×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΑΠ/384/2024

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3584/2007/Α.108, 3584/2007/Α.109, 3528/2007/Α.104, 3528/2007/Α.105

Αποζημίωση υπαλλήλου ΙΔΟΧ απασχολούμενου σε ΝΠΔΔ Δήμου που τέθηκε σε δυνητική αργία: Με την απόφαση αυτή του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η από 22-6- 2021 και με αριθ.κατάθ …/23-6-2021 αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης έγινε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά την κύρια βάση του κύριου αιτήματος της και υποχρεώθηκε το εναγόμενο-αναιρεσείον νπδδ (ΟΤΑ) να της καταβάλει το ήμισυ των τακτικών αποδοχών της, εκ της μεταξύ τους σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, ποσού 4.950 ευρώ, του χρονικού διαστήματος από 16-9-2019 έως 31-8-2020, κατά το οποίο δεν παρείχε τις υπηρεσίες της μετά από απόφαση του άνω εργοδότη της περί θέσης της σε αναστολή άσκησης των καθηκόντων της, κατά τις διατάξεις των άρθρων 108 παρ.2 και 109 του ν.3584/2007, νομιμοτόκως με επιτόκιο 6% ετησίως. ενώ απορρίφθηκε ως αόριστη (η αγωγή) κατά το μέρος που επιχειρείτο θεμελίωση, του ίδιου, κύριου, αιτήματος της, σωρευτικά, στις περί αδικοπραξιών διατάξεις και ως μη νόμιμη κατά την επικουρική του βάση, εκ των αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων. Με την προσβαλλόμενη απόφαση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά παραδοχή της έφεσης, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, παρότι έκρινε ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή κατά το ανωτέρω μέρος της, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και υποχρέωσε το αναιρεσείον- εναγόμενο να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη-ενάγουσα για την ίδια ως άνω αιτία το ίδιο ποσό αποδοχών της, ύψους 4.950 ευρώ (που είχε επιδικασθεί και πρωτοδίκως), νομιμοτόκως με το επιτόκιο που ορίζεται στο άρθρο 45 παρ.1 του ν.4607/2019.  (...) Μάλιστα κατά την ταυτόσημη διατύπωση των διατάξεων των άρθρων 104 παρ. 2 εδ. α του ν. 3528/2007 και 108 παρ.2 εδ. α του ν. 3584/2007 δυνητική θέση σε αναστολή άσκησης των καθηκόντων του υπαλλήλου (αργία) με καταβολή του ημίσεως των αποδοχών του προβλέπεται σε "κατεπείγουσες περιπτώσεις επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος", όπως στην προκειμένη περίπτωση. Εξ άλλου στην σχετική ως άνω ένσταση κατάχρησης δικαιώματος δεν διαλαμβάνονται περαιτέρω περιστατικά αναγόμενα στη συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης, από τα οποία να συνάγεται εκδήλωση της βούλησης αυτής ότι δεν πρόκειται να επιδιώξει την ικανοποίηση του δικαιώματος της, ούτε άλλα, έστω ελαφρύτερης βαρύτητας περιστατικά πλημμελούς εκπλήρωσης των καθηκόντων κατά τη διάρκεια της επταετούς απασχόλησής της ως βρεφονηπιοκόμου σε βρεφονηπιακούς σταθμούς του αναιρεσείοντος, ούτε γίνεται επίκληση προσχεδιασμένου τεχνάσματος εκ μέρους της για την επίτευξη πρόσθετου οικονομικού οφέλους, ενώ η καθυστέρηση στη δημοσίευση της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου αυτής (η οποία - καθυστέρηση - παρατηρείται άλλωστε και στις περιπτώσεις εφαρμογής της πειθαρχικής διαδικασίας με την οποία επιβάλλεται η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης για τη τέλεση ιδιαιτέρως σοβαρών παραπτωμάτων) δεν συνδέεται αιτιωδώς με προηγηθείσα συμπεριφορά της ιδίας, αλλά οφείλεται σε καθυστερήσεις της Αποκεντρωμένης Διοίκησης να προβεί στις δέουσες ενέργειες, γεγονός του οποίου δεν μπορεί κατά την καλή πίστη να γίνει επίκληση σε βάρος της αναιρεσείουσας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί κατά πλειοψηφία την με αριθμό 626/29-11-2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου … (δικάζοντας ως Εφετείου, διαδικασίας περιουσιακών-εργατικών-διαφορών), κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.


ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΡΕΧΟΝΤΟΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ : 1Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΑΠ 575/2018

Καταβολή μισθολογικών παρχών με βάση συλλογικές συμβάσεις εργασίας- Αίτηση αναίρεσης:..Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο και τελευταίο από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, το αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ. προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι εσφαλμένως και κατά παράβαση του άρθρου 904 του ΑΚ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως νομικά αβάσιμο τον δεύτερο λόγο της έφεσης αυτού, με τον οποίο ισχυρίσθηκε ότι δεν συνέτρεχαν κατά νόμο οι προϋποθέσεις βασιμότητας της αγωγής των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων προς λήψη των αιτουμένων μισθολογικών παροχών από την παρασχεθείσα στο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον εργασία τους, ως προς την επικουρική εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση της αγωγής, καθόσον το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ δεν θα προέβαινε στην πρόσληψη άλλων μισθωτών με έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας προς κάλυψη των αναγκών του, μετά την αποχώρηση των εναγόντων και ήδη αναιρεσίβλητων, γεγονός που προέκυψε άλλωστε και κατά την αποδεικτική διαδικασία. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι για τη γέννηση των αξιώσεων των αναιρεσιβλήτων προς απόδοση του πλουτισμού του αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. από την παροχή σε αυτό εργασίας στο πλαίσιο λειτουργίας άκυρων συμβάσεων εργασίας, αρκούσε το γεγονός της πραγματικής παροχής των υπηρεσιών των αναιρεσιβλήτων προς το αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ. για όσο χρονικό διάστημα αυτοί πράγματι απασχολήθηκαν σε αυτό και κατά συνέπεια είναι αδιάφορο το εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση το αναιρεσείον από οικονομικούς ή άλλους λόγους δεν προέβη ή δεν θα προέβαινε σε κάθε περίπτωση στην πρόσληψη άλλων μισθωτών με έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας προς κάλυψη των αναγκών του. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναίρεσης. 


Α.Π.1359/2015

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η αποζημίωση του άρθρου 19 του ν. 993/1979 δεν είναι μέρος των αποδοχών των υπαλλήλων ούτε "απολαβή", υπό την έννοια της παροχής που δίδεται ως αντάλλαγμα για την προσφερόμενη εργασία, ούτε αποτελεί αποζημίωση λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού, αλλά έχει χαρακτήρα έκτακτης κατά την αποχώρηση ή απόλυση του υπαλλήλου οικονομικής ενίσχυσης του. Επομένως, η αξίωση καταβολής της ως άνω αποζημιώσεως δεν υπόκειται στη διετή παραγραφή που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974 αλλά στην πενταετή παραγραφή που προβλέπεται από την παρ. 1 του ίδιου άρθρου (Ολ ΑΠ 4/2001, ΑΠ 1726/05, 556/11, 1065/2002). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο έκρινε ότι η αξίωση της ενάγουσας - αναιρεσίβλητης για την καταβολή της ως άνω αποζημίωσης, την οποία εδικαιούτο να λάβει κατά την αποχώρησή της από το εναγόμενο - αναιρεσείον ΝΠΔΔ, στο οποίο υπηρετούσε με σύμβαση εργασίας, ιδιωτικού δικαίου, αορίστου χρόνου, υπάγεται στην πενταετή και όχι στη διετή παραγραφή και συνεπώς, δεν παραγράφηκε η αξίωσή της. Και τούτο γιατί δέχθηκε ότι από την ημερομηνία αποχώρησής της από την υπηρεσία (30-4-2010) έως την άσκηση της αγωγής της (41-2013) δεν παρήλθε πενταετία.


ΣΤΕ/1792/2007

Αποζημίωση για αποδοχές υπαλλήλου νοσοκομειακού κλάδου:..Ενόψει των ανωτέρω, η αναιρεσίβλητη με αγωγή της ζήτησε να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να της καταβάλει ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ. 12.433.800 δρχ. ποσό το οποίο αντιστοιχεί στις αποδοχές που στερήθηκε από 1.1.97 έως 28.8.00 πλέον δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδομάτων αδείας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά μερική αποδοχή του αγωγικού αιτήματος, υποχρέωσε το Δημόσιο να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη 10.095.560 δρχ. ποσό το οποίο αντιστοιχεί στις αποδοχές του από 15.4.97 έως 28.8.00 χρονικού διαστήματος, δηλαδή από την επομένη της λήξεως, στις 14.4.97 της προθεσμίας υποβολής των δικαιολογητικών, ενόψει της δημοσιεύσεως του διορισμού των υπολοίπων συνυποψηφίων στις 14.3.97 στο υπ’ αριθμ. 15 Φ.Ε.Κ. τ. Πρ. ΑΣΕΠ. Κατά της αποφάσεως αυτής, το αναιρεσείον άσκησε έφεση και προέβαλε μεταξύ άλλων ότι η επιδικασθείσα αποζημίωση, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό της ως τέτοιας, αποτελεί στην πραγματικότητα εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες που επιδικάσθηκε σε μισθωτό, το οποίο όμως υπόκειται στις νόμιμες κρατήσεις, μεταξύ των οποίων και σε φόρο εισοδήματος, όπως έχει άλλωστε κριθεί και με την 33/99 απόφαση του Α.Ε.Δ., κι ως εκ τούτου, η απόρριψη του πρωτοδίκως προβληθέντος ισχυρισμού του περί υπαγωγής της αποζημιώσεως σε φόρο εισοδήματος και κρατήσεις για υγειονομική περίθαλψη, με την αιτιολογία ότι η ζημία πηγάζει από παράνομη πράξη και όχι από υπαλληλική σχέση είναι μη νόμιμη. Το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο απέρριψε τον λόγο αυτό ως αβάσιμο με την αιτιολογία ότι η αναιρεσίβλητη σε εκτέλεση των προαναφερθεισών αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου και του Συμβουλίου της Επικρατείας, διατέθηκε προς διορισμό από τις 16.5.00, κατ’ εφαρμογή της οποίας ανέλαβε υπηρεσία στις 28.8.00, οπότε μέχρι το χρόνο αναλήψεως υπηρεσίας, ελλείψει δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως, δεν είναι δυνατός κατά νόμο ο χαρακτηρισμός της επιδικασθείσης αποζημιώσεως ως «αποδοχές» κι η υπαγωγή της σε φόρο εισοδήματος και λοιπές κρατήσεις, όπως γίνεται δεκτό με την αναφερόμενη απόφαση του Α.Ε.Δ. Η αιτιολογία αυτή του Διοικητικού Εφετείου δεν είναι νόμιμη διότι ανεξαρτήτως του ζητήματος εάν η σχέση της αναιρεσίβλητης με το αναιρεσείον ήταν δημοσιοϋπαλληλική ή όχι, πάντως οι αποδοχές αυτές υπέκειντο στις νόμιμες κρατήσεις ... Επομένως, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση καθίσταται αναιρετέα, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από το αναιρεσείον.


ΣτΕ/3141/2006

Υπάρχει υποχρέωση καταβολής τόκων τόσο επί καταψηφιστικής όσο και επί αναγνωριστικής αγωγής. Εναρξη της τοκοφορίας από τη γένεση της επιδικίας με την άσκηση της αγωγής και την επίδοσή της στον εναγόμενο. Η αναγνωριστική αγωγή δεν ενεργεί επικουρικά σε σχέση με την καταψηφιστική αγωγή, αφού η απόφαση επ` αυτής παράγει δεδικασμένο. Αντίθετη μειοψηφία.


Ελ.Συν.Ολομ/114/2017

Οικογενειακή παροχή λόγω γάμου:Στην υπό κρίση υπόθεση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του ΙΙ Τμήματος έγινε εν μέρει δεκτή η από 30.12.2002 ..αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, πολιτικής συνταξιούχου του Δημοσίου, που παραπέμφθηκε προς εκδίκαση στο Ελεγκτικό Συνέδριο λόγω δικαιοδοσίας με την 4463/2006 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου .., με την οποία ζήτησε να της καταβληθεί νομιμοτόκως το ποσό των 2.825,64 ευρώ, ως οικογενειακή παροχή συζύγου για το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 30.6.2002. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υποχρεώθηκε το αναιρεσείον Δημόσιο να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής κατά το άρθρο 21 του κ.δ/τος της 26.6./10.7.1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», το ποσό των 1.761,00 ευρώ, που αντιστοιχεί σε μη καταβληθείσα σε αυτή οικογενειακή παροχή λόγω γάμου κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 28.2.2001, καθόσον κρίθηκε ότι η επίδικη αξίωση για το εν λόγω χρονικό διάστημα, ενόψει του χρόνου κατάθεσης της αγωγής (31.12.2002) στο Διοικητικό Πρωτοδικείο …, δεν είχε υποπέσει στην πενταετή παραγραφή της εφαρμοσθείσας διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, ενώ για το μεταγενέστερο της 28.2.2001 χρονικό διάστημα είχε ήδη ικανοποιηθεί.(..)Δεδομένου δε του χρόνου κατάθεσης της αγωγής στο Διοικητικό Πρωτοδικείο … (31.12.2002), η αξίωση της ήδη αναιρεσίβλητης για καταβολή της οικογενειακής παροχής λόγω γάμου για το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 31.12.1999 έχει υποπέσει στη διετή παραγραφή της διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 και, συνεπώς, αυτή δικαιούται την εν λόγω παροχή μόνο για το από 1.1.2000 έως 28.2.2001 χρονικό διάστημα. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή και να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη ως οικογενειακή παροχή λόγω γάμου για το από 1.1.2000 έως 28.2.2001 χρονικό διάστημα το ποσό των 493,03 ευρώ (14 μήνες Χ 12.000 δρχ.), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, με βάση το επιτόκιο (6%) που προβλέπεται στο άρθρο 21 του κ.δ/τος 26.6./10.7.1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου».


ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/87/2020

Συμβάσεις πώλησης ιατρικών – φαρμακευτικών προϊόντων..Με δεδομένο, όμως, ότι όλες οι επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν εντός των ετών 2006 και 2007, η παραγραφή των αντίστοιχων αγωγικών αξιώσεων άρχιζε από 1.1.2007 και 1.1.2008 και συμπληρωνόταν την 31.12.2011 και την 31.12.2012 αντίστοιχα. Με την ασκηθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από 16.6.2015 αγωγή της, η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο την 29.6.2015, η ενάγουσα ζήτησε, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εξαιτίας της μη τήρησης του απαιτούμενου από το νόμο για τη σύναψή τους έγγραφου τύπου, το ποσό των 56.039,84 ευρώ ως ισόποση δαπάνη που το εναγόμενο ΝΠΔΔ εξοικονόμησε και στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν προμηθευόταν το ιατροφαρμακευτικό υλικό με έγκυρες συμβάσεις από άλλο πρόσωπο. Από το χρόνο, όμως, που γεννήθηκε η επίδικη αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη μέχρι την άσκηση της ως άνω αγωγής (29.6.2015), παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των πέντε ετών, με αποτέλεσμα να έχει παραγραφεί η αξίωση αυτή της ενάγουσας έναντι του εναγομένου ΝΠΔΔ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας (άρθρα 48 παρ. 1 και 49 ν.δ. 496/1974), κατά την βάσιμη σχετική ένσταση του τελευταίου, ζήτημα άλλωστε, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 52 εδ. γ΄ του ν.δ. 496/1974). Και ναι μεν η ενάγουσα επικαλείται διακοπή της παραγραφής με την επίδοση της προγενέστερης από 18.4.2011 (με αριθμό κατάθεσης …./2011) αγωγής της στο εναγόμενο πριν την πάροδο της πενταετίας, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, με την ως άνω προγενέστερη αγωγή της η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει, ως οφειλόμενο τίμημα από τις συμβάσεις πώλησης (σε συνδυασμό με τις συμβάσεις εκχώρησης), την αξία των πωληθέντων ιατροφαρμακευτικών υλικών εντόκως από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την επίδοση εκάστου τιμολογίου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3437/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., η οποία δέχθηκε εν μέρει αυτήν, ως βάσιμη κατ’ ουσία, ως προς τα αναφερόμενα τιμολόγια πώλησης που δεν υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο και απέρριψε αυτήν, ως αόριστη, ως προς τα λοιπά τιμολόγια, που υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο. Η αγωγή, όμως, αυτή είχε ιστορική και νομική αιτία διάφορη της μεταγενέστερης από 16.6.2015 αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για τα ίδια αυτά τιμολόγια, δεδομένου ότι η ευθύνη του εναγομένου στην πρώτη αγωγή στηριζόταν αποκλειστικά στη σύμβαση πώλησης, ενώ στην μεταγενέστερη αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή σε εντελώς διαφορετική ιστορική και νομική βάση. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας για να επέλθει διακοπή της παραγραφής λόγω της ασκηθείσης πρώτης χρονικά αγωγής και της επανέγερσής της κατ’ άρθρο 263 ΑΚ (το οποίο έχει εφαρμογή και στην παραγραφή των κατά των ΝΠΔΔ χρηματικών απαιτήσεων, ενόψει του ότι δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση με το ν.δ. 496/1974), πρέπει η μεταγενέστερη αγωγή να έχει την ίδια ιστορική και νομική βάση με την αρχική αγωγή, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση ως προς τις αγωγές αυτές (ήτοι την αρχική που ασκήθηκε με βάση τη σύμβαση πώλησης και την μεταγενέστερη που ασκήθηκε με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό), οι οποίες εισάγουν διαφορετικά αντικείμενα δίκης, δεδομένου ότι το πραγματικό των εφαρμοζομένων διατάξεων είναι διαφορετικό στις δύο αυτές περιπτώσεις, ενώ και οι έννομες συνέπειες (νομική θεμελίωση) είναι, επίσης, διαφορετικές κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως παραγεγραμμένη την αξίωση της ενάγουσας και, συνακόλουθα, ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή, κατά παραδοχή του περί παραγραφής ισχυρισμού του εναγόμενου ΝΠΔΔ, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν στη ίδια ως άνω νομική σκέψη της και, ως εκ τούτου, ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.


ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/78/2019

Δεδουλευμένες αποδοχές σε σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου...Επομένως, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ενάγουσα απασχολήθηκε στον εναγόμενο Δήμο οφείλεται σε αυτήν, για τις ως άνω αιτίες, το συνολικό ποσό των 3.768,94 ευρώ που πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής ως την πλήρη εξόφληση. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που αποφάνθηκε ομοίως και δέχτηκε κατά ένα μέρος την αγωγή της ενάγουσας, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το προαναφερόμενο ποσό, νομιμοτόκως από την επομένη επίδοσης της αγωγής, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από τον εναγόμενο-εκκαλούντα, με τον σχετικό πρώτο λόγο της εφέσεώς του πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.Κατά συνέπεια, καθόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νόμιμου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 παρ. 2 ν. 3463/2006 (βλ.ΑΠ 1679/2011, ΕΑ 5290/2015, ΕφΠειρ 714/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.


ΕφΑθ. 644/2017

Παροχή εξαρτημένης εργασίας..:Με βάση τις ανωτέρω συμβάσεις η ενάγουσα, καθ όλο το χρονικό διάστημα από 1.10.2005 έως 30.9.2010, εργαζόταν στο Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης του εναγόμενου με την ιδιότητα του ειδικού εφαρμογών πληροφορικής, απασχολούμενη συγκεκριμένα με τον σχεδιασμό και την συντήρηση ιστοσελίδων για το πρόγραμμα διδασκαλίας εξ αποστάσεως. .. Η ενάγουσα, δηλαδή, έθετε την εργασία της στη διάθεση του εναγόμενου και δεν είχε αναλάβει την επίτευξη οποιουδήποτε συγκεκριμένου αποτελέσματος. Εξάλλου, το εναγόμενο κατέβαλλε την αμοιβή της ενάγουσας κάθε μήνα, και συγκεκριμένα κατέβαλλε σ αυτή το ποσό που προέκυπτε από το μερισμό της συνολικής αμοιβής με τον αριθμό των μηνών της κάθε σύμβασης, ενώ της κατέβαλλε επίσης επιδόματα εορτών και αδείας και της χορηγούσε έγγραφες βεβαιώσεις των μηνιαίων αποδοχών της ήταν δε ασφαλισμένη στο Ι.Κ.Α., με εργοδότη της το εναγόμενο. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ενάγουσα παρείχε στο εναγόμενο εξαρτημένη εργασία καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού, οι δε πιο πάνω καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις έργου ήταν ψευδεπίγραφες και προσχηματικές. ..η ενάγουσα συνδεόταν με το εναγόμενο, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα της εργασίας της σ αυτό, με απλή σχέση εργασίας, την οποία το εναγόμενο είχε δικαίωμα να καταγγείλει οποτεδήποτε, όχι όμως πριν περάσει έτος από τον τοκετό της εργαζόμενης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα στις 19.6.2010 απέκτησε τέκνο, γεγονός το οποίο γνώριζε το εναγόμενο, καθόσον είχε χορηγήσει σ αυτή τη σχετική άδεια και επομένως δεν είχε δικαίωμα να καταγγείλει την εργασιακή σχέση της ενάγουσας πριν την συμπλήρωση έτους από τον τοκετό, ήτοι πριν από την 19.6.2011. .. Κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως κατ ουσίαν αβάσιμη η αγωγή ως προς την ανωτέρω πρώτη επικουρική της βάση και να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς την δεύτερη επικουρική αυτής βάση και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.838,08 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που το κάθε επί μέρους ποσό έπρεπε να καταβληθεί, ήτοι από το τέλος εκάστου μηνός που αυτό αφορά.


Μ.ΕΦ.ΠΕΙΡΑΙΑ/237/2024

ΕΚΧΩΡΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ-ΤΟΚΟΣ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ-ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ. Με βάση τα ανωτέρω η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή κατά την κύρια βάση της όσον αφορά την έγκυρη σύμβαση για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμόν …../11-3-2008 τιμολόγιο πώλησης και να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 2.072,78 ευρώ, νομιμοτόκως σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003 ενόψει του ότι έγκυρη αυτή σύμβαση πώλησης καταρτίσθηκε υπό την ισχύ του π.δ. 166/2003, μετά την πάροδο 60 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής των πωληθέντων σ` αυτό από την ίδια υλικών, δηλαδή σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρ. 4 του π.δ/τος 166/2003 και με επιτόκιο το προβλεπόμενο στο άρθρο αυτό επιτόκιο (ΑΠ 766/2014 ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, δεδομένης της ακυρότητας των λοιπών ως άνω επίδικων συμβάσεων πώλησης, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν κατά την επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού και να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικο ποσό των 20.337,76 ευρώ, νομιμοτόκως (6%) ετησίως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής (αρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974) και μέχρις εξοφλήσεως, εφόσον αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο πλούτισε αδικαιολόγητα κατά το συνολικό ποσό των πιο πάνω ανεξόφλητων τιμολογίων, δηλαδή κατά το ποσό των 20.337,76 ευρώ, χωρίς νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού αυτού, σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας ως εκδοχέα της απαίτησης εξ αυτών, καθόσον, μολονότι κατά τα άνω παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα παραδοθέντα προϊόντα αξίας 20.337,76 ευρώ από την εκχωρήτρια εταιρεία (……………..), δυνάμει άκυρων συμβάσεων πώλησης , αρνείται να εξοφλήσει την αξία τους που συμπίπτει με το αντίστοιχο συνολικό τίμημα, εξοικονομώντας τη δαπάνη στην οποία θα προέβαινε προκειμένου να τα αποκτήσει, αν αγόραζε τα ίδια εμπορεύματα από άλλο προμηθευτή δυνάμει έγκυρων συμβάσεων πώλησης και οφείλει να αποδώσει τον πιο πάνω πλουτισμό.


ΣΤΕ/920/2011

Δημοσίευση κανονιστικών αποφάσεων και τυπικών νόμων:.Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται από το αναιρεσείον Ταμείο ότι παρανόμως το δικάσαν εφετείο δεν εξέτασε τους προβληθέντες με την έφεσή του λόγους : α) Περί απαραδέκτου της προσφυγής της αναιρεσίβλητης, η οποία ασκήθηκε εκπροθέσμως, άλλως γιατί ήταν δεύτερη προσφυγή κατά της ίδιας διοικητικής πράξης. β) Περί παραγραφής της αξιώσεως της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 48 και 49 του π.δ. 496/1976 περί λογιστικού των ν.π.δ.δ. γ) Περί αοριστίας της προσφυγής, διότι δεν αναφέρεται σε αυτήν ποιο ποσό εισφορών αφορούσε την ίδια, ως πλοιοκτήτρια, και ποιο το πλήρωμα του πλοίου, και δ) Περί μη συνδρομής εν προκειμένω των προϋποθέσεων των άρθρων 904 επ. του Α.Κ. περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ο υπό στοιχ. α΄ ισχυρισμός περί απαραδέκτου της προσφυγής της αναιρεσίβλητης είχε προβληθεί με την έφεση του αναιρεσείοντος Ταμείου, ήταν όμως αόριστος, γιατί δεν ανέφερε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο, από το οποίο προέκυπτε το εκπρόθεσμο της προσφυγής, ενόψει της κρίσεως του πρωτοδικείου ότι η προσφυγή κατά της απόφασης του ΔΣ του ... είχε ασκηθεί εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς, ούτε πότε είχε ασκηθεί η κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος πρώτη προσφυγή. Συνεπώς, ο υπό κρίση ισχυρισμός δεν ήταν ουσιώδης και δεν όφειλε να τον εξετάσει το εφετείο, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση. Οι υπό στοιχείο β΄ και γ΄ ισχυρισμοί δεν είχαν προβληθεί ενώπιον του Εφετείου και ο υπό στοιχ. δ΄ ισχυρισμός είχε προβληθεί απαραδέκτως με το υπόμνημα κατ’ έφεση και όχι με το δικόγραφο της έφεσης. Ορθώς λοιπόν το Εφετείο δεν εξέτασε και τους ισχυρισμούς αυτούς.