ΑΕΠΠ/1084/2018
Τύπος: Προδικαστικές Προσφυγές
Το έγγραφο δεν αναφέρει τί ακριβώς αίτησαν οι προσφεύγοντες με την προδικαστική προσφυγή τους ούτε περιέχει λεπτομέρειες σχετικά με το αντικείμενο της συγκεκριμένης σύμβασης, καθώς πρόκειται για μια σύντομη απάντηση της ΕΑΔΗΣΥ (Επιτροπής Αξιολόγησης Δημόσιων Συμβάσεων) με αριθμό 1084/2018. Ωστόσο, η ΕΑΔΗΣΥ απαντά σε μια προδικαστική προσφυγή, η οποία συνήθως αφορά ζητήματα σχετικά με τη διαδικασία πρόσκλησης ή την εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων, όπως πιθανά σφάλματα στο προσυμβατικό στάδιο, παραβάσεις διαδικασίας ή νομικά ζητήματα που προκύπτουν κατά την αξιολόγηση των προσφορών. Από τη συνοπτική αναφορά δεν διαφαίνονται συγκεκριμένες λεπτομέρειες, αλλά τέτοιες προσφυγές συνήθως επιδιώκουν την ακύρωση αποφάσεων, την αναστολή διαδικασιών ή τη διόρθωση νομικών παραβάσεων.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΑΕΠΠ/806/2019
Οι προσφυγές αίτησαν την ακύρωση, ανάκληση ή τροποποίηση της απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής με αριθμό 186/24-5-2019, η οποία ενέκρινε την ανάδειξη προσωρινών αναδόχων για τη σύμβαση «Προμήθεια Αντικειμένων και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Έκδοσης/Εκτύπωσης, Εμφακέλωσης και Αποστολής Ταχυδρομικών Αντικειμένων». Η σύμβαση διαιρέθηκε σε δύο ομάδες: (α) Ομάδα Α για επιστολικό ταχυδρομείο για ειδοποιητήρια ύδρευσης (€42.408) και (β) Ομάδα Β για υβριδικό ταχυδρομείο για εκτύπωση και εμφακέλωση ειδοποιητηρίων (€9.329,76). Οι προσφεύγουσες εταιρείες επέκριναν πλημμελήσεις στις προσφορές των αναδειχθέντων αναδόχων, όπως ελλιπή ΤΕΥΔ, έλλειψη ειδικών αδειών (π.χ. από ΕΕΤΤ), ανακριβείς υπεύθυνες δηλώσεις και τεχνικές αδυναμίες. Η ΕΑΔΗΣΥ έκρινε εν μέρει δεκτή την πρώτη προσφυγή και απορριπτέα τη δεύτερα.
ΝΣΚ/111/2000
Ιχθυοτροφεία. Ιερά Μονή Βατοπαιδίου Αγίου Όρους. Δυνατότητα εκ νέου παραχώρησης της διαχείρισης της λιμνοθάλασσας Βιστωνίδας.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
α) Παρέχεται η δυνατότητα παραχώρησης της διαχείρισης της λίμνης Βιστωνίδας στην Ι.Μ. Βατοπαιδίου με νομοθετική ρύθμιση, και όχι με απλή απόφαση του Υπουργού Γεωργίας. Με την ίδια νομοθετική ρύθμιση δύνανται να προβλέπονται ρητά ο τρόπος, η χρονική στιγμή, οι όροι και οι εν γένει λεπτομέρειες της διοίκησης, διαχείρισης και εκμετάλλευσης της εν λόγω λίμνης όπως και η εποπτεία του Υπουργού Γεωργίας επ αυτής καθώς και ο καθορισμός και ο τρόπος απόδοσης του μισθώματος στο Ελλ.Δημόσιο, ή, όπως, άλλωστε συμβαίνει συνήθως, η ρύθμιση αυτή δύναται να παρέχει εξουσιοδότηση, όπως τα παρά πάνω αντιμετωπιστούν με έκδοση σχετικής Υ.Α. ή την υπογραφή νέας, σύγχρονης σύμβασης. β) Η συνδέουσα την Ι.Μ. Βατοπαιδίου και το Ελλ.Δημόσιο (Υπ. Γεωργίας) αναφερόμενη στο ιστορικό σύμβαση δεν έχει ποτέ ρητά καταργηθεί. Ο όρος αυτής που ισχύει αναντίρρητα είναι το δικαίωμα της Ι.Μ. και της Αθωνιάδας Σχολής επί των καθαρών προσόδων της λιμνοθάλασσας Βιστωνίδας ή "Μπουρού". γ) Το παρά πάνω συμβατικά αναγνωρισμένο δικαίωμα της Ι.Μ. επί των προσόδων της πιο πάνω λιμνοθάλασσας, το οποίο επί πλέον έχει αναγνωριστεί και με σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων ως συμβατική υποχρέωση του Ελλ.Δημοσίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως χορήγηση ή απόδοση υπέρ τρίτου προκειμένου να εφαρμοστεί επ αυτής η διάταξη του άρθρου 3 του Ν.2469/97. δ) Ενόψει της φύσεως της συνδέουσας το Ελλ.Δημόσιο (Υπ. Γεωργίας) και της Ι.Μ. Βατοπαιδίου σύμβασης τα κεκτημένα δικαιώματα, όπως λειτουργούν σήμερα δεν μπορούν να τροποποιηθούν μονομερώς.
ΣτΕ/1412/2024
Αίτηση ακυρώσεως και αναστολής κατά απόφασης της ΕΑΔΗΣΥ στο πλαίσιο διαγωνισμού για την ανάθεση σύμβασης κατασκευής οδού – Επίλυση νομικών ζητημάτων – Δεν καθίσταται υποχρεωτικά υπεργολάβος ο τρίτος που παρέχει στήριξη σχετικά με τίτλους σπουδών, επαγγελματικά προσόντα και σχετική επαγγελματική πείρα – Προϋποθέσεις παραδεκτής προβολής ενώπιον της ΕΑΔΗΣΥ ισχυρισμών περί ανακρίβειας ΕΕΕΣ ανταγωνιστών – Δυνατότητα εξέτασης πρωτογενώς από το Δικαστήριο λόγων προσφυγής που απορρίφθηκαν από την ΕΑΔΗΣΥ ως απαράδεκτοι.
Το Δικαστήριο έδωσε τις ακόλουθες απαντήσεις στα ανωτέρω νομικά ζητήματα: Α. Το άρθρο 78 παρ. 1 εδ. β΄ του ν. 4412/2016 δεν έχει την έννοια ότι οι τρίτοι φορείς, στις ικανότητες των οποίων στηρίζεται ο προσφέρων οικονομικός φορέας ως προς τους τίτλους σπουδών, τα επαγγελματικά προσόντα ή την επαγγελματική εμπειρία, οι οποίοι πρέπει να εκτελέσουν τις εργασίες ή τις υπηρεσίες για τις οποίες απαιτούνται οι συγκεκριμένες ικανότητες, καθίστανται υποχρεωτικά και υπεργολάβοι, με συνέπεια τον αποκλεισμό του προσφέροντος εάν δεν δηλωθούν ως υπεργολάβοι στο ΕΕΣΣ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 58 του ν. 4412/2016. Αντιθέτως, έχει την έννοια ότι εναπόκειται στην ευχέρεια του προσφέροντος να επιλέξει τη φύση του νομικού δεσμού που θα συνάψει με τον τρίτο που του δανείζει τέτοιες ικανότητες και ότι η φύση του δεσμού αυτού δεν είναι κρίσιμη για την παραδεκτή επίκληση τέτοιων ικανοτήτων, δεδομένου ότι η επί ποινή αποκλεισμού υποχρέωση δήλωσης των πληροφοριακών στοιχείων του άρθρου 58 δεν αφορά τους υπεργολάβους στις ικανότητες των οποίων ο προσφέρων στηρίζεται. Β. Τα άρθρα 79 και 346 παρ. 1 του ν. 4412/2016 έχουν την έννοια ότι προσφέρων οικονομικός φορέας μπορεί, κατ’ αρχήν, να προσβάλει ενώπιον της ΕΑΔΗΣΥ την απόφαση της αναθέτουσας αρχής, με την οποία γίνονται δεκτές προσφορές ανταγωνιστών του βάσει των δηλώσεων των ΕΕΕΣ και ανακηρύσσεται προσωρινός ανάδοχος, προβάλλοντας ισχυρισμούς περί ανακρίβειας των δηλώσεων του ΕΕΕΣ ανταγωνιστών του σχετικά με την πλήρωση απαιτούμενου κριτηρίου επιλογής, εφ’ όσον όμως επικαλείται και προσκομίζει στοιχεία ικανά να τεκμηριώσουν το σφάλμα/ανακρίβεια της δήλωσης και την, εντεύθεν, μη πλήρωση του οικείου κριτηρίου, και υπό την προϋπόθεση ότι ο προσφεύγων οικονομικός φορέας διαθέτει έννομο προς τούτο συμφέρον, δηλαδή υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί, εν όψει των συγκεκριμένων περιστάσεων, ζημία από την εικαζόμενη ως παράνομη απόφαση της αναθέτουσας αρχής περί αποδοχής προσφοράς των ανταγωνιστών κατά των οποίων στρέφεται. Γ. Τα άρθρα 345 επ. του Βιβλίου IV του ν. 4412/2016 (και ειδικότερα άρθρα 346 παρ. 1, 360, 367 παρ. 1 και 372), ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ, έχουν την έννοια ότι δεν κωλύεται το δικαστήριο, όταν κρίνει ότι λόγος προσφυγής μη νομίμως απερρίφθη ως απαράδεκτος από την ΕΑΔΗΣΥ, να προβεί πρωτογενώς στην κατ’ ουσίαν εξέτασή του, εφ’ όσον όμως ο λόγος αυτός δεν σχετίζεται με τεχνικό ή μη εκκαθαρισμένο κατά το πραγματικό του μέρος ζήτημα.
ΕΣ/ΤΜ.6/1272/2016
Αγοραπωλησίας Μετοχών και Σύμβασης Μετόχων (...)Επιδιώκεται η ανάκληση της 54/2016 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, απαραδέκτως ζητείται η ανάκληση της ως άνω πράξης του Κλιμακίου, σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 5 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο. Με το νομοθετικό δε περιορισμό της άσκησης αίτησης ανάκλησης δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, δοθέντος ότι καθ' όλη τη διάρκεια πραγματοποίησης των σχετικών διαδικασιών για την παραχώρηση των μετοχών του ΟΛΠ τα αιτούντα σωματεία μπορούσαν να υποβάλουν σχετικές αναφορές στις αρμόδιες αρχές και να ασκήσουν ένδικα μέσα στα αρμόδια δικαστήρια για την προστασία τυχόν εννόμων συμφερόντων τους. Συνεπώς, ουδεμία βλάβη υφίστανται πρωτογενώς τα μέλη των αιτούντων σωματείων από την πράξη του Κλιμακίου, η οποία απλώς διαπιστώνει τη δυνατότητα σύναψης ή μη της σύμβασης. Πέραν δε τούτου, στην ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου διαδικασία προσυμβατικού ελέγχου δεν βρίσκει εφαρμογή το άρθρο 10 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα του αναφέρεσθαι στις αρχές, καθώς, αφενός μεν, το παρόν Δικαστήριο κατά τη διενέργεια του ελέγχου αυτού δεν αποτελεί Διοικητική Αρχή κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, αφετέρου δε, οι οργανικές διατάξεις του ρυθμίζουν περιοριστικά τον τρόπο πρόσβασης ενώπιόν του και δεν το καθιστούν αρμόδιο να απαντά επί άτυπων διοικητικών προσφυγών, που δεν προβλέπονται από το νόμο. Εξάλλου, η παροχή δυνατότητας άσκησης πολλαπλών προσφυγών κατά πράξεων ή αποφάσεων σχηματισμών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, και μάλιστα συχνά προδήλως απαράδεκτων, οδηγεί σε αδικαιολόγητη επιβράδυνση του διενεργούμενου από αυτό ελέγχου, με συνέπεια να σημειώνονται καθυστερήσεις κατά τη σύναψη της σύμβασης εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Δοθέντος, δε, ότι η προστασία του δημοσίου συμφέροντος διασφαλίζεται πλήρως από τον καθολικό έλεγχο των αρμόδιων Κλιμακίων, ο οποίος εκτείνεται και στα παρεμπιπτόντως αναφυόμενα ζητήματα, παρίσταται δικαιολογημένη η νομοθετική επιλογή της απαγόρευσης άσκησης αίτησης ανάκλησης σε περίπτωση που το αρμόδιο Κλιμάκιο κρίνει ότι δεν κωλύεται η υπογραφή της σύμβασης. Η ρύθμιση δε αυτή κείται εντός των συνταγματικών προβλέψεων του άρθρου 98 του Συντάγματος περί ελέγχου των συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας, οι οποίες καταλείπουν τις λεπτομέρειες καθορισμού του τρόπου άσκησης του ελέγχου αυτού στον απλό νομοθέτη και ουδόλως επιβάλλουν την ύπαρξη πολλών σταδίων προσυμβατικού ελέγχου. Τέλος, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, ουδεμία διαφοροποίηση υφίσταται ως προς το δικαίωμα άσκησης αίτησης ανάκλησης κατά πράξεων προσυμβατικού ελέγχου των Κλιμακίων για τις συμβάσεις των Ο.Τ.Α., ώστε να τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση. Δεν ανακαλεί την 54/2016 πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού
ΝΣΚ/756/1999
Συμβάσεις προμήθειας. Ζητήματα περί την εφαρμογή του άρθρου 11 και 12 του π.δ.99/1992 μετά την κατάργηση του ν.1797/1988.Ως εκ του γεγονότος ότι ο νομοθέτης των άρθρων 11 και 12 του π.δ.99/1992 απέβλεψε μόνο στα εκάστοτε όρια των χρηματικών ποσών που ισχύουν για τις περιπτώσεις από τον τότε ισχύοντα νόμο περί προμηθειών (ν.1797/1988) παρέπεται ότι, μετά την κατάργηση του τελευταίου νόμου, πρέπει να θεωρηθεί ότι η παραπομπή αυτή των άνω άθρων 11 και 12 αναφέρεται πλέον στα αντίστοιχα όρια των χρηματικών ποσών που ορίζουν οι διατάξεις που διέπουν τις αντίστοιχες προμήθειες (άρθρο 83 ν.2362/95). Εφόσον για τις προμήθειες ειδών που υπάγονται στις διατάξεις του π.δ.99/1992 δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν.2286/1995, παρέπεται ότι και για τον τύπο της διαδικασίας που θα ακολουθηθεί από μια Υπηρεσία του ΥΠ.ΠΟ., που νομίμως εφαρμόζει το π.δ.99/1992 για την προμήθεια υλικών αναγκαίων για την εκτέλεση έργου ή την εκπόνηση μελέτης δεν θα εφαρμοσθεί το όριο που τίθεται από το ν.2286/1995 και την βάσει του άρθρου 2 αυτού εκδοθείσα απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης (Εμπορίου).
ΕΣ/ΚΛ.ΣΤ/84/2024
Προμήθεια με τίτλο «Δήμος ...- Ολοκληρωμένες Δράσεις Ηλεκτροκίνησης Υποέργο 1» (...)Ειδικότερα, η αναθέτουσα Αρχή οφείλει να αιτιολογεί, έστω και συνοπτικά, την δοθείσα στους διαγωνιζομένους βαθμολογία στα επί μέρους τεθέντα κριτήρια τεχνικής αξιολόγησης της διακήρυξης, εξειδικεύοντάς την με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία και κατ’ ιδίαν χαρακτηριστικά των τεχνικών τους προσφορών, και αναδεικνύοντας, συνακόλουθα, τα σημεία συγκριτικής υπεροχής ή υστέρησης εκάστης προσφοράς τόσο σε σχέση με τις αντίστοιχες τεχνικές προδιαγραφές της διακήρυξης όσο και σε σχέση με τις προσφορές των άλλων διαγωνιζόμενων οικονομικών φορέων, τα οποία ανταποκρίνονται στα αντίστοιχα ως άνω κριτήρια και έχουν ληφθεί υπ’ όψιν κατά τη βαθμολόγηση. Η απλή αριθμητική παράθεση μόνο βαθμών στα ανωτέρω κριτήρια δεν συνιστά ειδική κρίση ούτε αρκεί για την αιτιολόγηση της αξιολόγησης των τεχνικών προσφορών, καθόσον χωρίς αναλυτική λεκτική αποτύπωση αυτής, έστω και συνοπτικά, δυσχεραίνεται ο κατά τα ανωτέρω έλεγχος του αιτιολογημένου της σχετικής κρίσης. Του νόμου δε μη διακρίνοντος, η ως άνω βαθμολόγηση, συνοδευόμενη με έστω συνοπτική αιτιολόγηση, είναι απαραίτητη τόσο στην περίπτωση υποβολής μιας και μόνο (μοναδικής) παραδεκτής τεχνικής προσφοράς όσο και στην περίπτωση κατά την οποία η οικεία τεχνική προσφορά βαθμολογείται ως προς επί μέρους κριτήριο ή υποκριτήριο με τον ελάχιστο προβλεπόμενο στη διακήρυξη βαθμό (συνήθως 100), που υποδηλώνει ότι αυτή καλύπτει ακριβώς τους/τις αντίστοιχους/ες όρους και τεχνικές προδιαγραφές της διακήρυξης. Τούτο δε, διότι και σε αυτή την περίπτωση πρέπει να καθίσταται επαληθεύσιμο το ότι το κάθε επί μέρους κριτήριο ή υποκριτήριο συγκεντρώνει την ελάχιστη βαθμολογία, καλύπτοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τις αντίστοιχες απαιτήσεις της διακήρυξης, χωρίς να παρουσιάζονται αποκλίσεις από τα σχετικώς προβλεφθέντα σ’ αυτήν. Άλλωστε, η βαθμολόγηση των τεχνικών προσφορών έχει ως σκοπό προεχόντως τη σύγκρισή τους με τις σχετικές απαιτήσεις της οικείας αναθέτουσας Αρχής.(...)Σύμφωνα με το ανωτέρω κριτήριο ποιοτικής επιλογής για αμφότερα τα Τμήματα, μη νομίμως απαιτείται η προαναφερόμενη εμπειρία να προέρχεται αποκλειστικώς από συμβάσεις που έχουν συναφθεί μόνο με δημόσιους φορείς, αποκλείοντας αδικαιολόγητα τη συμμετοχή προσφερόντων που έχουν εκτελέσει αξιόπιστα σχετικές συμβάσεις ανατεθείσες από ιδιωτικούς φορείς.(...)Ομοίως, μη νομίμως απαιτείται η προαναφερόμενη εμπειρία να προέρχεται αποκλειστικώς από συμβάσεις που έχουν συναφθεί μόνο με δημόσιους φορείς, αποκλείοντας αδικαιολόγητα τη συμμετοχή προσφερόντων που έχουν εκτελέσει αξιόπιστα σχετικές συμβάσεις ανατεθείσες από οικονομικούς φορείς προερχόμενους από άλλα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα οποία ενδεχομένως δεν ισχύει ο ίδιος διαχωρισμός μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών φορέων που ισχύει στην Ελλάδα, δοθέντος ότι το ενωσιακό δίκαιο σκοπεί, μεταξύ άλλων, στην ενίσχυση της οικονομικής συνοχής και του ανταγωνισμού και στον συντονισμό, ως προς τη διάκριση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, των διάφορων εθνικών νομικών συστημάτων. Για τους λόγους αυτούς Αποφαίνεται ότι κωλύεται η υπογραφή των δύο (2) σχεδίων συμβάσεων
ΝΣΚ/110/2022
Τίθενται διάφορα ζητήματα που αφορούν στη διάρκεια της θητείας καθώς και τον τρόπο λύσης της υφιστάμενης υπαλληλικής σχέσης υπαλλήλου, η οποία κατέχει οργανική θέση Προϊσταμένου Διεύθυνσης στην Επιτροπή Ανταγωνισμού (Ε.Α.) και επελέγη διαρκούσης της θητείας της σε νέα οργανική θέση Προϊσταμένου Αυτοτελούς Τμήματος της εν λόγω Ανεξάρτητης Αρχής, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις των άρθρων 21Β και 21Γ του ν. 3959/2011, σε συνδυασμό με το κανονιστικό πλαίσιο της προκήρυξης. Με βάση τα παραπάνω, τίθεται το ζήτημα αν είναι επιτρεπτή η uno actu λύση της σχέσης εργασίας της και η πρόσληψή της στη νέα οργανική θέση ή πρέπει να εκδοθούν διακριτές πράξεις.(...)Α) Η διάρκεια της θητείας της εν λόγω υπαλλήλου, η οποία προέρχεται από τον ιδιωτικό τομέα και επελέγη σε νέα οργανική θέση Προϊσταμένου Αυτοτελούς Τμήματος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, διαρκούσης της τετραετούς θητείας της σε οργανική θέση Προϊσταμένου Διεύθυνσης της εν λόγω Ανεξάρτητης Αρχής, λαμβάνοντας υπόψη και το νομοθετικό-κανονιστικό πλαίσιο της επίμαχης προκήρυξης, και ιδίως τις νεοπαγείς διατάξεις των άρθρων 21Β και 21Γ παρ. 1 του ν. 3959/2011, είναι τετραετής με δυνατότητα ανανέωσής της για δύο (2) επιπλέον χρόνια, κατ’ ανώτατο όριο (κατά πλειοψηφία). Β) Η (τυχόν) αποδοχή από την ανωτέρω υπάλληλο του διορισμού της στη νέα οργανική θέση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, συνεπάγεται την κατά πλάσμα δικαίου παραίτησή της από την οργανική θέση την οποία κατέχει και την αυτοδίκαιη λύση της σχέσης εργασίας της με την εν λόγω Ανεξάρτητη Αρχή, εκδιδομένης σχετικής διαπιστωτικής πράξης από το αρμόδιο όργανο (ομόφωνα). Γ) Η λύση της υφιστάμενης σχέσης εργασίας της εν λόγω υπαλλήλου και η πρόσληψή της στη νέα οργανική θέση, αποτελούν σαφώς διακριτές πράξεις, για κάθε μια από τις οποίες εκδίδεται διαφορετική απόφαση (ομόφωνα).
ΔΕΚ/C-337/2008
Περίληψη της αποφάσεως 1.Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία – Όχληση (Άρθρο 226 ΕΚ) 2.Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων δημοσίων προμηθειών – Οδηγία 93/36 – Παρεκκλίσεις από τους κοινούς κανόνες – Συσταλτική ερμηνεία (Οδηγία 93/36 του Συμβουλίου, άρθρα 6 §§ 2 και 3) 3.Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων δημοσίων προμηθειών – Οδηγίες 77/62 και 93/36 – Σύναψη συμβάσεων (Οδηγίες 93/36 και 77/62 του Συμβουλίου) 1.Κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής λόγω παραβάσεως διαδικασίας, μολονότι η αιτιολογημένη γνώμη του άρθρου 226 ΕΚ πρέπει να εκθέτει με λογική πληρότητα και λεπτομερώς τους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή να σχηματίσει την πεποίθηση ότι το οικείο κράτος μέλος παρέβη υποχρέωση που υπέχει από τη Συνθήκη, προκειμένου περί του εγγράφου οχλήσεως δεν μπορεί να απαιτείται τόσο μεγάλη ακρίβεια, δεδομένου ότι το έγγραφο αυτό κατ’ ανάγκη συνίσταται σε μια πρώτη σύντομη περίληψη των αιτιάσεων. (βλ. σκέψη 23) 2.Όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, η διαδικασία με διαπραγμάτευση έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικώς απαριθμούμενες περιπτώσεις. Προς τούτο, το άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας αυτής απαριθμεί ρητώς και περιοριστικώς τις περιπτώσεις κατά τις οποίες και μόνον μπορεί να γίνει προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση. Συγκεκριμένα, οι αποκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από τη Συνθήκη στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Προκειμένου η οδηγία 93/36 να μην απολέσει την πρακτική αποτελεσματικότητά της, τα κράτη μέλη δεν μπορούν, επομένως, να προβλέπουν περιπτώσεις προσφυγής στη διαδικασία με διαπραγμάτευση που δεν προβλέπονται από την οδηγία αυτή ή να συνοδεύουν τις ρητώς προβλεπόμενες από την εν λόγω οδηγία περιπτώσεις με νέους όρους που έχουν ως αποτέλεσμα να καθιστούν ευκολότερη την προσφυγή στην εν λόγω διαδικασία. Εξάλλου, το βάρος αποδείξεως σχετικά με τη συνδρομή των έκτακτων περιστάσεων που δικαιολογούν την παρέκκλιση από τους εν λόγω κανόνες φέρει ο διάδικος που τις επικαλείται. (βλ. σκέψεις 56-58) 3.Ένα κράτος μέλος, έχοντας καθιερώσει από παλιά και εξακολουθώντας να εφαρμόζει την πρακτική της απευθείας σύναψης συμβάσεων αγοράς ελικοπτέρων ορισμένης εθνικής μάρκας για την κάλυψη των αναγκών πολλών στρατιωτικών και πολιτικών σωμάτων, χωρίς την προκήρυξη διαγωνισμού και, μεταξύ άλλων, χωρίς την τήρηση των διαδικασιών που προβλέπει η οδηγία 93/36 περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52 και προέβλεπε προηγουμένως η οδηγία 77/62 περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις οδηγίες 80/767 και 88/295, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις οδηγίες αυτές. Μια τέτοιου είδους πρακτική δεν δικαιολογείται από την ύπαρξη «εσωτερικής» σχέσης στην περίπτωση της, έστω και κατά μειοψηφία, συμμετοχής μιας ιδιωτικής επιχείρησης στο κεφάλαιο της εταιρίας που κατασκευάζει τα εν λόγω ελικόπτερα, στην οποία συμμετέχει και η οικεία αναθέτουσα αρχή κατά τρόπο που να μην έχει τη δυνατότητα να ασκεί επί της εταιρίας αυτής έλεγχο ανάλογο προς αυτόν που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες. Εξάλλου, όσον αφορά τις θεμιτές επιταγές εθνικού συμφέροντος που προβλέπουν τα άρθρα 296 ΕΚ και 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/36, καθόσον τα ελικόπτερα αυτά είναι προϊόντα διπλής χρήσεως, κάθε κράτος μέλος δύναται, δυνάμει του άρθρου 296, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΕΚ, να λαμβάνει τα μέτρα που θεωρεί αναγκαία για την προστασία ουσιωδών συμφερόντων της ασφαλείας του, που αφορούν την παραγωγή ή εμπορία όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι τα μέτρα αυτά δεν αλλοιώνουν τους όρους του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς σχετικά με τα προϊόντα που δεν προορίζονται για στρατιωτικούς ειδικά σκοπούς. Επομένως, κατά την αγορά εξοπλισμού, ο οποίος δεν προορίζεται με βεβαιότητα να χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικούς σκοπούς, πρέπει απαραιτήτως να τηρούνται οι κανόνες περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Κατά την προμήθεια ελικοπτέρων από στρατιωτικά σώματα για πολιτική χρήση πρέπει να τηρούνται οι ίδιοι κανόνες. (βλ. σκέψεις 38-41, 46-49, 60 και διατακτ.)
ΕΣ/ΤΜ.6/279/2011
ΔΑΝΕΙΑΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ:Αίτηση ανάκλησης της 288/2010 πράξης του Ζ Κλιμακίου (...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη το Τμήμα κρίνει ότι ο όρος που περιέχεται στο άρθρο 3 του σχεδίου σύμβασης , με τον οποίο προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής του Βασικού Επιτοκίου (ύψους 8,30%), αντί του Euribor,δεν είναι νόμιμος γιατί δεν εγκρίθηκε από το αρμόδιο Νομαρχιακό Συμβούλιο, κατά παράβαση του άρθρου 96 του Κώδικα Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Η δε προβλεπόμενη στο άρθρο 8 του σχεδίου σύμβασης μετακύλιση του φόρων και των τελών που συνδέονται με την παρούσα σύμβαση σε βάρος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ........, λόγω της αοριστίας του όρου, καταλείπει περιθώριο για την έμμεση καταστρατήγηση διατάξεων του φορολογικού δικαίου και, ο σχετικός όρος είναι και καταχρηστικός διότι προκαλεί σύγχυση για το τί καλύπτει ο τόκος και τι η μετακύλιση των φόρων και τελών. Περαιτέρω, η προβλεπόμενη στην παράγραφο 3.04 υποχρέωση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης να καταβάλει την εισφορά του ν. 128/1975 αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 177 του ν. 3463/2006, η οριζόμενη στο άρθρο 6 του σχεδίου σύμβασης ρήτρα έκπτωσης, δηλαδή η δυνατότητα της δανείστρια τράπεζας να καταγγείλει τη σύμβαση και να επιδιώξει την είσπραξη του συνόλου της οφειλής στην περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιασδήποτε δόσης ή μέρους αυτής, αντίκειται στις διατάξεις του ν. 2251/1994, και η προβλεπόμενη στο ίδιο άρθρο δυνατότητα που αναγνωρίζεται στην τράπεζα να καταγγείλει μονομερώς και αζημίως τη σύμβαση σε περίπτωση που ο οφειλέτης καταστεί μειωμένης φερεγγυότητας, χωρίς μάλιστα να προσδιορίζονται ο μηχανισμός και τα κριτήρια που θα εφαρμοστούν για τη διάγνωση της οικονομικής κατάστασης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, συνιστά καταχρηστικό όρο. Επίσης ο προβλεπόμενος στην παράγραφο 10.02 όρος, σε συνδυασμό με το άρθρο 11 του σχεδίου σύμβασης, που ισοδυναμεί με παραίτηση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης από το δικαίωμα συμψηφισμού ή επίσχεσης έναντι της δανείστριας τράπεζας, είναι μη νόμιμος, διότι αντίκειται στις γενικές αρχές του δημοσιονομικού δικαίου και στις αρχές της χρηστής διοίκησης καθώς και ο όρος στο άρθρο 17 της σύμβασης, περί ελέγχου της οικονομικής κατάστασης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης από όργανα της Τράπεζας ή από ορκωτούς ελεγκτές της επιλογής της, είναι επίσης μη νόμιμος, διότι η διαδικασία άσκησης ελέγχου επί της οικονομικής διαχείρισης του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ διέπεται από το ειδικές διατάξεις και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμβατικής διαπραγμάτευσης. Για όλους τους παραπάνω όρους η αιτούσα επικαλείται ως λόγο ανάκλησης τη συγγνωστή πλάνη η οποία όμως κατά τη κρίση του Τμήματος δεν στοιχειοθετείται ενόψει της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου στα ζητήματα αυτά. Εξάλλου όπως προκύπτει από το Πρακτικό 8/12.8.2010 του Νομαρχιακού Συμβουλίου και την από 10.12.2010 έγγραφη προσφορά της δανείστριας Τράπεζας ως προϋπόθεση για την υπογραφή της δανειακής σύμβασης ετέθη η ανάθεση στη Τράπεζα της Ταμειακής διαχείρισης της Ν.Α. και της μισθοδοσίας του προσωπικού για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών. Το γεγονός αυτό καθιστά κατά την κρίση του Τμήματος, την προσφορά της δανείστριας Τράπεζας απαράδεκτη διότι μετά τη ψήφιση του ν. 3852/2010 είναι αντίθετη, όπως ορθά έκρινε το Κλιμάκιο, προς τις διατάξεις αυτού, ή με οποιοδήποτε τρόπο δέσμευση της νέας Περιφέρειας ως προς την οργάνωση και διεξαγωγή της Ταμειακής της Υπηρεσίας δεδομένου ότι τα χρηματικά διαθέσιμα που αντιστοιχούσαν στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση ........ δε συνιστούν σε κάθε περίπτωση αυτοτελώς προσδιορίσιμα διαθέσιμα της νέας Περιφέρειας. Επομένως ο σχετικός όρος δεν συνάδει με τη δομή και την οργάνωση αυτής και δύναται να δημιουργήσει πρόσκομμα στη λειτουργία της. Ούτε άλλωστε είναι νόμιμη η ανάθεση της μισθοδοσίας των υπαλλήλων στη δανείστρια Τράπεζα χωρίς την συναίνεσή τους αφού σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη η επιλογή Τραπέζης για τη καταβολή των αποδοχών είναι δικαίωμα του υπαλλήλου. Εξάλλου οι λόγοι ανάκλησης περί μη νόθευσης του ανταγωνισμού και περί εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος από τη σύναψη της δανειακής σύμβασης πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι γιατί δεν αναιρούν τη μη νομιμότητά της. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις η κρινόμενη αίτηση ανάκλησης πρέπει να απορριφθεί. Απορρίπτει την αίτηση ανάκλησης.ΔΕΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕλΣυν.Τμ.Μείζ.-Επταμελούς Σύνθεσης/1284/2011
ΣΤΕ/808/2006
Εκκαθάριση και εξυγίανση επιχειρήσεων:..Πρέπει δε να θεωρηθεί ότι τα πρόσωπα αυτά τελούσαν σε καλή πίστη, δεδομένου ότι ι) το Συμβούλιο της Επικρατείας, με επανειλημμένες αποφάσεις του (βλ. ΣτΕ 1093/4-1987, 1398/89 κ.α.) είχε απορρίψει λόγους ακυρώσεως ότι η αύξηση, κατά τον ν. 1386/1983, με υπουργικές αποφάσεις, του μετοχικού κεφαλαίου εταιρειών υπαχθεισών στον νόμο αυτόν αντιβαίνει στο Σύνταγμα, ii) δεν είχε γίνει χρήση της ευχέρειας, που είχε δώσει το άρθρο 54 του ν. 2000/1991 για την επαναφορά της αρχικής κεφαλαιακής συνθέσεως των εταιρειών αυτών και iii) οι υπουργικές αυτές αποφάσεις δεν είχαν, μέχρι την δημοσίευση του ν. 2685/1999, ακυρωθεί με δικαστικές αποφάσεις ή ανακληθεί ή καταργηθεί από την Διοίκηση. Επιτακτικό, κατά τ΄ ανωτέρω, λόγο δημοσίου συμφέροντος συνιστά, επίσης, και η ανάγκη να διατηρηθούν και να επαυξηθούν τα θετικά ως προς την διάσωση και εξυγίανση προβληματικών επιχειρήσεων αποτελέσματα – όπου αυτά υπήρξαν – που προέκυψαν από την εφαρμογή των ληφθέντων κατά τον ν. 1386/1983 θεσμικών και πρακτικών μέτρων, ιδίως δε από την διοίκηση και διαχείριση αυτών των εταιρειών από τον ... και από την χρηματοδοτική ενίσχυσή τους, είτε υπό την μορφή καθαρών εισροών, είτε υπό την μορφή αυξήσεως κεφαλαίου με ή χωρίς κεφαλαιοποίηση οφειλών προς Τράπεζες του δημοσίου τομέα. Ενισχυτικό της καλής πίστεως των παραπάνω προσώπων (νέων μετόχων και συναλλαγέντων τρίτων) είναι το γεγονός ότι η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με την απόφασή της από 7.10.1987, που μνημονεύεται στην προαναφερθείσα εισηγητική έκθεση, δεν προέβαλε «αντιρρήσεις για την εφαρμογή» του ν. 1386/1983 από την άποψη του συμβατού των διατάξεών του προς τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης ΕΟΚ (περί κρατικών ενισχύσεων). Ανεξαρτήτως δε της συνδρομής επιτακτικού κατά τ΄ ανωτέρω δημοσίου συμφέροντος, πρέπει να συνεκτιμηθούν και τα εξής: Κατά το εξεταζόμενο μέρος της, η επίμαχη διάταξη ούτε συγκεκριμένες, προσδιοριζόμενες σε αυτήν, περιπτώσεις αφορά, ούτε κυρώνει αναδρομικά εκτελεστές διοικητικές πράξεις, ούτε νομιμοποιεί την επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων τους, ούτε, εφαρμοζόμενη, οδηγεί σε θετική για το διάδικο Δημόσιο έκβαση των εκκρεμών διοικητικών διαφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή καταλαμβάνει μια ολόκληρη, έστω ολιγάριθμη, κατηγορία υπουργικών πράξεων και ρυθμίζει τις έννομες συνέπειες της ενδεχόμενης δικαστικώς διαπιστουμένης παρανομίας τους, περιορίζοντας τις συνέπειες αυτές στην γένεση αντιστοίχων αξιώσεων προς αποζημίωση. Υπό τα δεδομένα, συνεπώς, αυτά, θεωρούμενα στο σύνολό τους, η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του ν. 2685/1999 είναι, καθ΄ όσον αφορά τις διοικητικές διαφορές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, σύμφωνη με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση. (..)Επειδή, λόγω της σπουδαιότητας των ζητημάτων του συμβατού των διατάξεων του άρθρου 28 του ν. 2685/1999 προς το Σύνταγμα, το κοινοτικό δίκαιο και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Τμήμα κρίνει ότι τα ζητήματα αυτά πρέπει να παραπεμφθούν στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδάφιο β΄ του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) και ορίζει Εισηγητή προς ανάπτυξη της γνώμης του Τμήματος τον Σύμβουλο Δ. Πετρούλια.