×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΑΕΠΠ/893/2019

Τύπος: Προδικαστικές Προσφυγές

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση της πράξης της Οικονομικής Επιτροπής (αριθ. 485/24-6-2019) που ενέκρινε την προσφορά του άλλου διαγωνιζόμενου και τον ανέδειξε προσωρινό ανάδοχο για τη σύμβαση έργου με εκτιμώμενη αξία 1.911.025,35 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ). Το έργο αφορά κατασκευή και εγκατάσταση συστημάτων συντριβανιού, υδάτινων στοιχείων και ηλεκτρονικών μονάδων DMX για καλλιτεχνικές χορογραφίες. Επισημαίνει ότι ο ανάδοχος δεν πλήρωσε κριτήρια οικονομικής, τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας, όπως ζητούνταν στη διακήρυξη, ενώ απουσίαζαν κρίσιμα δικαιολογητικά (π.χ. έγγραφα ετήσιου κύκλου εργασιών, βίντεο παρόμοιων έργων, εγγυήσεις κατασκευαστών).


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/775/2024

Δίκτυα αποχέτευσης ακαθάρτων(...)Με τα δεδομένα αυτά, και αφού από το υπόδειγμα του Ε.Ε.Ε.Σ. που ανήρτησε η προσφεύγουσα Α.Α. στον ηλεκτρονικό τόπο του διαγωνισμού είχε αφαιρεθεί το ειδικό πεδίο («Λοιπές οικονομικές ή χρηματοοικονομικές απαιτήσεις»), στο οποίο συμπληρώνεται από τους διαγωνιζόμενους το ανεκτέλεστο υπόλοιπο των εργολαβικών τους συμβάσεων, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο παρεμβαίνων 2ος μειοδότης, ο οποίος δήλωσε το ανεκτέλεστο υπόλοιπο των εργολαβικών του συμβάσεων στην από 1.8.2023 συνοδευτική υπεύθυνη δήλωση, ανταποκρίθηκε στις σχετικές προαποδεικτικές του υποχρεώσεις και μη νομίμως αποκλείστηκε από τη διαγωνιστική διαδικασία για τον λόγο αυτόν (πρβλ. ΣτΕ 2095/2021 σκ. 11). Σε κάθε περίπτωση, η απάλειψη του επίμαχου πεδίου από το Ε.Ε.Ε.Σ. δημιούργησε αντικειμενική ασάφεια, ως προς το εάν συντρέχει απαίτηση της διακήρυξης για προαπόδειξη του ανεκτέλεστου υπολοίπου, κατά τα ανωτέρω, η ασάφεια δε αυτή δεν μπορεί να αποβεί σε βάρος του διαγωνιζόμενου, ο οποίος συμπλήρωσε πλήρως το αναρτηθέν από την προσφεύγουσα Α.Α. υπόδειγμα και συμπλήρωσε τις αναγκαίες πρόσθετες πληροφορίες προσκομίζοντας συνοδευτική υπεύθυνη δήλωση (πρβλ. ΣτΕ 2223/2023 σκ. 9 και 10).

Mε τις κρινόμενες προσφυγές, όπως η πρώτη εξ αυτών αναπτύσσεται με το από 16.5.2024 υπόμνημα της προσφεύγουσας Α.Α., προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη Πράξη έσφαλε, κρίνοντας ότι ο αποκλεισμός του παρεμβαίνοντος 2ου μειοδότη ήταν παράνομος, διότι με βάση το άρθρο 367 παρ. 3 του ν. 4412/2016 η προσφεύγουσα Α.Α. όφειλε να συμμορφωθεί στο διατακτικό της 1690/2023 απόφασης της Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ. που έκρινε αντιθέτως με το Κλιμάκιο. Ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής καθώς, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι αποφάσεις της Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ., που εκδίδονται επί προδικαστικών προσφυγών που ασκούνται από τους έχοντες προς τούτο έννομο συμφέρον, δεν δεσμεύουν το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση της κατοχυρωμένης στο άρθρο 98 παρ.1 εδ. β΄ του Συντάγματος αρμοδιότητάς του για τον έλεγχο των συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας, η οποία ρυθμίζεται στα άρθρα 324 επ. του ν. 4700/2020, ασκείται με τις εγγυήσεις που αυτό απολαμβάνει ως Ανώτατο Δικαστήριο, εκτείνεται στο σύνολο της διαγωνιστικής διαδικασίας, συνεπώς και στον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων της Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ. και αποσκοπεί στη διασφάλιση της αντικειμενικής νομιμότητας της προς ανάθεση σύμβασης (Έβδ. Τμ. 1638/2023, σκ. 24-26). Για τους λόγους αυτούς. Απορρίπτει τις προσφυγές ανάκλησης.Δέχεται την ασκηθείσα παρέμβαση.Δεν ανακαλεί την 146/2024 Πράξη του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

ΔΕΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1201/2024


ΕΣ/ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜ/172/2019

Έλλειμμα στη διαχείριση Δήμου από δικηγορική αμοιβή:..επιδιώκεται η αναίρεση της 3940/2014 απόφασης του VIΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Με δεδομένα τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι : Α) Ο λόγος αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και πλημμελούς εφαρμογής των διατάξεων του ν.δ/τος  3026/1954 και του π.δ/τος 410/1995, υπό την ειδικότερη αιτίαση ότι  το δικάσαν  Τμήμα, μη νομίμως  δέχθηκε  ότι η δικηγορική  αμοιβή της αιτούσας μειώθηκε συννόμως με την …/2000 απόφαση του Εφετείου …, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι, το Τμήμα, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων διατάξεων, έκρινε ότι η αμοιβή της αναιρεσείουσας έπρεπε να καθοριστεί στο ύψος που ορίστηκε δεσμευτικά από το αρμόδιο δικαστήριο (Εφετείο …) κατά την εκδίκαση της ενώπιόν του υποβληθείσας διαφοράς. Περαιτέρω, σύμφωνα και όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 5 της παρούσας, αν και η αιτούσα εξαντλείται μόνο σε απλή επίκληση των διατάξεων του άρθρου 6   παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και του, κυρωθέντος μαζί με την ανωτέρω σύμβαση, άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, χωρίς καμία σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών που αντιστοιχούν προς τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της επικαλούμενης παραβίασης των εκ των διατάξεων αυτών προστατευόμενων δικαιωμάτων της, ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλομένη, ότι η καταβολή μίας μόνο αμοιβής και ειδικότερα αυτής που προσδιορίστηκε με την εφετειακή απόφαση, τόσο για τη διαδικασία του προσωρινού όσο και για τη διαδικασία του οριστικού καθορισμού της αποζημίωσης, καθόσον οι δύο αυτές διαδικασίες αφορούν τη διερεύνηση μίας και της αυτής διαφοράς, δεν αντίκειται στις ως άνω διατάξεις, διότι, σε κάθε περίπτωση, με βάση το ισχύον δίκαιο, δεν παραβιάζεται το δικαίωμά της σε έγκαιρη, ουσιαστική, αδιάβλητη και υπό διαδικαστικές εγγυήσεις δίκη, ενώ πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο, για τον καθορισμό προσωρινής τιμής μονάδος αποζημίωσης, δεν υπήρχε νόμιμη προσδοκία να ικανοποιηθεί δικαστικά το επικαλούμενο δικαίωμά της  για καταβολή σ’ αυτήν, για τις ίδιες παρεχόμενες υπηρεσίες διπλής αμοιβής, απορριπτομένων, ως αβασίμων, των σχετικών ισχυρισμών της. Εξάλλου, όπως έγινε δεκτό και στη σκέψη 5 της παρούσας, η αμοιβή που καθόρισε το Εφετείο … με την …/2000 απόφασή του ήταν και η μόνη δεσμευτική για τον εντολέα Δήμο, ελλείψει ειδικότερης προηγούμενης συμφωνίας των μερών.  Β) Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις 6 και 7 της παρούσας, ορθώς το Τμήμα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3274/2004  και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006 καθώς και του άρθρου 105 του ν. 4129/2013 Κ.Ν.Ελ.Συν., δοθέντος ότι, αφενός μεν η πληρωμή από δήμο αμοιβής δικηγόρου καθ’ υπέρβαση είτε των νομίμων ορίων του Κώδικα περί Δικηγόρων είτε της καθορισθείσας, από το αρμόδιο δικαστήριο, αμοιβής, ελλείψει μάλιστα προηγούμενης  ειδικής συμφωνίας, δεν προβλέπεται, ως είδος δαπάνης, που δύναται να νομιμοποιηθεί σύμφωνα τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3274/2004  και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006, αφετέρου δε οι   διατάξεις  του άρθρου 105 του ν. 4129/2013 Κ.Ν.Ελ.Συν. είναι, λόγω του ειδικού χαρακτήρα τους, στενώς ερμηνευτέες. Εξάλλου, η περιοριστική ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της τελευταία  ρύθμιση, χωρίς τη συμπερίληψη και των αχρεωστήτως λαβόντων, δεν έρχεται σε αντίθεση, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η αιτούσα, με την αρχή της ισότητας. Τούτο διότι, η καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη και επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες, αποκλείοντας τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση είτε με τη μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου, που δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, είτε με την μορφή επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων, που τελούν κάτω από διαφορετικές συνθήκες ή, αντίθετα, την διαφορετική μεταχείριση των ίδιων ή παρόμοιων καταστάσεων (βλ. Ε.Σ. ΟΛ. 2654, 1984/2013 κ.ά.). Εν προκειμένω, με τις διατάξεις  του άρθρου 105 του ν. 4129/2013 Κ.Ν.Ελ.Συν.  ρυθμίζονται ζητήματα της δημοσιονομικής ευθύνης των προσώπων (αιρετών οργάνων ή υπαλλήλων της οικονομικής διαχείρισής τους) που διενεργούν τη χρηματική διαχείριση των δήμων και αποκτούν έτσι την ιδιότητα του υπολόγου αυτής και την εντεύθεν ανωτέρω ειδική ευθύνη προς αναπλήρωση του διαπιστωθέντος στη διαχείρισή τους ελλείμματος, τα πρόσωπα δε αυτά δεν βρίσκονται σε ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες αλλά αποτελούν διαφορετική κατηγορία από τα πρόσωπα, όπως η αναιρεσείουσα, στα οποία διενεργήθηκε από τους υπολόγους αχρεώστητη πληρωμή και αποκτούν έτσι την ιδιότητα του αχρεωστήτως λαβόντος και την εντεύθεν ευθύνη επιστροφής των χρημάτων που έλαβαν αχρεωστήτως. Επομένως, δεν προκύπτει παραβίαση της αρχής της ισότητας, με τη μορφή της δυσμενούς διάκρισης, διότι η εφαρμογή της αρχής της ισότητας προϋποθέτει, όπως προεκτέθηκε, όμοιες συνθήκες, η προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω και, συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται ο σχετικός ισχυρισμός. Γ) Ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι αδυνατεί να επιστρέψει το καταλογισθέν σε βάρος της ποσό πρέπει να απορριφθεί, πρωτίστως, ως απαράδεκτος, καθόσον προτείνεται με το υπόμνημα, το πρώτον, κατ’ αναίρεση,   είναι δε σε κάθε περίπτωση αλυσιτελής καθόσον, αν ήθελε θεωρηθεί ότι η αιτούσα ισχυρίζεται ότι ο επίδικος καταλογισμός αντίκειται στην αρχή της χρηστής και εύρυθμης  διοίκησης, ως εκ της ιδιότητάς της, ως δικηγόρου, δεν μπορεί να θεωρηθεί καλόπιστη κατά την είσπραξη του ένδικου ποσού, προϋπόθεση που πρέπει να συντρέχει σωρευτικά με την οικονομική αδυναμία, προκειμένου το Δικαστήριο να οδηγηθεί σε παραδοχή του σχετικού λόγου (βλ. Ε.Σ. ΟΛ. 746, 747/2017 κ.ά.).  Κατ’ ακολουθίαν αυτών, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες που προβάλλονται με την ένδικη αίτηση, ορθώς δε ερμήνευσε και εφάρμοσε τις  διέπουσες την έννομη σχέση διατάξεις. Συνεπώς, η εν λόγω αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταπέσει το κατατεθέν παράβολο υπέρ του Δημοσίου