ΣτΕ/3651/2002
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Η κρίση διοικητικού εφετείου δέχτηκε ότι η διάταξη του άρθρου 21 του Κ. Ν.περί δικών του Δημοσίου δεν αντίκειται στο Σύνταγμα δεν είναι νόμιμη , διότι η διάταξη αυτή αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και στις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε. Σ. των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ/802/2006
Ο νόμιμος τόκος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής του δημοσίου, κατά τη διάταξη του άρθρου 21 του κώδικα νόμων περί δικών του δημοσίου, που ορίζεται σε 6% ετησίως, αντίκειται στο σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Παραπέμπει στην Ολομέλεια.
ΑΕΔ/25/2012
Η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου που προβλέπει προνομιακό ποσοστό τόκου υπερημερίας για τις οφειλές του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών αντιδίκων του, δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5, 17, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς εισάγει επιτρεπτή υπέρ του Δημοσίου προνομιακή μεταχείριση
ΣτΕ/1663/2009/ΟΛΟΜ
H διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, με την οποία θεσπίζεται, για τις οφειλές του Δημοσίου, επιτόκιο νόμιμο και υπερημερίας σε ποσοστό 6%, που είναι μικρότερο από το ποσοστό του γενικώς ισχύοντος αντίστοιχου επιτοκίου, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.
ΑΠ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/31/2007
Η διετής παραγραφή που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του ΝΔ 496/75, έχει θεσπισθεί από λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος, δε δημιουργεί άνιση δυσμενή μεταχείριση των υπαλλήλων των ΝΠΔΔ σε σχέση με τους υπαλλήλους των ιδιωτικών επιχειρήσεων και επομένως δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας του συντάγματος. Ούτε αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ αφού αυτή δεν απαγορεύει τη θέσπιση διαφορετικού χρόνου παραγραφής κατά κατηγορία αξιώσεων και δικαιούχων, ούτε είναι αντίθετη στις διατάξεις του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ
ΕΣ/ΟΛΟΜ/4325/2014
Με την 4325/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε δεκτή αναίρεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 1560/2012 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου, σχετικά με την εσφαλμένη ερμηνεία και
εφαρμογή των περί παραγραφής διατάξεων του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 επί της επίδικης αξίωσης καταβολής οικογενειακής παροχής, καθόσον κρίθηκε ότι το Τμήμα έπρεπε να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 του ως άνω νόμου, όπως έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 61 παρ. 1 του συνταξιοδοτικού κώδικα (π.δ. 169/2007), με την οποία θεσπίζεται διετής παραγραφή για τις κατά του δημοσίου αξιώσεις των συνταξιούχων αυτού και η οποία δεν αντίκειται σε συνταγματικές ή άλλες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις (σχετική νομολογία: 4331, 4332, 4333, 4334, 4335/2014 αποφάσεις Ολομέλειας Ελεγκτικού Συνεδρίου).
ΝΣΚ/89/2007
Στέρηση σύνταξης δικαιούχου με βάση το άρθρο 13 παρ.4 του Ν 4491/1966, λόγω καταδίκης του για υπεξαίρεση. Αντισυνταγματικότητα ή μη της διάταξης. Παραβίαση κατοχυρωμένου δικαιώματος από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
1) Η διάταξη του εδαφ.α’ της παρ.4 του άρθρου 13 του Ν 4491/1966 θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αντισυνταγματική για τους λόγους που αναφέρονται στη γνωμοδότηση του καθηγητή κ. Τ.Τ. Ο κρυπτοποινικός χαρακτήρας της εν λόγω διάταξης παραβιάζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή non bis in idem (άρθρο 7 παρ.1 Σ) αλλά και τη συνταγματική επιταγή επιβολής της ποινής από τακτικό ποινικό δικαστήριο (άρθρο 96 παρ.1 Σ). Παράλληλα, η εν λόγω ρύθμιση παραβιάζει το σκληρό πυρήνα του δικαιώματος της κοινωνικής ασφάλισης, την αρχή του κοινωνικού κράτους και την ιδιοκτησία του δικαιούχου (άρθρα 22 παρ.5, 25 παρ.1 εδ.α’ και 17 παρ.1 Σ αντίστοιχα). Επιπλέον, η συγκεκριμένη διάταξη παραβιάζει την θεμελιώδη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 εδ.δ’ Σ) και αντιβαίνει στην ύπατη καταστατική αρχή του Συντάγματος για προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ.1 Σ). 2) Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη «ποινή» επιβάλλεται από διοικητικό όργανο και όχι από τακτικό ποινικό δικαστήριο παραβιάζει το κατοχυρωμένο από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 παρ.1 ΕΣΔΑ). Επιπλέον, εφόσον, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, η έννοια της ιδιοκτησίας καλύπτει και ενοχικά δικαιώματα, η στέρηση της σύνταξης από το δικαιούχο της παραβιάζει το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που προστατεύει την περιουσία του προσώπου. 3) Αρμόδια για την αναγνώριση συγκεκριμένης διάταξης νόμου ως αντισυνταγματικής είναι τα δικαστήρια και όχι τα διοικητικά όργανα. Τα διοικητικά όργανα δεν έχουν την εξουσία να κρίνουν αν μία διάταξη νόμου είναι αντισυνταγματική. Διοικητική πράξη, η οποία εκδίδεται κατ’ εφαρμογή ισχύουσας διάταξης νόμου είναι νόμιμη και παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματά της. Μόνο σε περίπτωση που εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η οποία στα πλαίσια του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου, διαπιστώνει την αντισυνταγματικότητα συγκεκριμένης διάταξης νόμου, μπορεί να αναγνωριστεί η διοικητική πράξη που εκδόθηκε βάσει αυτής είναι παράνομη και κατ’ επέκταση ακυρωτέα και ανακλητέα. 4) Η απλή γνωμοδότηση του καθηγητή κ. Τ.Τ. δε δεσμεύει τη Διοίκηση. Η υπ’ αριθμ. 377/22/7.6.2006 ατομική διοικητική πράξη του ΟΑΠ-ΔΕΗ εκδόθηκε βάσει ισχύουσας διάταξης νόμου, καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας και παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματά της. Ακόμα, όμως, και στην περίπτωση που η συγκεκριμένη πράξη ήθελε θεωρηθεί ως παράνομη, κατά την κρατούσα άποψη, η Διοίκηση έχει τη διακριτική ευχέρεια και όχι την υποχρέωση να την ανακαλέσει. Μόνο στην περίπτωση όπου ο ενδιαφερόμενος κ. Κ. επιλέξει να κινηθεί δικαστικά και εφόσον εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει τη διοικητική αυτή πράξη ως παράνομη και κατά συνέπεια, ακυρωτέα και ανακλητέα, γεννάται δέσμευση της Διοίκησης προς συμμόρφωση βάσει των αρχών του κράτους δικαίου, της νομιμότητας της δράσεως της Διοίκησης και της χρηστής διοικήσεως.
Δ.εφ.Αθ/2422/2012
9..) Αντιθέτως, όταν η ανωτέρω κυρία αξίωση των δανειστών στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό των οφειλετών (επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παρ. 1α του άρθρου 3 του ΠΔ 166/2003), δηλαδή όταν δεν υφίσταται νόμιμη σύμβαση, που καταρτίζεται εγγράφως και με τις εγγυήσεις, που παρέχουν οι, λαμβανόμενες αυτεπαγγέλτως υπόψη, δημοσίας τάξεως διατάξεις του ΠΔ 394/1996 περί «Του Κανονισμού Προμηθειών του Δημοσίου» (Πρβλ. ΑΠ Ολ 862/1984 NοB 33,80), για τις εξυπηρετούσες το δημόσιο και γενικό συμφέρον δημόσιες αρχές, το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και ο χρόνος έναρξης της τελευταίας καθορίζεται αποκλειστικά από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974, η οποία, στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι αντίθετη στα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντ., 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και 4 του νέου νόμου [ΠΔ 166/2003, πρβλ. ΣτΕ Ολ 1663/2009 Nomos, που αναφέρεται στην όμοια προς τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974 διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (ΠΔ 456/1984)], διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το νέο νομικό καθεστώς που ισχύει με το ΠΔ 166/2003, έχει ως σκοπό να προστατεύσει τους συναλλασσόμενους με έγκυρες, ισχυρές και νόμιμες συμβάσεις και όχι εκείνους που θεμελιώνουν τις αξιώσεις τους στον επικαλούμενο για τον ανωτέρω λόγο (ανυπαρξία νόμιμης σύμβασης) αδικαιολόγητο πλουτισμό των δημοσίων αρχών.
Π.Δ 122/2017
Οργανισμός Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής.
Π.Δ.106/2020- ΦΕΚ: 255/Α/2020 αρθρο 63 παρ.1:1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται το π.δ. 122/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής» (Α΄ 149), καθώς και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος ή ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που αποτελούν αντικείμενό του.
ΣτΕ/1620/2011
Για τους εκτεθέντες στις προηγούμενες σκέψεις (6 και 8) δύο λόγους, αυτοτελώς λαμβανόμενους υπόψη, οι οποίοι δεν είχαν εκτιμηθεί από τις προαναφερόμενες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του ΕΔΔΑ, η ρύθμιση του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, κρίνοντας αντιθέτως, έσφαλε και για τον βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο αναιρέσεως η αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του θα ήταν αναιρετέα. Λόγω, όμως, της μείζονος σπουδαιότητας του ανωτέρω ζητήματος και της εν τω μεταξύ, αντίθετης προς την απόφαση 1663/2009 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας νομολογίας επ' αυτού του Αρείου Πάγου (βλ. ΑΠ 1127,1128/2010) πρέπει το εν λόγω ζήτημα, της συμφωνίας του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου προς το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. β΄ του π.δ.18/1989.
ΝΣΚ/5/2011
Εγκαταστάσεις ειδικής τουριστικής υποδομής σε ιδιωτικά δάση και ιδιωτικές δασικές εκτάσεις.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
1) Επιτρέπεται η κατασκευή των εγκαταστάσεων ειδικής τουριστικής υποδομής, που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 2 του Ν. 2160/1993 όχι μόνο σε δημόσια δάση και δημόσιες δασικές εκτάσεις, αλλά και σε ιδιωτικά δάση και ιδιωτικές δασικές εκτάσεις υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις που τίθενται στις παρ. 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 51 του Ν 998/1979, πέραν των προϋποθέσεων, οι οποίες έχουν τεθεί από το Σύνταγμα και τις διατάξεις του Ν 998/1979, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε από τον Ν 3208/2003 και έχουν εξειδικευθεί από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και οι οποίες πρέπει να συντρέχουν άνευ ετέρου σε οποιαδήποτε επιτρεπόμενη από το νόμο και το Σύνταγμα επέμβαση σε έκταση με δασικό χαρακτήρα. (ομοφ.) 2) Η διάταξη του άρθρου 51 του Ν 998/1979 μπορεί να εφαρμοσθεί, όχι μόνο σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 2 του Ν. 2160/1993, αλλά και ανεξάρτητα από τη διάταξη αυτή, για έργα που δεν χαρακτηρίζονται ως ειδικής τουριστικής υποδομής. (ομοφ)