας με αμοιβή, στην προκειμένη περίπτωση η κίνηση μιας τέτοιας διαδικασίας από την Διοίκηση είναι αλυσιτελής, διότι η αιτούσα Ε. Κ, μόνιμη υπάλληλος του καλλιτεχνικού προσωπικού της ΚΟΑ, με τις από 1-10-2014 και 1-7-2016 αιτήσεις της ζήτησε την άδεια αυτή, προκειμένου για σύμβαση εργασίας που είχε συνάψει ως μουσικός (βιολίστρια) με τη Συμφωνική Ορχήστρα K.S.0 της Αυστρίας, δηλαδή με αντικείμενο, για το οποίο, ενόψει και του βαθμού της ως μουσικού 5ης κατηγορίας, δεν επιτρέπεται η χορήγηση άδειας, σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες διατάξεις του άρθρου 69 κεφ. Β, παρ. 4 έως 9 του ν. 2065/1992. (ομοφ).


ΝΣΚ/38/2022

Ερωτάται εάν: (α) ως «πρόσκληση», που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2881/2001, νοείται αποκλειστικά η «αρχική», δηλαδή αυτή που απευθύνεται στον κύριο και επιδίδεται στους δανειστές, οι οποίοι αναγράφονται, κατά τον χρόνο τούτο, στα δημόσια βιβλία (νηολόγιο, ναυτικό υποθηκολόγιο, βιβλίο κατασχέσεων) ή, αντίθετα, όμοια πρόσκληση πρέπει να επιδίδεται και στους δανειστές που έχουν εγγραφεί στα ίδια δημόσια βιβλία μεταγενέστερα και, ιδιαίτερα, αν έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο δεν κατέστη δυνατή η απομάκρυνση του ναυαγίου ή του επικινδύνου-επιβλαβούς πλοίου, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στο ίδιο νόμο διαδικασίες, και (β) η χορήγηση, κατ' εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του αυτού ως άνω νόμου, άδειας απόπλου σε πλοίο, στο οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εν λόγω νόμου, προς λιμένα είτε αλλοδαπής, είτε ημεδαπής (είτε με ίδια μέσα είτε ρυμουλκούμενου) για οποιονδήποτε λόγο (ακόμη και για διάλυση αυτού), είναι δυνατή σε περίπτωση επιβολής απαγόρευσης απόπλου, ως μέτρου διοικητικού καταναγκασμού για την εξόφληση διοικητικού προστίμου, κατά το άρθρο 8 του ιδίου νόμου και τα άρθρα 45 και 157 του ν.δ. 187/1973 (ΚΔΝΔ).(...)α) Ως «πρόσκληση», που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2881/2001, νοείται αποκλειστικά και μόνον η προβλεπόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2 και 3 παρ. 2 του ν. 2881/2001, η οποία απευθύνεται προς τον κύριο και επιδίδεται σε αυτόν και στους δανειστές τους αναγραφόμενους κατά τον χρόνο εκείνο στα δημόσια βιβλία (νηολόγιο, ναυτικό υποθηκολόγιο, βιβλίο κατασχέσεων κ.λ.π.), ενώ οι εγγραφόμενοι μεταγενέστερα νέοι δανειστές, στους οποίους δεν έχει επιδοθεί η πρόσκληση αυτή, έχουν τη δυνατότητα, ως έχοντες έννομο συμφέρον, κατ’ άρθρο 2 παρ. 8 του ν. 2881/2001, να προβούν στις απαραίτητες, για την προάσπιση των συμφερόντων τους νόμιμες ενέργειες, σε οποιοδήποτε στάδιο των προσδιοριζόμενων στον ίδιο νόμο διαδικασιών και μέχρι την κατακύρωση του σχετικού διαγωνισμού εκποίησης του ναυαγίου ή επικίνδυνου και επιβλαβούς πλοίου, καθόσον πληρούνται και ως προς αυτούς οι απαιτήσεις δημοσιότητας. Συνακόλουθα οι επιμελείς, τουλάχιστον, δανειστές ενημερώνονται για τον πιθανό απόπλου του ναυαγίου ή του επικίνδυνου/επιβλαβούς πλοίου (αυτοδυνάμως ή ρυμουλκούμενου), ακόμη και για διάλυσή του (κατά πλειοψηφία). β) Η χορήγηση, κατ' εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν.2881/2001, άδειας απόπλου (είτε με ίδια μέσα, είτε ρυμουλκούμενου), για οποιονδήποτε λόγο (ακόμη και για διάλυση αυτού), είναι δυνατή, παρά την προβλεπόμενη στο άρθρο 8 του ν. 2881/2001 και στα άρθρα 45 και 157 του ν.δ.187/1973 (ΚΔΝΔ) επιβολή απαγόρευσης απόπλου, ως μέτρου διοικητικού καταναγκασμού για την εξόφληση επιβληθέντος διοικητικού προστίμου (ομόφωνα). Αναπέμφθηκε στην Ολομέλεια του ΝΣΚ, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 55/2020 γνωμοδότησης του Δ΄ Τμήματος, για την οποία ο Υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, ζήτησε την έκδοση γνωμοδότησης της Ολομέλειας του ΝΣΚ, στα ερωτήματα που αναφέρονται στην αρχή της, λόγω της σπουδαιότητας και της οριζοντίου εφαρμογής των θεμάτων που τίθενται με αυτά.


ΕΣ/ΜΕΙΖΟΝΑ ΟΛΟΜ/1145/2023

ΜΕΙΩΣΗ ΣΥΝΤΑΞΗΣ: Συνακόλουθα, για λόγους ισότητας των διαδίκων και ίσου μέτρου κρίσης όμοιων ή παρεμφερών υποθέσεων, το Δικαστήριο οφείλει να συμπεριλάβει στην κρίση του όλα τα ανωτέρω και να μην μεταβάλει τη νομολογία του θέτοντας νέα κριτήρια. Ενόψει αυτών και τα ισχύοντα κατά τον χρόνο δημοσίευσης του ν. 4093/2012, οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των Α.Ε.Ι., που επήλθαν με τον νόμο αυτό αποκλειστικά με βάση το αμιγώς αριθμητικό κριτήριο και χωρίς να προκύπτει, από συγκεκριμένα στοιχεία, ότι ελήφθη υπόψη η εκ του άρθρου 16 παρ. 6 εδ. β΄ αναγνώριση του δημοσίου λειτουργήματος που αυτά επιτελούν, και, ακολούθως, οι με βάση αυτές μειώσεις των συντάξεων του προσωπικού αυτού, συνυπολογιζόμενες με τις υπόλοιπες μειώσεις που, κατά τα ανωτέρω, επιβλήθηκαν διαδοχικά στις αποδοχές του εν λόγω προσωπικού, καθώς και τα βάρη που έχουν επιβληθεί στους συνταξιούχους του Δημοσίου (περικοπές συντάξεων, πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας) και τις αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις, υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της έκτασής τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη και παραβιάζουν την κατ’ άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος, υποχρέωση των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεδομένης, εξάλλου, και της αδυναμίας προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είσπραξης των ληξιπροθέσμων φορολογικών οφειλών που απετέλεσαν, κατά τα προεκτεθέντα, έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι επίμαχες μειώσεις στις αποδοχές των μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των Α.Ε.Ι. (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 479/2018, ΣτΕ 1198/2017). Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της περίπτωσης 18 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των εν ενεργεία μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των Α.Ε.Ι., κατ’ επέκταση δε και οι συντάξιμες αποδοχές των συνταξιούχων πρώην μελών του, αντίκεινται προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5, 16 παρ. 6 εδ. β΄ και 25 παρ. 1δ και 4 και καθίστανται, ως εκ τούτου ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. H γνώμη, όμως, αυτή δεν κράτησε.(..) Με το άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ [«Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της περιουσίας του. Κανείς δεν μπορεί να στερηθεί την περιουσία του παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους όρους που προβλέπουν ο νόμος και οι γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου»], που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας κάθε προσώπου, την οποία μπορεί να στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, τηρουμένων των συνταγματικών αρχών της ισότητας συμμετοχής στα δημόσια βάρη (άρθρ. 4 παρ. 5) και της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ. 1). Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσης δικαιώματα και τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, ήτοι και απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεγενημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν, σε περίπτωση αρνήσεως, να ικανοποιηθούν δικαστικώς. Τέτοιες είναι και οι απαιτήσεις για σύνταξη και για κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται, επίσης, ότι η διατήρηση στο διηνεκές των απονεμηθεισών ήδη συντάξεων στο ίδιο ύψος δεν αποτελεί μεν δικαίωμα που εμπίπτει στην έννοια της προστατευόμενης από τις ως άνω διατάξεις περιουσίας, ώστε η μειωτική μεταβολή αυτών για το μέλλον να στοιχειοθετεί παραβίαση αυτών (διατάξεων) πλην, η αναγνωρισμένη από το υφιστάμενο δίκαιο αξίωση του συνταξιούχου για καταβολή της νομίμως κανονισθείσας συντάξεώς του, που έχει γεννηθεί και, δυναμένη να επιδιωχθεί δικαστικά, αποτελεί στοιχείο της περιουσίας αυτού, δεν επιτρέπεται να καταργηθεί ή αποσβεστεί ή περιοριστεί με αναδρομική ουσιαστική νομοθετική ρύθμιση, παρά μόνο στην περίπτωση που συντρέχουν πράγματι λόγοι επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι δικαιολογούν την κατάργηση ή τον περιορισμό της, τηρουμένης πάντοτε μίας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και των επιταγών της προάσπισης του περιουσιακού δικαιώματος (ΕλΣυν Ολ. 1854/2019, 1506/2016, 4327/2014, 1517/2011, 2028/2004 κ.ά.). (..) Κατ’ ακολουθίαν των ως άνω παραδοχών, οι διατάξεις της περιπτώσεως 18 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ΄ του άρθρου πρώτου του                ν. 4093/2012, σύμφωνα με τις οποίες η μειωτική αναπροσαρμογή των συντάξεων των συνταξιούχων μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των ΑΕΙ ανατρέχει στην 1η.8.2012, σε χρόνο, δηλαδή, πριν από τη δημοσίευση του ν. 4093/2012 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (12.11.2012), ειδικώς ως προς την αναδρομική τους ισχύ πάσχουν εκ του ότι αντίκεινται στο άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Και τούτο διότι, ενώ πρόκειται για στέρηση γεγενημένου περιουσιακής φύσης δικαιώματος, ήτοι συνταξιοδοτικής παροχής συγκεκριμένου ποσού το οποίο έχει νομίμως καταβληθεί, δεν προκύπτει ότι το αναδρομικό της μείωσης υπαγορεύθηκε από ειδικούς και επιτακτικούς λόγους δημόσιας ωφέλειας ούτε τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα και προσφορότητα της αναδρομικότητας για την επίτευξη του συνολικώς επιδιωκόμενου με τον ν. 4093/2012 σκοπού δημοσίου συμφέροντος (ΕλΣυν Ολ. 4327/2014, 7412/2015, 1506/2016, 1854/2019, 738/2020, 2070/2020). Καθ’ ο μέρος, επομένως, η ισχύς τους ανατρέχει σε χρόνο προγενέστερο της δημοσιεύσεως του ν. 4093/2012 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι επίμαχες διατάξεις, οι οποίες είχαν ως συνέπεια να εκδοθεί σε βάρος τής εκκαλούσης η προαναφερθείσα από 4.2.2013 απόφαση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία υποχρεούται στην επιστροφή, σε έξι μηνιαίες δόσεις, του ποσού των 381,65 ευρώ από τις ήδη καταβληθείσες σε αυτήν συντάξεις, παρίστανται ανίσχυρες.