Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜ/172/2019

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Έλλειμμα στη διαχείριση Δήμου από δικηγορική αμοιβή:..επιδιώκεται η αναίρεση της 3940/2014 απόφασης του VIΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Με δεδομένα τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι : Α) Ο λόγος αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και πλημμελούς εφαρμογής των διατάξεων του ν.δ/τος  3026/1954 και του π.δ/τος 410/1995, υπό την ειδικότερη αιτίαση ότι  το δικάσαν  Τμήμα, μη νομίμως  δέχθηκε  ότι η δικηγορική  αμοιβή της αιτούσας μειώθηκε συννόμως με την …/2000 απόφαση του Εφετείου …, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι, το Τμήμα, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων διατάξεων, έκρινε ότι η αμοιβή της αναιρεσείουσας έπρεπε να καθοριστεί στο ύψος που ορίστηκε δεσμευτικά από το αρμόδιο δικαστήριο (Εφετείο …) κατά την εκδίκαση της ενώπιόν του υποβληθείσας διαφοράς. Περαιτέρω, σύμφωνα και όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 5 της παρούσας, αν και η αιτούσα εξαντλείται μόνο σε απλή επίκληση των διατάξεων του άρθρου 6   παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και του, κυρωθέντος μαζί με την ανωτέρω σύμβαση, άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, χωρίς καμία σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών που αντιστοιχούν προς τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της επικαλούμενης παραβίασης των εκ των διατάξεων αυτών προστατευόμενων δικαιωμάτων της, ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλομένη, ότι η καταβολή μίας μόνο αμοιβής και ειδικότερα αυτής που προσδιορίστηκε με την εφετειακή απόφαση, τόσο για τη διαδικασία του προσωρινού όσο και για τη διαδικασία του οριστικού καθορισμού της αποζημίωσης, καθόσον οι δύο αυτές διαδικασίες αφορούν τη διερεύνηση μίας και της αυτής διαφοράς, δεν αντίκειται στις ως άνω διατάξεις, διότι, σε κάθε περίπτωση, με βάση το ισχύον δίκαιο, δεν παραβιάζεται το δικαίωμά της σε έγκαιρη, ουσιαστική, αδιάβλητη και υπό διαδικαστικές εγγυήσεις δίκη, ενώ πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο, για τον καθορισμό προσωρινής τιμής μονάδος αποζημίωσης, δεν υπήρχε νόμιμη προσδοκία να ικανοποιηθεί δικαστικά το επικαλούμενο δικαίωμά της  για καταβολή σ’ αυτήν, για τις ίδιες παρεχόμενες υπηρεσίες διπλής αμοιβής, απορριπτομένων, ως αβασίμων, των σχετικών ισχυρισμών της. Εξάλλου, όπως έγινε δεκτό και στη σκέψη 5 της παρούσας, η αμοιβή που καθόρισε το Εφετείο … με την …/2000 απόφασή του ήταν και η μόνη δεσμευτική για τον εντολέα Δήμο, ελλείψει ειδικότερης προηγούμενης συμφωνίας των μερών.  Β) Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις 6 και 7 της παρούσας, ορθώς το Τμήμα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3274/2004  και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006 καθώς και του άρθρου 105 του ν. 4129/2013 Κ.Ν.Ελ.Συν., δοθέντος ότι, αφενός μεν η πληρωμή από δήμο αμοιβής δικηγόρου καθ’ υπέρβαση είτε των νομίμων ορίων του Κώδικα περί Δικηγόρων είτε της καθορισθείσας, από το αρμόδιο δικαστήριο, αμοιβής, ελλείψει μάλιστα προηγούμενης  ειδικής συμφωνίας, δεν προβλέπεται, ως είδος δαπάνης, που δύναται να νομιμοποιηθεί σύμφωνα τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3274/2004  και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006, αφετέρου δε οι   διατάξεις  του άρθρου 105 του ν. 4129/2013 Κ.Ν.Ελ.Συν. είναι, λόγω του ειδικού χαρακτήρα τους, στενώς ερμηνευτέες. Εξάλλου, η περιοριστική ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της τελευταία  ρύθμιση, χωρίς τη συμπερίληψη και των αχρεωστήτως λαβόντων, δεν έρχεται σε αντίθεση, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η αιτούσα, με την αρχή της ισότητας. Τούτο διότι, η καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη και επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες, αποκλείοντας τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση είτε με τη μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου, που δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, είτε με την μορφή επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων, που τελούν κάτω από διαφορετικές συνθήκες ή, αντίθετα, την διαφορετική μεταχείριση των ίδιων ή παρόμοιων καταστάσεων (βλ. Ε.Σ. ΟΛ. 2654, 1984/2013 κ.ά.). Εν προκειμένω, με τις διατάξεις  του άρθρου 105 του ν. 4129/2013 Κ.Ν.Ελ.Συν.  ρυθμίζονται ζητήματα της δημοσιονομικής ευθύνης των προσώπων (αιρετών οργάνων ή υπαλλήλων της οικονομικής διαχείρισής τους) που διενεργούν τη χρηματική διαχείριση των δήμων και αποκτούν έτσι την ιδιότητα του υπολόγου αυτής και την εντεύθεν ανωτέρω ειδική ευθύνη προς αναπλήρωση του διαπιστωθέντος στη διαχείρισή τους ελλείμματος, τα πρόσωπα δε αυτά δεν βρίσκονται σε ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες αλλά αποτελούν διαφορετική κατηγορία από τα πρόσωπα, όπως η αναιρεσείουσα, στα οποία διενεργήθηκε από τους υπολόγους αχρεώστητη πληρωμή και αποκτούν έτσι την ιδιότητα του αχρεωστήτως λαβόντος και την εντεύθεν ευθύνη επιστροφής των χρημάτων που έλαβαν αχρεωστήτως. Επομένως, δεν προκύπτει παραβίαση της αρχής της ισότητας, με τη μορφή της δυσμενούς διάκρισης, διότι η εφαρμογή της αρχής της ισότητας προϋποθέτει, όπως προεκτέθηκε, όμοιες συνθήκες, η προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω και, συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται ο σχετικός ισχυρισμός. Γ) Ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι αδυνατεί να επιστρέψει το καταλογισθέν σε βάρος της ποσό πρέπει να απορριφθεί, πρωτίστως, ως απαράδεκτος, καθόσον προτείνεται με το υπόμνημα, το πρώτον, κατ’ αναίρεση,   είναι δε σε κάθε περίπτωση αλυσιτελής καθόσον, αν ήθελε θεωρηθεί ότι η αιτούσα ισχυρίζεται ότι ο επίδικος καταλογισμός αντίκειται στην αρχή της χρηστής και εύρυθμης  διοίκησης, ως εκ της ιδιότητάς της, ως δικηγόρου, δεν μπορεί να θεωρηθεί καλόπιστη κατά την είσπραξη του ένδικου ποσού, προϋπόθεση που πρέπει να συντρέχει σωρευτικά με την οικονομική αδυναμία, προκειμένου το Δικαστήριο να οδηγηθεί σε παραδοχή του σχετικού λόγου (βλ. Ε.Σ. ΟΛ. 746, 747/2017 κ.ά.).  Κατ’ ακολουθίαν αυτών, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες που προβάλλονται με την ένδικη αίτηση, ορθώς δε ερμήνευσε και εφάρμοσε τις  διέπουσες την έννομη σχέση διατάξεις. Συνεπώς, η εν λόγω αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταπέσει το κατατεθέν παράβολο υπέρ του Δημοσίου

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ(Δ΄ ΔΙΑΚΟΠΩΝ)/1243/2021

Παροχή υπηρεσιών καθαριότητας των κτιριακών εγκαταστάσεων:  ζητείται η ανάκληση της 272/2021 Πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Με την προσφυγή και την παρέμβαση προβάλλεται ότι, οι διαπιστωθείσες με την προσβαλλόμενη πράξη πλημμέλειες δεν είναι ουσιώδεις, δεδομένου ότι κατά των σχετικών όρων και προβλέψεων της διακήρυξης, δεν υποβλήθηκαν ενστάσεις και προσφυγές, ούτε εξαιτίας τους επλήγη η αντικειμενική ακεραιότητα της διαγωνιστικής διαδικασίας. Ο λόγος αυτός ανάκλησης είναι απορριπτέος ως αβασιμος δεδομένου ότι οι προαναφερόμενες πλημμέλειες της διαγωνιστικής διαδικασίας, πλήττουν, για τους ειδικότερους  λόγους που προαναφέρθηκαν, την αντικειμενική ακεραιότητα της διαγωνιστικής διαδικασίας, και ιδίως τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας των μερών και του  υγιούς ανταγωνισμού. Η μη υποβολή ενστάσεων και προσφυγών κατά των κρίσιμων όρων της διακήρυξης, δεν συνιστά αυτοτελώς λόγο που καθιστά τις εν λόγω πλημμέλειες  μη ουσιώδεις, λόγω της φύσης του  ασκούμενου από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ελέγχου  νομιμότητας  της διαγωνιστικής διαδικασίας, που αποβλέπει στη θεραπεία της αντικειμενικής ακεραιότητας των διαγωνιστικών διαδικασιών. Αυτό έχει ως συνέπεια να  διατυπώνεται αρνητική κρίση ως προς την υπογραφή ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης, σε κάθε περίπτωση που διαπιστώνονται πλημμέλειες που πλήττουν τις  αρχές της διαφάνειας, της ισότητας των μερών και του υγιούς ανταγωνισμού, επί των οποίων στηρίζεται το σύνολο της οικείας νομοθεσίας, ανεξαρτήτως της υποβολής  διοικητικών ή δικαστικών προσφυγών από τους ενδιαφερόμενους.Δεν ανακαλεί την 272/2021 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/948/2022

ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:Για την ανάκληση της 684/2021 Πράξης προσυμβατικού ελέγχου του Z´ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην Π.Ε.(...)ζητείται η ανάκληση της 7/2021 Πράξης του Αναπληρωτή Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην Περιφερειακή Ενότητα …, με την οποία κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος σχεδίου τροποποιητικής σύμβασης μεταξύ του Δήμου … (εφεξής ….) και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» (εφεξής …. A.E.) για την παροχή των υπηρεσιών με τίτλο «ΔΑΠΑΝΕΣ ΑΠΟΚΟΜΙΔΗΣ ΑΠΟΡΡΙΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΙΜΩΝ ΥΛΙΚΩΝ Δ.Ε. …, …, …, … ΚΑΙ …».(....)Περαιτέρω,  δοθέντος ότι οι όροι  πληρωμής της αναδόχου συνιστούν στοιχεία  ιδιαίτερης σημασίας για την συμμετοχή στον διαγωνισμό, η τροποποίηση αυτών κατά τον χρόνο εκτέλεσης της σύμβασης υπέρ της αναδόχου χωρίς να συνοδεύεται με αντίστοιχη αύξηση των συμβατικών της υποχρεώσεων, και χωρίς να συντρέχουν απρόβλεπτες περιστάσεις ήτοι περιστάσεις που δεν ήταν γνωστές και δεν όφειλαν να είναι γνωστές στους συμβαλλόμενους, πλήττει τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής στις διαδικασίες ανάθεσης και του ελεύθερου ανταγωνισμού, διότι δεν προστατεύονται αυτοί που απετράπησαν από την υποβολή προσφορών λόγω των σχετικών επιλογών στις οποίες προέβη με την διακήρυξη ο αναθέτων φορέας.Το γεγονός δε ότι στην προκειμένη δημοπράτηση υπεβλήθη προσφορά μόνο από μία εταιρεία, η οποία μάλιστα ζήτησε διευκρινήσεις ως προς τον επίμαχο όρο της διακήρυξης προς διασφάλιση της ισορροπίας του οικονομικού θεμελίου της προσφοράς της, επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο όρος αυτός λειτούργησε αποτρεπτικά για άλλους δυνάμει προσφέροντες.Δεν ανακαλεί την 684/2021 Πράξη προσυμβατικού ελέγχου του Ζ΄  Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.


ΣΤΕ/1820/1989

Σε κάθε περίπτωση η  νεά κρίση της Διοικήσεως πρέπει να μην αντίκειται σε όσα έχουν κριθεί  από την ακυρωτική απόφαση και εκφέρεται ενόψει του νομικού και  πραγματικού καθεστώτος που υπήρχε κατά το χρόνο κατά τον οποίο εκδόθηκε  η πράξη που ακυρώθηκε, δεν απαγορεύεται δε στη Διοίκηση να εκδώσει,  μετά από διαδοχικές ακυρώσεις για πλημμέλειες της αιτιολογίας,  διαδοχικές πράξεις που να καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα, με νέα αιτιολογία, αρκεί η εμμονή της Διοικήσεως να μην συνιστά, στις  περιπτώσεις που η πράξη δεν εκδίδεται κατά δέσμια αρμοδιότητα, κακή  χρήση της διακριτικής εξουσίας κατά την κρίση του δικαστηρίου, το οποίο πρέπει να εκτιμά τις συντρέχουσες, κάθε φορά, περιστάσεις. Αν δε, ενόψει του αριθμού των ακυρωτικών αποφάσεων που προηγήθηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση και της αδυναμίας της Διοικήσεως να αιτιολογησει  νομίμως και επαρκώς τη δυσμενή για τον υπάλληλο νέα διοικητική πράξη,η  πράξη αυτή τελικώς ακυρωθεί για κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας, η  Διοίκηση έχει την υποχρέωση να προέλθει στις νόμιμες ενέργειες και να εκδώσει θετική πράξη υπέρ του υπαλλήλου, σύμφωνα με όσα κρίθηκαν με την   ακυρωτική απόφαση, χωρίς να μπορεί να επαναλάβει την πράξη με νέα πάλι  αιτιολογία. Αν και κατά τη γνώμη τριών μελών του δικαστηρίου με  αποφασιστική ψήφο, η αρχή της χρηστής και της εύρυθμης Διοικήσεως   επιβάλλει την ταχύτερη δυνατή εκκαθάριση των αμφισβητήσεων που  αναφέρονται στο κύρος δυσμενών διοικητικών πράξεων που αφορούν την  υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων, η οποία και δεν πρέπει, προς το  συμφέρον της ομαλής λειτουργίας της ίδιας της υπηρεσίας, να τελεί, για   μεγάλο χρονικό διάστημα, σε εκκρεμότητα. Για το λόγο αυτό, όταν  ακυρωθεί από τον ακυρωτικό δικαστή μια τέτοια δυσμενής διοικητική πράξη λόγω πλημμέλειας της αιτιολογίας της και η Διοίκηση, επανερχόμενη προς  συμμόρφωση, εκδίδει, όπως έχει δικαίωμα, πράξη με το ίδιο περιεχόμενο,   οφείλει τη φορά αυτή, να επικαλείται και να παραθέτει, για αιτιολόγηση  της κρίσεώς της, όλα τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της και μπορούν  να αιτιολογήσουν, κατά την κρίση της, νομίμως την πράξη αυτή και δεν   είναι πλέον επιτρεπτή, για τρίτη φορά και ακόμη περαιτέρω, η διαδοχική  έκδοση τέτοιων πράξεων που περιέχουν νέες αιτιολογίες, έστω και αν οι αιτιολογίες αυτές είναι εν τέλει νόμιμες και επαρκείς, αυτοτελώς εξεταζόμενες. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή της μειοψηφίας, η εμμονή της  Διοικήσεως και η έκδοση πράξεως με το ίδιο περιεχόμενο με αυτήν που ακυρώθηκε για δεύτερη φορά, έστω και αν η νέα αυτή πράξη (τρίτη κατά σειρά) περιέχει νόμιμη αιτιολογία, δεν είναι νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί αν τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται ήταν γνωστά και στη διάθεση της Διοικήσεως κατά το χρόνο που εξέδωσε, μετά την αρχική   ακύρωση, τη νέα (δεύτερη κατά σειρά) πράξη και έτσι μπορούσε να τα   επικαλεσθεί για την αιτιολόγηση της κρίσεώς της.


ΑΕΠΠ/1054/2020

ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:Με την προδικαστική προσφυγή, η προσφεύγουσα ζητά: ι) να ακυρωθεί η με αριθ.639/2020 απόφαση, με την οποία έγινε αποδεκτή η οικονομική προσφορά της παρεμβαίνουσας, και αποφασίσθηκε η ανάθεση σε αυτήν της σύμβασης εκτέλεσης αντιπλημμυρικών έργων Περιφέρειας .....- καθαρισμών ρεμάτων ΖΔΥΚΠ, ιι) να απορριφθεί η προσφορά της παρεμβαίνουσας και ιιι) να ανατεθεί η σύμβαση του έργου στην προσφεύγουσα.(....)Ως βάσιμα αναφέρει η αναθέτουσα αρχή και η παρεμβαίνουσα, ως προκύπτει σαφώς και ρητώς από τις διατάξεις του νόμου και της διακήρυξης, η προσκόμιση των αποδεικτικών εκπλήρωσης των ποιοτικών κριτηρίων επιλογής και δη της τεχνικής και οικονομικής επάρκειας τα οποία απαριθμούνται στην διακήρυξη δεν απαιτείται να προσκομισθούν ει μη μόνον κατά το στάδιο των δικαιολογητικών κατακύρωσης το οποίο μέλλει να ακολουθήσει (...), μη χωρούσης απόρριψης της προσφοράς της παρεμβαίνουσας σύμφωνα με τις αρχές της τυπικότητας, νομιμότητας, ισότητας και διαφάνειας της διαδικασίας.Απορρίπτει την Προδικαστική Προσφυγή.


ΣΤΕ/1971/2013

Συλλογή, μεταφορά, επεξεργασία και διάθεση ακαθάρτων περιοχών...Επειδή, εφ’ όσον ίσταται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο αποκλεισμός της αιτούσης κοινοπραξίας για τον ανωτέρω λόγο, αλυσιτελώς πλήττονται τα λοιπά επάλληλα αιτιολογικά ερείσματα της απορρίψεως της προσφοράς της. Περαιτέρω, όταν προσβάλλεται διοικητική πράξη που έχει εκδοθεί κατά δεσμία αρμοδιότητα και ο αιτών δεν αμφισβητεί τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, τότε, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν πρόκειται για περίπτωση ανυποστάτου πράξεως, παρέλκει ως αλυσιτελής η έρευνα τυπικών λόγων, όπως είναι οι λόγοι περί αναρμοδιότητος, μη νομίμου συγκροτήσεως ή κακής συνθέσεως του συλλογικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ή οργάνου που γνωμοδότησε κατά την διαδικασία εκδόσεώς της, καθώς και οι λόγοι περί μη τηρήσεως των τύπων που έχουν ταχθεί από το νόμο για την έκδοσή της. Και τούτο διότι το αρμόδιο διοικητικό όργανο, ακόμη και αν δεν είχε συντελεσθεί η προβαλλόμενη παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, θα όφειλε κατά νόμο να εκδώσει την πράξη με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο (πρβλ. ΣτΕ. 530/2003 Ολομ., 2916/2007, 846, 3813/2010, 667, 4306/2011). Επομένως, αλυσιτελώς προβάλλονται τυπικοί λόγοι περί αναρμοδιότητος και κακής συγκροτήσεως της Επιτροπής του Διαγωνισμού, καθώς και περί παραβάσεως ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, εφ’ όσον, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η αιτούσα κοινοπραξία απεκλείσθη κατά δεσμία αρμοδιότητα και με υποστατή πράξη (1319/2.12.2011) της αρχής, η οποία βάλλεται αβασίμως από απόψεως εσωτερικής νομιμότητας και δεν αμφισβητείται ως προς την πραγματική της βάση. Επειδή, με τον αποκλεισμό της η αιτούσα κοινοπραξία δεν μπορεί πλέον να θεωρείται ως μετέχουσα στη διαδικασία του διαγωνισμού, αλλά κατέστη τρίτη ως προς αυτόν. Συνεπώς, άνευ εννόμου συμφέροντος προβάλλει αιτιάσεις κατά της συμμετοχής στον διαγωνισμό των δύο κοινοπραξιών που έγιναν αποδεκτές στο επόμενο, μετά τον αποκλεισμό της, στάδιο της διαδικασίας, χωρίς, μάλιστα, να προβάλλεται ειδικώς, ότι κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, οι εν λόγω κοινοπραξίες δεν απεκλείσθησαν, μολονότι η τεχνική προσφορά τους παρουσίαζε την αυτή πλημμέλεια, ως προς την απόσταση της θωράκισης του υποθαλάσσιου αγωγού από τον πυθμένα της θαλάσσης. Ομοίως δε στερείται εννόμου συμφέροντος η αιτούσα για την προβολή λόγων που αφορούν τα επόμενα στάδια της διαδικασίας του διαγωνισμού. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση, καθώς και οι παρεμβάσεις των Δήμων ... και ... και να γίνει δεκτή η παρέμβαση της κοινοπραξίας με την επωνυμία «....».


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ/248/2022

Η αγωγή με το περιεχόμενο που αναλύθηκε παραπάνω δεν είχε σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις που αναλύθηκαν παραπάνω έρεισμα στο νόμο. Πρωτίστως οι εφεσίβλητοι δεν ανέφεραν στο δικόγραφο αυτής ότι το γεγονός ότι ο εκκαλών δήμος σταμάτησε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους από την στην πραγματικότητα ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, συνιστούσε απόλυση άκυρη αφού δεν έγινε εγγράφως και δεν καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση. Για το λόγο αυτό εξάλλου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσκομιζόμενης με αριθμό 4057/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ήδη τελεσίδικη μετά τη με αριθμό 129/2017 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, απορρίφθηκε ως μη έχον έρεισμα σε νομική διάταξη το αίτημα των εδώ εφεσιβλήτων να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εκκαλούντος δήμου να τους απασχολεί, καθόσον δεν αναφερόταν στο δικόγραφο ότι η άρνηση του δήμου να αποδεχθεί την προσφερόμενη εργασία των εδώ εφεσιβλήτων γινόταν από περιστάσεις που υπερέβαιναν τα κριτήρια του άρθρου 281 του ΑΚ ή συνιστούσαν παράνομη προσβολή της προσωπικότητας τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση που πράγματι έχει αναγνωριστεί τελεσιδίκως ότι οι εφεσίβλητοι συνδέονται με τον εκκαλούντα δήμο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από την ημερομηνία της αρχικής τους πρόσληψης, αυτοί δεν έχουν δικαίωμα σε μισθούς υπερημερίας για το διάστημα κατά το οποίο το εκκαλούν έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους. Τούτο δε διότι έχει κριθεί νομολογιακά ότι το άρθρο 269 παρ. 4 του Ν. 3463/2006 έδωσε αναδρομικότητα ως προς τη μισθολογική εξέλιξη των κατατασσόμενων προκειμένου αυτοί να έχουν τα ίδια μισθολογικά δικαιώματα τόσο ως προς τις αποδοχές, όσο και τα λοιπά επιδόματα εορτών και αδείας στους εργαζόμενους που κατατάσσονται σε προσωποπαγείς θέσεις που συνιστώνται για το λόγο αυτό σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του πδ 164/2004. Διότι κρίθηκε ότι ακόμη και στην περίπτωση μίσθωσης έργου (ΟλΑΠ 16/2017), η κατάταξη τους λογίζεται για όλες συνέπειες και, κατά συνέπεια και για την ένταξη αυτών στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο της οργανικής θέσης κατάταξης αυτών, ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και δεν πρέπει να στερηθούν λόγω του χαρακτηρισμού της σχέσης ως μίσθωσης έργου τα επιδόματα εορτών και αδείας, και ότι δικαιούνται των αποδοχών της θέσης στην οποία κατατάχθηκαν μόνο από την ημερομηνία κατάταξης και εφεξής (ΟλΑΠ 16/2017). Εδώ επομένως που εκτίθεται ότι σε συμμόρφωση με τις προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις ο δήμος συνέστησε με τη με αριθμό .../2017 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του, προσωποπαγείς θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και κατέταξε με τις με αριθμό …../26.09.2017 και ……./26.10.2017 πράξεις του Γενικού Γραμματέα του, τους εφεσίβλητους με καθήκοντα αντίστοιχα με αυτά που ασκούσαν δυνάμει των αρχικών τους συμβάσεων σε αυτούς οφείλεται μισθοδοσία από τότε που ανέλαβαν υπηρεσία και δεν οφείλονται μισθοί υπερημερίας. Αντίθετη ερμηνεία θα παραβίαζε την αρχή της εργασιακής ισότητας καθώς οι εργαζόμενοι που απασχολούνται με άκυρη για οποιοδήποτε λόγω και άρα απλή σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, δεν δικαιούνται να ζητήσουν μισθούς υπερημερίας κατά τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, αλλά μόνο επιδόματα εορτών για διάστημα που απασχολήθηκαν και αποζημίωση απόλυσης, και από καμία διάταξη νόμου δεν προκύπτει ότι βούληση του νομοθέτη που εναρμονίστηκε με τη με αριθμό 1999/70/ΕΚ οδηγία του συμβουλίου της 28.6.1999 με τα πδ 81/2003 (για τον ιδιωτικό τομέα) και το πδ 164/2004 ήταν να δώσει σε αυτή την κατηγορία εργαζόμενων μισθούς υπερημερίας, όταν το αποκλείει σε άλλες περιπτώσεις και αναγνωρίζει σε αυτές μόνο αποζημίωση απόλυσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι το παραπάνω αγωγικό αίτημα έχει έρεισμα στο νόμο εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού πρώτου λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση (και ως προς την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της, αφού μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως τα δικαστικά έξοδα θα επιδικαστούν ενιαίως για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας – ΑΠ 192/1998, ΕφΑθ 407/2018, ΕφΠατρ 279/2018, ΕφΠειρ 326/2016, ΕφΠειρ 101/2016 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο που δικάζοντας επί της από 29.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 αγωγής να την απορρίψει ως μη νόμιμη κατά την κύρια βάση της. Να σημειωθεί ότι το παρόν δικαστήριο δε δύναται να χωρίς έφεση των εφεσιβλήτων να εξετάσει τις επικουρικές βάσεις της αγωγής (ΑΠ 894/2020 δημ. νόμος). Επομένως παρέλκει η εξέταση του δεύτερου λόγω εφέσεως με τον οποίο υποβάλλεται παράπονο για το εν μέρει εκτελεστό της απόφασης χωρίς ειδική αιτιολογία και ο οποίος σε κάθε περίπτωση προβάλλεται αλυσιτελώς αφενός διότι δεν μπορεί να οδηγήσει, ακόμα κι αν είναι βάσιμος, σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης (βλ. Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. 2003, παρ. 542 αρ. 6 σελ. 222) αφετέρου διότι ουσιώδες μέρος της απόφασης είναι το διατακτικό της και όχι οι αιτιολογίες, γι` αυτό αν το διατακτικό είναι ορθό οι δε αιτιολογίες εσφαλμένες ή ανύπαρκτες, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιούται στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να προβεί οίκοθεν, σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε αντικατάσταση των αιτιολογιών της απόφασης, αν είναι εσφαλμένες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 922/1996 ΕλΔνη 38.830, Σαμουήλ, Η Εφεση, 2003, παρ.1136). Ακολούθως των ανωτέρω αφού γίνει δεκτή στην ουσία της η κρινόμενη έφεση θα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας αφού κατ’εκτίμηση των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 65 παρ. 1 του ν. 4871/2021 φεκ α 246/10.12.2021)


ΕΣ/ΚΛ.ΤΜ.1/177/2017

ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας, το Κλιμάκιο κρίνει ότι μη νομίμως εντέλλεται με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα το ποσό των 218,22 ευρώ, ως προσωπική διαφορά, καθόσον, όπως προκύπτει από το 2329/1602/21.2.2017 έγγραφο της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών της ......., το ποσό αυτό δεν αντιστοιχεί στην υπερβάλλουσα μείωση που ενδεχομένως δικαιούνταν η εν λόγω υπάλληλος μετά την απόσπασή της στη Βουλή των Ελλήνων, αφού δεν είχε υπολογιστεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής, αλλά συνέχισε να καταβάλλεται σε αυτήν, ως ένα είδος πρόσθετης παροχής, στο ύψος που είχε διαμορφωθεί κατά τον χρόνο που υπηρετούσε στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής, πριν την μετάταξή της στη Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων


ΕΣ/(ΚΠΕ)ΤΜ.7/1/2019

Παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών:..Με τα ανωτέρω δεδομένα, οι ανατεθείσες υπηρεσίες ανάγονται στα συνήθη καθήκοντα του Τμήματος Πολιτικών Ισότητας και Αντιμετώπισης Διακρίσεων της Διεύθυνσης Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Υγείας του Δήμου ..., στις αρμοδιότητες της οποίας υπάγονται όλες οι ενέργειες για την υποστήριξη και τη σύνταξη προτάσεων, η μέριμνα για τη διενέργεια των διαδικασιών ένταξης έργων και δράσεων του Δήμου σε αναπτυξιακά και άλλα εθνικά ή συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα. Περαιτέρω, δεν αποδεικνύεται ότι οι ενέργειες αυτές απαιτούν επιπλέον εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία, πέραν αυτής που θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να έχει το υπηρετούν στο Τμήμα αυτό προσωπικό για την εκτέλεση των σχετικών καθηκόντων του. Ωστόσο, οι αρμόδιες υπηρεσίες του Δήμου δεν ενήργησαν με πρόθεση καταστρατήγησης των σχετικών διατάξεων αλλά με την πεποίθηση ότι ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη κοινωνικών προγραμμάτων της Ολοκληρωμένης Χωρικής Επένδυσης του Δήμου συνιστούν εξειδικευμένο αντικείμενο. Τέλος, από τον προϋπολογισμό που προσκομίστηκε, προκύπτει το κόστος των επιμέρους υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στις επίμαχες συμβουλευτικές υπηρεσίες. Συνεπώς, τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα θα μπορούσαν να θεωρηθούν λόγω συγγνωστής πλάνης, αν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος 2018, τις πιστώσεις του οποίου βαρύνουν. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα δεν πρέπει να θεωρηθούν, λόγω λήξης του οικονομικού έτους 2018.


ΝΣΚ/34/2007

Σύμβαση μίσθωσης έργου επιστήμονα-μελετητή, κοινωνιολόγου ή ψυχολόγου.Η παροχή υπηρεσιών ενός επιστήμονα-μελετητή, για την υποστήριξη της Γενικής Γραμματείας Ισότητας κατά την υλοποίηση δράσεων που αυτή έχει αναλάβει στο πλαίσιο της Κοινοτικής Πρωτοβουλίας EQUAL, είναι δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο συμβάσεως έργου χωρίς να υποκρύπτεται εξαρτημένη εργασία, δοθέντος ότι δεν είναι απαραίτητη η εξάρτησή του από τον εργοδότη, ενώ οι συμβαλλόμενοι μπορούν να αποβλέπουν στο αποτέλεσμα, αφού άλλωστε ούτε από το νόμο επιβάλλεται η παροχή τέτοιου επιστημονικού έργου μόνο στα πλαίσια συμβάσεως εργασίας.


ΕΣ/ΜΕΙΖ.ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/179/2022

Προγραμματική σύμβαση..:ζητείται η αναθεώρηση της 917/2021 απόφασης του Εβδόμου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου Με τα δεδομένα αυτά κρίθηκε ότι η σύμβαση δεν είναι νόμιμη καθόσον δεν ορίζεται με σαφήνεια το εύρος της διοικητικής υποστήριξης που θα παρασχεθεί από την ...... στον Δήμο ..... και δη δεν οριοθετείται η ακριβής έκτασή της σε σχέση με τις αποφασιστικές αρμοδιότητες της Οικονομικής του Υπηρεσίας οι οποίες θα πρέπει, δυνάμει του άρθρου 102 παρ. 1 του Συντάγματος, να παραμείνουν στον ίδιο τον Δήμο. β) Η  προγραμματική σύμβαση είναι μη νόμιμη κατά το μέρος που προβλέπει την παροχή από την ...... προς τον Δήμο συμβουλευτικών υπηρεσιών αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του δεδομένου ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο δ του άρθρου 2 του ν. 4674/2020, τούτο προβλέπεται μόνον υπέρ των μετόχων ενός Αναπτυξιακού Οργανισμού, στοιχείο που δεν συντρέχει εν προκειμένω.  γ) Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παρ. 4 του άρθρου 12 του ν. 4412/2016 περί οριζόντιας συνεργασίας μεταξύ δημοσίων φορέων, διότι η ...... δεν δύναται να εκτελέσει με ίδια μέσα το 80% των δραστηριοτήτων που αφορά η σύμβαση, καθόσον δεν διαθέτει το απαιτούμενο προσωπικό των 26 ατόμων, και πρέπει, επομένως, να απευθυνθεί σε υπηρεσίες ιδιωτών σε ποσοστό που προδήλως υπερβαίνει το 20% του αντικειμένου της σύμβασης. Απορρίπτει τις προσφυγές αυτές.