Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

3135/238/2015

Τύπος: Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 2065/1992
ΦΕΚ: 124/Β/21.01.2015
Καθορισμός της διαδικασίας εκταμίευσης ποσών προερχομένων από το ποσοστό 50% των εσόδων λογαριασμών Τέλους Εκσυγχρονισμού και Ανάπτυξης Αερολιμένων (ΤΕΑΑ), ως ίδια συμμετοχή της ΥΠΑ, για την εκτέλεση έργων ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού Αερολιμένων, για τα οποία έχουν εκδοθεί Αποφάσεις Ένταξης Πράξης Κρατικής Ενίσχυσης.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Αριθμ. Δ11/Β-Γ/14511/5741/2002

Διαδικασία χρέωσης, είσπραξης, διαχείρισης, ελέγχου και παρακολούθησης Ειδικών Λογαριασμών "Τελών Εκσυγχρονισμού και Ανάπτυξης Αερολιμένων (Τ.Ε.Α.Α)" - ρυθμίσεις ειδικών εξαιρέσεων.


Κ.Γ./Δ11/Β39996/2021

Διαδικασία χρέωσης, είσπραξης, διαχείρισης και ελέγχου του Τέλους Εκσυγχρονισμού και Ανάπτυξης Αερολιμένων του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος».


Δ11/Β/19890/17643/2016

Διαδικασία χρέωσης, είσπραξης, διαχείρισης, ελέγχου και παρακολούθησης και ρύθμισης τεχνικών θεμάτων επί των Ειδικών Λογαριασμών «Τελών Εκσυγχρονισμού και Ανάπτυξης Αερολιμένων (Τ.Ε.Α.Α.)» παραχωρηθέντων περιφερειακών αεροδρομίων - ρυθμίσεις ειδικών εξαιρέσεων. ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ Δ11/Β/22645/19950/2016,ΦΕΚ-3230/Β/7.10.2016


Δ11/Β/22645/19950/2016

Αντικατάσταση της υπ' αριθ. Δ11/Β/19890/ 17643/ 26-8-2016 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων περί «Διαδικασίας χρέωσης, είσπραξης, διαχείρισης, ελέγχου και παρακολούθησης και ρύθμισης τεχνικών θεμάτων επί των Ειδικών Λογαριασμών «Τελών Εκσυγχρονισμού και Ανάπτυξης Αερολιμένων (Τ.Ε.Α.Α)» παραχωρηθέντων περιφερειακών αεροδρομίων - ρυθμίσεις ειδικών εξαιρέσεων (ΦΕΚ Β΄ 2668/26-08-2016)» .


Δ11/Β/5175/2071/2010

Διαδικασίες χρέωσης, είσπραξης, κατάθεσης και ελέγ­χου Τελών Χρήσης Αερολιμένων - Τ.Χ.Α. (Τελών Προ­σγείωσης και Παραμονής Αεροσκαφών) και Τ.Ε.Α.Α. (Τελών Εκσυγχρονισμού και Ανάπτυξης Αεροδρομί­ων) στους Κρατικούς - Δημοτικούς Αερολιμένες.


ΕλΣυν.Τμ.7(ΚΠΕ)/269/2015

ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΙΣ:Με δεδομένα τα ανωτέρω και σε συνδυασμό με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το Κλιμάκιο κρίνει ότι ανεξαρτήτως των λοιπών ευθυνών των οργάνων του Δήμου ένεκα της μη έγκαιρης διάθεσης των Κ.Α.Π. προς τις Σχολικές Επιτροπές, οι εντελλόμενες δαπάνες είναι νόμιμες. Και τούτο διότι, αφενός, νόμιμο έρεισμα για την έκδοση των ελεγχόμενων χρηματικών ενταλμάτων είναι η απόδοση του συνολικού ποσού που έχει εγγραφεί στις πιστώσεις του Κρατικού Προϋπολογισμού για τον ειδικό σκοπό της λειτουργίας των σχολείων που υπάγονται στη χωρική αρμοδιότητα του Δήμου ... - ..., αφετέρου δεν προκύπτει από τα προσκομισθέντα στοιχεία ότι έχει εκδοθεί ανακλητική απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών. Αντίθετη άλλωστε εκδοχή θα οδηγούσε σε αδυναμία των Σχολικών Επιτροπών να εκπληρώσουν τις οικονομικές υποχρεώσεις τους, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η καταβολή των εκ του νόμου προβλεπόμενων αποζημιώσεων στους εθελοντές σχολικούς τροχονόμους. Εντούτοις, δοθέντος ότι σχετικά με την αποζημίωση των εθελοντών σχολικών τροχονόμων διαπιστώνεται απόκλιση μεταξύ των προϋπολογισθέντων-καταβληθέντων από τον Τακτικό Προϋπολογισμό ποσών και των αντίστοιχων ποσών που σύμφωνα με το έγγραφο επανυποβολής των χρηματικών ενταλμάτων πρέπει να καταβληθούν στα πρόσωπα αυτά, το Κλιμάκιο επισημαίνει ότι η νομιμότητα, των σχετικών αποζημιώσεων (αριθμός απασχολούμενων τροχονόμων - ύψος αποζημίωσης) θα ελεχθεί από τον αρμόδιο Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τη διενέργεια του κατασταλτικού ελέγχου των λογαριασμών των Σχολικών Επιτροπών.


ΕΣ/ΕΛΑΣ.ΟΛΟΜ./552/2023

Δημοσιονομική διόρθωση ποσού 3.871.820,37 ευρώ, ως διαδόχου φορέα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης …, με την αιτιολογία ότι στην τελευταία, η οποία ήταν η Τελική Δικαιούχος του υποέργου «Θέατρο …»,  φέρεται να καταβλήθηκε παρανόμως το ανωτέρω ποσό. Το εν λόγω υποέργο είχε ενταχθεί στο μέτρο 1.4 του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος … 2000-2006 και χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και από εθνικούς πόρους.(...)Στο πλαίσιο αυτό, η επίμαχη ρύθμιση, που καθορίζει το ύψος του προς επιστροφή ποσού σε περίπτωση απένταξης ενός έργου, αφορά ένα ειδικότερο ζήτημα της ουσιαστικής ρύθμισης του άρθρου 104 του ν. 2362/1995, το οποίο αναφέρεται γενικά στη διαδικασία είσπραξης από το Δημόσιο αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και απαιτεί την ανάκτησή τους σε περίπτωση παρατυπίας αλλά και του άρθρου 6 του ν. 2860/2000, το οποίο προβλέπει ειδικότερα την ανάκτηση των παρανόμως ή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών κατά την εκτέλεση των χρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρησιακών προγραμμάτων. Το πλαίσιο δε που θέτουν οι διατάξεις αυτές είναι ορισμένο ως προς την υποχρέωση επιστροφής των σχετικών ποσών, προβλέπουν δε ρητά και την ολική διακοπή της χρηματοδότησης σε περίπτωση διαπίστωσης σοβαρής παρατυπίας, όπως εν προκειμένω. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 6 της κ.υ.α. 907/052/2003, περί επιστροφής του συνόλου της χρηματοδότησης σε περίπτωση ανάκλησης της απόφασης ένταξης, τελώντας εντός του πλαισίου των καθοριζόμενων με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2860/2000 κυρώσεων, ρυθμίζει πράγματι ένα ειδικότερο τεχνικού και λεπτομερειακού χαρακτήρα ζήτημα. Εξάλλου, ο προβαλλόμενος με την ένδικη αίτηση ισχυρισμός ότι η επίμαχη διάταξη του άρθρου 6 της κ.υ.α. 907/052/2003, που προβλέπει την επιστροφή του συνόλου των καταβληθέντων ποσών σε περίπτωση απένταξης μίας πράξης χωρίς να εξετάζεται το γεγονός ότι το υπό ενίσχυση σχέδιο μπορεί να έχει μερικώς υλοποιηθεί, παραβιάζει το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης προβάλλεται αβασίμως, καθώς το δικαίωμα αυτό τυγχάνει εφαρμογής κατά τη διαδικασία έκδοσης της διοικητικής πράξης, εν προκειμένω δε της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης, και ουδόλως η επίμαχη διάταξη αποκλείει την άσκησή του κατά την διάρκεια της προβλεπόμενης διαδικασίας ανάκτησης. Στην κρινόμενη υπόθεση η αναιρεσείουσα δεν θέτει ζήτημα επί της ουσίας παραβίασης του δικαιώματος αυτού κατά την έκδοση της προσβληθείσας με την έφεση πράξης.(...)Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.


ΕΣ/ΤΜ.1/2672/2014

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Με την έφεση αυτή ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 9244/8.7.2009 καταλογιστικής πράξης του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, που υπογράφεται κατ΄ εντολή του από τον Γενικό Γραμματέα του ιδίου Υπουργείου. Με την πράξη αυτή καταλογίσθηκε σε βάρος της εκκαλούσας το ποσό των 11.200 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην πρώτη δόση της χρηματοδότησης που αυτή έλαβε ως νέος γεωργός στο πλαίσιο του Μέτρου 3.1 «Εφάπαξ πριμοδότηση πρώτης εγκατάστασης νέων γεωργών» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Αγροτική Ανάπτυξη - Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου 2000 - 2006».(.....)Άλλωστε δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, όπως αβάσιμα διατείνεται η εκκαλούσα. Και τούτο διότι η διαπλασθείσα από τη νομολογία του Δικαστηρίου αυτού αρχή της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης κατά τον καταλογισμό σε βάρος δημοσίων υπαλλήλων ή συνταξιούχων με μισθολογικές παροχές ή συντάξεις που τους καταβλήθηκαν αχρεωστήτως, δεν είναι συμβατή με το καθεστώς των κοινοτικών ενισχύσεων που προβλέπει την ανάληψη εκ μέρους του δικαιούχου συγκεκριμένων υποχρεώσεων και δεσμεύσεων, οι οποίες έχουν αποτυπωθεί στην απόφαση ένταξης και στη σύμβαση, καθώς και την ανάκτηση της χρηματοδότησης σε περίπτωση αθέτησης αυτών, συνακόλουθα, δεν έχει εφαρμογή στην αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών βάσει του κοινοτικού δικαίου (πρβλ. ΣτΕ  2451/2007 σκ. 7), του οποίου πρέπει να διασφαλίζεται από τον εθνικό δικαστή η εφαρμογή και η αποτελεσματικότητα  (βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2005, C.443/03 Leffler, Συλλογή 2005, σ.Ι-9611, σκ. 51). Εξάλλου, δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που περιλαμβάνεται στην κοινοτική έννομη τάξη, στο πλαίσιο της οποίας ερευνάται η καλή πίστη του δικαιούχου, καθόσον η εκκαλούσα με τη μη υποβολή αίτησης για χορήγηση δεύτερης δόσης, σύμφωνα με την ΚΥΑ 448/2001, κατέστη υπαίτια πρόδηλης παραβίασης των όρων της οικονομικής ενίσχυσης, όπως αυτοί αποτυπώθηκαν στην 319018/10160/63/31.12.2002 απόφαση ένταξης και στην 241017/2.5.2003 πράξη αποδοχής (βλ. κατ’ αναλογία απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Νοεμβρίου 2002, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-141/99, T-142/99, T-150/99 και T-151/99, Vela Srl, Tecnagrind SL, σκέψη 388 επ.). Τέλος, αυτοτελώς η οικονομική αδυναμία της εκκαλούσας προς καταβολή του ποσού της δημοσιονομικής διόρθωσης, πέραν του ότι δεν αποδεικνύεται εν προκειμένω με την προσκόμιση επίκαιρων στοιχείων, δεν συνιστά λόγο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτοτελώς την απαλλαγή της, για λόγους προσωπικής επιείκειας, από την υποχρέωση επιστροφής της επίμαχης οικονομικής ενίσχυσης. Συγκεκριμένα, στο σύστημα των αγροτικών ενισχύσεων που καταβάλλονται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, δεν νοείται η απαλλαγή του τελικού αποδέκτη κοινοτικής ενίσχυσης αποκλειστικά και μόνο για λόγους προσωπικής επιείκειας αναγόμενους στην οικονομική αδυναμία επιστροφής του καταλογισθέντος ποσού (πρβλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψεις 14-15), καθόσον σε διαφορετική περίπτωση θα αναιρείτο η ενιαία εφαρμογή και η πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου (πρβλ. προαναφερόμενη απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψη 8, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, C-205/82 ως 215/82, Deutsche Milchkontor, σκέψεις 17 και 19).Απορρίπτει την  έφεση. 


ΕλΣυν.Τμ.6/1227/2016

Συμβάσεις εκμετάλλευσης αερογραμμών:.ζητείται η ανάκληση της 89/2016 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου..βασίμως προβάλλεται ότι η έγκαιρη εκκίνηση διαγωνιστικής διαδικασίας για την ανάθεση της εξυπηρέτησης των επίμαχων αερογραμμών από 1.4.2016 και εφεξής δεν κατέστη δυνατή λόγω ανυπαίτιας αδυναμίας της αναθέτουσας αρχής για εξασφάλιση χρηματοδότησης. Ειδικότερα, η χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της ... για την, μεταξύ άλλων, καταβολή του οικονομικού αντισταθμίσματος για τις γραμμές στις οποίες έχουν επιβληθεί υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, εξασφαλίζεται από τα έσοδα του Τέλους Εκσυγχρονισμού και Ανάπτυξης Αεροδρομίων (ΤΕΑΑ) του άρθρου 40 του ν. 2065/1992, τα οποία ωστόσο, μετά την παραχώρηση 14 περιφερειακών αεροδρομίων της χώρας σε ιδιώτη επενδυτή, παρίστανται σημαντικά απομειωμένα, με συνέπεια την ανάγκη συνολικού ανασχεδιασμού της επιβολής υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε όλες τις τακτικές αερογραμμές στο εσωτερικό της χώρας και των όρων εκμετάλλευσης αυτών, προκειμένου να επιτευχθεί αντίστοιχη μείωση της απαιτούμενης δαπάνης. Η υφιστάμενη δε αβεβαιότητα ως προς το ζήτημα του χρόνου παραλαβής των ανωτέρω αεροδρομίων από τον παραχωρησιούχο, κατόπιν της υπογραφής την 14.12.2015 της σχετικής σύμβασης, εξαιτίας της οποίας δεν ήταν εφικτή η ασφαλής πρόβλεψη της χρονικής διάρκειας και της έκτασης του παραχωρούμενου δικαιώματος, βάσει των οποίων υπολογίζεται, όπως αναφέρθηκε, και η δυνατότητα οικονομικής επιβάρυνσης του προϋπολογισμού της ... για την καταβολή του οικονομικού αντισταθμίσματος, επέτεινε την ανωτέρω αδυναμία από μέρους της για έγκαιρη εκκίνηση διαγωνιστικής διαδικασίας για το μετά την 31.3.2016 διάστημα, οπότε και έληγαν οι προγενέστερες συμβάσεις. Ήδη, μετά την ολοκλήρωση της παραχώρησης των 14 αεροδρομίων και την ορισθείσα την 1.11.2016 παραλαβή αυτών και ενόψει των νέων διαμορφωθέντων οικονομικών δεδομένων, η διαγωνιστική διαδικασία για την ανάθεση της εκμετάλλευσης των επίμαχων αερογραμμών για το μετά τη λήξη των υπό έλεγχο συμβάσεων διάστημα έχει δρομολογηθεί Επομένως πληρούνται εν προκειμένω οι τιθέμενες από το νόμο προϋποθέσεις περί προσφυγής σε διαπραγμάτευση, καθόσον αφενός συντρέχουν κατεπείγοντες λόγοι μη διακοπής των επίμαχων αεροπορικών συνδέσεων, ενόψει μάλιστα της θερινής περιόδου, η δε επικαλούμενη σοβαρή απομείωση των εσόδων της ..., και άρα του οικονομικού αντισταθμίσματος που αυτή δύναται να διαθέσει για την εκμετάλλευση των αερογραμμών, και η, εκ του λόγου αυτού, επιβαλλόμενη ανάγκη συνολικού ανασχεδιασμού της επίμαχης επιβολής υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας και των όρων εκμετάλλευσης των γραμμών συνιστούν τις απαιτούμενες από το νομοθέτη αυταπόδεικτα απρόβλεπτες περιστάσεις, οι οποίες κατέστησαν απαγορευτική για την αναθέτουσα αρχή την τήρηση των ειδικώς προβλεπόμενων στο άρθρο 17 παρ. 4 του Κανονισμού 1008/2008 προθεσμιών δημοσίευσης, ιδίως δε της τουλάχιστον εξάμηνης προ της έναρξης της νέας παραχώρησης, και άρα ιδιαιτέρως μακράς, προβλεπόμενης τοιαύτης, επιτρεπομένης ως εκ τούτου της προσφυγής στην επίμαχη διαπραγμάτευση, στο μέτρο που αυτό είναι απολύτως απαραίτητο, ήτοι για το ως άνω από 1.4.2016 έως 30.9.2016 επίμαχο διάστημα. (..)   Ανακαλεί την 89/2016 πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου


ΕλΣυνΤμ.1/1244/2016

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ.Αίτηση ακύρωσης της 27240 Α.Πλ.3460/20.6.2011 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Υφυπουργού Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, με την οποία αποφασίστηκε η ανάκτηση από την εκκαλούσα του ποσού των 110.769,27 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι της καταβλήθηκε αχρεωστήτως ως χρηματοδότηση στο πλαίσιο υλοποίησης του Υποέργου 2 της Πράξηςμε κωδ. MIS 76820, που έχει ενταχθεί στο Μέτρο 1.6. του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος (ΠΕΠ) Κεντρικής Μακεδονίας, και συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και από εθνικούς πόρους. «….», Ακολούθως, η εκκαλούσα προβάλλει ότι, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, η απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης εκδόθηκε μονομερώς από τα εθνικά όργανα, χωρίς να προηγηθεί «διαβούλευση» με τα όργανα της Επιτροπής,  σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 8 του Κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999 του Συμβουλίου και του άρθρου 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 448/2001 της Επιτροπής της 2ας Μαρτίου 2001 που αναφέρει ότι σε περίπτωση που πρέπει να ανακτηθούν ποσά ως συνέπεια κατάργησης, η αρμόδια υπηρεσία ή φορέας κινούν διαδικασίες ανάκτησης, ενημερώνοντας σχετικά τις αρχές πληρωμών και διαχείρισης.  Πλην όμως, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε (σκέψη ΙΙΙΔ), στο πλαίσιο της αρχής της επικουρικότητας, τα κράτη μέλη φέρουν κατ’ αρχήν την ευθύνη για τον δημοσιονομικό έλεγχο των παρεμβάσεων, τη δίωξη των παρατυπιών και την πραγματοποίηση των αναγκαίων δημοσιονομικών διορθώσεων, ενώ η εταιρική σχέση ουδόλως υποχρεώνει τα τελευταία (κράτη – μέλη) να διαβουλεύονται με την Επιτροπή προτού αποφασίσουν την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών (πρβλ. Ε.Σ. Ολ. 1818/2014). Εξάλλου, δεν τίθεται θέμα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας αναφορικά με την ανάκτηση δαπάνης για το ως άνω υποέργο, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα. Και τούτο διότι, στην προκειμένη υπόθεση, με την επίμαχη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης η οποία γενικώς κρίνεται ως το αναγκαίο και συνάμα κατάλληλο μέσο επίτευξης του επιδιωκόμενου σκοπού, που είναι η άρση της παραβίασης διατάξεων του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου κατά την εκτέλεση συγχρηματοδοτούμενων από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους δημοσίων έργων, δεν αναζητείται το σύνολο της χρηματοδοτικής συνδρομής, οπότε και θα ετίθετο ζήτημα παραβίασης αυτής της αρχής αλλά μόνον τα ποσά εκείνα που αντιστοιχούν σε μη νόμιμες δαπάνες. Επίσης, είναι αβάσιμος  ο λόγος έφεσης  ότι η Διοίκηση προέβη σε κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειάς της κατά παράβαση του άρθρου 39 του Κανονισμού 1260/1999 (το οποίο αναφέρεται στην πραγματοποίηση εκ μέρους των κρατών μελών δημοσιονομικής διόρθωσης, σε περίπτωση διαπίστωσης παρατυπιών κατά την εκτέλεση μιας παρέμβασης). Και τούτο διότι, με βάση το προεκτεθέν νομικό πλαίσιο και τα πραγματικά γεγονότα, όπως εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η αναζήτηση των ποσών που καταβλήθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 1418/1984, π.δ. 609/1985 και των όρων της απόφασης ένταξης της πράξης ήταν υποχρεωτική και επιβεβλημένη και δεν εναπόκειτο στη διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως η επιβολή της δημοσιονομικής διόρθωσης (πρβλ. Ε.Σ. Ολ. 1818/2014). Τέλος, η εκκαλούσα προβάλλει ότι παραβιάσθηκε ουσιώδης τύπος της διαδικασίας έκδοσης της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης, διότι μετά το πέρας του ελέγχου η ελεγκτική ομάδα δεν παρέδωσε τη σχετική έκθεση στη Διεύθυνση Προγραμματισμού και Ελέγχων, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 8 του άρθρου 17 του ν. 2860/2000. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, διότι, στην προκειμένη περίπτωση, ο έλεγχος δεν διενεργήθηκε από την Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου (Ε.Δ.ΕΛ.), ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 2860/2000, αλλά από τη διαχειριστική αρχή του επιχειρησιακού προγράμματος. Τέλος, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν τίθεται ζήτημα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος ενώπιον του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) αναφορικά με την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 8, 38 και 39 του Καν (ΕΚ) 1260/1999. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη