Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΔΕΚ/Τ-260/1994

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: δεκ/τ-260/1994
Εναέριες μεταφορές - Διατήρηση αποκλειστικού δικαιώματος εκμεταλλεύσεως σε εσωτερικά δρομολόγια - Κανονισμός (ΕΟΚ) 2408/92 - Άρθρα 5 και 8 - Δικαιώματα άμυνας - Αρχή της αντιμωλίας - Αρχή της καλής πίστεως - Αρχή της αναλογικότητας - Άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ. -

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Υπόθεση C-240/03

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 19ης Ιανουαρίου 2006.
Comunità montana della Valnerina κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση αναιρέσεως - ΕΓΠΤΕ - Κατάργηση χρηματοδοτικής συνδρομής - Άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΟΚ) 4253/88 - Αρχή της αναλογικότητας - Αιτιολογία - Δικαιώματα άμυνας - Αντίθετη αίτηση αναιρέσεως - Ορισμός δύο υπευθύνων για την εκτέλεση σχεδίου - Αίτημα επιστροφής του συνόλου της συνδρομής που απευθύνεται κατά του ενός μόνον εκ των υπευθύνων - Διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής - Αντικειμενικά όρια της διαφοράς ενώπιον του Πρωτοδικείου. 


ΑΕΠΠ/1504/2021

Ο προσφεύγων οικονομικός φορέας ασκεί προδικαστική προσφυγή κατά της απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής που απορρίπτει την προσφορά του και διατάσσει την επανάληψη της διαγωνιστικής διαδικασίας. Το αντικείμενο της σύμβασης αφορά την «Προμήθεια, Εγκατάσταση και θέση σε λειτουργία πιλοτικού σταθμού βιοαερίου για την παραγωγή βελτιωτικού εδάφους και τη συμπαραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας ονομαστικής ισχύος 18 kWel». Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η απόρριψη της προσφοράς του βασίστηκε σε τυπικές παραλείψεις υποβολής δικαιολογητικών, τα οποία όμως διέθετε και μπορούσε να προσκομίσει, καταθέτοντας συμβάσεις και βεβαιώσεις καλής εκτέλεσης. Ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, θεωρώντας ότι παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας και επιδιώκεται η ταχεία συμβασιοποίηση χωρίς δικαιολογία.


ΔΕΚ/C-324/1998

Περίληψη Η οδηγία 93/38, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, διέπει σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας που συνήφθη γραπτώς μεταξύ, αφενός, επιχειρήσεως η οποία είναι ειδικώς επιφορτισμένη από τη νομοθεσία κράτους μέλους να εκμεταλλεύεται υπηρεσία τηλεπικοινωνιών και της οποίας το κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου στις δημόσιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους και, αφετέρου, ιδιωτικής επιχειρήσεως, οσάκις με τη σύμβαση αυτή η πρώτη επιχείρηση αναθέτει στη δεύτερη τη δημιουργία και την έκδοση εντύπων και ηλεκτρικώς χρησιμοποιουμένων πινάκων συνδρομητών του τηλεφώνου (τηλεφωνικών καταλόγων) για να διανέμονται στο κοινό. άντως αν και διέπεται από την οδηγία 93/38, μια τέτοια σύμβαση αποκλείεται, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, από το πεδίο εφαρμογής της τελευταίας λόγω του γεγονότος, ιδίως, ότι η αντιπαροχή της πρώτης επιχειρήσεως προς τη δεύτερη συνίσταται στο ότι η δεύτερη αποκτά το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως της δικής της παροχής, ως ανταμοιβή. Αν και τέτοιες συμβάσεις, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, αποκλείονται του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 93/38, οι αναθέτοντες φορείς, όταν τις συνάπτουν, υποχρεούνται, εντούτοις, να τηρούν τους θεμελιώδεις κανόνες της Συνθήκης εν γένει και την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας ειδικότερα, συνεπαγομένη η αρχή αυτή, ιδίως, υποχρέωση διαφάνειας επιτρέπουσα στην αναθέτουσα αρχή να μπορεί να βεβαιώνεται για την τήρηση της αρχής αυτής. Η εν λόγω υποχρέωση διαφάνειας που απόκειται στην αναθέτουσα αρχή συνίσταται στη διασφάλιση, υπέρ όλων των ενδεχομένων αναδόχων, προσήκοντος βαθμού δημοσιότητας που να καθιστά δυνατό το άνοιγμα της αγοράς υπηρεσιών στον ανταγωνισμό καθώς και τον έλεγχο του αμερόληπτου χαρακτήρα των διαδικασιών διαγωνισμού. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να αποφανθεί ως προς το αν η υποχρέωση αυτή τηρήθηκε στην υπόθεση της κύριας δίκης και να εκτιμήσει επιπλέον το λυσιτελές των προσκομισθέντων προς τον σκοπό αυτόν αποδεικτικών στοιχείων. ( βλ. σκέψεις 58, 60-63, διατακτ. 1-4 )


ΔΕΚ/C-46/1993,C-48/1993

Περίληψη 1. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που τους καταλογίζονται δεν καθίσταται ανεφάρμοστη όταν η παράβαση αφορά απευθείας εφαρμοστέα διάταξη του κοινοτικού δικαίου. Πράγματι, η παρεχομένη στους διοικουμένους ευχέρεια να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων απευθείας εφαρμοστέες διατάξεις της Συνθήκης συνιστά ελαχίστη απλώς κατοχύρωση και δεν αρκεί από μόνη της για να εξασφαλίσει την πλήρη και ολοκληρωτική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Η ευχέρεια αυτή, αποσκοπούσα στο να διευκολύνει την κατίσχυση της εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου έναντι των εθνικών διατάξεων, δεν αρκεί για να κατοχυρώσει, σε όλες τις περιπτώσεις, υπέρ του ιδιώτη τα δικαιώματα που του απονέμει το κοινοτικό δίκαιο, ούτε να αποτρέψει τη ζημία που ενδέχεται να υποστεί αυτός λόγω παραβάσεως του εν λόγω δικαίου καταλογιζομένης σε κράτος μέλος. 2. Επειδή η Συνθήκη δεν περιέχει διατάξεις ρυθμίζουσες κατά τρόπο ρητό και ακριβή τις συνέπειες των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη, εναπόκειται στο Δικαστήριο * στο πλαίσιο της ασκήσεως της αποστολής που του αναθέτει το άρθρο 164 της Συνθήκης να εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συνθήκης * να αποφανθεί επ' αυτού του ζητήματος σύμφωνα με τις γενικώς δεκτές ερμηνευτικές μεθόδους, καταφεύγοντας ιδίως στις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού νομικού συστήματος, ενδεχομένως δε και σε γενικές αρχές που είναι κοινές στα νομικά συστήματα των κρατών μελών. 3. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τη ζημία που προξενείται σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου καταλογιζόμενες σ' αυτά ισχύει και όταν οι παραβάσεις απορρέουν από τη δράση του εθνικού νομοθέτη. Η αρχή αυτή, που είναι σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης, ισχύει για κάθε περίπτωση παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος, όποιο και αν είναι το όργανο του κράτους μέλους του οποίου η πράξη ή η παράλειψη την προκάλεσε. Εν όψει δε της θεμελιώδους για την κοινοτική έννομη τάξη επιταγής της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, η επιβαλλόμενη από την αρχή αυτή υποχρέωση αποκαταστάσεως των ζημιών δεν μπορεί να εξαρτάται από εσωτερικούς κανόνες περί κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των συνταγματικών πολιτειακών οργάνων. 4. Για να προσδιοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση του κοινοτικού δικαίου παρέχει στους πληττομένους ιδιώτες δικαίωμα αποζημιώσεως, πρέπει κατ' αρχάς να ληφθούν υπόψη οι αρχές του κοινοτικού δικαίου επί των οποίων θεμελιώνεται η ευθύνη του κράτους, ήτοι αφενός μεν η πλήρης αποτελεσματικότητα των κοινοτικών διατάξεων και η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που αυτές αναγνωρίζουν, αφετέρου δε η υποχρέωση συνεργασίας την οποία υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 5 της Συνθήκης. Πρέπει να γίνει επίσης παραπομπή στην οργάνωση του καθεστώτος της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, πρώτον, διότι το καθεστώς αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, έχει οικοδομηθεί με βάση τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών και, δεύτερον, διότι δεν συντρέχει λόγος, χωρίς ιδιαίτερη δικαιολογία, να υπαχθούν σε διαφορετικές ρυθμίσεις η ευθύνη της Κοινότητας και η ευθύνη των κρατών μελών υπό ανάλογες συνθήκες και τούτο διότι η προστασία των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι ιδιώτες από το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να ποικίλλει αναλόγως του αν η πρόξενος της ζημίας αρχή είναι εθνική ή κοινοτική. Γι' αυτό, όταν παράβαση του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος καταλογίζεται στον εθνικό νομοθέτη ενεργούντα σε τομέα στον οποίο διαθέτει ευρέα περιθώρια εκτιμήσεως κατά την πραγματοποίηση νομοθετικών επιλογών, οι ζημιούμενοι ιδιώτες δικαιούνται αποζημιώσεως, εφόσον ο παραβιαζόμενος κανόνας κοινοτικού δικαίου τους απονέμει δικαιώματα, η παράβαση είναι κατάφωρη και υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτής της παραβάσεως και της βλάβης που υπέστησαν οι ιδιώτες. Με την επιφύλαξη αυτή, το κράτος υποχρεούται, μέσα στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου περί ευθύνης, να αποκαθιστά τις συνέπειες της ζημίας που έχει προκληθεί από την καταλογιζόμενη σ' αυτό παράβαση του κοινοτικού δικαίου εξυπακούεται δε ότι οι οριζόμενες από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία προϋποθέσεις δεν μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες απαιτήσεις στηριζόμενες στο εσωτερικό δίκαιο, ούτε μπορούν να είναι τέτοιες ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την επίτευξη αποζημιώσεως. Ειδικότερα, ο εθνικός δικαστής δεν δύναται, στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει, να εξαρτά την αποκατάσταση της ζημίας από την ύπαρξη πταίσματος, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, του πολιτειακού οργάνου στο οποίο καταλογίζεται η παράβαση, βαίνοντας πέραν της κατάφωρης παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου. Όσον αφορά το κατάφωρον της παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου, αποφασιστικό κριτήριο για να θεωρηθεί μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου κατάφωρη είν


ΔΕΚ/C-382/2008

Περίληψη της αποφάσεως 1. Μεταφορές – Αεροπορικές μεταφορές – Έννοια – Εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος (Άρθρα 12 ΕΚ, 49 ΕΚ, 51 § 1, ΕΚ και 80 § 2, ΕΚ) 2. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Διάκριση λόγω ιθαγενείας – Απαγορεύεται (Άρθρο 12 ΕΚ) 3. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Διάκριση λόγω ιθαγενείας – Απαγορεύεται (Άρθρο 12 ΕΚ) 1. Η εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος εμπίπτει στον τομέα των μεταφορών και, ειδικότερα, στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, τον οποίο αφορά το άρθρο 80, παράγραφος 2, ΕΚ. Καίτοι βάσει του εν λόγω άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ, εφόσον ο κοινοτικός νομοθέτης δεν έχει αποφασίσει άλλως, οι θαλάσσιες και οι αεροπορικές μεταφορές εξαιρούνται από τους κανόνες του κεφαλαίου V του τρίτου μέρους της Συνθήκης που αφορούν την κοινή πολιτική μεταφορών, εντούτοις οι μεταφορές αυτές, όπως οι λοιποί τρόποι μεταφοράς, εξακολουθούν να υπόκεινται στους γενικούς κανόνες της Συνθήκης. Παρά ταύτα, όσον αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 1, ΕΚ, το άρθρο 49 ΕΚ δεν έχει αυτό καθ’ εαυτό εφαρμογή στον τομέα της αεροπλοΐας. Αντιθέτως, η εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης και επομένως υπόκειται σε γενικό κανόνα της τελευταίας όπως το άρθρο 12 ΕΚ. Συγκεκριμένα, ο κοινοτικός νομοθέτης έχει θεσπίσει διάφορα μέτρα βάσει του άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ, τα οποία δύνανται να αφορούν μια τέτοια αεροπορική μεταφορά. Όσον αφορά τον κανονισμό 2407/92 περί της εκδόσεως αδειών των αερομεταφορέων, από τις δύο πρώτες αιτιολογικές σκέψεις του προκύπτει ότι ο σκοπός που το Συμβούλιο επεδίωκε με την έκδοση του εν λόγω κανονισμού ήταν να εφαρμοστεί, από τις 31 Δεκεμβρίου 1992, μια πολιτική αεροπορικών μεταφορών ώστε να πραγματωθεί σταδιακώς η εσωτερική αγορά, η οποία συνεπάγεται έναν χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα εντός του οποίου διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Πάντως, ο ευρύς αυτός σκοπός a priori καταλαμβάνει και μια εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος. (βλ. σκέψεις 19, 21-23, 26-27, 29) 2. Το άρθρο 12 ΕΚ αποκλείει ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, για την οργάνωση πτήσεων με αερόστατο εντός αυτού του κράτους μέλους και με την απειλή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως της ρυθμίσεως αυτής, απαιτεί από πρόσωπο, το οποίο κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και διαθέτει σε αυτό το δεύτερο κράτος μέλος άδεια οργανώσεως εμπορικών πτήσεων με αερόστατο, να έχει κατοικία ή έδρα στο πρώτο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, αφενός, το κριτήριο διαφοροποιήσεως που στηρίζεται στην κατοικία καταλήγει, στην πράξη, στο ίδιο αποτέλεσμα με τις διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, εφόσον δημιουργεί τον κίνδυνο να αποβεί εις βάρος κυρίως των υπηκόων άλλων κρατών μελών, στο μέτρο που οι μη κάτοικοι ημεδαπής είναι το συνηθέστερο αλλοδαποί. Αφετέρου, το κριτήριο διαφοροποιήσεως που στηρίζεται στον τόπο της έδρας, κατ’ αρχήν, δημιουργεί διακρίσεις λόγω ιθαγενείας. (βλ. σκέψεις 34, 37, 44 και διατακτ.) 3. Το άρθρο 12 ΕΚ αποκλείει ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, για την οργάνωση πτήσεων με αερόστατο εντός αυτού του κράτους μέλους και με την απειλή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως της ρυθμίσεως αυτής, επιβάλλει σε πρόσωπο, το οποίο κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και διαθέτει σε αυτό το δεύτερο κράτος μέλος άδεια οργανώσεως εμπορικών πτήσεων με αερόστατο, υποχρέωση αποκτήσεως νέας άδειας χωρίς να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις αδειοδοτήσεως είναι στην ουσία ίδιες με εκείνες βάσει των οποίων του έχει ήδη χορηγηθεί άδεια στο δεύτερο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, μια τέτοια ρύθμιση εισάγει κριτήριο διαφοροποιήσεως το οποίο στην πράξη καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα με κριτήριο στηριζόμενο στην ιθαγένεια, επειδή στην πράξη η υποχρέωση που επιβάλλεται από την ρύθμιση αυτή αφορά κυρίως υπηκόους άλλων κρατών μελών ή εταιρίες που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη. Ασφαλώς, το συμφέρον προστασίας της ζωής και της υγείας των μεταφερομένων προσώπων και το συμφέρον ασφάλειας της αεροπλοΐας συνιστούν αναντίρρητα θεμιτούς σκοπούς. Παρά ταύτα, το γεγονός ότι κράτος μέλος επιβάλλει σε ένα πρόσωπο υποχρέωση αποκτήσεως νέας άδειας, χωρίς να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις αδειοδοτήσεως είναι στην ουσία ίδιες με εκείνες βάσει των οποίων του έχει ήδη χορηγηθεί άδεια σε άλλο κράτος μέλος, δεν είναι αναλογικό με τους θεμιτούς σκοπούς που επιδιώκονται. Συγκεκριμένα, εφόσον στην ουσία είναι ίδιες οι προϋποθέσεις χορηγήσεως, εντός των δύο κρατών μελών, των αδειών μεταφοράς, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα προαναφερθέντα έννομα συμφέροντα έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά τη χορήγηση της πρώτης άδειας εντός του άλλου κράτους μέλους. (βλ. σκέψεις 38-39, 42, 44 και διατακτ.)


ΔΕΚ/C-355/1998

Περίληψη 1 Στο πλαίσιο προσφυγής ασκουμένης βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ), η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή παρουσιάζεται κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι δε μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. (βλ. σκέψη 22) 2 Ως παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 55, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ), εξαίρεση, σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με το άρθρο 66 της Συνθήκης (νυν άρθρο 55 ΕΚ), πρέπει να περιορίζεται στις δραστηριότητες οι οποίες συνιστούν αυτές καθεαυτές, άμεση και συγκεκριμένη συμμετοχή στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων φυλάξεως ή ασφαλείας και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως. (βλ. σκέψεις 24-26) 3 Υποχρεώνοντας μια επιχείρηση φυλάξεως να έχει την έδρα εκμεταλλεύσεως στο εθνικό έδαφος, καθιστώντας έτσι αδύνατη την παροχή στο έδαφος αυτό υπηρεσιών από επιχειρήσεις εγκατεστημένες εντός άλλων κρατών μελών, ένα κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ). Μια τέτοια απαίτηση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίας ασφαλείας. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια των κρατών μελών να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών για τους προαναφερθέντες λόγους δεν αποσκοπεί στον αποκλεισμό οικονομικών τομέων, όπως αυτός της ιδιωτικής ασφαλείας, από την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, αλλά αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την πρόσβαση ή τη διαμονή στο έδαφός τους σε πρόσωπα των οποίων η πρόσβαση ή η διαμονή στα εδάφη αυτά θα συνιστούσε, αυτή καθεαυτή, κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία. (βλ. σκέψεις 27-29, 41 και διατακτ.) 4 Συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ένας κανόνας εθνικού δικαίου βάσει του οποίου τα διευθυντικά στελέχη και το προσωπικό των επιχειρήσεων φυλάξεως και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως, εξαιρουμένου του προσωπικού που ασκεί καθήκοντα διοικητικά και υλικοτεχνικής υποστήριξης, πρέπει να διαμένουν στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο οι επιχειρήσεις αυτές είναι εγκατεστημένες. Η ως άνω προϋπόθεση περί διαμονής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη ελέγχου του παρελθόντος και της συμπεριφοράς των εν λόγω προσώπων. Συγκεκριμένα, η ανάγκη συλλογής των σχετικών στοιχείων μπορεί να ικανοποιηθεί με λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας μέσα, ενδεχομένως με συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών. Επιπλέον, μπορούν να διενεργούνται έλεγχοι και να επιβάλλονται κυρώσεις κατά κάθε επιχειρήσεως εγκατεστημένης εντός κράτους μέλους, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής των διευθυντικών στελεχών της. (βλ. σκέψεις 31-34, 41 και διατακτ.) 5 Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή της Συνθήκης, μπορεί να περιοριστεί μόνον από ρυθμίσεις δικαιολογούμενες από το γενικό συμφέρον και εφαρμοζόμενες σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα επί του εδάφους του κράτους μέλους που είναι αποδέκτης της παροχής, στον βαθμό που το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος. (βλ. σκέψη 37) 6 Συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών ένας εθνικός κανόνας δικαίου βάσει του οποίου κάθε υπάλληλος επιχειρήσεως φυλάξεως ή εσωτερικής υπηρεσίας φυλάξεως πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας εκδοθέντος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, οι διατυπώσεις που συνεπάγεται η κατοχή ενός τέτοιου δελτίου ταυτότητας μπορούν να καταστήσουν επαχθέστερη την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών. Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο παρέχων υπηρεσίες, ο οποίος μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου, η απαίτηση προσθέτου εγγράφου ταυτότητας είναι δυσανάλογη σε σχέση με την ανάγκη διασφαλίσεως του προσδιορισμού της ταυτότητας των εν λόγω προσώπων. (βλ. σκέψεις 39-41 και διατακτ.)


ΕΣ/Β΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1495/2024

Με την κρινόμενη αίτηση, όπως οι λόγοι αυτής αναπτύσσονται στο από 30.1.2023 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ζητείται η αναίρεση της 632/2021 απόφασης του Δευτέρου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθ’ ο μέρος, με αυτήν, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, έγινε εν μέρει δεκτή έφεση του αναιρεσίβλητου …κατά της 552/10.4.2017 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Θεσσαλονίκης και περιορίσθηκε το σε βάρος του, συνεπεία ανακλήσεως του διορισμού του λόγω πλαστογραφίας του βαθμού πτυχίου του, καταλογισθέν ποσό των 224.622,87 ευρώ, στο ύψος των 10.000,00 ευρώ, επί τω τέλει της εν όλω απόρριψης της έφεσής του. Επί του βασίμου της προβολής του ίδιου λόγου το Δικαστήριο κρίνει ότι το δικάσαν Τμήμα, κατ’ εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, θεμελίωσε την κρίση του, κατά την επιμέτρηση του καταλογισθέντος ποσού, εκτός από την οικονομική κατάσταση του αναιρεσιβλήτου και στο σύνολο των πραγματικών δεδομένων που αναγράφονται στο ιστορικό της πληττόμενης απόφασης, εφαρμόζοντας τα κριτήρια που διαμορφώθηκαν από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, το τρωθέν κύρος της υπηρεσίας συναρτάται άμεσα με την παραβίαση της αρχής της αξιοκρατίας, την οποία το δικάσαν Τμήμα συνεκτίμησε, ενώ η υποχρέωση αυτοενοχοποίησης που δεν είναι νοητή στο ποινικό δίκαιο [βλ. άρθρο 104 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α΄ 96 και διόρθωση σφαλμάτων σε Α΄ 122/16.7.2019), άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ/μα 53/1974 (Α΄ 256) και έχει αυξημένη τυπική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και άρθρο 14 παρ. 3 περ. ζ΄ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2462/1997 (Α΄ 25), βάσει των οποίων ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος, στο πλαίσιο της δίκαιης δίκης και του τεκμηρίου της αθωότητας, δεν μπορεί να υποχρεωθεί να συμμετάσχει ενεργώς στην αυτοενοχοποίησή του και τα αρμόδια όργανα δεν μπορούν να τον εξαναγκάσουν στην κατάθεση τέτοιων στοιχείων, πρβλ. ΑΠ 681/2023], δεν ισχύει ούτε στο υπαλληλικό ή δημοσιονομικό δίκαιο ούτε μπορεί, κατά συνέπεια, να ληφθεί υπόψη ως κριτήριο για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. Τούτων δοθέντων, και με δεδομένο ότι η προσβολή της αρχής της αξιοκρατίας και της ισότητας στην κατάληψη δημόσιων θέσεων δεν είναι το μοναδικό κριτήριο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, το δικάσαν Τμήμα ορθώς εφάρμοσε την αρχή της αναλογικότητας, προβαίνοντας στις αναγκαίες σταθμίσεις βάσει των τεθέντων από το Δικαστήριο κριτηρίων και των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, ώστε το αποκαταστατικό της νομιμότητας μέτρο του καταλογισμού σε βάρος του αναιρεσιβλήτου σε συνδυασμό με την ανάκληση του διορισμού του που επάγεται απώλεια της εργασίας του, να μην μετατρέπεται σε κύρωση, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι στο σύνολό τους απορριπτέα ως αβάσιμα.   Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί.


 



ΕΣ/ΚΛ.ΣΤ/159/2019

Δημιουργία συστήματος επιτήρησης συνόρων...Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι το ως άνω προβλεφθέν στο ΣΤ΄ Παράρτημα της διακήρυξης δικαίωμα της Αναθέτουσας Αρχής να συνάψει - αφού το ενεργοποιήσει με πρωτοβουλία της - με την ανάδοχο, μετά το πέρας της τριετούς περιόδου χρόνου εγγύησης καλής λειτουργίας-δωρεάν συντήρησης του συστήματος, νέα σύμβαση (πρόσθετη πράξη), με την οποία να παρατείνεται, κατ΄ έτος και μέχρι 7 έτη, η πλήρης συντήρηση (προληπτική και αποκατάσταση βλαβών) του συστήματος, δεν αποτέλεσε, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν (σκέψη ΙΙ), νομίμως αντικείμενο της ελεγχόμενης σύμβασης και δη υπό την μορφή νομίμου δικαιώματος προαίρεσης. Και τούτο, διότι η αξία της εν λόγω δυνητικώς συναφθησομένης σύμβασης- η οποία το πρώτον αναφέρεται ως δικαίωμα προαίρεσης με το άρθρο 18 του υποβληθέντος για έλεγχο σχεδίου σύμβασης, δεν προϋπολογίσθηκε από την Αναθέτουσα Αρχή. Επίσης, αυτή δεν περιβλήθηκε των απαιτούμενων διατυπώσεων δημοσιότητας, δεδομένου ότι δεν συμπεριελήφθη στο αντικείμενο και στη συνολική προϋπολογιζόμενη δαπάνη της προμήθειας, όπως τα στοιχεία αυτά η τελευταία καθορίστηκαν στη διακήρυξη που εστάλη για δημοσίευση στον ελληνικό τύπο, στο Φ.Ε.Κ., αλλά και στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο τμήμα ΙΙ.2.11. του οποίου "Πληροφορίες σχετικά με δικαιώματα προαίρεσης" σημειώθηκε "όχι". (..)Κατ’ ακολουθίαν αυτών και δεδομένου ότι οι νομικές πλημμέλειες που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη καθιστούν μη νόμιμη την ελεγχόμενη διαγωνιστική διαδικασία, κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος προς έλεγχο σχεδίου σύμβασης.

ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.6/1040/2019 


ΕλΣυν.Τμ.6(Γ' Διακοπών)/1442/2017

Καθαρισμός κτιριακών εγκαταστασεων:..ζητείται η ανάκληση της 149/2017 Πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην σκέψη ΙΙ.Α της παρούσας το Τμήμα κατά πλειοψηφία άγεται στην κρίση ότι λαμβάνοντας υπόψη την ιδιομορφία του προς καθαρισμό χώρου (εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται από άτομα νεαρής ηλικίας που φοιτούν πολλές ώρες στους χώρους, ορισμένα εκ των οποίων έχουν χαρακτηρολογικά γνωρίσματα της νεότητας, όπως επιπολαιότητα σε θέμα τάξης και καθαριότητας, επιθετικότητα, αμφισβήτηση των καθιερωμένων αρχών), ο προαναφερόμενος όρος της διακήρυξης (βλ. άρθρο Β.1.1.στ΄ και Παράρτημα Ε΄ παρ. Γ΄), με τον οποίο τίθεται επί ποινή αποκλεισμού, ως προϋπόθεση για την απόδειξη της τεχνικής – επαγγελματικής επάρκειας των διαγωνιζομένων, το ήμισυ του προσωπικού καθαρισμού (45 εκ των 90 ατόμων) να έχει απασχοληθεί «στον καθαρισμό παρόμοιων εγκαταστάσεων», έχει τη δοθείσα από την αναθέτουσα αρχή έννοια, την οποία εξειδίκευσε και κατέστησε εκ των προτέρων γνωστή στους διαγωνιζόμενουςήτοι αυτή της απασχόλησης αποκλειστικώς σε χώρους εκπαιδευτηρίων, όπως βασίμως προβάλλεται από το αιτούν Πανεπιστήμιο. Περαιτέρω, ο όρος αυτός δεν αντίκειται στις αρχές της ίσης μεταχείρισης και του ανταγωνισμού. Τούτο διότι, η Αναθέτουσα Αρχή είναι κατ’ αρχήν ελεύθερη να διαμορφώνει, κατά την κρίση της, τους όρους της διακήρυξης, καθορίζοντας, με κριτήριο τις εκάστοτε ανάγκες της, ειδικότερα τεχνικά χαρακτηριστικά από ποσοτική και ποιοτική άποψη, τα οποία πρέπει να πληρούν οι υποψήφιοι ανάδοχοι.Ειδικότερα δε, εν προκειμένω, ο επίμαχος όρος εγγυάται την εκ μέρους των συμμετεχόντων, επαρκή γνώση του τρόπου εκτέλεσης των εργασιών της επίμαχης σύμβασης καθώς και την επαρκή εμπειρία ως προς την ακολουθητέα μεθοδολογία παροχής των υπηρεσιών. Κατά συνέπεια, ο όρος αυτός είναι άμεσα συνδεδεμένος με τη φύση και τον προορισμό των υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο του διαγωνισμού και τελεί σε σχέση αναλογικότητας με την εξυπηρέτηση του σκοπούμενου δημοσίου συμφέροντος, το οποίο συνίσταται στην εξασφάλιση της καλής ποιότητας των υπηρεσιών που θα παρασχεθούν στο πλαίσιο της παρούσας σύμβασης.(..)Ανακαλεί την 149/2017 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.


ΣΤΕ ΟΛΟΜ/2307/2014

Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι οι ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης ΠΥΣ είναι αντίθετες στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, διότι, κατά τους αιτούντες, «τα δικαιώματα που συνδέονται με τη σχέση εξαρτημένης εργασίας (προσδιορισμός μισθού, ρύθμιση όρων εργασία με συλλογικές συμβάσεις ...)» θίγονται με την πράξη αυτή «στο βαθμό που αυτές [οι ρυθμίσεις] ισοδυναμούν με απαλλοτρίωση δικαιωμάτων που απορρέουν από τη σχέση εργασίας». Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος. Τούτο, διότι ναι μεν, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 668/2012 Ολομ), η αξίωση για καταβολή προβλεπόμενων από την νομοθεσία του συμβαλλόμενου κράτους αποδοχών αποτελεί περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, εφ’ όσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες για την καταβολή τους προϋποθέσεις, όμως με το τελευταίο αυτό άρθρο δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε μισθό ορισμένου ύψους. Δεν αποκλείεται, επομένως, κατ’ αρχήν, η διαφοροποίηση του ύψους του μισθού ανάλογα με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Κάθε δε επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, κατ’ αρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος. Η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος επιβάλλοντος τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο. Περαιτέρω, η επέμβαση στα περιουσιακά δικαιώματα πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση με αυτόν ... Συνεπώς, εν προκειμένω, εφ’ όσον, όπως κρίθηκε ανωτέρω στην σκέψη 23, οι ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης ΠΥΣ 6/2012, θεωρούμενες στο σύνολό τους, δεν θίγουν τον πυρήνα των συνταγματικών δικαιωμάτων, που απορρέουν ιδίως από τα άρθρα 22 και 23 του Συντάγματος, ούτε παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, οι ρυθμίσεις αυτές δεν παραβιάζουν ούτε το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και, άρα, είναι απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως.. Επειδή, σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, οι κρινόμενες αιτήσεις πρέπει να γίνουν δεκτές, κατά το μέρος που πλήττουν τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1, 2 και 4 της προσβαλλόμενης ΠΥΣ 6/2012 και να απορριφθούν κατά τα λοιπά. Αντιστοίχως, πρέπει η παρέμβαση του ... να απορριφθεί, κατά το μέρος που αφορά τις διατάξεις αυτές της προσβαλλόμενης ΠΥΣ, και να γίνει δεκτή κατά τα λοιπά.