×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣτΕ/3141/2006

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 496/1974

Υπάρχει υποχρέωση καταβολής τόκων τόσο επί καταψηφιστικής όσο και επί αναγνωριστικής αγωγής. Εναρξη της τοκοφορίας από τη γένεση της επιδικίας με την άσκηση της αγωγής και την επίδοσή της στον εναγόμενο. Η αναγνωριστική αγωγή δεν ενεργεί επικουρικά σε σχέση με την καταψηφιστική αγωγή, αφού η απόφαση επ` αυτής παράγει δεδικασμένο. Αντίθετη μειοψηφία.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣτΕ/12/2011

Δεδικασμένο -Η εκ μέρους του Δημοσίου άσκηση αίτησης αναίρεσης κατά τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, καθώς και η προς άσκηση αυτής προθεσμία δεν έχουν ως συνέπεια την αναστολή επέλευσης των εννόμων συνεπειών του δεδικασμένου, που απορρέει από την τελεσίδικη απόφαση. Η τελεσίδικη απόφαση που εκδίδεται επί αναγνωριστικής αγωγής για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημίωσης τέμνει τη διαφορά, όπως και εκείνη που εκδίδεται επί καταψηφιστικής αγωγής, και παράγει δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων και για την καταψηφιστική αγωγή που έχει όμοια παραγωγική αιτία με το δικαίωμα που κρίθηκε και στηρίζεται στην ίδια βάση, το δεδικασμένο δε αυτό καταλαμβάνει και την ύπαρξη του δικαιώματος με τις απορρέουσες από αυτό έννομες συνέπειες. Ο ενδιαφερόμενος που έχει έννομο συμφέρον για την απόκτηση εκτελεστού τίτλου μπορεί να ασκήσει κατά του εναγομένου στην προηγούμενη αναγνωριστική δίκη καταψηφιστική αγωγή, οπότε κατά την εκδίκαση της τελευταίας αυτής αγωγής ως βάση τίθεται το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση.


ΝΣΚ/157/2014

Υποχρέωση ή μη του Δημοσίου για συμμόρφωση σε τελεσίδικη ή αμετάκλητη αναγνωριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, με καταβολή των ποσών που αναγνωρίζονται ως οφειλόμενα, χωρίς η απόφαση αυτή να έχει τραπεί προηγουμένως σε καταψηφιστική. Το Δημόσιο υποχρεούται, συμμορφούμενο σε εκδοθείσα επί αναγνωριστικής αγωγής τελεσίδικη ή αμετάκλητη αναγνωριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, να καταβάλει τα ποσά που αναγνωρίζονται ως οφειλόμενα στους δικαιούχους, χωρίς η απόφαση αυτή να έχει τραπεί προηγουμένως σε καταψηφιστική, κατά τη διάταξη της παρ.4 του άρθρου 199 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως ισχύει. (πλειοψ.)


ΝΣΚ/81/2014

Υποχρέωση ή μη συμμόρφωσης του Δημοσίου σε εκδοθείσα επί αναγνωριστικής αγωγής τελεσίδικη ή αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου – Καταβολή ή μη των οφειλόμενων ποσών στους ενάγοντες.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Το Δημόσιο υποχρεούται, συμμορφούμενο σε εκδοθείσα επί αναγνωριστικής αγωγής τελεσίδικη ή αμετάκλητη αναγνωριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, να καταβάλει τα ποσά που αναγνωρίζονται ως οφειλόμενα στους δικαιούχους, χωρίς η απόφαση αυτή να έχει τραπεί προηγουμένως σε καταψηφιστική, κατά τη διάταξη της παρ.4 του άρθρου 199 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως ισχύει. (πλειοψ.) Παραπομπή από την υπ' αριθ. 62/2014 Γνωμ. Α΄ Τμήματος ΝΣΚ. Εκδόθηκε η υπ' αριθ. 157/2014 Γνωμ. Πλήρους Ολομέλειας ΝΣΚ.


ΝΣΚ/27/2012

Ενέργειες της Διοίκησης μετά την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας κατά του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία αναγνωρίζει τους ενάγοντες συγκύριους κατά ποσοστά εξ αδιαιρέτου επί του 1/2 ενός ακινήτου.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Με βάση το διδόμενο ιστορικό, η αμετάκλητη αναγνωριστική απόφαση, με την οποία αναγνωρίζονται οι ενάγοντες συγκύριοι κατά ποσοστά εξ αδιαιρέτου επί του 1/2 του κοινού ακινήτου, ενόψει της φύσεώς της, είναι δεσμευτική για το εναγόμενο Δημόσιο μόνο ως προς την αναγνώριση των ποσοστών συγκυριότητας των εναγόντων και ως εκ τούτου το αίτημα αυτών για απόδοση των ποσοστών τους δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθεί, διότι προϋποθέτει καταψηφιστική απόφαση, με την καταβολή του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου, επιπροσθέτως δε και λύση της μεταξύ τους κοινωνίας του δικαιώματος κυριότητας επί του κοινού ακινήτου, με διανομή. (ομοφ.)


ΝΣΚ/155/2000

Αγωγή αναγνωριστική. Ως προς την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν επί αναγνωριστικών αγωγών και έχουν καταστεί αμετάκλητες. Άσκηση στη συνέχεια καταψηφιστικών αγωγών. Από πότε οφείλεται τόκος.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Οι αμετάκλητες αποφάσεις των διοικητικών και πολιτικών δικαστηρίων, που δέχονται εν όλω ή εν μέρει αναγνωριστικές αγωγές των τακτικών και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, δεν αποτελούν μεν τίτλους εκτελεστούς, δύνανται, όμως, να εκτελεσθούν, αφού, από της τελεσιδικίας των ήδη, έχει παραχθεί δεδικασμένο ως προς τις αναγνωρισθείσες απαιτήσεις σε βάρος του Ιδρύματος. Ως αγωγή, η επίδοση της οποίας επάγεται την παραγωγή δικονομικών τόκων, νοείται μόνον η περιέχουσα καταψηφιστικό αίτημα και όχι η αναγνωριστική τοιαύτη. Επομένως, αν ο ενάγων περιορίσει το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής σε αναγνωριστικό, η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε όσον αφορά το καταψηφιστικό αίτημα και δεν οφείλονται τόκοι από την επίδοσή της.


ΣΤΕ/833/2010

Επειδή, το Β2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, με την … απόφαση, παρέπεμψε στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου κατ’ άρθρο 563 παρ.2 εδ. β΄ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας το λόγο της αίτησης αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου που έπληττε την κρίση της … απόφασης του Εφετείου Αθηνών ως προς την αναγνώριση οφειλής από το Δημόσιο τόκων στην περίπτωση μετατροπής (περιορισμού) της εναντίον του αγωγής από καταψηφιστική σε αναγνωριστική, λόγω δημιουργίας ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος εξαιτίας της διαφορετικής ερμηνευτικής προσέγγισης του όρου « αγωγή » στη διάταξη του άρθρου 21 του δ/τος της … από τον Αρειο Πάγο και το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ.2 του Συντάγματος. Με τη 10/2008 απόφαση η τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε τα εξής : από τη διάταξη του άρθρου 21 του δ/τος της … σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 Α.Κ προκύπτει ότι επί χρηματικής οφειλής του Δημοσίου μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως αυτού προς πληρωμή τόκων υπερημερίας αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής. Ως «αγωγή» νοείται εν προκειμένω η καταψηφιστική αγωγή, η επίδοση της οποίας επιφέρει έναρξη τοκοφορίας. Η επίδοση καταψηφιστικής αγωγής, της οποίας το αίτημα περιορίστηκε εν συνεχεία σε απλώς αναγνωριστικό, δεν αρκεί για να γεννηθεί η υποχρέωση του Δημοσίου προς τοκοδοσία κατά το άρθρο 346 Α.Κ, αφού η αγωγή αυτή θεωρείται μη ασκηθείσα ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα (άρθρο 295 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου, η επίδοσή της εξακολουθεί μεν να ισχύει ως όχληση, δεν γεννά όμως υποχρέωση του Δημοσίου για πληρωμή τόκων υπερημερίας κατά τα άρθρα 340 και 345 Α.Κ. Και τούτο, διότι η υποχρέωση αυτή δεν γεννάται με την όχληση αλλά μόνο με την επίδοση της αγωγής. Τελικώς ο Άρειος Πάγος, με την προαναφερόμενη απόφασή του , δέχθηκε ότι το εφετείο με την κρίση του ως προς την αναγνώριση οφειλής τόκων από το Δημόσιο παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τη διάταξη του άρθρου 21 του ως άνω Κώδικα  και έκρινε βάσιμο τον παραπεμφθέντα στην Ολομέλεια λόγο αναιρέσεως με τον οποίο, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, καταλογιζόταν στο εφετείο η ανωτέρω πλημμέλεια. Η κρίση όμως αυτή του Αρείου Πάγου ως προς την έννοια του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου είναι αντίθετη προς την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας την εκφερόμενη με την παρούσα απόφαση· .. Η αναφορά δε στην απόφαση αυτή και των διατάξεων των άρθρων 340, 341, 345 και 346 του Αστικού Κώδικα έγινε, όχι υπό την εκδοχή ότι και αυτές διέπουν την επί την επίδικη περίπτωση και τυγχάνουν συνεφαρμοστέες, αλλά προς αιτιολόγηση του πορίσματος, στο οποίο κατέληξε το ανώτατο αυτό δικαστήριο καθ΄ ερμηνεία της –μόνης εφαρμοσθείσης- διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου και δε διαφοροποιεί σε τίποτε το νομικό ζήτημα που αντιμετώπισε η απόφαση αυτή από το ίδιο ακριβώς νομικό ζήτημα που αντιμετωπίζει η παρούσα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το ζήτημα δηλαδή της οφειλής από το Δημόσιο νόμιμων τόκων σε περίπτωση άσκησης κατ’ αυτού αναγνωριστικής αγωγής .. Επομένως, πρέπει να παραπεμφθεί το ζήτημα της έννοιας της διάταξης του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο για να αρθεί η πιο πάνω αμφισβήτηση σύμφωνα με τα άρθρα 100 παρ.1 περίπτ. ε΄ του Συντάγματος και 48 παρ.2 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου...


ΝΣΚ/323/2003

Υποχρεώσεις Δημοσίου έναντι αναγνωρισθέντος κυρίου ακινήτου το οποίο αρχικά νεμόταν το Δημόσιο και ακολούθως κατά τη διάρκεια της επιδικίας εκποίησε σε τρίτο.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Το Δημόσιο έχει υποχρέωση να καταβάλει αποζημίωση στους αναγνωρισθέντες κύριους ακινήτου το οποίο αρχικά νεμόταν το ίδιο (Δημόσιο) και στη συνέχεια και κατά τη διάρκεια της επιδικίας εκποίησε σε τρίτους. Η αποζημίωση αυτή συνίσταται στην τρέχουσα αγοραία αξία του ακινήτου. Το Δημόσιο εάν ήταν καλόπιστο ως προς τη νομή του ακινήτου και την κυριότητά του επ’ αυτού μέχρι της περατώσεως της δίκης δεν οφείλει αποζημίωση στους πιο πάνω αναγνωρισθέντες κυρίους σε αποκατάσταση της ζημίας που αυτοί υπέστησαν από την αποστέρηση της χρήσεως και καρπώσεως του ακινήτου. Η άσκηση της διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής δεν καθιστά αναγκαίως τον εναγόμενο (Δημόσιο ή ιδιώτη) κακόπιστο νομέα. Τα άρθρα 1096 – 1099 Α.Κ. εφαρμόζονται και στο Δημόσιο.


ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/87/2020

Συμβάσεις πώλησης ιατρικών – φαρμακευτικών προϊόντων..Με δεδομένο, όμως, ότι όλες οι επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν εντός των ετών 2006 και 2007, η παραγραφή των αντίστοιχων αγωγικών αξιώσεων άρχιζε από 1.1.2007 και 1.1.2008 και συμπληρωνόταν την 31.12.2011 και την 31.12.2012 αντίστοιχα. Με την ασκηθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από 16.6.2015 αγωγή της, η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο την 29.6.2015, η ενάγουσα ζήτησε, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εξαιτίας της μη τήρησης του απαιτούμενου από το νόμο για τη σύναψή τους έγγραφου τύπου, το ποσό των 56.039,84 ευρώ ως ισόποση δαπάνη που το εναγόμενο ΝΠΔΔ εξοικονόμησε και στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν προμηθευόταν το ιατροφαρμακευτικό υλικό με έγκυρες συμβάσεις από άλλο πρόσωπο. Από το χρόνο, όμως, που γεννήθηκε η επίδικη αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη μέχρι την άσκηση της ως άνω αγωγής (29.6.2015), παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των πέντε ετών, με αποτέλεσμα να έχει παραγραφεί η αξίωση αυτή της ενάγουσας έναντι του εναγομένου ΝΠΔΔ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας (άρθρα 48 παρ. 1 και 49 ν.δ. 496/1974), κατά την βάσιμη σχετική ένσταση του τελευταίου, ζήτημα άλλωστε, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 52 εδ. γ΄ του ν.δ. 496/1974). Και ναι μεν η ενάγουσα επικαλείται διακοπή της παραγραφής με την επίδοση της προγενέστερης από 18.4.2011 (με αριθμό κατάθεσης …./2011) αγωγής της στο εναγόμενο πριν την πάροδο της πενταετίας, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, με την ως άνω προγενέστερη αγωγή της η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει, ως οφειλόμενο τίμημα από τις συμβάσεις πώλησης (σε συνδυασμό με τις συμβάσεις εκχώρησης), την αξία των πωληθέντων ιατροφαρμακευτικών υλικών εντόκως από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την επίδοση εκάστου τιμολογίου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3437/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., η οποία δέχθηκε εν μέρει αυτήν, ως βάσιμη κατ’ ουσία, ως προς τα αναφερόμενα τιμολόγια πώλησης που δεν υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο και απέρριψε αυτήν, ως αόριστη, ως προς τα λοιπά τιμολόγια, που υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο. Η αγωγή, όμως, αυτή είχε ιστορική και νομική αιτία διάφορη της μεταγενέστερης από 16.6.2015 αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για τα ίδια αυτά τιμολόγια, δεδομένου ότι η ευθύνη του εναγομένου στην πρώτη αγωγή στηριζόταν αποκλειστικά στη σύμβαση πώλησης, ενώ στην μεταγενέστερη αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή σε εντελώς διαφορετική ιστορική και νομική βάση. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας για να επέλθει διακοπή της παραγραφής λόγω της ασκηθείσης πρώτης χρονικά αγωγής και της επανέγερσής της κατ’ άρθρο 263 ΑΚ (το οποίο έχει εφαρμογή και στην παραγραφή των κατά των ΝΠΔΔ χρηματικών απαιτήσεων, ενόψει του ότι δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση με το ν.δ. 496/1974), πρέπει η μεταγενέστερη αγωγή να έχει την ίδια ιστορική και νομική βάση με την αρχική αγωγή, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση ως προς τις αγωγές αυτές (ήτοι την αρχική που ασκήθηκε με βάση τη σύμβαση πώλησης και την μεταγενέστερη που ασκήθηκε με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό), οι οποίες εισάγουν διαφορετικά αντικείμενα δίκης, δεδομένου ότι το πραγματικό των εφαρμοζομένων διατάξεων είναι διαφορετικό στις δύο αυτές περιπτώσεις, ενώ και οι έννομες συνέπειες (νομική θεμελίωση) είναι, επίσης, διαφορετικές κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως παραγεγραμμένη την αξίωση της ενάγουσας και, συνακόλουθα, ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή, κατά παραδοχή του περί παραγραφής ισχυρισμού του εναγόμενου ΝΠΔΔ, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν στη ίδια ως άνω νομική σκέψη της και, ως εκ τούτου, ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.


ΝΣΚ/223/2009

Δεκτή καταψηφιστική αγωγή για οικογενειακή παροχή. Δικαστική απόφαση αμετάκλητη. Το διατακτικό άνευ μνείας έντοκης καταβολής. Υποχρέωση ή μη του Δημοσίου για την καταβολή των τόκων, παρελθούσης απράκτου της προθεσμίας διορθώσεως της αποφάσεως.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Δεν έχει υποχρέωση το Δημόσιο να καταβάλει εντόκως επιδικασθείσα εις βάρος του χρηματική απαίτηση, εφ’ όσον δεν προκύπτει εκ του διατακτικού της οικείας αποφάσεως ότι η επιδίκαση της παροχής αυτής γίνεται εντόκως, έστω και αν στην απόφαση περιέχεται πλήρης δικανικός συλλογισμός, με δύναμη δεδικασμένου, ως προς το έντοκο της καταβολής. Παρά ταύτα, το Δημόσιο στην περίπτωση αυτή ενδείκνυται να καταβάλει οικειοθελώς και τους τόκους της επιδικασθείσας εις βάρος του χρηματικής απαιτήσεως, καθόσον δεν έχει οικονομικό συμφέρον να αναμείνει την έκδοση καταψηφιστικής αγωγής ως προς τους οφειλόμενους τόκους.


ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/20/2019

Καταβολή αποδοχών - νόμιμος τόκος υπερημερίας...:Όπως προκύπτει από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της, αναγνωρίζεται ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες, των οποίων έγινε δεκτή η  αγωγή, τα αναφερόμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοσή της. Ωστόσο, κατά την ως άνω διάταξη του ν. 496/1974, που είναι ανάλογη  προς το άρθρο 21 του δευτέρου κεφαλαίου του κώδικα νόμων περί  δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26-6/10.7.1944), ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, στην περιουσία και την οικονομική κατάσταση των οποίων  συμβάλλει το σύνολο των πολιτών, με την καταβολή φόρων, συμφέρον το οποίο, πρωτίστως, εξυπηρετεί και η διάταξη του άρθρου 7 §2 του ν.δ. 496/1974 “περί λογιστικού των ΝΠΔΔ”. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία, επί υπερημερίας, αναγνωρίζεται στα ΝΠΔΔ το δικαίωμα να καταβάλλουν, με την ιδιότητα του οφειλέτη, ποσοστό τόκου 6% ετησίως, ήτοι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση υπέρ των ΝΠΔΔ, που δε βρίσκεται σε αντίθεση ούτε  προς τις διατάξεις των άρθρων 20 §1 του Συντάγματος και 6 §1 της    Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 4.11.1950 (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με  το ν.δ. 53/1974 και έχει την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 §1  του Συντάγματος, ούτε προς αυτές του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προστατεύει την περιουσία παντός προσώπου (Α.Π. 992/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί η πιο πάνω ουσιαστική διάταξη και επιδίκασε τα χρηματικά ποσά, που δέχθηκε ως οφειλόμενα, με το νόμιμο τόκο, αορίστως, ήτοι με το συνήθη τόκο υπερημερίας και όχι προς 6%, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο λόγος αυτός της έφεσης. Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι το εκκαλούν – εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει σε καθένα από τους εφεσίβλητους – ενάγοντες τα χρηματικά ποσά, που τους επιδικάστηκαν με  την εκκαλουμένη, με τόκο 6% από την επίδοση της αγωγής.