Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕφΑθ. 644/2017

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 2527/1997, 4335/2015

Παροχή εξαρτημένης εργασίας..:Με βάση τις ανωτέρω συμβάσεις η ενάγουσα, καθ όλο το χρονικό διάστημα από 1.10.2005 έως 30.9.2010, εργαζόταν στο Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης του εναγόμενου με την ιδιότητα του ειδικού εφαρμογών πληροφορικής, απασχολούμενη συγκεκριμένα με τον σχεδιασμό και την συντήρηση ιστοσελίδων για το πρόγραμμα διδασκαλίας εξ αποστάσεως. .. Η ενάγουσα, δηλαδή, έθετε την εργασία της στη διάθεση του εναγόμενου και δεν είχε αναλάβει την επίτευξη οποιουδήποτε συγκεκριμένου αποτελέσματος. Εξάλλου, το εναγόμενο κατέβαλλε την αμοιβή της ενάγουσας κάθε μήνα, και συγκεκριμένα κατέβαλλε σ αυτή το ποσό που προέκυπτε από το μερισμό της συνολικής αμοιβής με τον αριθμό των μηνών της κάθε σύμβασης, ενώ της κατέβαλλε επίσης επιδόματα εορτών και αδείας και της χορηγούσε έγγραφες βεβαιώσεις των μηνιαίων αποδοχών της ήταν δε ασφαλισμένη στο Ι.Κ.Α., με εργοδότη της το εναγόμενο. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ενάγουσα παρείχε στο εναγόμενο εξαρτημένη εργασία καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού, οι δε πιο πάνω καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις έργου ήταν ψευδεπίγραφες και προσχηματικές. ..η ενάγουσα συνδεόταν με το εναγόμενο, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα της εργασίας της σ αυτό, με απλή σχέση εργασίας, την οποία το εναγόμενο είχε δικαίωμα να καταγγείλει οποτεδήποτε, όχι όμως πριν περάσει έτος από τον τοκετό της εργαζόμενης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα στις 19.6.2010 απέκτησε τέκνο, γεγονός το οποίο γνώριζε το εναγόμενο, καθόσον είχε χορηγήσει σ αυτή τη σχετική άδεια και επομένως δεν είχε δικαίωμα να καταγγείλει την εργασιακή σχέση της ενάγουσας πριν την συμπλήρωση έτους από τον τοκετό, ήτοι πριν από την 19.6.2011. .. Κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως κατ ουσίαν αβάσιμη η αγωγή ως προς την ανωτέρω πρώτη επικουρική της βάση και να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς την δεύτερη επικουρική αυτής βάση και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.838,08 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που το κάθε επί μέρους ποσό έπρεπε να καταβληθεί, ήτοι από το τέλος εκάστου μηνός που αυτό αφορά.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/87/2020

Συμβάσεις πώλησης ιατρικών – φαρμακευτικών προϊόντων..Με δεδομένο, όμως, ότι όλες οι επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν εντός των ετών 2006 και 2007, η παραγραφή των αντίστοιχων αγωγικών αξιώσεων άρχιζε από 1.1.2007 και 1.1.2008 και συμπληρωνόταν την 31.12.2011 και την 31.12.2012 αντίστοιχα. Με την ασκηθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από 16.6.2015 αγωγή της, η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο την 29.6.2015, η ενάγουσα ζήτησε, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εξαιτίας της μη τήρησης του απαιτούμενου από το νόμο για τη σύναψή τους έγγραφου τύπου, το ποσό των 56.039,84 ευρώ ως ισόποση δαπάνη που το εναγόμενο ΝΠΔΔ εξοικονόμησε και στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν προμηθευόταν το ιατροφαρμακευτικό υλικό με έγκυρες συμβάσεις από άλλο πρόσωπο. Από το χρόνο, όμως, που γεννήθηκε η επίδικη αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη μέχρι την άσκηση της ως άνω αγωγής (29.6.2015), παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των πέντε ετών, με αποτέλεσμα να έχει παραγραφεί η αξίωση αυτή της ενάγουσας έναντι του εναγομένου ΝΠΔΔ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας (άρθρα 48 παρ. 1 και 49 ν.δ. 496/1974), κατά την βάσιμη σχετική ένσταση του τελευταίου, ζήτημα άλλωστε, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 52 εδ. γ΄ του ν.δ. 496/1974). Και ναι μεν η ενάγουσα επικαλείται διακοπή της παραγραφής με την επίδοση της προγενέστερης από 18.4.2011 (με αριθμό κατάθεσης …./2011) αγωγής της στο εναγόμενο πριν την πάροδο της πενταετίας, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, με την ως άνω προγενέστερη αγωγή της η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει, ως οφειλόμενο τίμημα από τις συμβάσεις πώλησης (σε συνδυασμό με τις συμβάσεις εκχώρησης), την αξία των πωληθέντων ιατροφαρμακευτικών υλικών εντόκως από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την επίδοση εκάστου τιμολογίου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3437/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., η οποία δέχθηκε εν μέρει αυτήν, ως βάσιμη κατ’ ουσία, ως προς τα αναφερόμενα τιμολόγια πώλησης που δεν υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο και απέρριψε αυτήν, ως αόριστη, ως προς τα λοιπά τιμολόγια, που υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο. Η αγωγή, όμως, αυτή είχε ιστορική και νομική αιτία διάφορη της μεταγενέστερης από 16.6.2015 αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για τα ίδια αυτά τιμολόγια, δεδομένου ότι η ευθύνη του εναγομένου στην πρώτη αγωγή στηριζόταν αποκλειστικά στη σύμβαση πώλησης, ενώ στην μεταγενέστερη αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή σε εντελώς διαφορετική ιστορική και νομική βάση. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας για να επέλθει διακοπή της παραγραφής λόγω της ασκηθείσης πρώτης χρονικά αγωγής και της επανέγερσής της κατ’ άρθρο 263 ΑΚ (το οποίο έχει εφαρμογή και στην παραγραφή των κατά των ΝΠΔΔ χρηματικών απαιτήσεων, ενόψει του ότι δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση με το ν.δ. 496/1974), πρέπει η μεταγενέστερη αγωγή να έχει την ίδια ιστορική και νομική βάση με την αρχική αγωγή, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση ως προς τις αγωγές αυτές (ήτοι την αρχική που ασκήθηκε με βάση τη σύμβαση πώλησης και την μεταγενέστερη που ασκήθηκε με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό), οι οποίες εισάγουν διαφορετικά αντικείμενα δίκης, δεδομένου ότι το πραγματικό των εφαρμοζομένων διατάξεων είναι διαφορετικό στις δύο αυτές περιπτώσεις, ενώ και οι έννομες συνέπειες (νομική θεμελίωση) είναι, επίσης, διαφορετικές κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως παραγεγραμμένη την αξίωση της ενάγουσας και, συνακόλουθα, ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή, κατά παραδοχή του περί παραγραφής ισχυρισμού του εναγόμενου ΝΠΔΔ, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν στη ίδια ως άνω νομική σκέψη της και, ως εκ τούτου, ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.


ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/82/2020

Υπηρεσίες συντήρησης και υποστήριξης των υποσυστημάτων και εφαρμογών του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος ..Ως εκ τούτου, το εναγόμενο υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια, που απέκτησε από την άκυρη σύμβαση, που συνίσταται στην χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών, που εδέχθη, και στη δαπάνη, που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν εάν προέβαινε στην αποδοχή των ίδιων υπηρεσιών με έγκυρη σύμβαση, το οποίο εξάλλου συνομολογείται. Οι παραπάνω όμοιες παραδοχές της εκκαλουμένης δικαιολογούν την εκτίμησή της ότι αντικείμενο της δίκης αποτελεί ιδιωτικού δικαίου διαφορά, υπαγόμενη εντεύθεν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, με άμεση δικονομική συνέπεια οι προβαλλόμενες με τους σχετικούς λόγους έφεσης αιτιάσεις, περί του ότι, εφόσον η ένδικη σύμβαση προσβλέπει, κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, στην ικανοποίηση δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η απονομή συντάξεων στους ναυτικούς μέσω των υπηρεσιών συντήρησης και υποστήριξης από την ενάγουσα εταιρία, για την απρόσκοπτη λειτουργία των υποσυστημάτων και των εφαρμογών του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος του ... και του ..., η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένως δέχθηκε ότι είναι αρμόδια τα πολιτικά δικαστήρια για την επίλυση της επίδικης διαφοράς και ότι η επίδικη διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου, να αξιολογούνται ως αβάσιμες. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, έκανε δεκτή την υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη, κατά την επικουρική της βάση και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 140.790,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, με πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες. Συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ανεπάρκεια δε αιτιολογίας δεν υπάρχει όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 786/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1250/2011 Δημ. Νόμος).Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 764/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.


ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/78/2019

Δεδουλευμένες αποδοχές σε σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου...Επομένως, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ενάγουσα απασχολήθηκε στον εναγόμενο Δήμο οφείλεται σε αυτήν, για τις ως άνω αιτίες, το συνολικό ποσό των 3.768,94 ευρώ που πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής ως την πλήρη εξόφληση. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που αποφάνθηκε ομοίως και δέχτηκε κατά ένα μέρος την αγωγή της ενάγουσας, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το προαναφερόμενο ποσό, νομιμοτόκως από την επομένη επίδοσης της αγωγής, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από τον εναγόμενο-εκκαλούντα, με τον σχετικό πρώτο λόγο της εφέσεώς του πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.Κατά συνέπεια, καθόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νόμιμου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 παρ. 2 ν. 3463/2006 (βλ.ΑΠ 1679/2011, ΕΑ 5290/2015, ΕφΠειρ 714/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.


Μον.Εφ.Αθ/387/2022

Σύμβαση Παροχής Υπηρεσιών:Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι κατά το χρονικό διάστημα από 15/03/16 έως 08/02/19 συνδεόταν με το εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ. με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, να υποχρεωθεί αυτό να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 22.328,05 € για δεδουλευμένες αποδοχές που αναλύονται σε επιδόματα εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων, αδείας και ασφαλιστικές εισφορές των ετών 2016-2019, νομιμοτόκως από τότε που κάθε αξίωσή της κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή(....)Στην προκειμένη περίπτωση, το εναγόμενο εκκαλούν, με τις νομίμως και εμπροθέσμων κατατεθείσες προτάσεις του επικαλείται την εκούσια συμμόρφωση προς το διατακτικό της εκκαλουμένης, κατά την διάταξή της με την οποία κηρύχτηκε προσωρινός εκτελεστή, ως προς το ποσό των 10.000,00 € και ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, και ειδικότερα να υποχρεωθεί η ενάγουσα να του αποδώσει το ανωτέρω ποσό, νομιμοτόκως από την έκδοση της παρούσας. Η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις. Αποδεικνύεται δε ότι είναι και ουσία βάσιμη, αφού το εναγόμενο εκκαλούν κατέβαλε συμμορφούμενο εκουσίως στη διάταξη της κηρυχθείσης προσωρινά εκτελεστής διατάξεως της εκκαλουμένης, στην ενάγουσα εφεσίβλητη το ποσό των 10.000.00 € δυνάμει του αποδεικτικού συναλλαγής ύψους 10.000.00 € της .... Τράπεζας με όνομα αρχείου ... .FT1, αλλά και εκ του από 20/10/2020 επικαλούμενου και προσκομιζόμενου σχετικού ιδιωτικού συμφωνητικού. Δέχεται τυπικώς και ουσία την έφεση. Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, υπ’ αριθ. 1472/30-09-20 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κρατεί την υπόθεση. Δικάζει επί της από 19/04/19 και με αριθ. κατ. ..../..../22-04-19 αγωγής. Απορρίπτει αυτήν. Δέχεται την αίτηση του εκκαλούντος εναγομένου περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Υποχρεώνει την εφεσίβλητη ενάγουσα να καταβάλει στο εκκαλούν εναγόμενο το ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10000,00 € ), νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας αποφάσεως σε αυτήν μέχρι πλήρους εξοφλήσεως.


ΕΙΡΖΑΚ/78/2019

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και δεδομένου ότι το ζήτημα της υλικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, η κρισιολογούμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει δικαιοδοσίας (άρθρα 2 και 4 ΚΠολΔ) τόσο ως προς την κύρια βάση αυτής, όσο και ως προς την επικουρική βάση αυτής, δεκτού γενομένου του σχετικού προβληθέντος εκ μέρους του εναγόμενου ισχυρισμού. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου Δήμου, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του τελευταίου, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 παρ. 1 Ν 3693/1957 για επιβολή μειωμένης δικαστικής δαπάνης, καθώς η Νομική Υπηρεσία του εναγόμενου Δήμου δεν παρέχεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.


ΔΕΦ ΘΕΣΣ/9/2019

Παροχή υπηρεσιών καθαρισμού...Επειδή, προκειμένου να τηρηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 126Β του Κ.Δ.Δ., οι διάδικοι κλήθηκαν την 08.01.2019 και ώρα 12.30΄ σε κοινή συνάντηση με την ορισθείσα Εισηγήτρια σε γραφείο του Δικαστηρίου, (βλ. την σχετική πράξη της Γραμματέως στο φάκελο της δικογραφίας). Την ορισθείσα ημέρα και ώρα εμφανίσθηκε για την ενάγουσα εταιρεία η δικηγόρος ... και για το εναγόμενο ΝΠΔΔΔ ο δικηγόρος ..., ως πληρεξούσιοι των διαδίκων, δυνάμει η μεν πρώτη του . από 07.01.2019 πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου ...., ο δε δεύτερος κατόπιν της 376 από 07.01.2019 αποφάσεως της Διοικήτριας του Νοσοκομείου. Κατά τη συνάντηση οι ανωτέρω διάδικοι, όπως παρίστανται, κατέληξαν σε κοινώς αποδεκτή συμφωνία, σύμφωνα με την οποία η ενάγουσα εταιρεία παραιτείται από το κονδύλιο των τόκων και των δικαστικών εξόδων, το δε εναγόμενο Νοσοκομείο αναγνωρίζει την οφειλή του συνολικού ύψους 165.093,60 ευρώ, το οποίο υποχρεούται και να της καταβάλει.


ΠΟΛ.ΠΡΩΤ.ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ/4029/2020

Σύμβαση έργου....Συνεπώς, εφόσον τα συμβαλλόμενα μέρη δεν προέβησαν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις, όπως απαιτείται κατά τα αναφερόμενα στην πιο πάνω νομική σκέψη για το κύρος της σύμβασης συμβιβασμού, η σύμβαση αυτή συνιστά αιτιώδη αναγνώριση εκ μέρους του εναγομένου του χρέους που επρόκειτο να προκύψει από την τελικές επιμετρήσεις του πραγματογνώμονα μηχανικού (άρθρο 361 ΑΚ), χαρακτηρισμός άλλωστε που ιστορείται ότι προσδόθηκε σε αυτήν από τα συμβαλλόμενα μέρη κατά την κατάρτισή της. Περαιτέρω, η σύμβαση αυτή δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη ώστε να είναι άκυρη κατά τη διάταξη του άρθρου 178 AK, καθόσον το ποσό που συμφωνήθηκε ότι τελικά θα οφείλεται δεν προσδιορίστηκε μονομερώς από το εναγόμενο, αλλά εξαρτήθηκε από το πόρισμα της έκθεσης του πολιτικού μηχανικού που ανέλαβε την τελική κοστολόγηση των εργασιών και των υλικών του επιδίκου έργου, η οποία, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της αντικειμενικότητάς της, θα ήταν δυνατόν να καταλήξει σε κρίση ως προς το οφειλόμενο ποσό ίδια ή παραπλήσια με το ποσό για το οποίο εκτίθεται ότι εξεδόθη και η επιταγή σε διαταγή της ενάγουσας μετά την παράδοση του έργου. Η δε ενάγουσα ιστορείται ότι αποδέχθηκε κατά τη σύναψη της σύμβασης τον πιθανό περιορισμό της απαίτησής της βάσει της έκθεσης του πραγματογνώμονα μηχανικού προκειμένου να διευθετηθεί άμεσα η διαφορά, χωρίς την ανάγκη διενέργειας αναγκαστικής εκτέλεσης που είναι μακρόχρονη και πολυδάπανη, τον οποίο βεβαίως δε θα αμφισβητούσε εάν η παραπάνω έκθεση κατέληγε σε συμπέρασμα ευνοϊκό για την ίδια. Εξάλλου, η εν λόγω σύμβαση δε δύναται να θεωρηθεί άκυρη ούτε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 179 ΑΚ, πρωτίστως διότι η εφαρμογή της διάταξης αυτής αποκλείεται επί δικαιοπραξιών στις οποίες δεν υπάρχει ανταλλαγή παροχών και γενικότερα επί ετεροβαρών δικαιοπραξιών (ΑΠ 429/2015, ΑΠ 1121/2002, ΤρΕφΛαρ 54/2013 ΤρΝομΠλ ΝΟΜΟΣ), όπως η προκειμένη που, όπως πιο πάνω εκτέθηκε, έχει χαρακτήρα αιτιώδους αναγνώρισης χρέους (για το ότι η σύμβαση αναγνώρισης χρέους είναι ετεροβαρής, βλ. ΑΠ 294/2018 ΤρΝομΠλ ΝΟΜΟΣ) και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι με τη σύμβαση αυτή δε συμφωνήθηκε συγκεκριμένο ποσό οφειλής ώστε να τεθεί ζήτημα σύγκρισής του με την ιστορούμενη αμετακλήτως επιδικασθείσα απαίτηση της ενάγουσας. Η δε εκτιθέμενη συμπεριφορά του εναγομένου, που δολίως παρέπεισε την ενάγουσα να καταρτίσει τη συγκεκριμένη σύμβαση με τη διαβεβαίωση ότι η πραγματογνωμοσύνη που θα διενεργηθεί θα είναι αντικειμενική και δίκαιη, ενώ στην πραγματικότητα είχε εξαρχής ειλημμένη την απόφαση να επηρεάσει υπέρ των δικών του συμφερόντων τον ορισθέντα ως διαιτητικό πραγματογνώμονα μηχανικό, ώστε να προβεί σε εσκεμμένα εσφαλμένες κρίσεις και παραλείψεις που μείωσαν αυθαίρετα το τελικό κόστος του έργου και τη συνακόλουθη αμοιβή της, συνιστά απάτη που δε συνεπάγεται την αυτοδίκαιη ακυρότητα της επίδικης σύμβασης ως αντικείμενης στα χρηστά ήθη ή ως αισχροκερδούς, όπως αβάσιμα διατείνεται η ενάγουσα, αλλά, αληθής υποτιθέμενη, συνιστά αδικοπραξία και καθιστά αυτήν ακυρώσιμη με τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 147 επ. ΑΚ, τις οποίες όμως δεν επικαλείται η ενάγουσα, αφού η αγωγή δεν περιλαμβάνει τέτοια βάση. Πρέπει επομένως η αγωγή να απορριφθεί ως μη νόμιμη και να καταδικαστεί η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, στα αναφερόμενα στο διατακτικό δικαστικά έξοδα του εναγομένου, κατά παραδοχή του σχετικού του αιτήματος που περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις του (άρθρο 176 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων-Ν. 4194/2013).


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ/182/2022

Όλες, δηλαδή οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου της ενάγουσας έφεραν εξ αρχής τα χαρακτηριστικά μίας ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ` εφαρμογή των άνω διατάξεων των άρθρων 648 § 1 ΑΚ, 6 Ν. 765/1943 και 8 του Ν. 2112/1920, αφού αυτή τελούσε σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη της, είχαν τον χαρακτήρα της διαδοχικότητας και, τέλος, δεν υπαγορεύτηκαν από αντικειμενικούς λόγους, που δικαιολογούνταν από τη φύση τους, δηλαδή κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη και ο καθορισμένος χρόνος διάρκειάς τους έγινε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές. Επομένως, εφόσον η χρονική αφετηρία τους τοποθετείται προ της 17-4-2001, εφαρμοστέες τυγχάνουν εν προκειμένω οι παραπάνω διατάξεις και αυτές είχαν ήδη προσλάβει τον χαρακτήρα της ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, τον οποίο διατήρησαν και μετά ταύτα, χωρίς αυτό να προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 103 § § 7 και 8 του Συντάγματος, μετά την αναθεώρησή τους αλλά ούτε και στην παραπάνω Οδηγία 1999/70/1999, σύμφωνα με τις σχετικές σκέψεις που εκτίθενται στην αρχή της παρούσας. Ως εκ τούτου, δεν καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις παραπάνω μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του πδ 164/2004. Σημειώνεται ότι, λόγω της συγχώνευσης του πραγματικού εργοδότη της ενάγουσας, νπδδ με την επωνυμία «Πνευματικό Κέντρο Δήμου …..», στο εναγόμενο, το τελευταίο, υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του εκ της προαναφερθείσας σύμβασης εργασίας της, ενώ και οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που το ίδιο συνήψε με αυτήν, υποδηλώνει πέραν της εξυπηρέτησης της παραπάνω πάγιας και διαρκούς ανάγκης, που κατέστη πλέον ανάγκη του ιδίου, μετά τη σύστασή του, τη συνέχεια της εργασιακής σχέσης της, και  αυτό υποχρεούτο έκτοτε να την απασχολεί υπό τους ίδιους όρους. Η κρίση αυτή, σύμφωνα και με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, δεν θεμελιώνεται απλώς και μόνον στο γεγονός ότι το εναγόμενο ανέλαβε, κατά τον ιδρυτικό του σκοπό, την ίδια δραστηριότητα με εκείνη της προαναφερθείσας δημοτικής επιχείρησης, αλλά στο ότι η σχέση εργασίας που τη συνέδεε την ενάγουσα με αυτό μετά το 2014 αποτελεί ουσιαστικά συνέχεια της εργασιακής σχέσης της με τη δημοτική επιχείρηση, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τον νόμο αλλά και εκτιμώντας το αποδεικτικό υλικό, κατέληξε στην ίδια κρίση αν και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, και πρέπει όλοι οι λόγοι έφεσης, με τους οποίους το εκκαλούν πλήττει την εκκαλουμένη για την κρίση της αυτή, διατεινόμενο ότι πραγματικός εργοδότης της ενάγουσας ήταν ο εκάστοτε φορέας απασχόλησής της (α΄λόγος), ότι οι συμβάσεις αυτές εξυπηρετούσαν συγκεκριμένες ανάγκες και γι’αυτό έφεραν τα χαρακτηριστικά των συμβάσεων έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου (β΄λόγος), ότι δεν κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες (γ΄λόγος), και ότι η κρίση αυτή της εκκαλουμένης αντιβαίνει στις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και των διατάξεων του Συντάγματος (δ΄λόγος), να απορριφθούν ως αβάσιμοι.


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/147/2018

Παροχή ιατρικών υπηρεσιών σε Κοινωφελή Επιχείρηση.(..) Με δεδομένα αυτά προκύπτει ότι οι ελεγχόμενες συμβάσεις δεν αποτελούν συμβάσεις μίσθωσης έργου, καθόσον δεν έχουν ως αντικείμενο την επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος η πραγμάτωση του οποίου να συνεπάγεται την αυτόματη λύση τους, αλλά συμβάσεις που αποβλέπουν στην παροχή εργασίας σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, έναντι αμοιβής που καταβάλλεται μηνιαίως υπό καθεστώς νομικής και προσωπικής εξάρτησής των παρεχόντων τις υπηρεσίες από την εργοδότρια Επιχείρηση, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμά της να καταγγείλει τη σύμβαση εφόσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 αυτών. Επομένως, εφόσον τα ανατιθέμενα στους δικαιούχους του εντάλματος, ιατρό και νοσηλευτή, «έργα» ανάγονται στη συνήθη λειτουργική δραστηριότητα της Επιχείρησης, οι επίμαχες συμβάσεις είναι αυτοδικαίως άκυρες ως συμβάσεις μίσθωσης έργου, αφού καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες της. Εξάλλου, αυτές δεν απέκτησαν ποτέ ισχύ ως συμβάσεις μίσθωσης έργου και για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν έχουν αναρτηθεί στο Πρόγραμμα Διαύγεια, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 3861/2010, οι συμβάσεις αυτές ισχύουν από την ανάρτηση τους. Τέλος, ακόμα και αν υποτεθεί ότι πρόκειται για συμβάσεις παροχής εξηρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, αυτές είναι και πάλι αυτοδικαίως άκυρες, διότι, κατά παράβαση των άρθρων 5 και 7 του π.δ. 164/2004, συνάφθηκαν πριν από την παρέλευση τριών μηνών από τις αντίστοιχες όμοιες συμβάσεις που είχαν υπογραφεί με τους ίδιους συμβαλλόμενους και έληξαν στις 11.12.2017… Κατ’ ακολουθία, οι εντελλόμενες δαπάνες είναι μη νόμιμες και τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα δεν πρέπει να θεωρηθούν.


ΝΣΚ/55/2023

Ερωτάται, εάν ο Κοσμήτορας της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών (Σ.Ε.Μ.Φ.Ε.) του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, έχει την δυνατότητα να ασκήσει πειθαρχική δίωξη σε βάρος φοιτητών στην περίπτωση κατά την οποία, προηγουμένως, ο ίδιος είχε καταγγείλει την ελεγχόμενη συμπεριφορά ενώπιον της Συνέλευσης της Σχολής. Σε αρνητική περίπτωση ποια είναι η προβλεπόμενη διαδικασία για την άσκηση της δίωξης.(...)O Κοσμήτορας της Σ.Ε.Μ.Φ.Ε., από τον οποίο καταγγέλλεται έκνομη συμπεριφορά σε βάρος του από φοιτητές κατά τη διάρκεια διδασκαλίας μαθήματος, πρέπει να απόσχει από την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης κατ’ αυτών. Το γεγονός της αποχής πρέπει να αναφερθεί στον Πρύτανη του Ιδρύματος, ο οποίος και θα κρίνει σχετικά με την βασιμότητα του λόγου. Σε θετική περίπτωση η δίωξη πρέπει να ασκηθεί από τον αναπληρωτή του Κοσμήτορα.