Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΑΕΠΠ/702/2021

Τύπος: Προδικαστικές Προσφυγές

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Ο προσφεύγων ζητεί: α) την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης που έγκρινε τις προσφορές των παρεμβαινόντων και δεν έδωσε στην προσφορά του την ανώτερη βαθμολογία των 120 βαθμών, β) την αναβαθμολόγηση της τεχνικής του προσφοράς ώστε να λάβει 120 βαθμούς σε όλα τα κριτήρια και γ) σε περίπτωση αποδοχής των προσφορών των παρεμβαινόντων, την αναβαθμολόγησή τους με 100 βαθμούς ανά κριτήριο. Το αντικείμενο της σύμβασης αφορά παροχή υπηρεσιών φύλαξης στα Παραρτήματα του Κέντρου της αναθέτουσας αρχής, με προϋπολογισθέν κόστος 332.075,53 ευρώ (συμπερ. ΦΠΑ), ενώ κριτήριο κατακύρωσης ήταν η πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά βάσει βέλτιστης σχέσης ποιότητας-τιμής.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΑΕΠΠ/810/2019

Με την Προδικαστική Προσφυγή της, η προσφεύγουσα εταιρεία αιτείται την ακύρωση της απόφασης της αναθέτουσας αρχής. Επιδιώκει την ακύρωση του μέρους που ενέκρινε το Πρακτικό 1 αξιολόγησης των φακέλων δικαιολογητικών συμμετοχής και των τεχνικών προσφορών, όπου έγινε δεκτή η προσφορά της συνδιαγωνιζόμενης εταιρείας και βαθμολογήθηκε με 120 βαθμούς. Το αντικείμενο της σύμβασης, όπως προκηρύχθηκε από το Υπουργείο με την υπ' αριθμ. 1/2019 Διακήρυξη, είναι η παροχή υπηρεσιών «Παραγωγή καρτών ευφυούς ταχογράφου» για 24 μήνες, με δικαίωμα παράτασης 6 μηνών. Ο προϋπολογισμός είναι 1.000.000 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ), και το κριτήριο ανάθεσης είναι η πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά βάσει βέλτιστης σχέσης ποιότητας-τιμής.


ΕΣ/ΤΜ.6/734/2019

Ανάθεση υπηρεσιών συντήρησης και επισκευής οχημάτων....ζητείται η ανάκληση της 120/2019 Πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις (υπό στοιχ. ΙΙ – ΙΙΙ) της παρούσας, το Τμήμα κρίνει καταρχάς ότι απαραδέκτως προβάλλονται, με την υπό κρίση αίτηση ανάκλησης λόγοι, με τους οποίους αμφισβητείται η ορθότητα του διενεργηθέντος από το Κλιμάκιο νομικού χαρακτηρισμού των ελεγχόμενων συμβάσεων, ως συμφωνιών – πλαίσιο, δοθέντος ότι με την κρίση αυτή, η οποία σε κάθε περίπτωση είναι ορθή (βλ. Ε.Σ.  VI Τμ. 841/2018, 243/2014, 3462/2012), δεν προσάπτεται πρόσθετη αιτίαση που αφορά στη νομιμότητα της ελεγχόμενης διαγωνιστικής διαδικασίας, ώστε να δικαιολογείται η προβολή σχετικών λόγων. Σε ό,τι αφορά δε τον μοναδικό διακωλυτικό της υπογραφής των ως άνω συμβάσεων, λόγο που εντόπισε το Κλιμάκιο με την προσβαλλόμενη πράξη του, το Τμήμα κρίνει κατά πλειοψηφία ότι αυτός είναι βάσιμος. Και τούτο διότι, κατά τα ορθώς κριθέντα σύμφωνα με την άποψη της πλειοψηφίας, το πρακτικό της Επιτροπής του διαγωνισμού για την τεχνική αξιολόγηση των προσφορών των διαγωνιζομένων δεν έχει αιτιολογηθεί νομίμως, καθώς σε αυτό παρατίθεται μόνο πίνακας βαθμολόγησης, ανά προβλεπόμενο από τη διακήρυξη κριτήριο, χωρίς οποιαδήποτε λεκτική αξιολόγηση των προσφορών και χωρίς να αναφέρονται τα στοιχεία αυτών, τα οποία ελήφθησαν υπόψη κατά τη βαθμολόγηση, ή να γίνεται συγκριτική εκτίμηση αυτών. Την απαίτηση, εξάλλου, του νόμου και της διακήρυξης για λεκτική διατύπωση της σχετικής κρίσης ανά κριτήριο δεν αναπληρώνει, όπως αβασίμως προβάλλεται, η πρόβλεψη στο Παράρτημα IV της διακήρυξης (βλ. ανωτέρω υπό σκ. ΙΙΙ στοιχ. Β), των ελάχιστων αξιούμενων τεχνικών προδιαγραφών για την κρίση περί εκπλήρωσης εκάστου τεθέντος κριτηρίου, καθώς οι εν λόγω ειδικότερες απαιτήσεις έχουν τεθεί προς υποβοήθηση του έργου της αξιολόγησης και βαθμολόγησης των τεχνικών προσφορών, αφού λαμβάνονται υπόψη και συνεξετάζεται η πλήρωσή τους ή μη, κατά τη διενέργεια αυτής, δεν απαλλάσσουν, όμως, την επιτροπή του διαγωνισμού από την υποχρέωση ειδικής λεκτικής αιτιολόγησης της βαθμολόγησης κάθε κριτηρίου κάθε υποβληθείσας προσφοράς, με έστω συνοπτική αναφορά των συγκεκριμένων στοιχείων και των κατ΄ ιδίαν χαρακτηριστικών των τεχνικών προσφορών, που συνιστούν πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματά τους, τα οποία ανταποκρίνονται στα ως άνω τεθέντα κριτήρια και ελήφθησαν υπόψη κατά τη βαθμολόγηση. Ορθώς επίσης κρίθηκε, κατά τη γνώμη που κράτησε στο Τμήμα, με την προσβαλλόμενη, ειδικώς σε ό,τι αφορά τις Ομάδες 1 έως 5 και 7 έως 9, όπου οι υποβληθείσες τεχνικές προσφορές έλαβαν βαθμολογία άνω των 100 βαθμών, ότι, συνεπεία της έλλειψης λεκτικής διατύπωσης δεν προκύπτει, επιπροσθέτως, κατά παράβαση της αρχής της διαφάνειας, από ποια στοιχεία αυτών εκτιμήθηκε ότι υπερκαλύπτονται οι τεχνικές προδιαγραφές, ενώ, επιπλέον, σε ό,τι αφορά τις ομάδες 1, 2, 5, 7, 8 και 9, όπου οι βαθμολογίες των τεχνικών προσφορών ανά ομάδα διαφοροποιούνται μεταξύ τους, δεν προκύπτει σε τι ακριβώς υπερτερεί η προσφορά που έλαβε την υψηλότερη βαθμολογία έναντι της άλλης, κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων..(..)Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να μην ανακληθεί η 120/2019 Πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.


ΕΣ/ΚΛ.Ζ/229/2020

Λειτουργία κινητής μονάδας μηχανικής ανακύκλωσης και κομποστοποίησης...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά, το Κλιμάκιο κρίνει τα ακόλουθα:Α) Το κριτήριο της στελέχωσης της ομάδας έργου (άρθρο 2.2.6. περ.γ) μη νομίμως ορίστηκε, κατά σύγχυση, και ως κριτήριο ανάθεσης, κατά την έννοια του άρθρου 86 του ν. 4412/2016. Τούτο δε διότι δεν αιτιολογείται, ειδικώς στην συγκεκριμένη περίπτωση, η επίδραση που θα επιφέρει στο επίπεδο εκτέλεσης της σύμβασης η διάθεση, εκ μέρους της διαγωνιζόμενης εταιρείας, ομάδας έργου με συγκεκριμένα προσόντα. Όπως έγινε δεκτό και ανωτέρω (σκ. 3), η αναθέτουσα αρχή έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί ως κριτήριο ανάθεσης την οργάνωση, τα προσόντα και την πείρα του προσωπικού στο οποίο ανατίθεται η υπηρεσία, καθώς αυτό μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα της εκτέλεσης της σύμβασης και, κατ’ επέκταση, την οικονομική αξία της προσφοράς, πλην όμως τούτο επιτρέπεται στις περιπτώσεις όπου η επαγγελματική πείρα και η κατάρτιση των προσώπων που έχουν αναλάβει την εκτέλεση της σύμβασης συνδέεται ουσιωδώς με το αποτέλεσμα, όπως για παράδειγμα στις συμβάσεις για υπηρεσίες διανοητικής φύσεως (βλ. και 94η αιτιολογική σκέψη οδηγίας 2014/24/ΕΕ) και για τον λόγο αυτό επηρεάζει και την οικονομική προσφορά των διαγωνιζόμενων. Στην προκειμένη δε περίπτωση, ενώ τίθεται ως προαπαιτούμενο της τεχνικής και επαγγελματικής καταλληλότητας η στελέχωση ομάδας έργου με συγκεκριμένα προσόντα (άρθρο 2.2.6 περ.γ) και αναφέρεται ότι το εν λόγω οργανόγραμμα με την στελέχωση της ομάδας πρέπει να περιλαμβάνεται στην τεχνική προσφορά επί ποινή αποκλεισμού (άρθρο 2.4.3.2.), εντούτοις προβλέπεται αυτή (η στελέχωση) και ως κριτήριο ανάθεσης με συντελεστή βαρύτητας 15%, χωρίς τούτο να αιτιολογείται ειδικώς από τη διακήρυξη και χωρίς να συνδέεται με την φύση των ανατεθεισών υπηρεσιών. Σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι πρόκειται για την λειτουργία μιας υφιστάμενης μονάδας μηχανικής ανακύκλωσης και κομποστοποίησης, η οποία λειτουργεί ήδη, τουλάχιστον από το 2016 (βλ. σχετ. την από Δ/552/28.6.2016 όμοια κατά περιεχόμενο σύμβαση με την ελεγχόμενη, καθώς και τις διαδοχικώς συναφθείσες κατόπιν αυτής) και όχι σύμβαση σχετική με την αναβάθμιση, βελτίωση ή επέκταση της εν λόγω μονάδας που ενδεχομένως να δικαιολογούσε την πρόβλεψη του εν λόγω κριτηρίου, σχετικά με την επαγγελματική αξία των προσώπων που αναλαμβάνουν την εκτέλεση αυτής, και ως κριτήριο ανάθεσης.Β) Το κριτήριο ανάθεσης «πληρότητα και αρτιότητα τεχνικού φακέλου προσφοράς» (άρθρο 2.3.1) είναι γενικό και αόριστο, διότι σε κανένα σημείο της διακήρυξης δεν προσδιορίζεται σαφώς ούτε συνάγεται εμμέσως σε τι αφορά το εν λόγω κριτήριο. Ακόμα δε και αν ήθελε υποτεθεί πως με αυτό σκοπείται η βαθμολόγηση του περιεχομένου της τεχνικής προσφοράς και όχι η πληρότητα και αρτιότητα των προσκομισθέντων δικαιολογητικών αυτής, τα οποία εξάλλου τίθενται επί ποινή αποκλεισμού κατά την εξέταση της συμβατότητας της τεχνικής προσφοράς με τις τεχνικές προδιαγραφές που ορίζονται στη διακήρυξη, εντούτοις είναι άδηλο τι ακριβώς θα λάβει υπόψιν της η αναθέτουσα αρχή κατά την  βαθμολόγηση. Εξάλλου, στην διακήρυξη δεν γίνεται καμία αναφορά ως προς τον τρόπο βαθμολόγησης των κριτηρίων ανάθεσης ούτε προφανώς και του εν λόγω κριτηρίου, αρκείται δε αυτή στην απλή παράθεση του γράμματος της νομοθετικής διάταξης που ορίζει ότι η βαθμολογία κυμαίνεται από 100 βαθμούς στην περίπτωση που ικανοποιούνται ακριβώς όλοι οι όροι των τεχνικών προδιαγραφών, αυξάνεται δε μέχρι τους 120 βαθμούς όταν υπερκαλύπτονται οι απαιτήσεις του εν λόγω κριτηρίου. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα να καταλείπεται υπέρμετρη ευχέρεια στην αναθέτουσα αρχή ως προς την βαθμολόγηση των κριτηρίων, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό την αρχή της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων και την εντεύθεν απορρέουσα υποχρέωση διαφάνειας, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται όπως όλα τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη η αναθέτουσα αρχή για τον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς και ο τρόπος βαθμολόγησης αυτών καθίστανται γνωστά στους εν δυνάμει προσφέροντες, κατά τον χρόνο προετοιμασίας των προσφορών τους. Στην προκειμένη περίπτωση, τούτο καθίσταται επιτακτικότερο και για τον πρόσθετο λόγο ότι το σύνολο των λοιπών κριτηρίων προς βαθμολόγηση, ήτοι το «Σχέδιο επεξεργασίας και υγειονομικής ταφής», το «Οργανόγραμμα και στελέχωση της Ομάδας έργου», η «Πληρότητα σχεδίου περιβαλλοντικής παρακολούθησης» και το «Πρόγραμμα διάθεσης CLO» εμπεριέχονται ήδη, ως επιμέρους αξιολογούμενα στοιχεία, στο ως άνω κριτήριο, ήτοι αποτελούν αντικείμενο και περιεχόμενο του τεχνικού φακέλου προσφοράς (βλ. σχετ. άρθρο 2.4.3.2. διακήρυξης). Τα ίδια δε κριτήρια, το  περιεχόμενο των οποίων προσδιορίζεται ειδικώς στην διακήρυξη, αξιολογούνται και αυτοτελώς, με αποτέλεσμα να τίθεται ζήτημα ανεπίτρεπτης διπλής βαθμολόγησής τους. Γ) Τέλος, όπως έγινε δεκτό και ανωτέρω (σκ. 4), κατά παράβαση της αρχής της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων δεν ορίζεται στην διακήρυξη ο τρόπος βαθμολόγησης των κριτηρίων ποιοτικής επιλογής που έχει θέσει η αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να αναδειχθεί ο ανάδοχος βάσει του επιλεγέντος από την διακήρυξη κριτηρίου της βέλτιστης σχέσης ποιότητας- τιμής. Ειδικότερα, δεν εξειδικεύεται επαρκώς τι θα λάβει υπόψιν της η αναθέτουσα αρχή κατά την βαθμολόγηση του εκάστοτε κριτηρίου, ώστε ο κάθε συμμετέχων στον διαγωνισμό να διαμορφώσει την προσφορά του, με γνωστά εκ των προτέρων κριτήρια, ώστε να λάβει τον μέγιστο δυνατό βαθμό. Εξάλλου, η εν λόγω παράλειψη, συνδυαζόμενη με την ασάφεια και τη γενικότητα των επίμαχων κριτηρίων, πέραν του ότι καταλείπει στις αναθέτουσες αρχές υπέρμετρη ευχέρεια ως προς τον τρόπο βαθμολόγησης των υποψηφίων, δεν επιτρέπει και τον εκ των υστέρων έλεγχο της νομιμότητας των επίμαχων αποφάσεων μέσω του ελέγχου της αιτιολογίας αυτών.

ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.6/1359/2020


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ/248/2022

Η αγωγή με το περιεχόμενο που αναλύθηκε παραπάνω δεν είχε σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις που αναλύθηκαν παραπάνω έρεισμα στο νόμο. Πρωτίστως οι εφεσίβλητοι δεν ανέφεραν στο δικόγραφο αυτής ότι το γεγονός ότι ο εκκαλών δήμος σταμάτησε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους από την στην πραγματικότητα ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, συνιστούσε απόλυση άκυρη αφού δεν έγινε εγγράφως και δεν καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση. Για το λόγο αυτό εξάλλου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσκομιζόμενης με αριθμό 4057/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ήδη τελεσίδικη μετά τη με αριθμό 129/2017 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, απορρίφθηκε ως μη έχον έρεισμα σε νομική διάταξη το αίτημα των εδώ εφεσιβλήτων να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εκκαλούντος δήμου να τους απασχολεί, καθόσον δεν αναφερόταν στο δικόγραφο ότι η άρνηση του δήμου να αποδεχθεί την προσφερόμενη εργασία των εδώ εφεσιβλήτων γινόταν από περιστάσεις που υπερέβαιναν τα κριτήρια του άρθρου 281 του ΑΚ ή συνιστούσαν παράνομη προσβολή της προσωπικότητας τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση που πράγματι έχει αναγνωριστεί τελεσιδίκως ότι οι εφεσίβλητοι συνδέονται με τον εκκαλούντα δήμο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από την ημερομηνία της αρχικής τους πρόσληψης, αυτοί δεν έχουν δικαίωμα σε μισθούς υπερημερίας για το διάστημα κατά το οποίο το εκκαλούν έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους. Τούτο δε διότι έχει κριθεί νομολογιακά ότι το άρθρο 269 παρ. 4 του Ν. 3463/2006 έδωσε αναδρομικότητα ως προς τη μισθολογική εξέλιξη των κατατασσόμενων προκειμένου αυτοί να έχουν τα ίδια μισθολογικά δικαιώματα τόσο ως προς τις αποδοχές, όσο και τα λοιπά επιδόματα εορτών και αδείας στους εργαζόμενους που κατατάσσονται σε προσωποπαγείς θέσεις που συνιστώνται για το λόγο αυτό σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του πδ 164/2004. Διότι κρίθηκε ότι ακόμη και στην περίπτωση μίσθωσης έργου (ΟλΑΠ 16/2017), η κατάταξη τους λογίζεται για όλες συνέπειες και, κατά συνέπεια και για την ένταξη αυτών στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο της οργανικής θέσης κατάταξης αυτών, ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και δεν πρέπει να στερηθούν λόγω του χαρακτηρισμού της σχέσης ως μίσθωσης έργου τα επιδόματα εορτών και αδείας, και ότι δικαιούνται των αποδοχών της θέσης στην οποία κατατάχθηκαν μόνο από την ημερομηνία κατάταξης και εφεξής (ΟλΑΠ 16/2017). Εδώ επομένως που εκτίθεται ότι σε συμμόρφωση με τις προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις ο δήμος συνέστησε με τη με αριθμό .../2017 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του, προσωποπαγείς θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και κατέταξε με τις με αριθμό …../26.09.2017 και ……./26.10.2017 πράξεις του Γενικού Γραμματέα του, τους εφεσίβλητους με καθήκοντα αντίστοιχα με αυτά που ασκούσαν δυνάμει των αρχικών τους συμβάσεων σε αυτούς οφείλεται μισθοδοσία από τότε που ανέλαβαν υπηρεσία και δεν οφείλονται μισθοί υπερημερίας. Αντίθετη ερμηνεία θα παραβίαζε την αρχή της εργασιακής ισότητας καθώς οι εργαζόμενοι που απασχολούνται με άκυρη για οποιοδήποτε λόγω και άρα απλή σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, δεν δικαιούνται να ζητήσουν μισθούς υπερημερίας κατά τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, αλλά μόνο επιδόματα εορτών για διάστημα που απασχολήθηκαν και αποζημίωση απόλυσης, και από καμία διάταξη νόμου δεν προκύπτει ότι βούληση του νομοθέτη που εναρμονίστηκε με τη με αριθμό 1999/70/ΕΚ οδηγία του συμβουλίου της 28.6.1999 με τα πδ 81/2003 (για τον ιδιωτικό τομέα) και το πδ 164/2004 ήταν να δώσει σε αυτή την κατηγορία εργαζόμενων μισθούς υπερημερίας, όταν το αποκλείει σε άλλες περιπτώσεις και αναγνωρίζει σε αυτές μόνο αποζημίωση απόλυσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι το παραπάνω αγωγικό αίτημα έχει έρεισμα στο νόμο εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού πρώτου λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση (και ως προς την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της, αφού μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως τα δικαστικά έξοδα θα επιδικαστούν ενιαίως για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας – ΑΠ 192/1998, ΕφΑθ 407/2018, ΕφΠατρ 279/2018, ΕφΠειρ 326/2016, ΕφΠειρ 101/2016 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο που δικάζοντας επί της από 29.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 αγωγής να την απορρίψει ως μη νόμιμη κατά την κύρια βάση της. Να σημειωθεί ότι το παρόν δικαστήριο δε δύναται να χωρίς έφεση των εφεσιβλήτων να εξετάσει τις επικουρικές βάσεις της αγωγής (ΑΠ 894/2020 δημ. νόμος). Επομένως παρέλκει η εξέταση του δεύτερου λόγω εφέσεως με τον οποίο υποβάλλεται παράπονο για το εν μέρει εκτελεστό της απόφασης χωρίς ειδική αιτιολογία και ο οποίος σε κάθε περίπτωση προβάλλεται αλυσιτελώς αφενός διότι δεν μπορεί να οδηγήσει, ακόμα κι αν είναι βάσιμος, σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης (βλ. Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. 2003, παρ. 542 αρ. 6 σελ. 222) αφετέρου διότι ουσιώδες μέρος της απόφασης είναι το διατακτικό της και όχι οι αιτιολογίες, γι` αυτό αν το διατακτικό είναι ορθό οι δε αιτιολογίες εσφαλμένες ή ανύπαρκτες, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιούται στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να προβεί οίκοθεν, σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε αντικατάσταση των αιτιολογιών της απόφασης, αν είναι εσφαλμένες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 922/1996 ΕλΔνη 38.830, Σαμουήλ, Η Εφεση, 2003, παρ.1136). Ακολούθως των ανωτέρω αφού γίνει δεκτή στην ουσία της η κρινόμενη έφεση θα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας αφού κατ’εκτίμηση των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 65 παρ. 1 του ν. 4871/2021 φεκ α 246/10.12.2021)