ΣτΕ/1170/2003
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Αν ο ανάδοχος εκτελέσει εργασίες που δεν προβλέπονται από τη σύμβαση, κατά ποσότητα ή είδος, η δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το 50% του συνολικού συμβατικού ποσού, χωρίς έγγραφη εντολή της υπηρεσίας ή, σε επείγουσες περιπτώσεις, χωρίς να έχει δοθεί στον τόπο εκτέλεσης του έργου και να έχει καταχωρηθεί στο ημερολόγιο προφορική εντολή της Υπηρεσίας, δεν δικαιούται αμοιβής ή αποζημιώσεως για τις εργασίες αυτές ούτε αποδόσεως της ωφέλειας κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ/578/2004
Δημόσια έργα. Αν ο ανάδοχος εκτελέσει εργασίες μη προβλεπόμενες από τη σύμβαση, κατά ποσότητα ή είδος, η δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το 50% του συνολικού συμβατικού ποσού, χωρίς έγγραφη εντολή της υπηρεσίας ή σε επείγουσες περιπτώσεις προφορική εντολή, δεν δικαιούται αμοιβής ή αποζημιώσεως για τις εργασίες αυτές ούτε αποδόσεως της ωφελείας του λήπτη βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Δεκτή η αναίρεση για παραβίαση ουσιαστικού δικαίου .
ΣτΕ/2001/2005
Σε περίπτωση που ο ανάδοχος εκτελέσει εργασίες που δεν προβλέπονται από τη σύμβαση, κατά ποσότητα ή είδος, δεν δικαιούται αμοιβής ή αποζημίωσης για τις εργασίες αυτές, αν η δαπάνη αυτών υπερβαίνει το 50% του συνολικού συμβατικού ποσού, εκτός αν προηγήθηκε έγγραφη εντολή της Υπηρεσίας ή, σε επείγουσες περιπτώσεις, προφορική εντολή, που καταχωρήθηκε στο ημερολόγιο του έργου.
ΣτΕ/2017/2006
Δημόσια έργα. Σε περίπτωση που ο ανάδοχος εκτελέσει εργασίες μη προβλεπόμενες από τη σύμβαση, κατά ποσότητα ή είδος, η δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το 50% του συνολικού συμβατικού ποσού, δεν δικαιούται αμοιβής ή αποζημιώσεως για τις εργασίες αυτές, με εξαίρεση την περίπτωση που ο ανάδοχος εκτέλεσε τις ως άνω εργασίες κατόπιν έγγραφης εντολής της Υπηρεσίας ή, σε επείγουσες περιπτώσεις, κατόπιν προφορικής εντολής της Υπηρεσίας στον τόπο εκτέλεσης του έργου, καταχωρηθείσης στο ημερολόγιο αυτού .
ΣτΕ/767/2011
ΕΓΓΡΑΦΗ ΕΝΤΟΛΗ (...)Εκ των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι σε περίπτωση κατά την οποία ο ανάδοχος εκτελέσει εργασίες μη προβλεπόμενες από τη σύμβαση, κατά ποσότητα ή είδος, η δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το 50% του συνολικού συμβατικού ποσού, δεν δικαιούται αμοιβής ή αποζημιώσεως για τις εργασίες αυτές, ούτε αποδόσεως της ωφελείας του λήπτου βάσει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. Α.Κ. – βλ. ΣτΕ 578/2004, 1170/2003, 3218-9/2002, 619/2002). Κατ’ εξαίρεση, όμως, από τον κανόνα αυτό, ο ανάδοχος δικαιούται αμοιβής ή αποζημιώσεως για τις ως άνω εργασίες, στην περίπτωση κατά την οποία προέβη στην εκτέλεσή τους κατόπιν εγγράφου εντολής της Υπηρεσίας ή, σε επείγουσες περιπτώσεις, κατόπιν προφορικής εντολής της Υπηρεσίας, στον τόπο εκτελέσεως του έργου, καταχωρισθείσης στο ημερολόγιο αυτού (βλ. ΣτΕ 2626/2004, 3039/2003, 2029/2003, 1170/2003). (διότι, όπως γίνεται παγίως δεκτό, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων του Αστικού Κώδικος και των γενικών αρχών του δικαίου, εν όψει της ρητής απαγορεύσεως των άρθρων 8 παρ. 1 του ν. 1418/1984 και 34 παρ. 2 του π.δ/τος 609/1985 (βλ. ΣτΕ 86/2005 και πρβλ. ΣτΕ 3219/2002, 2710/2002, 619/2002, 1170/2003)]. Περαιτέρω, γίνεται μεν δεκτό ότι από τον συνδυασμό των άρθρων 34 και 43 του π. δ/τος 609/1985 συνάγεται ότι ο ανάδοχος δεν δύναται κατ’ αρχήν να προβεί σε τροποποιήσεις ως προς την ποιότητα, το είδος ή την ποσότητα των εργασιών, όπως αυτά ορίζονται στη σύμβαση, χωρίς προηγουμένη έγγραφο εντολή του κυρίου του έργου και χωρίς προηγουμένη σύνταξη και έγκριση συγκριτικού πίνακος ή και πρωτοκόλλου κανονισμού τιμών μονάδος νέων εργασιών, όπως επίσης και ότι ο ανάδοχος δεν δικαιούται αποζημιώσεως για μεταβολές στο έργο, οι οποίες έγιναν χωρίς προηγουμένη έγγραφο εντολή (ή σε επείγουσες περιπτώσεις, χωρίς προφορική εντολή της Υπηρεσίας στον τόπο εκτελέσεως του έργου, καταχωρηθείσης στο ημερολόγιο αυτού (βλ. ΣτΕ 2017/2006, 578/2004, 3039/2003, 1170/2003 κ.α.). Καθ’ ερμηνείαν όμως των αυτών ως άνω διατάξεων δεν αποκλείεται εργασίες, οι οποίες παρεκκλίνουν της συμβάσεως και εξετελέσθησαν χωρίς έγγραφο ή προφορική, κατά τα ανωτέρω, εντολή να κριθούν, εν συνεχεία, από τα αρμόδια όργανα του κυρίου του έργου ή, σε περίπτωση διαφωνίας και ασκήσεως εκ μέρους του αναδόχου προσφυγής, από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο, ως αναγκαίες, οπότε οι εργασίες αυτές νομιμοποιούνται εκ των υστέρων με τη σύνταξη συγκριτικού πίνακος και πρωτοκόλλου κανονισμού τιμών μονάδος νέων εργασιών (βλ. ΣτΕ 2250/2009, 1930/2009, 1418/2009, 1214/2007, 3237/2006, 595/2005, 4162/1997). Προκειμένου δε οι ζητούμενες τροποποιήσεις να κριθούν ως αναγκαίες και να νομιμοποιηθούν εκ των υστέρων, κατά τα προαναφερθέντα, πρέπει ο ανάδοχος να επικαλεσθεί την ασφάλεια, την αρτιότητα ή τη λειτουργικότητα του έργου. Επομένως, ο ανάδοχος έχει έννομο συμφέρον, αφού τηρήσει την ενδικοφανή διαδικασία, η οποία διαγράφεται στο άρθρο 12 του ν. 1418/1984, και εφ’ όσον αυτή αποβεί άκαρπος, να ασκήσει προσφυγή κατά της αρνήσεως του κυρίου του έργου, προκειμένου να κριθεί από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο αν οι προτεινόμενες τροποποιήσεις είναι αναγκαίες για την αρτιότητα και τη λειτουργικότητα του έργου, εάν δε οι προπαρατεθείσες από τον ανάδοχο τροποποιήσεις κριθούν από το δικαστήριο αναγκαίες, τα αρμόδια όργανα του κυρίου του έργου οφείλουν να συντάξουν και να εγκρίνουν συγκριτικό πίνακα και πρωτόκολλο κανονισμού τιμών για τις απαιτούμενες εργασίες. Η διαδικασία δε αυτή πρέπει να ακολουθηθεί και όταν οι εργασίες αυτές έχουν ήδη εκτελεσθεί από τον ανάδοχο, χωρίς έγγραφο εντολή του κυρίου του έργου, διότι και στην περίπτωση αυτή, για τον καθορισμό του ανταλλάγματος για τις εργασίες αυτές, απαιτείται η τήρηση της ως άνω διαδικασίας καταρτίσεως συγκριτικού πίνακος και πρωτοκόλλου κανονισμού τιμών μονάδος νέων εργασιών, ενώ για την πληρωμή απαιτείται η διενέργεια επιμετρήσεως και η έγκριση του σχετικού λογαριασμού, ο οποίος αποτελεί την προς τούτο απαιτουμένη πιστοποίηση, συμφώνως προς τα οριζόμενα στα άρθρα 5 παρ. 7 επ. και 8 του ν. 1418/1984 και 38, 40, 43, 44 του π. δ/τος 609/1985, δεν επιτρέπεται δε στο διοικητικό εφετείο να προβεί αυτό, για πρώτη φορά σε κρίση ως προς το ποσό, το οποίο οφείλεται στον προσφεύγοντα ανάδοχο για τις εκτελεσθείσες εργασίες(...)
ΔΕφΑθ/71/2007
Δημόσια Έργα.Επειδή μεταξύ των στοιχείων που προσκομίστηκαν στη δικογραφία δεν υπάρχει έγγραφη διαταγή της Υπηρεσίας ή προφορική καταχωρημένη στο ημερολόγιο του έργου για όλες τις υπόλοιπες εργασίες, όπως βάσιμα προβάλλεται από το Ελληνικό Δημόσιο, ο αντίθετος δε λόγος της κρινόμενης προσφυγής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Συνεπώς, δεν είναι δυνατή η αναγνώριση αποζημίωσης για τις εργασίες αυτές, αφού εκτελέστηκαν από τον ανάδοχο χωρίς να προηγηθεί έγγραφη διαταγή της Υπηρεσίας και σύνταξη Σ.Π.
ΣτΕ/3039/2003
ΣτΕ/3039/2003.Από τις διατάξεις αυτές(άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 1418/84 , άρθρο 34 παρ. 2 του Π.Δ. 609/85 ) συνάγεται ότι , σε περίπτωση που ο ανάδοχος εκτελέσει εργασίες μη προβλεπόμενες από τη σύμβαση , κατά ποσότητα ή είδος , η δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το 50% του συνολικού συμβατικού ποσού , δεν δικαιούται αμοιβής ή αποζημιώσεως για τις εργασίες αυτές (ΣΕ 619/02). Εξαίρεση , όμως , από τον κανόμα αυτό αποτελεί η περίπτωση που ανάδοχος εκτέλεσε τις ως άνω εργασίες κατόπιν έγγραφης εντολής της Υπηρεσίας ή , σε επείγουσες περιπτώσεις , κατόπιν προφορικής εντολής της Υπηρεσίας , στον τόπο εκτέλεσης του έργου , καταχωρηθείσης στο ημερολόγιο αυτού (ΣΕ 1170/03 , 3219/02) . Εν όψει δε των βεβαιουμένων στην προσβαλλόμενη απόφαση και ότι οι ένδικες εργασίες συντηρήσεως του πρασίνου έγιναν κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου (δηλαδή μετά την υποβολή της τελικήε επιμέτρησης) ο λόγος αναιρέσεως περί αναιτιολογήτου της κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το οψιγενές των ένδικων εργασιών , είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΣΤΕ/1230/2013
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ-ΕΓΓΡΑΦΗ ΕΝΤΟΛΗ-:Επειδή, η αναιρεσιβαλλομένη εδέχθη ότι κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 8 του ν. 1418/84 ο περιορισμός στην αύξηση της δαπάνης του έργου μέχρι 50% του αρχικού προϋπολογισμού αναφέρεται στον κύριο του έργου, ο οποίος αποκλειστικώς εντός του ορίου αυτού δύναται να εγκρίνει ή να υποδεικνύει νέες πρόσθετες εργασίες στην δημοπρατηθείσα εργολαβία. Για τον ανάδοχο του έργου, ο οποίος θα κληθεί να εκτελέσει τις νέες ή πρόσθετες εργασίες, καθιερώνεται αντίστοιχος υποχρέωση εκτελέσεως των εργασιών αυτών, μόνο αν ευρίσκονται μέσα στο επιτρεπόμενο όριο αυξήσεως του αρχικού προϋπολογισμού. Συνεπώς, αν ο ανάδοχος του έργου εκτελέσει αναιτίως μετά από έγκριση η υπόδειξη του κυρίου του έργου, νέες ή πρόσθετες εργασίες καθ’ υπέρβαση του επιτρεπομένου ορίου της αρχικής δαπάνης του έργου, δικαιούται να εισπράξει το αντίστοιχο αντάλλαγμα βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.
ΕΣ/Τ7/151/2008
Μελέτες.O συναφθείς εξώδικος συμβιβασμός είναι άκυρος διότι δεν συντρέχουν τα απαιτούμενα για τη νομιμότητά του ουσιαστικά, εσωτερικά στοιχεία αυτού, υπό την έννοια της ύπαρξης δικαιώματος ουσιαστικού δικαίου, ήτοι έγκυρης αιτίας (όπως επιβάλλεται λόγω του αιτιώδους χαρακτήρα του αλλά και λόγω της αρχής της νομιμότητας που οφείλει να διέπει τη δράση της δημόσιας διοίκησης), δεδομένου ότι την αιτία αυτού αποτελεί σύμβαση, η οποία είναι άκυρη. Εξάλλου τα υποστηριζόμενα περί αδικαιολογήτου πλουτισμού του Δήμου σε βάρος των φερομένων ως δικαιούχων δεν ασκούν επιρροή, δοθέντος ότι, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ελέγχου, οι εξωδίκως αναγνωρισθείσες αξιώσεις αδικαιολογήτου πλουτισμού δεν λαμβάνονται υπόψη, αφού η νομιμότητα ή μη των εντελλόμενων δαπανών κρίνεται πάντοτε με βάση το πλέγμα των ειδικών εκάστοτε διατάξεων που διέπουν την έννομη σχέση μεταξύ του οικείου Ο.Τ.Α. και του παρασχόντος τις υπηρεσίες προσώπου.
ΣτΕ/86/2005
Δημόσια έργα. Ο ανάδοχος δεν δικαιούται αμοιβής ή αποζημιώσεως για μή προβλεπόμενες εργασίες κατά ποσότητα ή είδος των οποίων η δαπάνη υπερβαίνει το 50% του συνολικού συμβατικού ποσού. Δικαιούται όμως τα ανωτέρω αν προέβη σε εκτέλεσή τους κατόπιν έγγραφης εντολής της υπηρεσίας ή, σε επείγουσες περιπτώσεις, κατόπιν προφορικής εντολής στον τόπο εκτέλεσης του έργου, που καταχωρήθηκε στο ημερολόγιό του έργου.
ΣΤΕ/2598/2014
Δημόσια έργα:..Η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι για την καταβολή αποζημιώσεως στον ανάδοχο λόγω διαλύσεως της εργολαβίας χωρίς δική του υπαιτιότητα πρέπει προηγουμένως να έχει χωρήσει η τήρηση της διαδικασίας παραλαβής του έργου και ο καθορισμός της αποζημιώσεως με απόφαση της Προϊσταμένης Αρχής, είναι ορθή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, ανεξαρτήτως αν στην προκειμένη περίπτωση, λόγω μη εκτελέσεως εργασιών και λόγω ελλείψεως υλικών και εγκαταστάσεων του αναδόχου, ήταν αναγκαία ή όχι η σύνταξη τελικής επιμετρήσεως. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ειδικότερα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι στην περίπτωση που η σύμβαση διαλύεται πριν αρχίσει η εκτέλεση των εργασιών κατασκευής του έργου, η διαδικασία παραλαβής παραλείπεται ως άνευ αντικειμένου και ο καθορισμός της αποζημιώσεως του αναδόχου διενεργείται απ’ ευθείας από την προϊσταμένη αρχή, η οποία είναι η μόνη που διαθέτει την αποφασιστική αρμοδιότητα επί του ζητήματος αυτού. Περαιτέρω, ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το άρθρο 50 του π.δ/τος 609/1985 είναι εφαρμοστέο μόνον στην περίπτωση που η διάλυση της συμβάσεως οφείλεται σε υπαιτιότητα του κυρίου του έργου ή του φορέα κατασκευής του και όχι στην περίπτωση που η σύμβαση διαλύεται με πρωτοβουλία απλώς του φορέα κατασκευής του έργου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η ανωτέρω διάταξη είναι εφαρμοστέα σε κάθε περίπτωση που η διάλυση της συμβάσεως δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αναδόχου. Τέλος, προβάλλεται ότι η διάταξη του ανωτέρω άρθρου 50 του π.δ/τος 609/1985, ερμηνευόμενη ως έχουσα την έννοια ότι προς καθορισμό της καταβλητέας στον ανάδοχο αποζημιώσεως απαιτείται η προηγούμενη τήρηση της διαδικασίας παραλαβής και στην περίπτωση που η διάλυση συντελέσθηκε πριν καν ξεκινήσουν οι εργασίες εκτελέσεως του έργου, είναι ανίσχυρη ως εκδοθείσα καθ’ υπέρβαση της παρασχεθείσης με τον ν. 1418/1984 σχετικής εξουσιοδοτήσεως, δοθέντος ότι η παρ. 3 του άρθρου 9 του εν λόγω νόμου προσδιορίζει αναλυτικώς το περιεχόμενο και τον τρόπο υπολογισμού της ως άνω αποζημιώσεως, ώστε δεν υπήρχε ανάγκη περαιτέρω εξειδικεύσεως της θεσπιζομένης με την λόγω διάταξη ρυθμίσεως με κανονιστική πράξη. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η ανωτέρω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 1418/1984 θεσπίζει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για τον καθορισμό της αποζημιώσεως του αναδόχου σε περίπτωση διαλύσεως της συμβάσεως χωρίς δική του υπαιτιότητα και δεν αποκλείει την θέσπιση της διαδικασίας για τον καθορισμό αυτής με προεδρικό διάταγμα κατ’ εξουσιοδότηση της διατάξεως του άρθρου 18 παρ. 2 του ίδιου νόμου.