ΣΤΕ/26/2007
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Υπό τα δεδομένα, όμως, αυτά, συντρέχει περίπτωση καταργήσεως της δίκης, λόγω λήξεως της ισχύος του πληττομένου με τα κύρια δικόγραφα των αιτήσεων ακυρώσεως σκέλους των προσβαλλομένων πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, δοθέντος ότι η αιτούσα, στα κατατεθέντα στις 19.4.2005 και 4.5.2005 υπομνήματά της, επικαλείται λόγους ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος για τη διατήρηση του αντικειμένου της δίκης που αφορούν, όμως, μόνο το απαραδέκτως, κατά τα ανωτέρω (βλ. σκέψη 10), πληττόμενο σκέλος των πράξεων αυτών, ήτοι την παράλειψη χαρακτηρισμού της εφημερίδας …… ως οικονομικής, ενώ δεν προβάλλει λόγους ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος συναπτόμενους με το σκέλος των προσβαλλομένων που αφορά τον χαρακτηρισμό των λοιπών τεσσάρων εφημερίδων ως οικονομικών.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΑΔΗΣΥ/1129/2023
Με την προδικαστική προσφυγή ο προσφεύγων ζητά την ακύρωση της με αριθ. 3/9ης Συν/12.06.2020 απόφασης του αναθέτοντος φορέα, κατά το σκέλος αυτής με το οποίο έγινε δεκτή η συμμετοχή του παρεμβαίνοντος στον διαγωνισμό. Με την παρέμβαση ο παρεμβαίνων αιτείται την απόρριψη της ασκηθείσας προσφυγής και τη διατήρηση ισχύος της προσβαλλομένης.Σε συμμόρφωση με την Α49/2023 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου «…» με την οποία ακυρώθηκε η ΓΑΚ 993/2020 απόφαση της ΑΕΠΠ, κατά το σκέλος αυτής με το οποίο δεν εξετάσθηκαν για τυπικούς λόγους, δηλαδή λόγω της έλλειψης εννόμου συμφέροντος, οι λόγοι της ανωτέρω προσφυγής κατά της αποδοχής της προσφοράς του παρεμβαίνοντος και η υπόθεση αναπέμφθηκε στην ΕΑΔΗΣΥ για ουσιαστική κρίση αυτών.
ΣτΕ/316/2008/ΕΑ
Διαγωνισμός για την εκπόνηση μελέτης. Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά της απόρριψης της οικονομικής προσφοράς της αιτούσας με την αιτιολογία ότι παραβίαζε το ανώτατο όριο αμοιβών που καθοριζόταν στη διακήρυξη. .7. Επειδή, η αιτούσα στο υποβληθέν από αυτήν έντυπο 1 της οικονομικής προσφοράς της και ειδικότερα …Υπό τα δεδομένα αυτά και εν όψει όσων εξετέθησαν στις προηγούμενες σκέψεις, η κρίση περί απαραδέκτου της οικονομικής προσφοράς της στην οποία κατέληξε η αναθέτουσα αρχή, η οποία πολλαπλασίασε την αναγραφόμενη στη σχετική στήλη τιμή ανά μονάδα φυσικού αντικειμένου με τον αντίστοιχο αριθμό μονάδων φυσικού αντικειμένου, φαίνεται να είναι νόμιμη, έστω και αν οδηγεί σε υπερβολικά μεγέθη, όπως ισχυρίζεται η αιτούσα. Τέλος, απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι η οικονομική προσφορά της δεν έπρεπε να απορριφθεί, καθώς λόγω της αναγραφής της συνολικής προσφερομένης τιμής ανά κατηγορία μελέτης δεν δημιουργήθηκε αμφιβολία ως προς την προσφερομένη τιμή, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, η διακήρυξη δεν αρκείται στην υποβολή ορισμένης εκπτώσεως ή μιας συνολικώς προσφερομένης τιμής, αλλά, απαιτεί την εξειδίκευση της προσφερομένης τιμής ανά μονάδα φυσικού αντικειμένου προβλέποντας προς τούτο την υποβολή ξεχωριστού εντύπου οικονομικής προσφοράς για τις τιμές ανά μονάδα φυσικού αντικειμένου. 8. Επειδή, εφ` όσον, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, δεν πιθανολογείται σοβαρώς ότι ο αποκλεισμός της αιτούσας συμπράξεως από την περαιτέρω διαδικασία εχώρησε κατά παράβαση των κανόνων που διέπουν το διαγωνισμό, αυτή στερείται εννόμου συμφέροντος προς αμφισβήτηση της νομιμότητος των προσβαλλομένων πράξεων, κατά το μέρος που με αυτές κρίθηκε παραδεκτή η οικονομική προσφορά της παρεμβαίνουσας συμπράξεως (Ε.Α. 73/2005 κ.ά.). 9. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, πρέπει να απορριφθεί, στο σύνολό της, η κρινόμενη αίτηση και να γίνει δεκτή, κατόπιν τούτου, η ασκηθείσα παρέμβαση. Διά ταύτα Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.»
ΣΤΕ/ΟΛΟΜ/3095/2001
Οικοδομική άδεια- αίτηση ακυρώσεως...Επειδή, οι αιτούντες, φερόμενοι ως κάτοικοι … και συγκεκριμένα οικοδομής που έχει ανεγερθεί σε ακίνητο όμορο προς το ακίνητο που αφορά η προσβαλλόμενη πράξη, με έννομο συμφέρον ασκούν την υπό κρίση αίτηση. Παραδεκτώς δε προβάλλουν, μεταξύ άλλων, λόγους ακυρώσεως ερειδόμενους στον ισχυρισμό ότι το οικοδομούμενο ακίνητο δεν κείται, όπως θεωρεί η πολεοδομική αρχή, μέσα στα όρια του προϋφισταμένου του έτους 1923 οικισμού του …, αλλά περιλαμβάνεται σε ευρύτερη έκταση συνολικού εμβαδού 550 στρεμμάτων περίπου, η οποία κηρύχθηκε αναδασωτέα με την 844/22.3.1982 απόφαση του …(ΦΕΚ Δ΄ 357), και ως εκ τούτου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί προστασίας των δασών και δασικών εκτάσεων που απαγορεύουν τη δόμηση. Το έννομο δε συμφέρον των αιτούντων για την προβολή των λόγων αυτών, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι στην ευρύτερη περιοχή, η οποία κατά τα προβαλλόμενα έχει κηρυχθεί αναδασωτέα, με συνέπεια την απαγόρευση της δόμησης εντός αυτής, εμπίπτει και το ακίνητο στο οποίο έχει ανεγερθεί η οικοδομή, της οποίας ιδιοκτήτρια φέρεται η δεύτερη των αιτούντων και στην οποία κατοικούν αμφότεροι (πρβλ. ΣτΕ 6070/1996 Ολομ., 173/1998 Ολομ.). Τούτο διότι, κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ. 1 του π. δ/τος 18/1989, το συμφέρον προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως δεν παύει να είναι έννομο από μόνο το γεγονός ότι ο αιτών φέρεται να έχει παραβιάσει διάταξη της κείμενης νομοθεσίας. Ο νόμος αποβλέπει, και αρκείται, στην ύπαρξη δεσμού που επιτρέπει στον αιτούντα να αμφισβητήσει την αντικειμενική νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξεως, προκειμένου να επιτύχει αποτέλεσμα που καθ' εαυτό δεν αποδοκιμάζεται από την έννομη τάξη. Η θεραπεία της τυχόν παρανομίας της νομικής καταστάσεως του αιτούντος δεν επέρχεται με τη στέρηση του εννόμου συμφέροντος προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως αλλά με την δυνατότητα της διοικήσεως να επιβάλλει την άρση της παραβάσεως. Εξ άλλου, σε κάθε περίπτωση, συμφέρον στηριζόμενο σε ισχύουσα διοικητική πράξη είναι πάντοτε και εξ ορισμού έννομο, αφού διοικητική πράξη που δεν ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε παράγει, κατά γενικό κανόνα, όλα τα έννομα αποτελέσματά της, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα του δικαιούχου να αξιώσει την επέλευση όλων των έννομων συνεπειών που απορρέουν από την ύπαρξή της. Ο έλεγχος δε της νομιμότητας της διοικητικής πράξεως, στην οποία ο αιτών στηρίζει το έννομο συμφέρον του, θα συνιστούσε ανεπίτρεπτο παρεμπίπτοντα έλεγχο του κύρους της και θα δημιουργούσε, κατ' αποτέλεσμα, μία άλλη δίκη εντός του πλαισίου της κυρίας δίκης που και δικονομικώς δυσχερής είναι και διεξάγεται χωρίς την τήρηση στοιχειωδών δικονομικών προϋποθέσεων για τον αιτούντα, ενόψει της αυτεπάγγελτης έρευνας της συνδρομής εννόμου συμφέροντος
ΣΤΕ/2817/2008
Παροχή υπηρεσιών μεταφοράς...Ενόψει τούτου, εφόσον, κατά τα προαναφερθέντα, στο επόμενο στάδιο του ελέγχου των τυπικών προσφορών, η αιτούσα εταιρεία απεκλείσθη από το διαγωνισμό, άσκησε δε ανεπιτυχώς αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (όχι όμως, μέχρι τη συζήτηση της κρινομένης αιτήσεως, και αίτηση ακυρώσεως) κατά της πράξης αποκλεισμού της, η νομιμότητα της οποίας δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως στα πλαίσια της παρούσης δίκης, εξέλιπε πλέον το έννομο συμφέρον της για την ακύρωση της επίδικης πράξης, με την οποία, στο προηγούμενο στάδιο του ελέγχου των τυπικών προϋποθέσεων και δικαιολογητικών συμμετοχής, είχε γίνει αποδεκτή στο διαγωνισμό η εταιρεία «…….» (προκειμένου περί εκλείψεως του εννόμου συμφέροντος προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως, λόγω γεγονότων μεταγενεστέρων του χρόνου εκδόσεως της προσβαλλόμενης πράξης, πρβλ. ΣτΕ 1002/2007 Ολομ., 1757/2005, επταμ. 742/2005). Δεν συνάγεται δε το αντίθετο από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2522/1997 (ΦΕΚ Α΄ 178), κατά την οποία, ναι μεν προκειμένου περί των ενδιαφερομένων για την ανάθεση συμβάσεως που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κοινοτικών οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων, όπως στην περίπτωση του επίδικου διαγωνισμού, η ενδεχόμενη και μόνο ζημία θεμελιώνει έννομο συμφέρον για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά των πράξεων της αναθέτουσας αρχής, ο αποκλεισθείς, όμως, από το διαγωνισμό με πράξη της αρχής, σε επόμενο στάδιο της διαδικασίας, δεν υφίσταται πλέον, και μάλιστα στην περίπτωση που απερρίφθη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά του αποκλεισμού, ζημία, ούτε καν ενδεχόμενη, ή άλλη βλάβη (και, συνεπώς, δεν έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωσή της) από προηγούμενη πράξη με την οποία έγινε αποδεκτή η συμμετοχή άλλου ενδιαφερομένου στο διαγωνισμό. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα, οίκοθεν δε νοείται ότι στην περίπτωση που γίνει δεκτή από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ως παραδεκτή και βάσιμη, η αίτηση ακυρώσεως που άσκησε, μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, η αιτούσα εταιρεία κατά της πράξης αποκλεισμού της (αριθμός κατάθεσης 4198/20.6.2008), θα ανακτήσει η εν λόγω διαγωνιζομένη το έννομο συμφέρον της και θα αναβιώσει η προθεσμία προσβολής της επίδικης πράξης αποδοχής της εταιρείας «……» στο διαγωνισμό (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 5123/1996).
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1079/2024
Αναβάθμιση υποδομών Λιμένος -Αποκατάσταση βαθών.(...) Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα κρίνει ότι, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από την προσφεύγουσα, η οποία είχε αναδειχθεί ανάδοχος κατά τη διαγωνιστική διαδικασία για την ανάθεση εκτέλεσης του ανωτέρω έργου, δεν έχει εκλείψει το έννομο συμφέρον της για την εξέταση της ένδικης προσφυγής. Τούτο διότι, ακόμα και μετά την ανάκληση της κατακυρωτικής υπέρ αυτής απόφασης και την ανάδειξη νέου αναδόχου, αυτή διατηρεί το έννομο συμφέρον της να της ανατεθεί η σύμβαση, ενόψει του ότι ήδη με την από 15.7.2024 προδικαστική προσφυγή της ενώπιον της ΕΑΔΗΣΥ, έχει αμφισβητήσει τη νομιμότητα της απόφασης του ΤΑΙΠΕΔ για την ανάκληση της κατακυρωτικής υπέρ αυτής απόφασης και την ανάδειξη νέου αναδόχου, και δεν έχει για το λόγο αυτό οριστικώς απωλέσει την ιδιότητά της ως αντισυμβαλλόμενου της αναθέτουσα αρχής (πρβλ. ΔΕΕ 771/2019 ΕλΣυν Ολ. 377/2024 σκ. 5, 1885/2022 σκ. 9 και 10). Ήδη δε με την άσκηση της ένδικης προσφυγής της έχει καμφθεί η οριστικότητα της αρνητικής κρίσεως του Ε΄ Κλιμακίου, για την οποία δεν υφίσταται πλέον υποχρέωση συμμόρφωσης της αναθέτουσας αρχής, ενώ σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής της γεννάται νέα υποχρέωση συμμόρφωσης της αναθέτουσας αρχής και αποκατάστασής του στη θέση του προσωρινού αναδόχου. Συνεπώς, η ένδικη προσφυγή έχει ασκηθεί παραδεκτώς και είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Ακολούθως, το παρόν Τμήμα, μετά από εκτενή συζήτηση μεταξύ των μελών του, και αφού έλαβε υπόψη του την πάγια νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί του άρθρου 328 παρ. 1 του ν. 4700/2020, και των προγενεστέρως αυτού ισχυουσών διατάξεων των άρθρων 35 παρ. 5 του ν. 4129/2013 και 2 του ν. 3060/2002, σύμφωνα με την οποία το έννομο συμφέρον, για την ανάκληση των Πράξεων που αποφαίνονται ότι κωλύεται η υπογραφή της σύμβασης, εκλείπει, όταν, πριν από τη δημόσια συνεδρίαση, ανακληθεί από την αναθέτουσα αρχή η απόφαση με την οποία κατακύρωσε το αποτέλεσμα της διαγωνιστικής διαδικασίας στον ανάδοχο, κρίνει ότι ανακύπτει ζήτημα γενικότερης σημασίας και ότι πρέπει για το λόγο αυτό να υποβάλει ερώτημα στην Ολομέλεια, κατ’ άρθρο 328 παρ. 6 του ν. 4700/2020, περί της ύπαρξης ή μη του δικαιώματος του αρχικώς αναδειχθέντος αναδόχου να ασκήσει παραδεκτώς, μετ΄ εννόμου συμφέροντος, προσφυγή ανάκλησης, αμφισβητώντας την ορθότητα των αρνητικών κρίσεων της Πράξεως του Κλιμακίου, προβάλλοντας τους ισχυρισμούς του στο πλαίσιο της δίκαιης δίκης ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος, όταν ταυτοχρόνως, με προδικαστική προσφυγή του ενώπιον της ΕΑΔΗΣΥ, έχει ήδη αμφισβητήσει τη νομιμότητα της ανακλητικής κατακυρωτικής απόφασης της αναθέτουσας – διενεργούσας το διαγωνισμό αρχής και δεν έχει για το λόγο αυτό οριστικά απωλέσει την ιδιότητα του αντισυμβαλλομένου της αναθέτουσας αρχής, ενώ διατηρεί ενεργό το έννομο συμφέρον του για την ανάθεση της σύμβασης.Για τους λόγους αυτούςΑναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης.
ΒΛΕΠΕ ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1205/2024
ΕΣ/Γ΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1466/2024
Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της Φ.861/187/280546/Σ.546/30.1.2014 απόφασης του Διευθυντή Κλάδου Ε/Διεύθυνσης Ε3 του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (ΓΕΝ), δυνάμει της οποίας αυτός καταλογίσθηκε, υπό την ιδιότητά του ως μηχανικού – αρχιτέκτονα του ΓΕΝ με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, με το ποσό των 29.850,50 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι εισέπραξε αχρεωστήτως ως αποδοχές.(...)Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκ. 3 της παρούσας), ο αναιρεσείων, σύμφωνα με την από 5.4.2013 υπηρεσιακή βεβαίωση, παρείχε τις υπηρεσίες του ως μηχανικός έως τις 28.3.2013 (ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτόν της από 4.2.2013 διαπιστωτικής της αυτοδίκαιης απόλυσής του πράξης), δεδομένου δε ότι συνέχισε να εργάζεται μετά την ισχύ του ν. 4024/2011, η υπηρεσία, αποδεχόμενη τις υπηρεσίες του και επωφελούμενη αυτών, προέβη στην αξιολόγησή του κατά την χρονική περίοδο από 1.1.2012 έως 31.12.2012, βαθμολογώντας τον μάλιστα με άριστα, ειδικώς δε ο β΄ αξιολογητής σημείωσε στις παρατηρήσεις του ότι «τυχόν απόλυσή του, θα είναι απώλεια», έλαβε δε ό,τι θα ελάμβανε εργαζόμενος αντίστοιχων προσόντων και προϋπηρεσίας, ενω δεν έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει με άλλον τρόπο τις απολαβές αυτής της περιόδου, για την οποία το Δημόσιο, ως εκ της παροχής σε αυτό των αντίστοιχων υπηρεσιών, ουδεμία πραγματική ζημία τελικώς υπέστη. Περαιτέρω, ως προς το δικαίωμα εργασίας του αναιρεσείοντος, αυτό επλήγη με την πλήρη απαξίωση των υπηρεσιών που προσέφερε κατά το επίμαχο διάστημα, η δε επιστροφή των αποδοχών που φέρεται να εισέπραξε αχρεωστήτως παρά την παροχή από μέρους του εργασίας αντίστοιχης αξίας, και μάλιστα ποιοτικού περιεχομένου, προς αποκατάσταση της τρωθείσας νομιμότητας ως εκ της λύσης της υπηρεσιακής του σχέσης, με αντίστοιχη μείωση της περιουσίας που αυτός αποκόμισε εργαζόμενος, τον καταλείπει χωρίς αποζημίωση για παρασχεθείσα ήδη εργασία, πλήττοντας χωρίς να είναι αναγκαίο την περιουσία του, περαιτέρω δε (πλήττοντας) και τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, όπως ενσωματώνεται στην αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου και ο οποίος θέτει εμπόδιο στη λήψη μέτρων αποκατάστασης της νομιμότητας που οδηγούν, όταν αυτά δεν είναι αναγκαία, σε υπερβολική επιβάρυνση λόγω της αυστηρότητάς τους αυτού που τα υφίσταται. Υπό τις ως άνω ειδικές περιστάσεις, ο σε βάρος του αναιρεσείοντος καταλογισμός δεν επιτυγχάνει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ του εξυπηρετούμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος (αποκατάσταση της δημοσιονομικής νομιμότητας) και της επέμβασης στο πληττόμενο περιουσιακό δικαίωμα διατήρησης αποδοχών που εισπράχθηκαν, κατόπιν παροχής υπηρεσιών, καλόπιστα και με δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι εξακολουθούσε να υφίσταται νομίμως συνεστημένη υπηρεσιακή σχέση, καθόσον αφενός μετατρέπει την λύση της υπηρεσιακής σχέσης σε κύρωση και αφετέρου άγει σε πλουτισμό του Δημοσίου σε βάρος της περιουσίας του. Ως εκ τούτου, έσφαλε το Τμήμα κρίνοντας νόμιμο τον επίμαχο, κατ’ εφαρμογή μεν των διατάξεων του άρθρου 33 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 2362/1995 αλλά κατά παράβαση της κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας -η οποία διατρέχει το σύνολο της έννομης τάξης και οφείλει να λαμβάνεται υπόψη για την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου- και άρα μη νομίμως διενεργηθέντα σε βάρος του αναιρεσείοντος καταλογισμό, για το λόγο δε αυτό πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατ’ αποδοχή του, κατά την προσήκουσα εκτίμηση του περιεχομένου του δικογράφου, οικείου λόγου αναίρεσης, επί τω τέλει ακυρώσεως του καταλογισμού καθ’ ολοκληρίαν. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Μετά δε την αναίρεση της πληττόμενης απόφασης, να διακρατηθεί η υπόθεση από την Ολομέλεια, καθόσον το πραγματικό της μέρος δεν χρήζει διερεύνησης και να δικαστεί στην ουσία, λαμβανομένων δε υπόψη των διαλαμβανομένων αναλυτικά στις σκ. 11 και 12 της παρούσας, να γίνει δεκτή η έφεση και να ακυρωθεί ο ένδικος καταλογισμός στο σύνολό του, να επιστραφεί περαιτέρω στον αναιρεσείοντα το σύνολο των κατατεθέντων από αυτόν παραβόλων, εκτιμωμένων δε των περιστάσεων, να απαλλαγεί το Δημόσιο από τη δαπάνη της κατ’ έφεση και κατ’ αναίρεση δίκης.Για τους λόγους αυτούς.Δέχεται την από 29.7.2021 αίτηση αναίρεσης