ΔΕφΧαν/76/2024
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Προμήθεια Χειρουργικών γαντιών (...) Επειδή, η αιτούσα, αμφισβητώντας την κρίση της Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ. ότι τα προσκομισθέντα από την παρεμβαίνουσα αποδεικτικά εργαστηριακών ελέγχων (technical report) έχουν τη μορφή εντύπου με ειδικό τεχνικό περιεχόμενο και αμιγώς αριθμητικές επιδόσεις, δεν αναφέρει στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως – αναστολής ποιο ακριβώς (λέξη προς λέξη) είναι το λεκτικό, μη τεχνικό και μη αριθμητικό τμήμα του περιεχομένου (έστω και) ενός συγκεκριμένου ή περισσοτέρων συγκεκριμένων από τα παραπάνω προσκομισθέντα ξενόγλωσσα αποδεικτικά, το οποίο [λεκτικό τμήμα], κατά τους ισχυρισμούς της, καθιστά ανέφικτη την υπαγωγή τους στη ρύθμιση της παραγράφου 5 του όρου 2.1.4 της διακήρυξης (αλλά και στην ταυτόσημη ρύθμιση του άρθρου 92 παρ.4 εδάφιο τελευταίο του ν. 4412/2016) περί δυνατότητας υποβολής τους σε άλλη γλώσσα πλην της ελληνικής. Η έλλειψη αυτή του δικογράφου καθιστά τον σχετικό λόγο ακυρώσεως αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης. Η εν λόγω αοριστία δεν θεραπεύεται από το γεγονός ότι με το υπόμνημά της η αιτούσα αναφέρει ότι προσκομίζει, ως σχετικό με αριθμό 12, «[ε]νδεικτικά, την έκθεση ελέγχου του SGS με αριθμό … και την έκθεση ελέγχου του Τεχνικού Πανεπιστημίου … με αριθμό … που κατέθεσε η … χωρίς επίσημη μετάφρασή τους στην ελληνική γλώσσα». Και τούτο, όχι μόνο διότι η αιτούσα και πάλι δεν προσδιορίζει ποιο ακριβώς (λέξη προς λέξη) είναι το, κατά τους ισχυρισμούς της, λεκτικό, μη τεχνικό και μη αριθμητικό τμήμα του περιεχομένου καθενός από τα παραπάνω δύο ξενόγλωσσα έγγραφα, αλλά προεχόντως διότι δια του υπομνήματος δεν δύναται να θεραπευθεί η αοριστία του κυρίου δικογράφου. Επομένως, ο παρών λόγος της αιτήσεως ακυρώσεως – αναστολής πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Απορρίπτει την αίτηση.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ/2845/2016
Επειδή, εν προκειμένω, το δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 28 Απριλίου 2011 και ως εκ τούτου εμπίπτει, κατά χρόνον, στο πεδίο ισχύος της διατάξεως του άρθρου 69 περ. α΄ του Ν. 3900/2010, υπογράφεται μόνο από την αιτούσα, για τον λόγο δε αυτόν η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαραδέκτως ασκηθείσα. Εξ άλλου, εν προκειμένω, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 27 παρ. 1-3 του Π.Δ. 18/1989, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους, εν τέλει, με τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 του Ν. 3772/2009 (Α΄ 112), δοθέντος ότι οι διατάξεις αυτές προβλέπουν τη δυνατότητα ειδοποιήσεως διαδίκου ή του πληρεξουσίου δικηγόρου του προς συμπλήρωση στοιχείων της νομιμοποιήσεως αυτού, και ως εκ τούτου δεν εφαρμόζονται σε περιπτώσεις ως η επίδικη, ήτοι σε περίπτωση απαραδέκτου ασκήσεως ακυρώσεως λόγω μη υπογραφής του δικογράφου της από δικηγόρο αλλά μόνο από τον αιτούντα. Κατά τη γνώμη, όμως, του Συμβούλου Γ. Ποταμιά η υπό κρίση αίτηση πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτώς ασκηθείσα δοθέντος ότι η αιτούσα παρέστη κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της υποθέσεως μετά δικηγόρου, την οποία νομιμοποίησε με δήλωσή της.
ΣΤΕ/2814/2012
Αποφάσεις δημοτικού συμβουλίου- αίτηση ακυρώσεως:Επειδή, στον φάκελο της υπόθεσης περιλαμβάνονται δύο «αποδεικτικά δημοσιεύσεως αποφάσεων» του Δήμου ..., σύμφωνα με τα οποία στις 18.11.1998 τοιχοκολλήθηκαν «στο προς τούτο προορισμένο μέρος» του Δημοτικού Καταστήματος του Δήμου ... αντίγραφα του πρακτικού 14 της από 17.11.1998 συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου του ανωτέρω Δήμου, «όπου είναι [καταχωρημένες]» οι προσβαλλόμενες αποφάσεις 251 και 252/1998 της ανωτέρω δημοτικής αρχής. Τα εν λόγω αποδεικτικά φέρουν το ονοματεπώνυμο και την υπογραφή του δημοτικού κλητήρα, ο οποίος διενήργησε την τοιχοκόλληση, καθώς και τα ονοματεπώνυμα και τις υπογραφές των δύο παρισταμένων μαρτύρων. Με την κατά τα ανωτέρω τοιχοκόλληση, η οποία μάλιστα υπερέβαινε τις απαιτήσεις του νόμου εφ’ όσον δημοσιεύθηκαν ολόκληρες και όχι απλώς πίνακας με τον αριθμό και τα ουσιώδη στοιχεία τους, οι προσβαλλόμενες πράξεις απέκτησαν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, νόμιμη υπόσταση, άρχισε δε από την επομένη 19.11.1998 και η εξηκονθήμερη προθεσμία προσβολής τους με αίτηση ακυρώσεως από την αιτούσα, τρίτη ως προς τις προσβαλλόμενες. Η κατά τα ανωτέρω προθεσμία έληξε στις 18.1.1999, εξηκοστή πρώτη ημέρα από της ενάρξεώς της εφ’ όσον η εξηκοστή ημέρα (17.1.1999) ήταν κατά νόμο εξαιρετέα (Κυριακή). Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε με την κατάθεση του δικογράφου στο Συμβούλιο της Επικρατείας στις 26.5.1999, είναι απορριπτέα ως εκπρόθεσμη. Και ναι μεν προβάλλει η αιτούσα, με το από 22.6.2011 υπόμνημα, το οποίο υπεβλήθη εντός της ταχθείσης κατά τη συζήτηση προθεσμίας, ότι η τυχόν απόρριψη της αιτήσεως ως εκπρόθεσμης αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (διάταξη εφαρμοστέα εν προκειμένω εφ’ όσον η αιτούσα, η οποία εκμεταλλεύεται ξενοδοχειακό συγκρότημα στην περιοχή, ισχυρίζεται ότι από τις προσβαλλόμενες πράξεις θίγονται περιουσιακής φύσεως – και συνεπώς, «αστικής φύσεως» κατά την έννοια της διάταξης αυτής - δικαιώματά της), είναι, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί απορριπτέοι ως αβάσιμοι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη.Επειδή, κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να γίνει δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση.
ΣΤΕ/880/2016
Κατασκευή αυτοκινητόδρομου...Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η αιτούσα δεν ήταν φορολογικώς ενήμερη από τον Νοέμβριο του 2013 έως και τις 20.2.2015 (βλ. τα υπ’ αριθμ. 12543/16.3.2015 και 18512/16.4.2015 έγγραφα του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. … προς το Γραφείο του Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, Γενική Γραμματεία Υποδομών, σε συνδυασμό με τις προσκομιζόμενες από την παρεμβαίνουσα «….», «ανακοινώσεις» της αιτούσης «[σχετικά] με επιχειρηματικές/ οικονομικές εξελίξεις στην εταιρία», κατά τα προβλεπόμενα από τον Κανονισμό του Χρηματιστηρίου Αθηνών). Συνέτρεχε, συνεπώς, σύμφωνα με τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στις προηγούμενες σκέψεις, κώλυμα συμμετοχής της αιτούσης εταιρείας στην διαδικασία, η οποία θα έπρεπε, όπως προβάλλεται, να προκηρυχθεί για την ανάθεση των επίδικων έργων, τόσο κατά τον χρόνο, στον οποίο ανάγονται οι λογιζόμενες ως προσβαλλόμενες με την αίτηση ακυρώσεως υπουργικές αποφάσεις και κατά τον οποίο συνήφθησαν οι επίμαχες τροποποιητικές συμβάσεις παραχώρησης (28.11.2013 και 29.11.2013), όσο και κατά τον χρόνο άσκησης του ενδίκου βοηθήματος με την κατάθεση του δικογράφου στο Συμβούλιο της Επικρατείας στις 10.2.2014. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην σκέψη 10, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα ασκείται άνευ εννόμου συμφέροντος τόσο κατά το μέρος που συνιστά αίτηση ακυρώσεως όσο και κατά το μέρος που αποτελεί προσφυγή του άρθρου 8 του ν. 3886/2010, είναι δε απορριπτέοι όλοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλει η αιτούσα με το, κατατεθέν εντός της ταχθείσης κατά την συζήτηση προθεσμίας, από 5.5.2015 υπόμνημα. Ειδικότερα, ο μεν ισχυρισμός ότι, κατά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο στις 21.4.2015, η αιτούσα ήταν φορολογικώς ενήμερη, προς απόδειξη του οποίου προσκομίσθηκε το εκδοθέν επ’ ονόματί της, υπ’ αριθμ. 5913/3.4.2015 αποδεικτικό ενημερότητας για χρέη προς το Δημόσιο της Δ.Ο.Υ. … (ισχύος μέχρι 3.5.2015), είναι άμοιρος νομικής επιρροής, διότι, κατά τα προαναφερθέντα, δεν αρκεί, για την θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος προς άσκηση του υπό κρίση ενδίκου βοηθήματος, η συνδρομή των προϋποθέσεων για την έκδοση του αποδεικτικού ενημερότητας μόνο κατά τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης. Είναι δε αόριστος και αναπόδεικτος ο ισχυρισμός ότι, σε περίπτωση που, αντί της επίδικης απ’ ευθείας αναθέσεως διά της υπογραφής τροποποιητικών συμβάσεων, είχε προκηρυχθεί διαγωνισμός, θα μπορούσε «να αποκτηθεί [το ελλείπον πιστοποιητικό] ανά πάσα στιγμή έως την καταληκτική ημερομηνία κατάθεσης της προσφοράς». Τέλος, προβάλλεται ότι για το γεγονός ότι η αιτούσα δεν ήταν φορολογικά ενήμερη «για κάποιο χρονικό διάστημα», φέρει την «πλήρη ευθύνη» το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο, δυνάμει δικαστικής αποφάσεως και διοικητικής πράξεως, «έφερε ληξιπρόθεσμη οφειλή προς την [ήδη αιτούσα] ποσού 4.604.901,17 ευρώ νομιμοτόκως». Προς απόδειξη του τελευταίου αυτού ισχυρισμού προσκομίσθηκαν η απόφαση 1409/2009 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών καθώς και η απόφαση 17978/21.8.2014 της Υπουργού Τουρισμού. Με την εν λόγω δικαστική απόφαση αναγνωρίζεται οφειλή του Δημοσίου προς την κοινοπραξία με την επωνυμία «Κοινοπραξία Καζίνο Αθηνών», μέλος της οποίας είναι η αιτούσα, ενώ με την ανωτέρω πράξη της Υπουργού εγκρίνεται δαπάνη υπέρ της ως άνω κοινοπραξίας σε εκτέλεση της προμνησθείσης δικαστικής απόφασης. Ανεξαρτήτως, όμως, του ότι μόνα τα στοιχεία που επικαλείται και προσκομίζει η αιτούσα δεν αρκούν για να αποδειχθεί η συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων εκδόσεως αποδεικτικού ενημερότητας κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο εξεταζόμενος ισχυρισμός είναι, πάντως, απορριπτέος, διότι δεν αμφισβητείται ότι η αιτούσα δεν ήταν φορολογικά ενήμερη και δεν προβάλλεται ότι με απόφαση δικαστηρίου είχε ακυρωθεί, ως μη νόμιμη, απόφαση της αρμόδιας Αρχής να της χορηγήσει αποδεικτικό ενημερότητας.
ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ.ΕΠΤ.ΣΥΝΘ/119/2020
Ψηφιακός μετασχηματισμός του Γεωργικού Τομέα...ζητείται η αναθεώρηση της 1541/2019 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου...Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με τον καθαρισμό των παραδοτέων του έργου, όπως αυτά προσδιορίζονται στο Χρονοδιάγραμμα της Διακήρυξης (όρος 3.3.3 αυτής), καθορίζουν με σαφήνεια τόσο την ποσότητα όσο και την ποιότητα των επί μέρους απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων των πακέτων λογισμικού που πρέπει να παραδοθούν και των επιμέρους υπηρεσιών, τις οποίες ο ανάδοχος καλείται να παράσχει. Όπως δε προκύπτει από τον προσκομισθέντα ενώπιον του VI Τμήματος Πίνακα Ανάλυσης του Προϋπολογισμού, η αναθέτουσα αρχή είχε αναλυτικά προσδιορίσει το εκτιμώμενο κόστος των λοιπών, πέραν των σταθμών παρατήρησης, παραδοτέων κατά τη σύνταξη του προϋπολογισμού, ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της ορθής διαχείρισης του δημοσίου χρήματος. Περαιτέρω, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας και της πρωτοτυπίας της σύμβασης καθώς και του γεγονότος ότι σκοπός αυτής ήταν ένα τελικό αποτέλεσμα, ήτοι η δημιουργία και λειτουργία της Τεχνολογικής Πλατφόρμας, η επίτευξη του οποίου διασφαλίζεται πλήρως μέσω της σύνδεσης της καταβολής της αμοιβής του αναδόχου με την ύπαρξη συγκεκριμένων ορόσημων που ο ανάδοχος πρέπει να επιτυγχάνει, η αναθέτουσα αρχή και ήδη δεύτερη αιτούσα επέλεξε, εντός των περιθωρίων εκτίμησής της, να παράσχει στους οικονομικούς φορείς τη δυνατότητα να διαμορφώσουν την οικονομική τους προσφορά αναπτύσσοντας κατά την κρίση τους το περιεχόμενο των ειδών του Πίνακα Οικονομικής Προσφοράς, χωρίς να κρίνεται σκόπιμο να δεσμευθούν από τη διάρθρωση του προϋπολογισμού που η ίδια είχε καταρτίσει. Με τον τρόπο αυτό παρέχεται η ευελιξία στους δυνητικού υποψηφίους να διαμορφώσουν την προσφορά τους σύμφωνα με τις δικές τους εκτιμήσεις όσον αφορά στο είδος, την ποσότητα και τον τρόπο εργασίας τους, γεγονός που λειτουργεί υπέρ της ανάπτυξης του ανταγωνισμού, καθώς επιτρέπει στους ενδιαφερόμενους να βασισθούν στα συγκριτικά πλεονεκτήματά τους, χωρίς άλλες δεσμεύσεις παρά μόνο με τη δέσμευση επίτευξης των χρονικών στόχων επί των τελικών παραδοτέων. Το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται την αοριστία του οικονομικού αντικειμένου του διαγωνισμού, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, προσδιορίζεται πλήρως και επαρκώς από το συνδυασμό όλων των ανωτέρω περιγραφόμενων δεδομένων της διακήρυξης. Εξάλλου, ο επίμαχος διαγωνισμός απευθυνόταν, λόγω του πολύπλοκου και εξειδικευμένου αντικειμένου του, σε οικονομικούς φορείς με μεγάλη εμπειρία τόσο σε διαδικασίες δημοσίων διαγωνισμών όσο και παρόμοιες συμβάσεις στο δημόσιο και των ιδιωτικό τομέα, οι οποίοι, ως εκ τούτου, είχαν κατά τεκμήριο τη δυνατότητα να προβούν σε αντιστοίχιση των πεδίων του Υποδείγματος Οικονομικής Προσφοράς με το Τεχνικό Αντικείμενο της σύμβασης και τα σχετικά παραδοτέα, όπως άλλωστε προκύπτει από τον προσκομισθέντα ενώπιον του παρόντος Τμήματος Πίνακα Αντιστοίχισης Παραδοτέων με το Φυσικό Αντικείμενο και τον Πίνακα Οικονομικής Προσφοράς, με τον οποίο αιτιολογείται η ένταξη έκαστου παραδοτέου στο αντίστοιχα πεδία «Λογισμικό Συστήματος», «Εφαρμογή – Υποσύστημα», «Υπηρεσία» ή «Άλλη δαπάνη» του Πίνακα Οικονομικής Προσφοράς. Στο πλαίσιο αυτό, η εκτίμηση του ΣΤ΄ Κλιμακίου και του VI Τμήματος ότι ο τρόπος κατάστρωσης του Τεχνικού και Οικονομικού Αντικειμένου του Διαγωνισμού δεν επιτρέπει στους δυνητικά ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς να κατανοήσουν το οικονομικό αντικείμενο του διαγωνισμού, ώστε να συμπληρώσουν το έντυπο Οικονομικής Προσφοράς, συνιστά κατ’ ουσία τεχνική κρίση, η οποία μάλιστα εν προκειμένω δεν υποστηρίζεται από στοιχεία του πραγματικού της υπόθεσης. Τούτο διότι ουδεμία ένσταση ή σχετικό παράπονο διατυπώθηκε από δυνητικούς ενδιαφερόμενους υποψήφιους τόσο κατά το στάδιο της διαβούλευσης της διακήρυξης όσο και μετά τη δημοσίευση αυτής. Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου διαβούλευσης (εννέα μήνες), παρασχέθηκε στους δυνητικά ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς επαρκής χρόνος να μελετήσουν τα δεδομένα του διαγωνισμού, ενώ παρασχέθηκε και παράταση της καταληκτικής ημερομηνίας διενέργειάς του κατά δέκα ημέρες μετά την αποδοχή σχετικών αιτημάτων. Πλην η γνώμη αυτή δεν εκράτησε.Απορρίπτει τις αιτήσεις αυτές.
ΣΤΕ/592/2020
Παροχή υπρεσιών ασφάλειας αερομεταφορών..Τα ανωτέρω, ότι, δηλαδή, η προσβαλλόμενη απόφαση της Α.Ε.Π.Π. δεν αιτιολογείται νομίμως, ενισχύονται και από το γεγονός ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αναθέτουσα αρχή, η οποία, άλλωστε, δεν προέβαλε ούτε στη διαδικασία της αναστολής ούτε και στην παρούσα διαδικασία της αίτησης ακυρώσεως ότι η διαπίστωση του λόγου της ελλιπούς παραλαβής του επίδικου αρχείου είναι τεχνικώς ανέφικτη, είχε, όπως έχει ήδη εκτεθεί, κάνει δεκτή την προσφορά της αιτούσας και εγκρίνει το πρακτικό της Επιτροπής παραλαβής, αποσφράγισης και αξιολόγησης προσφορών, κατά το οποίο η ελλιπής μορφή του ηλεκτρονικού αρχείου της προσφοράς της οφειλόταν «σε τεχνικό σφάλμα του συστήματος». Συνεπώς, η ΑΕΠΠ όφειλε, κατά την εξέταση της προδικαστικής προσφυγής της παρεμβαίνουσας, να ερευνήσει σε ποιο ακριβώς χρονικό σημείο της διαδικασίας ηλεκτρονικής υποβολής του αρχείου έλαβε χώρα η αλλοίωσή του και σε ποιούς λόγους οφείλετο αυτή, προκειμένου να διαπιστώσει στη συνέχεια αν τη σχετική ευθύνη φέρει ο οικονομικός φορέας ή η αναθέτουσα αρχή.Επειδή, συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, η παρέμβαση να απορριφθεί και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις 1130/2018 της Α.Ε.Π.Π. και Δ11/Ε/....2019 του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών. Περαιτέρω, πρέπει η υπόθεση να αναπεμφθεί στην ΑΕΠΠ προκειμένου η ίδια να εξετάσει όλους τους λόγους που προβλήθηκαν με την προδικαστική προσφυγή της παρεμβαίνουσας για τον αποκλεισμό της προσφοράς της αιτούσας, δηλαδή τόσο τον πρώτο λόγο της εν λόγω προδικαστικής προσφυγής, ο οποίος με μη νόμιμη αιτιολογία, όπως έχει εκτεθεί, έγινε δεκτός με την 1130/2018 απόφαση της Α.Ε.Π.Π. όσο και τους λοιπούς λόγους της προσφυγής αυτής, η εξέταση των οποίων είχε κριθεί αλυσιτελής με την ίδια απόφαση της Α.Ε.Π.Π. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, καθίσταται περιττή η εξέταση του προβαλλόμενου λόγου της κρινόμενης αίτησης κατά της επάλληλης αιτιολογίας της απόφασης της ΑΕΠΠ, με την οποία έγινε δεκτό ότι εν προκειμένω δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 79 παρ. 6 εδ. β του ν. 4412/2016.
ΕΣ/ΤΜ.6/1860/2009
Προμήθεια οχημάτων..ζητείται η ανάκληση της 54/2009 Πράξης του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις ΙΙΙ και IV το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι εσφαλμένα το Κλιμάκιο αποφάνθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του επίμαχου σχεδίου σύμβασης διότι α) η ενημέρωση που έγινε στην Υπηρεσία Επίσημων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (19.9.2006) σχετικά με τη νέα ημερομηνία του διαγωνισμού, ήταν ελλιπής σε σχέση με τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν με τις εγχώριες δημοσιεύσεις, κατά το τμήμα τους που σχετιζόταν με την επελθούσα μετά την άσκηση προσφυγών τροποποίηση των όρων της διακήρυξης (των τεχνικών προδιαγραφών) και συνεπώς η διαδικασία του διαγωνισμού για το λόγο αυτό εξελίχθηκε πλημμελώς και β) ενόψει του ότι με τη διακήρυξη, όπως τροποποιήθηκε, η πιστοποίηση ISO 9001 τέθηκε ως απαράβατος όρος για τον κύριο πυροσβεστικό εξοπλισμό και το όχημα, καθώς και για τον τελικό κατασκευαστή του πυροσβεστικού οχήματος, ενώ ως προς τον υπόλοιπο εξοπλισμό η ίδια πιστοποίηση τέθηκε ως κριτήριο αξιολόγησης, η αποδοχή της τεχνικής προσφοράς της εταιρείας «…..» ήταν μη νόμιμη, καθόσον η εταιρεία αυτή δεν προσκόμισε μεταφρασμένα πιστοποιητικά ISO 9001, αλλά μόνο ξενόγλωσσα, η νομιμότητα και το κύρος των οποίων δεν ήταν δυνατό να ελεγχθεί ούτε κατά τη διαδικασία του διαγωνισμού ούτε στο πλαίσιο του διενεργούμενου από το Κλιμάκιο ελέγχου, καθόσον: α) Με το Π1/4206/13.9.2006 έγγραφο εστάλη αυθημερόν στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το πλήρες κείμενο της Δ2/1899/12.9.2006 ανακοίνωσης, η οποία δημοσιεύτηκε στον ελληνικό τύπο στις 14.9.2006, ενώ στο συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 19.9.2006, χωρίς πράγματι να περιέχεται σε αυτή ενημέρωση σχετική με τις τροποποιήσεις των όρων και των τεχνικών προδιαγραφών, πλην όμως, αφενός η δημοσίευσή της έλαβε χώρα στον ελληνικό τύπο μετά την αποστολή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφετέρου εστάλησαν προς δημοσίευση (παρότι δεν περιλαμβάνονταν ρητά στα στοιχεία του υποδείγματος ανακοινώσεων του παραρτήματος του άρθρου 10 του π.δ.394/1996) τα ίδια ακριβώς στοιχεία με εκείνα που δημοσιεύτηκαν τελικά στον εγχώριο τύπο και συνεπώς στην υπό κρίση υπόθεση η διαδικασία του διαγωνισμού, στον οποίο συμμετείχαν πέντε εταιρείες, μεταξύ των οποίων και μία γερμανική με απευθείας εκ του εξωτερικού υποβολή προσφοράς, δεν εξελίχθηκε πλημμελώς και β) Η προδιαγραφή που προβλέπεται στην παρ. 2.1.4 του άρθρου 2.1 με τίτλο «Γενικά» (όπου δεν υπάρχει, όπως σε άλλες προδιαγραφές, εντός παρένθεσης, η επισημείωση «απαράβατος όρος») του Παραρτήματος Ε΄ της διακήρυξης (με τίτλο «ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ») δεν συνιστά απαράβατο όρο, εφόσον η διακήρυξη δεν τη χαρακτηρίζει ρητά ως τέτοιο με οποιαδήποτε παρεμφερή ονομασία («απαράβατος» ή «επί ποινή αποκλεισμού» όρος, «ελάχιστη» ή «υποχρεωτική απαίτηση»), ούτε το ανωτέρω άρθρο 2.1 περιλαμβάνεται μεταξύ των απαράβατων όρων που απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 18 του ως άνω παραρτήματος (Ε) και συνεπώς τυχόν πλημμέλειες αναφορικά με τα δικαιολογητικά (μη υποβολή αυτών, ή υποβολή αυτών σε ξένη γλώσσα) που υπεβλήθησαν από την ανάδοχο ως προς τον όρο αυτό των τεχνικών προδιαγραφών δεν αρκούσαν για να καταστήσουν απαράδεκτη την προσφορά της. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι, αφενός στην ως άνω παράγραφο 2.1.4 των τεχνικών προδιαγραφών δεν υπήρχε ρητή μνεία για υποχρέωση υποβολής με την προσφορά και των πιστοποιητικών ISO των εργοστασίων ούτε για υποχρέωση υποβολής αυτών οπωσδήποτε μεταφρασμένων στην ελληνική γλώσσα, αφετέρου η εταιρεία «…..» κατέθεσε με την προσφορά της, καίτοι δεν είχε υποχρέωση από τη διακήρυξη, οκτώ πιστοποιητικά ISO (εκ των οποίων επτά αλλοδαπών εργοστασίων συντεταγμένα στην αγγλική γλώσσα). Όσον αφορά δε τον τρίτο λόγο για τον οποίο αποφάνθηκε το Κλιμάκιο ότι κωλύεται η υπογραφή της επίμαχης σύμβασης, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη V, μη νόμιμα κατακυρώθηκε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού στην προερχόμενη από τη συγχώνευση των εταιρειών «…» και «….» εταιρεία «….», εφόσον δεν ζητήθηκαν ούτε υπεβλήθησαν αυτοβούλως από αυτήν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά ονομαστικοποίησης των μετοχών της, παρότι η εν λόγω εταιρεία είχε ήδη συσταθεί από τις αρχές του έτους 2008, σε χρόνο σημαντικά προγενέστερο όχι μόνο της κατακύρωσης του αποτελέσματος αλλά και του ανοίγματος της οικονομικής προσφοράς της. Λαμβάνοντας όμως υπόψη, ι) την ελλιπή διατύπωση των επίμαχων διατάξεων όσον αφορά την υποχρέωση υποβολής των δικαιολογητικών ονομαστικοποίησης όταν η επιτρεπτή από το νόμο και τη διακήρυξη μεταβολή της νομικής μορφής της συμμετέχουσας εταιρείας πραγματοποιηθεί σε μεταγενέστερο εκείνου της υποβολής των προσφορών στάδιο της διαγωνιστικής διαδικασίας, ιι) την πεποίθηση που εύλογα δημιουργήθηκε στην αναθέτουσα αρχή ότι δεν υφίσταται νομική πλημμέλεια του διαγωνισμού, δεδομένου ότι με την προηγούμενη 188/2008 Πράξη του το Στ΄ Κλιμάκιο στα πλαίσια διαγωνισμού παρόμοιας με την επίμαχη προμήθειας είχε κρίνει ότι δεν υπήρχε νομικό κώλυμα για την υπογραφή του υποβληθέντος σχεδίου σύμβασης μεταξύ του Δημοσίου και της ίδιας ανώνυμης εταιρείας («….», η οποία είχε προέλθει από τη συγχώνευση των εταιρειών «….» και «….») και ιιι) ότι τα επίμαχα δικαιολογητικά ονομαστικοποίησης των μετοχών της αναδόχου εταιρείας (168/16.1.2009 βεβαίωση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, ..., Διεύθυνση Εμπορίου & Τουρισμού, Τμήμα Ανωνύμων Εταιρειών και από 8.4.2009 αναλυτική κατάσταση μετόχων και μετοχών της …. στην οποία επισυνάπτεται και επικυρωμένο αντίγραφο του Βιβλίου Μετόχων και Μετοχών) έχουν προσκομιστεί, το Τμήμα κρίνει, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου ανάκλησης, ότι συντρέχει συγγνωστή πλάνη της αναθέτουσας αρχής. Τέλος, όσον αφορά τις ασκηθείσες κατά των ένδικων αιτήσεων ανάκλησης παρεμβάσεις των εταιρειών …., το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι αυτές πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, καθόσον οι ως άνω εταιρείες δεν θεμελιώνουν σπουδαίο έννομο συμφέρον για τη μη ανάκληση της προσβαλλόμενης Πράξης του Κλιμακίου, αφού από την ενδεχόμενη ευδοκίμηση των παρεμβάσεών τους δεν αποκομίζουν καμία ωφέλεια. (....)Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν δεκτές οι υπό κρίση αιτήσεις ανάκλησης καθώς και η υπέρ της αίτησης του Υπουργείου Ανάπτυξης ασκηθείσα παρέμβαση της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, να απορριφθούν οι ασκηθείσες κατά αυτών παρεμβάσεις, να ανακληθεί η 54/2009 Πράξη του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να διαταχθεί η απόδοση στην αιτούσα εταιρεία με την επωνυμία «….» του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου (άρθρο 56 παρ. 4 π.δ.774/1980, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 57 παρ. 3 ν.3659/2008), μη υπάρχοντος δε άλλου λόγου που να κωλύει την υπογραφή της υπό έλεγχο σύμβασης, πρέπει αυτή να υπογραφεί .