×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Δ17α/05/171/2005

Τύπος: Εγκύκλιοι

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 1418/1984

ΘΕΜΑ : Εφαρμογή του Ν .3414/2005-Ασυμβίβαστες ιδιότητες επιχείρησης που αναλαμβάνει Δημ.Εργα-προσυμβατικός-έλεγχος,ελεγχος-διαφάνειας,δικαστική-προστασία-Εγκ.39


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Δ17α/05/171/2005

Εφαρμογή του ν.3414/2005-δικαστική-προστασία έλεγχος-διαφάνειας προσυμβατικός-έλεγχος 

Δ17α/05/171/2005

Διαδικασία ανάθεσης των δημόσιων συμβάσεων.Πιστοποιητικό διαφάνειας. Προσυμβατικός έλεγχος Ελεγκτικού Συνεδρίου-Εγκ 39


ΕΣ/ΚΛ.ΣΤ/142/2019

Προμήθεια υγρών καυσίμων...Περαιτέρω, το Κλιμάκιο επισημαίνει ότι δεν ασκεί έννομη επιρροή το γεγονός ότι δεν ασκήθηκαν προδικαστικές προσφυγές ως προς την τροποποίηση των τεχνικών προδιαγραφών της ομάδας Α.4 με το ανωτέρω .../24.5.2018 έγγραφο διευκρινίσεων ή ως προς την παράλειψη της αναθέτουσας αρχής να παρατείνει την προθεσμία υποβολής προσφορών, καθώς ο προσυμβατικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αποβλέποντας κατά κύριο λόγο στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος από τυχόν λάθη, παραλείψεις και πλημμέλειες των διοικητικών οργάνων κατά τη διαδικασία σύναψης των δημοσίων συμβάσεων, καθώς και στην εμπέδωση της διαφάνειας και της εμπιστοσύνης των διοικουμένων στις ενέργειες της δημόσιας διοίκησης, είναι πλήρης, καθολικός και αυτεπάγγελτος, εκτείνεται δε στο σύνολο της διαδικασίας, χωρίς να εξαρτάται από την αποδοχή ή μη των όρων της διακήρυξης ή των πράξεων των οργάνων των αναθετουσών αρχών από τους διαγωνιζομένους (βλ. Ε.Σ. Τμ. Μείζ. – Επτ. Συνθ. 6025, 5248/2015, VI Τμ. 1334/2018). Τέλος, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι οι αποκλεισθείσες εταιρείες ... Α.Β.Ε.Ε. και Δ. ... Α.Ε. απέσυραν τις προσφορές τους από τη διαδικασία του διαγωνισμού σε χρόνο προγενέστερο του νόμιμου (βλ. άρθρο 72 του ν. 4412/2016, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο), ενώ, αντιθέτως, η εταιρεία ... Α.Β.Ε.Ε. υπέβαλε την από 24.8.2018 παρέμβασή της ενώπιον της Α.Ε.Π.Π., επιδιώκοντας να μην αποκλεισθεί η τεχνική της προσφορά (βλ. E.Σ. VI Τμ. 19/2019).Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης για τις ομάδες Α.4 και Α.5 του επίμαχου διαγωνισμού


ΝΣΚ/58/2023

Ερωτάται, εάν η Επιτροπή Ανταγωνισμού ως ο «υπεύθυνος επεξεργασίας» σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 4 στoιχ. 7 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 (ΓΚΠΔ), θα πρέπει στις αποφάσεις της, με τις οποίες επιβάλλει χρηματικές κυρώσεις σε βάρος φυσικών προσώπων και όχι επιχειρήσεων κατόπιν διαπίστωσης παράβασης των διατάξεων του άρθρου 39 παρ. 5 του ν. 3959/2011, να δημοσιεύει στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΕτΚ), τα στοιχεία των εν λόγω φυσικών προσώπων ή η δημοσίευση αυτή χωρίς την ανωνυμοποίηση ή ελαχιστοποίηση των στοιχείων τους, αντίκειται στις διατάξεις της ενωσιακής και της εθνικής νομοθεσίας που αφορούν στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.(...)Η Επιτροπή Ανταγωνισμού επιβάλλεται να δημοσιεύει, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 27 παρ. 1 του ν. 3959/2011, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τα στοιχεία των φυσικών προσώπων (π.χ. ονοματεπώνυμα), στα οποία επιβάλλει με ατομικού χαρακτήρα αποφάσεις της, χρηματικές κυρώσεις για παράβαση του άρθρου 39 παρ. 5 του ν. 3959/2011. Και τούτο διότι, η δημοσίευση των στοιχείων αυτών, που συνιστούν «απλά προσωπικά δεδομένα», παρίσταται σύννομη και θεμιτή, κατά την έννοια των άρθρων 5 και 6 παράγραφοι 1 (περ. γ΄ και ε΄), 2 και 3 του ΓΚΠΔ, καθώς και του άρθρου 5 του ν. 4624/2019, ακόμη και χωρίς τη συναίνεση του δικαιούχου, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά είναι συναφή, πρόσφορα και απολύτως αναγκαία για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον και κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στην εν λόγω εθνική Αρχή Ανταγωνισμού (άρθρο 23 παρ. 1 περ. ε του ΓΚΠΔ). Επιπλέον, είναι απαραίτητα για τη συμμόρφωση της εν λόγω Αρχής με έννομη υποχρέωσή της, η οποία συνίσταται στην από τις διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 1 του ν. 3959/2011, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 76 παρ. 3 περ. κ΄ και 78 παρ. 1 του ν. 4727/2020, υποχρέωση γνωστοποίησης του περιεχομένου των αποφάσεων αυτών με την ανάρτησή τους στο διαδίκτυο, με σκοπό την επίτευξη της μέγιστης δημοσιότητας της διοικητικής δράσης προς διασφάλιση της αρχής της διαφάνειας (κατά πλειοψηφία).


ΕλΣυν/Τμ.6/276/2011

Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο ελέγχει υποχρεωτικά τη νομιμότητα των συμβάσεων έργου, που συνάπτει το Δημόσιο, τα ν.π.δ.δ. και οι δημόσιες επιχειρήσεις ή οργανισμοί, πριν από τη σύναψή τους, εφόσον η προϋπολογιζόμενη δαπάνη τους, μη συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. υπερβαίνει το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000,00) ευρώ. Μάλιστα, ο ως άνω έλεγχος νομιμότητας επεκτείνεται, όπως έχει κριθεί, και στις συμπληρωματικές της κύριας (αρχικής) συμβάσεις ανεξαρτήτως ποσού (απόφαση VI Τμήμ. Ελ. Συν. 707/2010). Περαιτέρω, ο ως άνω ειδικός προληπτικός έλεγχος νομιμότητας, ο οποίος αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας σύναψης δημόσιων συμβάσεων, ασκείται κατά το στάδιο πριν από την υπογραφή τους και, κατά μείζονα λόγο, πριν από την εκτέλεση τους, αποσκοπεί δε, αφενός μεν στην εξασφάλιση της διαφάνειας και της αντικειμενικότητας στην ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων σημαντικού οικονομικού αντικειμένου, αφετέρου δε στην πρόληψη τυχόν παραλείψεων ή παραβάσεων της κείμενης νομοθεσίας και, συνεπώς, στην αποφυγή κατάρτισης μη νόμιμων συμβάσεων. Υπό την έννοια αυτή, ο προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου προϋποθέτει έργο «υπό εκτέλεση», έργο δηλαδή του οποίου οι εργασίες πρόκειται να εκτελεσθούν με βάση την ελεγχθείσα και κριθείσα ως νόμιμη σχετική διαδικασία που απολήγει στην υπογραφή της οικείας σύμβασης και όχι σύμβαση η οποία έχει ήδη εκτελεσθεί, έστω και μερικώς, καθώς στην περίπτωση αυτή ο έλεγχος θα ήταν κατασταλτικός και ως εκ τούτου αντίθετος στις θεσπίζουσες ως προσυμβατικό και προληπτικό τον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου προπαρατεθείσες διατάξεις, που σε καμμία περίπτωση δεν αποσκοπούν στην εκ των υστέρων «νομιμοποίηση» έργου που έχει ήδη εκτελεσθεί (Ε.Σ. 3726/2009). Υπό την αντίθετη, άλλωστε, εκδοχή θα στερούντο παντελώς ουσίας οι, κατά καιρούς, εισαχθείσες ειδικές ρυθμίσεις που έχουν επιτρέψει, όλως εξαιρετικώς και για λόγους υπερέχοντος δημοσίου συμφέροντος, την εκ των υστέρων διενέργεια του ελέγχου νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, συγκεκριμένων, πάντοτε, κατηγοριών δημοσίων συμβάσεων, οι οποίες συνήφθησαν και εκτελέσθηκαν χωρίς να έχουν υποβληθεί στον εν λόγω έλεγχο (βλ. άρθρο 39 παρ. 1 του ν. 2778/1999, ΦΕΚ 295 Α΄, άρθρο 3 του ν. 3060/2002, ΦΕΚ 242 Α΄, άρθρο 9 του ν. 3279/2004, ΦΕΚ 205 Α΄, άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 3335/2005, ΦΕΚ 95 Α΄). Κατ’ ακολουθίαν τούτων, σε περίπτωση που υποβληθεί στο Κλιμάκιο σύμβαση έργου, μη εμπίπτουσα στις προαναφερόμενες εξαιρέσεις, η οποία έχει ήδη εκτελεσθεί, έστω και μερικώς, υφίσταται παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και το Κλιμάκιο στερείται πλέον της χρονικής αρμοδιότητας να προβεί στον έλεγχο και οφείλει να απόσχει αυτού (πρβλ. 3726/2009 κ.α.).


ΕΣ/ΤΜ.7(Κ.Π.Ε)150/2013

Εξόφληση του 1ου λογαριασμού του έργου «Βελτίωση Η/Μ εγκαταστάσεων Πνευματικού Κέντρου(...)Στο άρθρο 28 του Κώδικα Κατασκευής Δημοσίων Έργων, στο πεδίο εφαρμογής του οποίου εμπίπτουν και τα έργα των Δήμων σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 παρ.1 του ν. 4053/2012 (ΦΕΚ Α΄ 2012), συμπληρώθηκε με το άρθρο 19 παρ.13 του ν. 4071/2012 (ΦΕΚ Α΄ 85) και ισχύει πλέον από 7.3.2012, ορίζεται ότι: «Η απευθείας ανάθεση ή διαγωνισμός μεταξύ περιορισμένου αριθμού προσκαλούμενων εργοληπτικών επιχειρήσεων, ως τρόπος επιλογής εργοληπτικής επιχείρησης για την κατασκευή δημόσιου έργου, αποτελεί εξαιρετική διαδικασία και επιτρέπεται μόνο:  α) - β) Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 57 παράγραφος 1, 124 και 125. γ) -».  Ακολούθως, στο άρθρο 125 του ίδιου Κώδικα, υπό τον τίτλο «Διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση προκήρυξης», ορίζεται ότι: «Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν τις δημόσιες συμβάσεις έργων προσφεύγοντας σε διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς να προηγείται δημοσίευση σχετικής προκήρυξης, στις ακόλουθες περιπτώσεις:  α) - β) εάν, για λόγους τεχνικούς, καλλιτεχνικούς ή σχετικούς με την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων, η σύμβαση μπορεί να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο οικονομικό φορέα.  γ)-». Από τις ως άνω διατάξεις συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Η προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης μεταξύ περιορισμένου αριθμού εργοληπτικών επιχειρήσεων, η οποία αποτελεί εξαιρετική διαδικασία επιλογής αναδόχου, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της διαφάνειας και της ισότητας μεταξύ των εργοληπτικών επιχειρήσεων, εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνον στις ειδικές περιπτώσεις που ρητώς προβλέπονται κατά τρόπο περιοριστικό, στις οικείες νομοθετικές διατάξεις (Ολομ.ΣτΕ 1351/1954, Α.Π. 116/1953, πράξη Ι Τμ. Ελ.Συν. 193/1991), οι οποίες, καθώς εισάγουν παρέκκλιση από τον κανόνα του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, είναι στενά ερμηνευτέες και το σχετικό βάρος απόδειξης φέρει όποιος τις επικαλείται. Περαιτέρω, επιλογή της ανωτέρω κλειστής διαδικασίας χωρίς δημοσίευση προκήρυξης χωρεί και στην περίπτωση όπου για λόγους τεχνικούς (όπως η κατοχή αποκλειστικών τεχνικών μέσων, γνώσεων ή μεθόδων) ή σχετιζόμενους με την προστασία δικαιωμάτων αποκλειστικότητας, οι συμβατικές εργασίες δύνανται να εκτελεσθούν μόνον από ορισμένο οικονομικό φορέα. Τούτο ειδικότερα σημαίνει ότι δεν αρκεί τα επίμαχα προϊόντα να προστατεύονται από δικαιώματα αποκλειστικότητας, αλλά πρέπει επιπλέον η κατασκευή ή η συναρμολόγησή τους στο έργο να είναι δυνατή μόνον από ορισμένο εργολήπτη (πρβλ. απόφαση ΔΕΚ της 3.5.1994 στην υπόθεση  C-328/1992,  απόφαση ΔΕΚ της 4.5.1995). Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να προσκομίζονται όλα τα αναγκαία στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται η μοναδικότητα του κατασκευαστή ή η καταλληλότητα συγκεκριμένου προϊόντος, οι τεχνικές προδιαγραφές του οποίου δεν υπόκεινται σε ανταγωνισμό στην αγορά, διαφορετικά η διαδικασία της απευθείας ανάθεσης δεν είναι νόμιμη (πρβλ. απόφαση Τμ. Μείζονος-Επταμελούς Σύνθεσης Ελ.Συν., αποφάσεις 3218, 3100/2012, 2378/2011, 2055/2010, 3334/2009 VI Τμ. Ελ.Συν., βλ. απόφαση 3015/2012 VI Τμ. Ελ.Συν.).

ΔΕΚ/C-213/2007

Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 – Πεδίο εφαρμογής (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου) 2. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Μη κρίσιμα ή υποθετικής φύσεως ερωτήματα υποβαλλόμενα υπό συνθήκες αποκλείουσες χρήσιμη απάντηση – Ερωτήματα άσχετα με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (Άρθρο 234 ΕΚ) 3. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου, άρθρο 24, εδ.. 1) 4. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Εξέταση της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο (Άρθρο 234 ΕΚ) 5. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου) 1. Η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, δεν εξαρτά την υπαγωγή των διαδικασιών ανάθεσης των συμβάσεων δημοσίων έργων στις διατάξεις της από καμία προϋπόθεση σχετική με την ιθαγένεια ή τον τόπο εγκατάστασης των υποβαλλόντων προσφορά. Πράγματι, κανένα στοιχείο της εν λόγω οδηγίας δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεών της, ειδικότερα δε των κοινών κανόνων συμμετοχής που προβλέπει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 24 της οδηγίας, εξαρτάται από το κατά πόσον υφίσταται ουσιαστική σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ κρατών μελών. (βλ. σκέψη 29) 2. Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής απόφασης να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής απόφασης για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ζητούμενη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν. (βλ. σκέψεις 32-34) 3. Το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι απαριθμεί κατά τρόπο εξαντλητικό τους στηριζόμενους σε αντικειμενικές σκέψεις απτόμενες της επαγγελματικής ιδιότητας λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν τον αποκλεισμό εργολήπτη από τη συμμετοχή σε διαγωνισμό για την ανάθεση σύμβασης δημοσίων έργων. Ωστόσο, η οδηγία αυτή δεν κωλύει ένα κράτος μέλος να προβλέψει άλλα μέτρα αποκλεισμού αποσκοπούντα στη διασφάλιση της τήρησης των αρχών της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας, υπό τον όρον ότι τα μέτρα αυτά δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του στόχου αυτού μέτρου. (βλ. σκέψη 49, διατακτ. 1) 4. Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, επί της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο ούτε να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο. Αντιθέτως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνευτικά στοιχεία που θα επιτρέψουν στο εν λόγω δικαστήριο να εκτιμήσει τη συμβατότητα αυτή προκειμένου να εκδώσει απόφαση στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί. (βλ. σκέψη 51) 5. Το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνικές διατάξεις οι οποίες, καίτοι επιδιώκουν τους θεμιτούς σκοπούς της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας στο πλαίσιο των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων, καθιερώνουν αμάχητο τεκμήριο ασυμβιβάστου μεταξύ, αφενός, της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που ασκεί δραστηριότητα στον τομέα των μέσων ενημέρωσης και, αφετέρου, της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που αναλαμβάνει έναντι του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα την εκτέλεση έργων ή προμηθειών ή την παροχή υπηρεσιών. Με τον κοινοτικό συντονισμό των διαδικασιών σύναψης των δημοσίων συμβάσεων επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, τόσο η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποβάλλοντες προσφορά κατά τη σύναψη μιας σύμβασης όσο και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου μια δημόσια αναθέτουσα αρχή να καθορίσει τη στάση της βάσει εκτιμήσεων ξένων προς τη συγκεκριμένη σύμβαση. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αναγνωριστεί στ


ΕΣ/ΤΜ.7/7/2017(σε συμβούλιο)

Αίτηση ανάκλησης της  350/2016 πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών (...)Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το Τμήμα κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος να αποστεί από τα κριθέντα με την προσβαλλόμενη Πράξη του Κλιμακίου, στις ορθές σκέψεις και αναλυτικές αιτιολογίες της οποίας και παραπέμπει προς αποφυγή επαναλήψεων. Συγκεκριμένα αβασίμως οι αιτούσες εταιρίες προβάλλουν ότι η πλημμέλεια της μη υποβολής της σύμβασης σε προσυμβατικό έλεγχο είναι τυπική και δεν καταλείπει δυσμενείς συνέπειες προς το δημόσιο συμφέρον, καθόσον ο, και συνταγματικά κατοχυρωμένος, προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας των υπό σύναψη συμβάσεων συνιστά ουσιώδη τύπο της διαδικασίας δημοπράτησης ενός έργου, που αποσκοπεί στην εξασφάλιση της διαφάνειας και της αντικειμενικότητας στην ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων και στην τήρηση της κείμενης νομοθεσίας, ενώ το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται προεχόντως με την τήρηση της νομιμότητας στις διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων έργων και όχι με την παραβίαση αυτής (βλ. Ε.Σ. Πρ. VII Tμ.  51/2015).  Περαιτέρω,  ομοίως,  αβασίμως  προβάλλεται  ότι  η  διεξαγωγή  της δημοπρασίας ήταν καθόλα νόμιμη και τυπική και  έχει  εγκριθεί  από  όλα  τα αρμόδια όργανα, αφενός διότι η σύμβαση αυτή δεν ελέγχθηκε από τον αρμόδιο Επίτροπο και ως εκ τούτου δεν προέκυψε η νομιμότητά της, και αφετέρου διότι ο έλεγχος νομιμότητας των πράξεων των Ο.Τ.Α. και των δημοτικών νομικών προσώπων από τα αρμόδια όργανα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης,  στο  πλαίσιο  της  ασκούμενης επ’ αυτών  εποπτείας,  δεν  επηρεάζει  το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου προληπτικού ελέγχου των δαπανών των Ο.Τ.Α. (βλ. Ε.Σ. Πράξεις VII Τμ. 39/2016 και Ι Τμ. 35/2013). Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί των αιτούντων ότι η συνεχιζόμενη άρνηση θεώρησης του σχετικού εντάλματος προκαλεί βλάβη στα συμφέροντα της Δ.Ε.Υ.Α.Τ., που αναμένει την είσπραξη ανταποδοτικών τελών  από τη λειτουργία του έργου και οικονομική ζημία στην δεύτερη αιτούσα - ανάδοχο του έργου, που έχει εκτελέσει τμήμα αυτού καθώς και στα συμφέροντα των δημοτών της πόλης των ......, στους οποίους και θα αποδοθεί προς χρήση το έργο, δεν συνιστούν λόγους που πλήττουν την ορθότητα των όσων κρίθηκαν με την προσβαλλόμενη Πράξη και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθούν ως απαραδέκτως προβαλλόμενοι (βλ. Ε.Σ. Πράξη VII Τμ. 25/2016). Τέλος ορθά έκρινε το Κλιμάκιο, ότι δεν χωρεί αναγνώριση συγγνωστής πλάνης της Δ.Ε.Υ.Α.Τ., ενόψει της ρητής νομοθετικής πρόβλεψης και σαφήνειας των σχετικών διατάξεων, από τις οποίες συνάγεται η αυτοδίκαιη ακυρότητα της μη υποβληθείσας στον προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας σύμβασης και συνεπώς, είναι απορριπτέος ο σχετικός ισχυρισμός της Δ.Ε.Υ.Α.Τ. ενώ ειδικά για τη δεύτερη αιτούσα, ο ισχυρισμός της ότι τα όργανα της Δ.Ε.Υ.Α.Τ. ενήργησαν χωρίς πρόθεση καταστρατήγησης των σχετικών διατάξεων αλλά από συγγνωστή πλάνη, είναι απαράδεκτος, διότι αυτή δεν νομιμοποιείται να τον προβάλλει. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω οι υπό κρίση αιτήσεις ανάκλησης πρέπει να απορριφθούν.Aπορίπτει τις αιτήσεις  ανάκλησης


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1194/2023

Αναβάθμιση Ψηφιακών Υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών :ζητείται η ανάκληση της 369/2023 Πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Υπό το ανωτέρω νομικό και πραγματικό πλαίσιο της προκείμενης υπόθεσης, το Τμήμα κρίνει ότι ορθώς, αν και με μερικώς διάφορη αιτιολογία, ήτοι κατά το επάλληλο σκέλος του σκεπτικού της προσβαλλόμενης Πράξης (βλ. ανωτ. υπό σκ. 5.Β), έκρινε το Κλιμάκιο ότι -πέραν του ότι η σχετική απαγόρευση δεν προβλέπεται κατά τρόπο σαφή και αναντίρρητο στην οικεία Διακήρυξη, ώστε να μπορεί να γίνει αντιληπτή από τους ενδιαφερομένους και να ερμηνευτεί από αυτούς με ομοιόμορφο τρόπο, όπως επιβάλλουν οι αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης, εξαιτίας των διατάξεων αυτής (παρ. 2.2.8.1) που επιτρέπουν την προσφυγή σε δάνεια εμπειρία κατά τρόπο καθολικό- μη νομίμως αποκλείσθηκε με την παράγραφο 2.2.6 στ. β΄ της Διακήρυξης η δυνατότητα των διαγωνιζομένων να στηριχθούν στις ικανότητες άλλων φορέων όσον αφορά τα σχετικά με την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα κριτήρια για δεκατρείς από τους συνολικώς δεκαέξι προβλεπόμενους ρόλους της Ομάδας Έργου, ορίζοντας ότι η στελέχωση των θέσεων αυτών πρέπει να γίνεται από υπαλλήλους του υποψηφίου Αναδόχου. Τούτο, διότι ο εν λόγω περιορισμός είναι αντίθετος προς τις κρίσιμες διατάξεις του άρθρου 78 παρ. 1 του ν. 4412/2016, οι οποίες, όπως προεκτέθηκε, επιτρέπουν τη σώρευση των ικανοτήτων πλειόνων οικονομικών φορέων προς εκπλήρωση των ελαχίστων απαιτήσεων ικανότητας που θέτει η αναθέτουσα αρχή, στο μέτρο που αποδεικνύεται ότι ο προσφέρων, που επικαλείται τις ικανότητες ενός ή περισσοτέρων άλλων φορέων, θα έχει πράγματι στη διάθεσή του τα μέσα αυτών τα οποία είναι αναγκαία για την εκτέλεση της σύμβασης. Περαιτέρω, δεν αιτιολογείται επαρκώς από την Αναθέτουσα Αρχή ούτε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι το αντικείμενο της σύμβασης (ψηφιακές υπηρεσίες) παρουσιάζει ιδιαιτερότητες ικανές να καταστήσουν ανεπίτρεπτη τη στήριξη στις τεχνικές ικανότητες τρίτων φορέων, υπό την προπεριγραφόμενη έννοια των εξαιρετικών περιστάσεων της παρ. 2 του άρθρου 78 του ν. 4412/2016 και, συνεπώς, είναι απορριπτέοι οι σχετικώς περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι με τις κρινόμενες προσφυγές ισχυρισμοί. Επιπροσθέτως, ενόψει του ότι η Διακήρυξη αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, η καθοριζόμενη με αυτήν απαίτηση για εκτέλεση των παροχών της σύμβασης κατά το μεγαλύτερο μέρος τους (δεκατρείς εκ των δεκαέξι συνολικώς προβλεπόμενους ρόλους της Ομάδας Έργου) από τον ίδιο τον προσφέροντα αντιτίθεται ευθέως στον σκοπό της οικείας ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας που συνίσταται στην ανάπτυξη όσο το δυνατόν ευρύτερου ανταγωνισμού και στη διευκόλυνση της συμμετοχής των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στις δημόσιες συμβάσεις. Οι δε ισχυρισμοί του προσφεύγοντος Αναδόχου περί μη λήψεως υπόψιν από το Κλιμάκιο του απαραδέκτου -και για άλλους εκτός του εξεταζομένου λόγους- της συμμετοχής της παρεμβαίνουσας στον διαγωνισμό προβάλλονται αλυσιτελώς, καθόσον αφενός μεν αυτοί δεν αποτέλεσαν λόγους αποκλεισμού της παρεμβαίνουσας από την Αναθέτουσα Αρχή κατά την εξέταση των δικαιολογητικών συμμετοχής της αφετέρου δε διότι η διαπιστωθείσα με την προσβαλλόμενη Πράξη πλημμέλεια είναι αντικειμενική ως αναφερόμενη σε όρο της διακήρυξης. Ομοίως απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, καθόσον και αληθής υποτιθέμενος δεν δύναται να άγει σε ανατροπή της προσβαλλόμενης Πράξης, είναι και ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος Αναδόχου περί υιοθετήσεως από το Κλιμάκιο με την προσβαλλόμενη Πράξη του υποβληθέντος ενώπιόν του υπομνήματος της παρεμβαίνουσας, παρά τη μη άσκηση από αυτήν σχετικής προδικαστικής προσφυγής. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός αυτού περί προσβολής των συνταγματικών αρχών της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της οικονομικής ελευθερίας διά της ανατροπής με την προσβαλλόμενη Πράξη των ευμενών προς αυτόν αποτελεσμάτων του διαγωνισμού είναι απορριπτέος, καθόσον αφενός στο πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων οι αρχές αυτές αναφέρονται στην ακώλυτη συμμετοχή στους σχετικούς διαγωνισμούς, χωρίς να διασφαλίζεται δικαίωμα σύναψης της σύμβασης στην περίπτωση που δεν συντρέχουν οι νόμιμοι προς τούτο όροι, αφετέρου ο ομοίως εκ του Συντάγματος καθιερούμενος προσυμβατικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποτελεί πρόσφορο και αναγκαίο περιορισμό για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος προς ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού και την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού τήρησης των κανόνων και αρχών που διέπουν τη διαδικασία σύναψης των δημοσίων συμβάσεων και τελεί σε εύλογη αναλογία προς αυτόν. Τέλος, η ανωτέρω πλημμέλεια παρίσταται κατά την κρίση του Τμήματος ουσιώδης και καθιστά μη νόμιμη την ελεγχόμενη διαδικασία στο σύνολό της, απορριπτομένων των σχετικών ισχυρισμών της προσφεύγουσας Α.Α., καθόσον, ανεξαρτήτως της μη προσβολής των επίμαχων όρων της Διακήρυξης, εντοπίζεται στις διατάξεις που καθορίζουν τις προϋποθέσεις συμμετοχής στον επίμαχο διαγωνισμό και αντικειμενικά είναι πρόσφορη να νοθεύσει τον ελεύθερο ανταγωνισμό, αφού λειτουργεί αποτρεπτικά σε επίπεδο εκδήλωσης ενδιαφέροντος συμμετοχής από μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δεν έχουν τη δυνατότητα παροχής των ζητουμένων υπηρεσιών χωρίς δάνεια εμπειρία και μετακυλίει το βάρος προσβολής ενδεχόμενου αποκλεισμού τους στις ίδιες τις τυχόν ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.Δεν ανακαλεί την 369/2023 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου


ΕΣ/ΤΜ.6/258/2011

ΔΑΝΕΙΑ:Aίτηση η ανάκληση της 271/2010 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου(..0Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά, η ανυπαρξία ατομικής διαπραγμάτευσης δεν εξαιρεί έναν όρο από τον έλεγχο της καταχρηστικότητας του περιεχομένου του και των δεσμεύσεων που αυτός επάγεται. Κατά το δικαστικό δε έλεγχο δανειακής σύμβασης μεγάλης οικονομικής αξίας, που διενεργείται από το αρμόδιο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο πλαίσιο της συνταγματικά κατοχυρωμένης στο άρθρο 98 παρ. 1 εδ. β΄ του Συντάγματος 1975/1986/2001 αρμοδιότητάς του, ο δικαστικός σχηματισμός ελέγχει και την κατά το περιεχόμενο νόμιμη ως μη καταχρηστική δέσμευση που παράγεται για τον Δήμο – καταναλωτή από τους όρους της σύμβασης και δύναται να αποφαίνεται ότι κωλύεται η υπογραφή της σύμβασης όταν διαπιστώνει ότι υφίστανται τέτοιοι (μη νόμιμοι ως καταχρηστικοί) όροι. Τούτο διότι, ο δικαστικός προσυμβατικός έλεγχος πρωτίστως σκοπεί στην προστασία του δημόσιου πλούτου, η οποία επιτυγχάνεται μόνο όταν η δημόσια διοικητική δράση ασκείται κατά τρόπο νόμιμο. Στο πλαίσιο δε αυτό της νομιμότητας εντάσσονται και οι γενικοί όροι (άρθρο 2 παρ. 1 ν. 2251/1994). Συνεπώς, όρος δανειακής σύμβασης, ακόμη και αν δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, εφόσον ελεγχόμενος από το Κλιμάκιο κριθεί καταχρηστικός, είναι μη νόμιμος, όπως κάθε αντίστοιχης αιτιολογίας μη νόμιμος ειδικός όρος συναλλαγής. Είναι συνεπώς νόμω αβάσιμος ο σχετικός πρώτος λόγος ανάκλησης και συνακόλουθα κατά τούτο απορριπτέος. Επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο δεύτερος λόγος ανάκλησης, καθόσον ο σχετικός όρος περί υπολογισμού των τόκων με βάση έτος τριακοσίων εξήντα (360) ημερών αντί τριακοσίων εξήντα πέντε (365) είναι μη νόμιμος, διότι με αυτόν η Τράπεζα διασπά κατά τεχνητό τρόπο το χρονικό διάστημα του έτους, στο οποίο οφείλει να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη κατά έτος επιβάρυνση σε σχέση με το αναμενόμενο από τον αντισυμβαλλόμενό της ποσοστό του επιτοκίου, χωρίς αυτή να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για το δανειολήπτη λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας. Περαιτέρω, αβασίμως ισχυρίζεται ο αιτών Δήμος ότι η σχετική αναφορά της εισφοράς του ν. 128/1975 στον όρο 5.4.β) της σύμβασης είναι γραμμένη με αχνή γραφή και, επομένως, δεν αποτελεί συμβατικό όρο. Και τούτο διότι στο προοίμιο του υποβληθέντος σχεδίου δανειακής σύμβασης αναφέρεται, όπως επισημαίνεται και από το Κλιμάκιο, ότι συνομολογούνται και γίνονται αμοιβαίως αποδεκτά τα αναφερόμενα με έντονη γραφή, η δε αναφορά της εισφοράς του ν. 128/1975 στον ως άνω όρο της σύμβασης είναι γραμμένη με έντονη γραφή (βλ. κατ’ αντιδιαστολή τους όρους 12, 13 και 14 της ελεγχόμενης σύμβασης, όπου η σχετική αναφορά της εισφοράς του ν. 128/1975 είναι γραμμένη με αχνή γραφή). Ωσαύτως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι, ακόμα και εάν δεν αναφέρεται ρητά στη δανειακή σύμβαση, ισχύουν οι περιορισμοί από διατάξεις που ορίζουν τα ποσοστά της υποχρεωτικής δέσμευσης των Κ.Α.Π. για την κάλυψη συγκεκριμένων δαπανών του οικείου Ο.Τ.Α.. Τούτο διότι, θα έπρεπε να αναφέρονται ρητά στη δανειακή σύμβαση οι σχετικοί περιορισμοί για λόγους σαφήνειας και προς αποφυγή θεμελίωσης οποιασδήποτε αντίστοιχης ενδοσυμβατικής ευθύνης του Δήμου. Αβασίμως, επίσης, υποστηρίζεται από τον αιτούντα ότι ο όρος με τον οποίο παρέχεται η δυνατότητα μετακύλισης φόρων και τελών που συνδέονται με την ως άνω σύμβαση σε βάρος του Δήμου δεν είναι αόριστος, και σε κάθε περίπτωση ενσωματώνει μία νόμιμη υποχρέωση του Δήμου, καθόσον είναι επιβεβλημένη η εξειδίκευση της μετακύλισης των φόρων και τελών που συνδέονται με την ελεγχόμενη σύμβαση σε βάρος του Δήμου, οριζόμενη στους φόρους και τα τέλη από τα οποία δεν απαλλάσσεται ο Δήμος βάσει των διατάξεων του ν. 3463/2006 και της ειδικής νομοθεσίας που διέπει τους Ο.Τ.Α.. Τέλος, αναφορικά με τον έκτο λόγο ανάκλησης, ο οποίος και αυτός είναι αβάσιμος και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί, προκειμένου να συναφθεί το δάνειο, απαιτείται απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, στην οποία πρέπει απαραίτητα να καθορίζεται, μεταξύ άλλων, η τοκοχρεωλυτική δόση. Η απαίτηση αυτή του νομοθέτη, η οποία ρητά θεσπίζεται στο κανονιστικό πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 176 παρ. 2 του ν. 3463/2006, αποτελεί αντικειμενική εγγύηση διαφάνειας, κατά τρόπον ώστε, μόνο με την τυπική πλήρωση της προϋπόθεσης αυτής, να τεκμαίρεται ότι τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ενέκριναν τη σύναψη του δανείου με πλήρη επίγνωση του οικονομικού βάρους που αυτό συνεπάγεται για το δανειζόμενο Δήμο. Περαιτέρω, ακόμα και στην περίπτωση που το δάνειο συνομολογείται με κυμαινόμενο επιτόκιο EURIBOR, η τοκοχρεωλυτική δόση θα πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου, με την οποία αποφασίζεται η σύναψη του δανείου, και δεν αρκεί να συνάγεται από τα στοιχεία του φακέλου, όπως αβάσιμα ο αιτών υποστηρίζει, δοθέντος ότι αν αυτό ήταν επιτρεπτό ο νομοθέτης δεν θα είχε προέλθει στη ρητή θέσπιση της εν λόγω απαίτησης ως όρου του πραγματικού του προλαβόντος κανόνα δικαίου. Απορρίπτει την αίτηση ανάκλησης.