Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΔΕΚ/C-421/2001

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Οδηγία 93/37/ΕOΚ - Συμβάσεις δημοσίων έργων - Εννοια της εναλλακτικής προσφοράς - Προϋποθέσεις λήψεως υπόψη και αξιολογήσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας αναθέσεως του δημοσίου έργου.(....)Το άρθρο 19 της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1991, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, έχει την έννοια ότι δεν ικανοποιείται η απαίτηση περί μνείας των ελαχίστων προϋποθέσεων που απαιτεί η αναθέτουσα αρχή προκειμένου να λάβει υπόψη τις εναλλακτικές προσφορές, όταν η συγγραφή υποχρεώσεων παραπέμπει απλώς σε διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, κατά την οποία η εναλλακτική προσφορά πρέπει να διασφαλίζει παροχή ποιοτικώς ισοδύναμη σε σχέση με την αποτελούσα το αντικείμενο της προκηρύξεως.Το άρθρο 30 της οδηγίας 93/37 έχει εφαρμογή μόνον επί των εναλλακτικών εκείνων προσφορών τις οποίες εγκύρως έλαβε υπόψη της η αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΔΕΚ/C-247/2002

Περίληψη της αποφάσεως Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 – Ανάθεση των συμβάσεων – Κριτήρια αναθέσεως – Εθνική κανονιστική ρύθμιση επιβάλλουσα στις αναθέτουσες αρχές να εφαρμόζουν αποκλειστικά το κριτήριο της χαμηλότερης τιμής – Δεν επιτρέπεται (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου, άρθρο 30 § 1) Το άρθρο 30, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων κατασκευής δημοσίων έργων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, κατά τη σύναψη συμβάσεων κατασκευής δημοσίων έργων κατόπιν ανοικτής ή κλειστής διαδικασίας υποβολής προσφορών, υποχρεώνει κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο την αναθέτουσα αρχή να χρησιμοποιήσει αποκλειστικά το κριτήριο της χαμηλότερης τιμής. Πράγματι, μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση δεν επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή να λάβει υπόψη της τη φύση και τις ιδιαιτερότητες των συμβάσεων αυτών, εξετάζοντας την κάθε μία ξεχωριστά και επιλέγοντας για κάθε μία από αυτές το πλέον κατάλληλο κριτήριο, ώστε να διασφαλιστεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός και η επιλογή της καλύτερης προσφοράς. (βλ. σκέψεις 40, 42 και διατακτ.)


ΔΕΚ/C-220/2005

Σύμβαση με την οποία μια πρώτη αναθέτουσα αρχή αναθέτει σε μια δεύτερη αναθέτουσα αρχή την υλοποίηση ενός έργου συνιστά σύμβαση δημοσίου έργου κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων, ανεξαρτήτως του αν προβλέπεται ή όχι ότι η πρώτη αναθέτουσα αρχή είναι ή θα καταστεί κύριος του συνόλου ή μέρους αυτού του έργου.


C-237/1999

Περίληψη $$Κατά το άρθρο 1, στοιχείο β, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 93/37 περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, ως οργανισμός δημοσίου δικαίου νοείται ένας οργανισμός που δημιουργήθηκε ειδικά για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, έχει νομική προσωπικότητα και τελεί σε στενή σχέση εξαρτήσεως προς το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Όσον αφορά την τρίτη αυτή προϋπόθεση που χαρακτηρίζει έναν οργανισμό δημοσίου δικαίου και περιλαμβάνεται στο άρθρο 1, στοιχείο β_, δεύτερο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας, ο έλεγχος της διαχειρίσεως, ο οποίος αποτελεί ένα από τα εκεί μνημονευόμενα τρία κριτήρια, πρέπει να δημιουργεί εξάρτηση από τις δημόσιες αρχές ισοδύναμη προς εκείνη που υφίσταται όταν πληρούται ένα από τα δύο άλλα εναλλακτικά κριτήρια, ήτοι η κατά πλειοψηφία χρηματοδότηση από τις δημόσιες αρχές ή ο διορισμός από αυτές άνω του ημίσεος του αριθμού των μελών των διοικητικών οργάνων του εν λόγω οργανισμού. πληρούν επομένως τις τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις που χαρακτηρίζουν έναν οργανισμό δημοσίου δικαίου κατά την έννοια της οδηγίας 93/37 και συνιστούν αναθέτουσα αρχή οι ανώνυμες εταιρίες κατοικιών χαμηλού ενοικίου οι οποίες ικανοποιούν ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, έχουν νομική προσωπικότητα και η διαχείρισή τους υπόκειται σε έλεγχο των δημοσίων αρχών που επιτρέπει στις αρχές αυτές να επηρεάζουν τις αποφάσεις των εν λόγω εταιριών όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων. ( βλ. σκέψεις 39-40, 44, 49, 59-60 )


ΔΕΚ/C-27/1998

Το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό προσφέροντα που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό. Όχι μόνον δεν αμφισβητείται ότι η οδηγία δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη επιβάλλουσα ρητώς στην αναθέτουσα αρχή, η οποία προέβη στην προκήρυξη περί υποβολής προσφορών, να αναθέσει το έργο στον μοναδικό διαγωνιζόμενο που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στον διαγωνισμό, αλλά επίσης η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να ολοκληρώσει μια διαδικασία αναθέσεως της εκτελέσεως δημοσίου έργου.


ΔΕΚ/C-399/1998

Περίληψη1. Αφού η ύπαρξη «συμβάσεως δημοσίου έργου» αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, το άρθρο 1, στοιχείο α_, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η οδηγία αποσκοπεί στην κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων, προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός εντός του τομέα αυτού. Η ανάπτυξη του ανταγωνισμού αυτού απαιτεί τη δημοσιότητα των σχετικών προκηρύξεων συμβάσεων εντός της Κοινότητας. ράγματι, ο κίνδυνος ευνοιοκρατίας εκ μέρους των δημοσίων αρχών αποφεύγεται χάρη ακριβώς στην εφαρμογή των διαδικασιών που προβλέπει η οδηγία με σκοπό το άνοιγμα προς τον κοινοτικό ανταγωνισμό. ( βλ. σκέψη 52 ) 2. Η ίδια η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, ορίζει τις έννοιες «αναθέτουσα αρχή» (άρθρο 1, στοιχείο β_) και «έργο» (άρθρο 1, στοιχεία α_ και γ_, και παράρτημα ΙΙ). Ο ορισμός αυτός που δίδει ο κοινοτικός νομοθέτης επιβεβαιώνει τη σημασία που έχουν τα στοιχεία αυτά ενόψει του σκοπού της οδηγίας. Κατά συνέπεια, τα στοιχεία αυτά έχουν οπωσδήποτε κρίσιμη σημασία, όταν πρόκειται να εξακριβωθεί αν υφίσταται «σύμβαση δημοσίου έργου» υπό την έννοια της οδηγίας. Τούτο σημαίνει ότι, στις περιπτώσεις στις οποίες τίθεται ζήτημα εκτελέσεως ή μελέτης και εκτελέσεως έργου ή πραγματοποιήσεως έργου που προορίζεται για αναθέτουσα αρχή, υπό την έννοια της οδηγίας, η εκτίμηση των περιπτώσεων αυτών από την άποψη των άλλων στοιχείων που μνημονεύονται στο άρθρο 1, στοιχείο α_, της οδηγίας πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ώστε να μη διακυβεύεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας, ιδίως όταν οι περιπτώσεις αυτές εμφανίζουν ιδιομορφίες οφειλόμενες στις εφαρμοστέες διατάξεις του εθνικού δικαίου. ( βλ. σκέψεις 53-55 ) 3. Το γεγονός ότι μια διάταξη του εθνικού δικαίου που προβλέπει την απευθείας εκτέλεση των έργων υποδομής αποτελεί τμήμα ενός συνόλου πολεοδομικών κανόνων που έχουν δικά τους χαρακτηριστικά και επιδιώκουν ειδικούς σκοπούς, διαφορετικούς από τους σκοπούς της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η απευθείας εκτέλεση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, όταν συντρέχουν τα στοιχεία που απαιτούνται για να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής αυτό. ( βλ. σκέψη 66 ) 4. Το γεγονός ότι η οικεία δημοτική αρχή δεν έχει, στο πλαίσιο συμβάσεως κατατμήσεως γης, την ευχέρεια να επιλέξει τον αντισυμβαλλόμενο, διότι, σύμφωνα με τον νόμο, αντισυμβαλλόμενός της είναι υποχρεωτικά ο έχων την κυριότητα των κατατεμνόμενων εκτάσεων γης, δεν αρκεί για να αποκλείσει τον συμβατικό χαρακτήρα της σχέσεως μεταξύ της δημοτικής αρχής και του κυρίου της γης, αφού βάσει ακριβώς της συμβάσεως κατατμήσεως γης που συνάπτεται μεταξύ τους καθορίζονται τα έργα υποδομής που πρέπει να πραγματοποιήσει ο προβαίνων στην κατάτμηση, καθώς και οι σχετικές προϋποθέσεις, περιλαμβανομένης της εγκρίσεως από τον δήμο των σχεδίων για τα έργα αυτά. ( βλ. σκέψη 71 ) 5. Η εξ επαχθούς αιτίας σύναψη της συμβάσεως κατά το άρθρο 1, στοιχείο α_, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, αναφέρεται στην αντιπαροχή που καταβάλλει η οικεία δημόσια αρχή λόγω της πραγματοποιήσεως των έργων που αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως την οποία αφορά το προαναφερθέν άρθρο 1, στοιχείο α_, και επί των οποίων η δημόσια αρχή θα έχει την εξουσία χρήσεως και διαθέσεως. ( βλ. σκέψη 77 ) 6. Το άρθρο 1, στοιχείο α_, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν απαιτεί να είναι σε θέση ο συνάπτων σύμβαση με αναθέτουσα αρχή να εκπληρώσει απευθείας τη συμφωνηθείσα παροχή με δικά του μέσα, προκειμένου να μπορεί να χαρακτηριστεί ως εργολήπτης• αρκεί να παρέχει τις αναγκαίες εγγυήσεις για το ότι είναι σε θέση να διασφαλίσει την εκπλήρωση της οικείας παροχής από τρίτους. ( βλ. σκέψη 90 ) 7. Για να τηρείται η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, σε περίπτωση πραγματοποιήσεως έργου υποδομής, δεν χρειάζεται οπωσδήποτε οι δημοτικές αρχές, οι οποίες αποτελούν οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β_, της οδηγίας, να εφαρμόζουν οι ίδιες τις διαδικασίες που προβλέπει η οδηγία για τη σύναψη των συμβάσεων. Η πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω οδηγίας θα διασφαλιζόταν εξίσου, αν η εθνική νομοθεσία επέτρεπε στις δημοτικές αρχές να υποχρεώνουν τον προβαίνοντα στην κατάτμηση της γης και κάτοχο της οικοδομικής άδειας, μέσω των συμφωνιών που συνάπτουν μαζί του, να πραγματοποιεί τα συμφωνηθέντα έργα κατ' εφαρμογήν των διαδικασιών που προβλέπει η οδηγία, προκειμένου οι δημοτικές αρχές να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από την εν λόγω οδηγία. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή ο προβαίνων στην κατάτμηση της γης πρέπει να θε


ΣτΕ/1137/2006

Η αντίληψη της αναθετούσης αρχής περί του ότι η υποβολή μιας μόνον εγκύρου προσφοράς αρκεί για να αιτιολογήσει την ακύρωση της επίμαχης διαγωνιστικής διαδικασίας δεν μπορεί να βρει έρεισμα στα κριθέντα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην απόφαση επί της υποθέσεως C-27/98, Metalmeccanica Fracasso, την οποία επικαλείται η αναθέτουσα αρχή. Και τούτο, διότι, ανεξαρτήτως αν το επίμαχο ζήτημα της ακυρώσεως διαδικασίας αναθέσεως συμβάσεως παραχωρήσεως δημοσίου έργου διέπεται από τους κανόνες της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ (βλ. σχετικώς τα οριζόμενα στο άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας), πάντως από τα κριθέντα με την απόφαση αυτή περί του ότι, κατά την οδηγία 93/37/ΕΟΚ, η αναθέτουσα αρχή ούτε υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό διαγωνιζόμενο που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό ούτε υποχρεούται να επικαλεσθεί σοβαρούς ή εξαιρετικούς λόγους για τη μη ανάθεση του έργου στον εν λόγω μοναδικό διαγωνιζόμενο, δεν μπορεί να συναχθεί, άνευ ετέρου, όπως φαίνεται να υπολαμβάνει η Διοίκηση, ότι, στην περίπτωση που η Διακήρυξη του διαγωνισμού προβλέπει ευχέρεια της αναθετούσης αρχής προς ακύρωση του διαγωνισμού και έχει υποβληθεί εγκύρως μια μόνον προσφορά, τούτο αρκεί πάντοτε, ανεξαρτήτως των συνθηκών του συγκεκριμένου διαγωνισμού, για να παράσχει αιτιολογικό έρεισμα στην πράξη ακυρώσεως του διαγωνισμού και προκηρύξεως νέου με το αυτό αντικείμενο.


ΔΕΚ/Τ-4/2001

Περίληψη 1. Για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, δυνάμει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, απαιτείται η συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων σχετικών με τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στα κοινοτικά όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της ζημίας της οποίας γίνεται επίκληση. Όσον αφορά την πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές, η νομολογία απαιτεί να αποδεικνύεται κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου σκοπούντος στην προστασία των ιδιωτών. Οσάκις το όργανο διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως, το αποφασιστικό κριτήριο για την εκτίμηση του αν συγκεκριμένη παράβαση του κοινοτικού δικαίου είναι κατάφωρη αποτελεί η πρόδηλη και σοβαρή εκ μέρους του υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία του εκτιμήσεως. ( βλ. σκέψεις 60, 63 ) 2. Το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, αφήνει στην αναθέτουσα αρχή την επιλογή των κριτηρίων αναθέσεως της συμβάσεως στην οποία προτίθεται να προβεί υπό τον όρο ότι τα επιλεγέντα κριτήρια σκοπούν στην εξατομίκευση της συμφερότερης οικονομικά προσφοράς. Πράγματι, η αναθέτουσα αρχή πρέπει να μπορεί να λάβει απόφαση κατά το δοκούν με βάση ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια μεταβαλλόμενα ανάλογα με τη σύμβαση, προκειμένου να καθορίσει την πλέον συμφέρουσα οικονομικά προσφορά. Εντούτοις, το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 93/37 δεν μπορεί να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι έκαστο των κριτηρίων αναθέσεως που επέλεξε η αναθέτουσα αρχή προκειμένου να ταυτοποιήσει την πλέον συμφέρουσα οικονομικά προσφορά πρέπει κατ' ανάγκη να είναι ποσοτικής φύσεως ή αποκλειστικά προσανατολισμένο προς τις τιμές ή τα τιμολόγια του συγκεντρωτικού καταλόγου. Πράγματι, διάφοροι παράγοντες, μη αμιγώς ποσοτικοί, μπορούν να επηρεάζουν την εκτέλεση των έργων και, κατά συνέπεια, την οικονομική αξία μιας προσφοράς. ( βλ. σκέψεις 66, 68 ) 3. Καίτοι η αναθέτουσα αρχή δεν είναι υποχρεωμένη, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, να επαληθεύει κάθε παρατιθέμενη σε ατομική προσφορά τιμή, οφείλει, εντούτοις, να εξετάζει τη φερεγγυότητα και τη σοβαρότητα των προσφορών που την εμβάλλουν σε υποψίες εν γένει, πράγμα που συνεπάγεται κατ' ανάγκη ότι ζητεί, ενδεχομένως, διευκρινίσεις επί των ατομικών τιμών που θεωρεί ύποπτες, κατά μείζονα δε λόγο αν είναι πολυάριθμες. Το γεγονός ότι τυχόν προσφορά κρίθηκε σύννομη προς τη συγγραφή υποχρεώσεων δεν απαλλάσσει την αναθέτουσα αρχή από την υποχρέωσή της να επαληθεύσει τις τιμές συγκεκριμένης προσφοράς αν προκύπτουν αμφιβολίες ως προς τη φερεγγυότητά τους κατά τη διάρκεια της εξετάσεως των προσφορών και μετά την αρχική εκτίμηση του συννόμου αυτών. Έτσι, η αναθέτουσα αρχή τήρησε ορθά την προβλεπόμενη στο άρθρο 30, παράγραφος 4, της ανωτέρω οδηγίας 93/37 διαδικασία, προσφέροντας επανειλημμένα σε υποβαλούσα προσφορά επιχείρηση τη δυνατότητα να αποδείξει τη σοβαρότητα της προσφοράς της. ( βλ. σκέψεις 76-77 ) 4. Όπως προκύπτει από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, το οποίο εφαρμόζεται, δυνάμει του άρθρου 56 του δημοσιονομικού κανονισμού, επί των συμβάσεων που συνάπτουν τα κοινοτικά όργανα οσάκις η αξία της συμβάσεως υπερβαίνει το προβλεπόμενο από την οδηγία κατώτατο όριο, ένα κοινοτικό όργανο πληροί την υποχρέωση αιτιολογήσεως έναντι των αποκλεισθέντων υποβαλόντων προσφορά εφόσον αρκείται, κατ' αρχάς, στην άμεση ενημέρωσή τους σχετικά με την απόρριψη της προσφοράς τους με απλή και μη αιτιολογημένη κοινοποίηση, ακολούθως δε παρέχει στους υποψηφίους που διατύπωσαν ρητώς σχετικό αίτημα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τα πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του υπέρ ου η ανάθεση εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την παραλαβή γραπτού αιτήματος. Ο τρόπος αυτός ενεργείας συνάδει προς τον σκοπό της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατά το άρθρο 253 ΕΚ, ότι δηλαδή από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπον ώστε, αφενός, να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου προκειμένου να είναι σε θέση να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, και, αφετέρου, στον δικαστή να ασκεί τον έλεγχό του. Ο επαρκής βαθμός αιτιολογήσεως δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από το γεγονός ότι το θεσμικό όργανο δίδει στη συνέχεια λεπτομερέστερη εξήγηση. ( βλ. σκέψεις 92-93, 96 ) 5. Η κατά το άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πληροφοριακά στοιχεία που διαθέτει η ενάγουσα κατά τον χρόνο ασκήσεως αγωγής. Αν ο αποκλεισθείς υποβαλών προσφορά ζητεί, όπως εν προκειμένω, από το εναγόμενο όργανο συμπληρωματικές εξηγήσεις σε σχέση με απόφαση πριν από την άσκηση αγωγής αλλά μετά την προβλεπόμενη με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της ανωτέρω οδηγίας ημερομηνία και το


ΠΔ 334/2000

Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας για τα Δημόσια έργα προς τις διατάξεις της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ όπως ισχύει μετά το ΠΔ 336/02 -ΦΕΚ 281Α-Καταργήθηκε απο ΠΔ 60/2007


ΔΕΚ/C-225/1998

Περίληψη 1. Σκοπός των κανόνων δημοσιότητας που προβλέπονται στην οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, στους οποίους περιλαμβάνεται η δημοσίευση της προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως, είναι να ενημερωθούν εγκαίρως όλοι οι δυνάμει προσφέροντες σε κοινοτικό επίπεδο ως προς τα κύρια σημεία μιας συμβάσεως, προκειμένου να μπορέσουν να υποβάλουν την προσφορά τους εμπροθέσμως. Ο σκοπός αυτός υποδηλώνει ότι ο υποχρεωτικός ή όχι χαρακτήρας της προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως πρέπει να καθορίζεται ανάλογα με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας σχετικά με τις προθεσμίες παραλαβής των προσφορών που υπέβαλαν οι προσφέροντες. Συναφώς, τα άρθρα 12, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/37, που καθορίζουν, γενικώς, σε 52 ημέρες για τις ανοικτές διαδικασίες και 40 ημέρες για τις κλειστές, αντιστοίχως, τις συνήθεις προθεσμίες παραλαβής των προσφορών, ουδόλως αναφέρονται στην προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως. Αντιθέτως, τα άρθρα 12, παράγραφος 2, και 13, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37, που παρέχουν στις αναθέτουσες αρχές τη δυνατότητα να μειώσουν τις προθεσμίες που προβλέπονται στα άρθρα 12, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 3, συνδέουν ρητώς τη δυνατότητα αυτή με την προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως. Επομένως, η δημοσίευση προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως είναι υποχρεωτική μόνον εφόσον οι αναθέτουσες αρχές κάνουν χρήση της ευχέρειας που τους παρέχεται να μειώσουν τις προθεσμίες παραλαβής των προσφορών. ( βλ. σκέψεις 35-38 ) 2. Σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τα δημόσια έργα είναι είτε αποκλειστικά η χαμηλότερη τιμή είτε, αν η ανάθεση γίνεται στον υποβάλλοντα την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, διάφορα κριτήρια ανάλογα με το αντικείμενο της οικείας συμβάσεως, όπως η τιμή, η προθεσμία εκτελέσεως, τα έξοδα λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η τεχνική αξία. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται να αναφέρουν τα κριτήρια αυτά, είτε στην προκήρυξη είτε στη συγγραφή υποχρεώσεων. όντως, η διάταξη αυτή δεν στερεί εντελώς από τις αναθέτουσες αρχές τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν ως κριτήριο έναν όρο που συνδέεται με την καταπολέμηση της ανεργίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο όρος αυτός τηρεί όλες τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου και, κυρίως, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως αυτή απορρέει από τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με το δικαίωμα εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Επιπλέον, ακόμη και αν το κριτήριο αυτό δεν είναι αφεαυτού ασυμβίβαστο προς την οδηγία 93/37, πρέπει κατά την εφαρμογή του να τηρούνται όλοι οι διαδικαστικοί κανόνες της οδηγίας αυτής και ιδίως οι κανόνες δημοσιότητας που περιέχονται σ' αυτήν. Επομένως, ένα κριτήριο αναθέσεως που συνδέεται με την καταπολέμηση της ανεργίας πρέπει να μνημονεύεται ρητώς στην προκήρυξη του διαγωνισμού, ώστε να είναι οι εργολήπτες σε θέση να πληροφορηθούν την ύπαρξη της προϋποθέσεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 49-51, 73 ) 3. παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, το κράτος μέλος το οποίο, στην προκήρυξη του διαγωνισμού, περιορίζει σε πέντε τον αριθμό των υποψηφίων που μπορούν να υποβάλουν προσφορές για τις επίμαχες συμβάσεις. Καίτοι είναι αληθές ότι το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37 δεν ορίζει ελάχιστο αριθμό υποψηφίων τους οποίους οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται να προσκαλέσουν όταν δεν επιλέγουν τον καθορισμό ορίου που προβλέπει η διάταξη αυτή, πάντως, ο κοινοτικός νομοθέτης θεώρησε ότι, στο πλαίσιο κλειστής διαδικασίας και όταν οι αναθέτουσες αρχές προβλέπουν ένα όριο, αριθμός υποψηφίων μικρότερος του πέντε δεν αρκεί για την εξασφάλιση συνθηκών πραγματικού ανταγωνισμού. Τούτο πρέπει να ισχύει κατά μείζονα λόγο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αναθέτουσες αρχές επιλέγουν να προσκαλέσουν τον ανώτατο αριθμό υποψηφίων. Επομένως, ο αριθμός των επιχειρήσεων που μία αναθέτουσα αρχή σκοπεύει να προσκαλέσει για να υποβάλουν προσφορές στο πλαίσιο κλειστής διαδικασίας δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να είναι μικρότερος του πέντε. ( βλ. σκέψεις 59-63 ) 4. παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ) καθώς και από την οδηγία 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων, το κράτος μέλος που, στις προκηρύξεις διαγωνισμών, χρησιμοποιεί, όσον αφορά τη μέθοδο προσδιορισμού των τμημάτων του έργου, παραπομπές στις κατατάξεις εθνικών επαγγελματικών οργανώσεων και, άλλωστε, απαιτεί από τον καταρτίζοντα κατασκευαστικά σχέδια, ως ελάχιστη προϋπόθεση συμμετοχής, δικαιολογητικό εγγραφής στον σύλλογο αρχιτεκτόνων. πράγματι, στο μέτρο που ο καθορισμός των τμημάτων του έργου με παραπομπή σε κατατάξεις εθνικών επαγγελματικών οργ


ΣΤΕ/2181/2004

Οικοδομικές και ηλεκτρομηχανολογικές εργασίες ανέγερσης νέου Μουσείου...Επειδή, εν όψει των εκτεθέντων στην προηγουμένη σκέψη, η προσβαλλομένη πράξη απορρίψεως της υποβληθείσης από την αιτούσα αιτιολογήσεως της προσφοράς της θα έπρεπε να ακυρωθεί, για το βασίμως προβαλλόμενο λόγο ότι το περιεχόμενο της ενσωματωθείσης σ’ αυτήν πράξεως, με την οποία η αιτούσα προσκλήθηκε να υποβάλει την μνημονευθείσα αιτιολόγηση, δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 30 παράγραφος 4 της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ. Εν τούτοις, ως προς το ζήτημα του περιεχομένου, το οποίο πρέπει, κατά την τελευταία αυτή διάταξη, να έχει η πρόσκληση που απευθύνει η αναθέτουσα αρχή σε διαγωνιζόμενο προς αιτιολόγηση προσφοράς, εμφανιζομένης ως ασυνήθιστα χαμηλής, διατυπώθηκαν, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, στη δέκατη ένατη σκέψη της παρούσης, δύο διαφορετικές απόψεις, κάθε μια των οποίων συνεπάγεται διαφορετική αιτιολογία της αποδοχής του προβαλλομένου σχετικού λόγου και, περαιτέρω, διαφορετικές, κατά τη φύση και την έκταση, συνέπειες εν σχέσει προς τις υποχρεώσεις που θα βαρύνουν την αναθέτουσα αρχή κατά το στάδιο της συμμορφώσεώς της στην εκδοθησόμενη ακυρωτική απόφαση. Για το λόγο αυτόν, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να αναβάλει την οριστική κρίση της υποθέσεως, προκειμένου να διατυπώσει προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 234 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητος, τα εξής δύο προδικαστικά ερωτήματα: α) « Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 30 παράγραφος 4 της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14.6.1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ L 199), η αναθέτουσα αρχή, επί διενεργείας διαγωνισμού, με σύστημα δημοπρατήσεως, όπως αυτό που περιγράφεται στο αιτιολογικό της παρούσης (σύστημα υποβολής προσφορών, μη συνοδευομένων από έκθεση αιτιολογήσεως, με επί μέρους ποσοστά εκπτώσεως επί ομάδων τιμών και έλεγχο ομαλότητος των επί μέρους ποσοστών εκπτώσεων), έχει την υποχρέωση να προσδώσει ορισμένο περιεχόμενο στην πράξη της, με την οποία καλεί διαγωνιζόμενο να παράσχει εξηγήσεις επί της προσφοράς του, η οποία χαρακτηρίσθηκε ασυνήθιστα χαμηλή βάσει σχετικού κατωφλίου, προσδιορισθέντος κατ’ εφαρμογή μαθηματικής μεθόδου, με χαρακτηριστικά ανάλογα προς εκείνα της μαθηματικής μεθόδου που περιγράφεται στο αιτιολογικό της παρούσης ; » β) «Επί καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, αρκεί, κατά την έννοια της μνημονευθείσης διατάξεως της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ, να επισημαίνεται στην ανωτέρω πράξη, η επί μέρους έκπτωση, την οποία προσέφερε ο διαγωνιζόμενος σε μια ή περισσότερες ομάδες τιμών και την οποία η αναθέτουσα αρχή θεωρεί προβληματική ή η αναθέτουσα αρχή οφείλει, επί πλέον, να προσδιορίσει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί την έκπτωση αυτή προβληματική, εκθέτοντας τεκμηριωμένα τις εκτιμήσεις της εν σχέσει προς το οριακό κόστος εκτελέσεως των αντίστοιχων εργασιών ;»