Ε.2004/2025
Τύπος: ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ-ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ-ΠΟΛ
Παροχή οδηγιών για εξάλειψη υποθηκών και άρση κατασχέσεων που έχουν εγγραφεί/επιβληθεί από τη Φορολογική Διοίκηση σε βάρος εταιρειών υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, μετά την υπ’ αριθ. 564/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου. ΑΔΑ:ΨΙ9046ΜΠ3Ζ-ΗΦΑ
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΡΕΧΟΝΤΟΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ : 1Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/519/2011
Δυνατότητα της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών να συναινέσει στην εξάλειψη υποθηκών που έχει εγγράψει σε δύο ακίνητα της, υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας.(...)Η Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών δεν δύναται να συναινέσει στην εξάλειψη των υποθηκών που έχει εγγράψει σε ακίνητα ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας ανακλήθηκε οριστικά η άδεια σύστασης και λειτουργίας και τέθηκε σε ασφαλιστική εκκαθάριση, καθόσον, κατά το χρόνο εγγραφής των υποθηκών, δεν είχαν τηρηθεί οι προβλεπόμενες από το άρθρο 9 παρ.2 του ν.δ/τος 400/1970 διατυπώσεις δημοσιότητας και δη σημείωση στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου της υπουργικής απόφασης με την οποία δεσμεύτηκε το σύνολο της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης και χαρακτηρίστηκε ασφαλιστική τοποθέτηση. (ομοφ.)(...)
ΝΣΚ/136/2022
Ερωτάται: α) Πώς επηρεάζεται η καταχώρηση της επωνυμίας συγκεκριμένης κοινωνίας δικαιώματος εκμετάλλευσης ξενοδοχειακής επιχείρησης στο φορολογικό μητρώο από το δεδικασμένο που προκύπτει από τη με αριθμό 320/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, την έκδοση της με αριθμό 21/2021 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου και τη σύνταξη μεταγενέστερης της πρώτης απόφασης συμβολαιογραφικής πράξης και β) εάν είναι δυνατή η μεταβίβαση του ποσοστού συμμετοχής σε κοινωνία δικαιώματος, χωρίς τη συναίνεση των λοιπών κοινωνών.(...)α) Λαμβάνοντας υπόψη τη με αριθμό 320/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, την με αριθμό 21/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου και το συμβόλαιο με αριθμό …../29.07.2016 του Συμβολαιογράφου Αθηνών Αθανασίου Πετράκη η Φορολογική Διοίκηση καταχώρησε ορθά στο φορολογικό μητρώο τις μεταβολές που αφορούν συγκεκριμένη κοινωνία δικαιώματος εκμετάλλευσης ξενοδοχειακής επιχείρησης (ομόφωνα). β) Είναι δυνατή η μεταβίβαση του ποσοστού της μερίδας κοινωνού χωρίς τη συναίνεση των λοιπών κοινωνών (ομόφωνα).
ΝΣΚ/207/2015
Άρση κατασχέσεων κατόπιν άσκησης δεύτερης προσφυγής. Κατά την έννοια των άρθρων 69, 70 και 126 παρ.1 του Κ.Δ.Δ., εάν έχει επιβληθεί σε βάρος του οφειλέτη κατάσχεση εις χείρας τρίτων, σε χρόνο που ίσχυε αναστολή, δηλαδή μετά την κατάθεση από τον προσφεύγοντα παραδεκτώς δεύτερης προσφυγής του κατά της πράξης καταλογισμού του φόρου στο αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο και πριν την επίδοση αντιγράφου της στη Δ.Ο.Υ., η οποία (επίδοση) έγινε στη συνέχεια, συντρέχει νόμιμος λόγος να αρθεί η επίμαχη κατάσχεση εις χείρας τρίτων και ακολούθως, να επιστραφούν τα αποδοθέντα από τα πιστωτικά ιδρύματα ποσά, τα οποία η φορολογική αρχή θα συμψηφίσει με τα χρέη που είναι σε ρύθμιση ή με τα χρέη που τελούν σε αναστολή, κατά τα άρθρα 83 του Κ.Ε.Δ.Ε., 48 του ν. 4174/2013 και 440 επ. του Α.Κ. (ομοφ.)
ΝΣΚ/217/2017
Ζητήματα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 27 παρ. 15 του Ν 4389/2016 και την τύχη των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, σε περίπτωση που ο Αγροτικός Συνεταιρισμός (Α.Σ.) περιέλθει σε καθεστώς εκκαθάρισης. Κατά την διάρκεια εκκαθάρισης Α.Σ., κατά τις διατάξεις του άρθρου 27 ν. 4384/2016, δεν είναι επιτρεπτή η λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης εκ μέρους του Δημοσίου κατ' αυτού ή και άλλης μορφής συνεταιριστικής οργάνωσης, που τέθηκε σε εκκαθάριση. Η σχετική απαγόρευση αρχίζει από την ημέρα που ολοκληρώθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας. Το ίδιο ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 18 του ν. 4384/2016 και για τους Α.Σ. που τέθηκαν σε εκκαθάριση με τις διατάξεις του προϊσχύοντος νομοθετικού πλαισίου (ομοφ.). Συντρέχει περίπτωση άρσης, εκ μέρους της φορολογικής διοίκησης, των αναγκαστικών κατασχέσεων που επιβλήθηκαν μετά την περιέλευση του Α.Σ. σε καθεστώς εκκαθάρισης (πλειοψ.). Αντίθετα δεν υποχρεούται να άρει κατασχέσεις εις χείρας τρίτου που επιβλήθηκαν πριν την περιέλευση τούτου σε εκκαθάριση (ομοφ.). Σε περίπτωση που έχει επιβληθεί κατάσχεση σε ακίνητο του αγροτικού συνεταιρισμού πριν την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης για τη λύση και εκκαθάριση, αυτή είναι νόμιμη και δεν συντρέχει περίπτωση άρσης αυτής, πλην όμως κατά το στάδιο της εκκαθάρισης, η κατάσχεση ηρεμεί και δεν δύναται να συνεχισθεί η διοικητική εκτέλεση με βάση αυτήν (πλειοψ.).
ΝΣΚ/122/2020
Ποιες οι έννομες συνέπειες της μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του άρθρου 64 του ν. 4646/2019 άρσης αναγκαστικών κατασχέσεων που είχαν επιβληθεί εις χείρας τραπεζών ως τρίτων πριν από την έναρξη ισχύος των διατάξεων αυτών, σε βάρος προέδρων και διευθυνόντων συμβούλων εταιρειών - οφειλετών του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.(...)1) Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος εταιρείας ευθυνόταν προσωπικά λόγω ιδιότητας και για τις οφειλές της εταιρείας, που ανάγονται στην περίοδο από τον ημερολογιακό μήνα 8ο/2012 έως και τον ημερολογιακό μήνα 10ο/2012 και οι επιβληθείσες για την είσπραξή τους κατασχέσεις ήταν νόμιμες. Με την επίδοση των κατασχετηρίων στις τράπεζες ως τρίτες α) συντελέσθηκε αυτοδίκαια η αναγκαστική εκχώρηση της κατασχεθείσας απαίτησης [από τις τράπεζες στον κατασχόντα πιστωτή (ΕΦΚΑ)] και β) η κατασχεθείσα απαίτηση κατέστη αυτοδίκαια δημόσιο έσοδο με δικαιούχο τον ΕΦΚΑ εξ ειδικής διαδοχής και το αποτέλεσμα αυτό δεν θίγεται, γιατί η γενόμενη μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του άρθρου 64 του ν. 4646/2019 άρση των κατασχέσεων, δεν ανατρέπει ex tunc τα έννομα αποτελέσματα που επήλθαν από την επιβολή των κατασχέσεων. Τα χρηματικά ποσά των οφειλών της εταιρείας που ανάγονται στην περίοδο από τον ημερολογιακό μήνα 8ο/2012 έως και τον ημερολογιακό μήνα 10ο/2012, τα οποία α) αναγκαστικά εκχωρήθηκαν στον ΕΦΚΑ με την επίδοση των κατασχετηρίων στις τράπεζες ως τρίτες και β) (ενώ παραμένουν δεσμευμένα) δεν έχουν αποδοθεί μέχρι τώρα στην κατασχούσα Υπηρεσία, δεν επιτρέπεται να αποδεσμευθούν, αλλά η τράπεζα υποχρεούται και μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 64 του ν. 4646/2019 να τα αποδώσει στην κατασχούσα Υπηρεσία ΚΕΑΟ (Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών). Μη νόμιμο και απορριπτέο είναι και το αίτημα «για επιστροφή χρηματικών ποσών τα οποία έχουν αποδοθεί στην (εισπραχθεί από την) κατασχούσα Υπηρεσία (ΚΕΑΟ), από επιβληθείσες κατασχέσεις εις χείρας τραπεζών κατά τις προϊσχύσασες διατάξεις, πριν την έναρξη ισχύος (δημοσίευση) του ν. 4646/2019», διότι τα χρηματικά αυτά ποσά έχουν εισπραχθεί νόμιμα από την Υπηρεσία (ΚΕΑΟ) ως δημόσια έσοδα, κατ’ ενάσκηση δέσμιας αρμοδιότητάς της. 2) Η μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του άρθρου 64 του ν. 4646/2019 άρση των κατασχέσεων εις χείρας των τραπεζών ως τρίτων, οι οποίες είχαν επιβληθεί σε βάρος του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου εταιρείας πριν την έναρξη ισχύος των διατάξεων αυτών για τις οφειλές της εταιρείας που ανάγονται στον ημερολογιακό μήνα 12ο/2009, δεν ανατρέπει ex tunc τα έννομα αποτελέσματα που επήλθαν από την επιβολή των κατασχέσεων και τα χρηματικά ποσά των οφειλών της εταιρείας που ανάγονται στον ημερολογιακό μήνα 12ο/2009, τα οποία α) αναγκαστικά εκχωρήθηκαν στον ΕΦΚΑ με την επίδοση των κατασχετηρίων στις τράπεζες ως τρίτες και β) δεν έχουν αποδοθεί μέχρι τώρα στην κατασχούσα Υπηρεσία, δεν επιτρέπεται να αποδεσμευθούν, αλλά η τράπεζα υποχρεούται και μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 64 του ν. 4646/2019 να τα αποδώσει στην κατασχούσα Υπηρεσία (ΚΕΑΟ). Μη νόμιμο και απορριπτέο είναι και το αίτημα «για επιστροφή χρηματικών ποσών τα οποία έχουν αποδοθεί στην (εισπραχθεί από την) κατασχούσα Υπηρεσία (ΚΕΑΟ) από επιβληθείσες κατασχέσεις εις χείρας τραπεζών κατά τις προϊσχύσασες διατάξεις, πριν την έναρξη ισχύος (δημοσίευση) του ν. 4646/2019», διότι τα χρηματικά αυτά ποσά έχουν εισπραχθεί νόμιμα από την Υπηρεσία (ΚΕΑΟ) ως δημόσια έσοδα, κατ’ ενάσκηση δέσμιας αρμοδιότητάς της.
ΝΣΚ/277/2017
Υπαγωγή Αγροτικού Συνεταιρισμού (Α.Σ.) σε καθεστώς εκκαθάρισης - Ζητήματα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 27 παρ. 15 του Ν 4389/2016 και την τύχη των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης που λήφθηκαν σε βάρος του.(...)Δεν είναι επιτρεπτή η λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, εκ μέρους του Δημοσίου, σε βάρος αγροτικού συνεταιρισμού (Α.Σ.) ή άλλης μορφής συνεταιριστικής οργάνωσης, όταν βρίσκονται σε στάδιο εκκαθάρισης, σύμφωνα με το άρθρο 27 ν. 4384/2016 και από την ημέρα που ολοκληρώθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας. Το ίδιο ισχύει και για τους Α.Σ. που τέθηκαν σε εκκαθάριση με τις διατάξεις του προισχύσαντος νομοθετικού πλαισίου, σύμφωνα με το άρθρο. 27 παρ. 18 του Ν 4384/2016 (ομοφ.) Συντρέχει περίπτωση άρσης εκ μέρους της φορολογικής διοίκησης των αναγκαστικών κατασχέσεων που επιβλήθηκαν μετά την περιέλευση του Α.Σ. σε καθεστώς εκκαθάρισης (πλειοψ.). Αντίθετα η φορολογική διοίκηση δεν υποχρεούται να άρει κατασχέσεις εις χείρας τρίτου που επιβλήθηκαν πριν την περιέλευση τούτου σε εκκαθάριση (ομοφ.) Είναι νόμιμη και δεν συντρέχει περίπτωση άρσης της κατάσχεσης που έχει επιβληθεί σε ακίνητο αγροτικού συνεταιρισμού πριν την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης για την λύση και εκκαθάρισή του, πλην όμως κατά το στάδιο της εκκαθάρισης, η κατάσχεση ηρεμεί και δεν δύναται να συνεχισθεί η διοικητική εκτέλεση με βάση αυτήν. Εφόσον επιβλήθηκε κατάσχεση εις χείρας τρίτου, μετά την υπαγωγή του αγροτικού συνεταιρισμού σε καθεστώς εκκαθάρισης, πρέπει αυτή να αρθεί και τα τυχόν αποδοθέντα από τον τρίτο ποσά να αποδοθούν στον δικαιούχο Α.Σ. για να συμπεριληφθούν στο προϊόν της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες αυτής, ενώ δεν τίθεται, στην περίπτωση αυτή, θέμα συμψηφισμού των εκατέρωθεν απαιτήσεων (ομοφ.). Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την υπ’ αριθμ. 217/2017 γνωμοδότηση του Β’ Τμήματος ΝΣΚ.
ΝΣΚ/277/2017
Υπαγωγή Αγροτικού Συνεταιρισμού (Α.Σ.) σε καθεστώς εκκαθάρισης - Ζητήματα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 27 παρ. 15 του Ν 4389/2016 και την τύχη των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης που λήφθηκαν σε βάρος του. Δεν είναι επιτρεπτή η λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, εκ μέρους του Δημοσίου, σε βάρος αγροτικού συνεταιρισμού (Α.Σ.) ή άλλης μορφής συνεταιριστικής οργάνωσης, όταν βρίσκονται σε στάδιο εκκαθάρισης, σύμφωνα με το άρθρο 27 ν. 4384/2016 και από την ημέρα που ολοκληρώθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας. Το ίδιο ισχύει και για τους Α.Σ. που τέθηκαν σε εκκαθάριση με τις διατάξεις του προισχύσαντος νομοθετικού πλαισίου, σύμφωνα με το άρθρο. 27 παρ. 18 του Ν 4384/2016 (ομοφ.) Συντρέχει περίπτωση άρσης εκ μέρους της φορολογικής διοίκησης των αναγκαστικών κατασχέσεων που επιβλήθηκαν μετά την περιέλευση του Α.Σ. σε καθεστώς εκκαθάρισης (πλειοψ.). Αντίθετα η φορολογική διοίκηση δεν υποχρεούται να άρει κατασχέσεις εις χείρας τρίτου που επιβλήθηκαν πριν την περιέλευση τούτου σε εκκαθάριση (ομοφ.) Είναι νόμιμη και δεν συντρέχει περίπτωση άρσης της κατάσχεσης που έχει επιβληθεί σε ακίνητο αγροτικού συνεταιρισμού πριν την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης για την λύση και εκκαθάρισή του, πλην όμως κατά το στάδιο της εκκαθάρισης, η κατάσχεση ηρεμεί και δεν δύναται να συνεχισθεί η διοικητική εκτέλεση με βάση αυτήν. Εφόσον επιβλήθηκε κατάσχεση εις χείρας τρίτου, μετά την υπαγωγή του αγροτικού συνεταιρισμού σε καθεστώς εκκαθάρισης, πρέπει αυτή να αρθεί και τα τυχόν αποδοθέντα από τον τρίτο ποσά να αποδοθούν στον δικαιούχο Α.Σ. για να συμπεριληφθούν στο προϊόν της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες αυτής, ενώ δεν τίθεται, στην περίπτωση αυτή, θέμα συμψηφισμού των εκατέρωθεν απαιτήσεων (ομοφ.). Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την υπ’ αριθμ. 217/2017 γνωμοδότηση του Β’ Τμήματος.
ΣτΕ/ΟΛΟΜ/953/2011
H διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 δεν θα έπρεπε να εφαρμοσθεί ως αντισυνταγματική, και, ως εκ τούτου, ανίσχυρη, με συνέπεια οι απαιτήσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου από καθυστερούμενες αποδοχές ή απολαυές οποιασδήποτε φύσεως, ή αποζημιώσεις λόγω παράνομης πράξεως ή παραλείψεως της Διοικήσεως ή από αδικαιολόγητο πλουτισμό να υπόκεινται στην προβλεπόμενη από την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου 90 και ισχύουσα για όλες τις άλλες χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου πενταετή παραγραφή..7. Επειδή, ενόψει του ανακύπτοντος ζητήματος της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα της διατάξεως του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 και της υπάρξεως αποφάσεων του Αρείου Πάγου (Α.Π. 588/2007, 145, 250, 363/2006), που δέχονται ως προς το ζήτημα αυτό, γνώμη αντίθετη προς εκείνη, η οποία έγινε δεκτή στην πέμπτη σκέψη, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίνει ότι πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της κρινομένης υποθέσεως και να παραπεμφθεί το ζήτημα τούτο στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και το άρθρο 48 παρ. 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 (ΦΕΚ Α΄ 141) Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, προς άρση της αμφισβητήσεως.
ΣΤΕ 1210/2010
ΔΑΝΕΙΑΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Αίτηση ακύρωσης της Ζ1-798/25.6.2008 (Β΄ 1353/11.7.2008) απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης.Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, όπως έχει προεκτεθεί, η Διοίκηση επιτρεπτώς κατέστησε περιεχόμενο της κανονιστικής ρύθμισης μόνο το ρυθμιστικό περιεχόμενο της πιο πάνω δικαστικής απόφασης, χωρίς να θεσπίσει η ίδια περαιτέρω ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις συμμόρφωσης των προμηθευτών προς τη ρύθμιση αυτή. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Φ. Αρναούτογλου, Ε. Νίκα και Ι. Γράβαρη η πιο πάνω κανονιστική ρύθμιση, στην οποία δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα κριτήρια εφαρμογής της, είναι αόριστη και, κατά συνέπεια, ο εξεταζόμενος λόγος θα έπρεπε να γίνει δεκτός.ΙΙΙ. Συμβάσεις λογαριασμού κατάθεσης. Όρος που προβλέπει ότι το πιστωτικό ίδρυμα επιβάλλει κατά την κρίση του οποτεδήποτε έξοδα κίνησης σε κάθε λογαριασμό κατάθεσης για την περίπτωση που δεν παρουσιάζει υπόλοιπο ανώτερο από το κατώτατο όριο που θα καθορίζει κάθε φορά το ίδιο για το αντίστοιχο είδος λογαριασμού (περ. 3 α). Η ανωτέρω διάταξη τέθηκε σύμφωνα με την 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου (και όχι με την 961/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως προβάλλουν οι αιτούσες), με την οποία κρίθηκε ως καταχρηστικός γενικός όρος συναλλαγών που ορίζει ότι η τράπεζα «μπορεί κατά την κρίση της να επιβάλλει οποτεδήποτε έξοδα κίνησης σε κάθε λογαριασμό για την περίπτωση που δεν παρουσιάζει υπόλοιπα ανώτερα από το κατώτατο όριο που θα καθορίζει κάθε φορά η τράπεζα για το αντίστοιχο είδος λογαριασμού». Ο Άρειος Πάγος έκρινε τον όρο καταχρηστικό ως αντικείμενο στις διατάξεις των περιπτώσεων ε΄ και ια΄ του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994, λόγω της ανάγκης προστασίας των δικαιολογημένων προσδοκιών του πελάτη από τις απροσδόκητες ή αιφνιδιαστικές ρήτρες, δηλαδή τις ρήτρες που μεταβάλλουν την εικόνα που δικαιολογημένα έχει δημιουργηθεί στον πελάτη αναφορικά με το ύψος του τιμήματος ή την έκταση της κύριας παροχής, στοιχεία που είναι συνήθως τα μόνα που πράγματι εξετάζει ο πελάτης κατά τη σύναψη της σύμβασης, καθώς και λόγω της αδιαφάνειάς του. Ο Άρειος Πάγος έκρινε περαιτέρω ότι, όταν πρόκειται περί συλλογικής αγωγής, ο αφηρημένος κίνδυνος που ενσωματώνει ένας τέτοιος αδιαφανής όρος για τη δικαιοπρακτική αυτοδιάθεση του υποψήφιου καταναλωτή οδηγεί στην κήρυξη ως άκυρου του σχετικού όρου, ακόμη και αν ο ενδεχόμενα εύλογος τρόπος εφαρμογής του όρου στην πράξη από τον προμηθευτή θα αρκούσε για την εξάλειψη της επικινδυνότητάς του. Προβάλλεται ότι, εφόσον ο όρος χαρακτηρίστηκε καταχρηστικός μόνο για λόγους αδιαφάνειας, η απαγόρευση συλλήβδην της χρήσης του χωρίς να αναφέρεται η προϋπόθεση της διαφάνειας δεν αποτυπώνει ορθώς το δεδικασμένο και τίθεται καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Σύμφωνα όμως με τα ανωτέρω, το περιεχόμενο του γενικού όρου συναλλαγών που απαγορεύεται με την κανονιστική ρύθμιση συμπίπτει με τον όρο που κρίθηκε καταχρηστικός με την 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου. Εξ άλλου, στην απόφαση αυτή δεν τίθενται όροι και προϋποθέσεις, κατά την έννοια της εξουσιοδοτικής διάταξης. Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Tελική διάταξη. Προβάλλεται ότι η τελική διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία ορίζεται ότι «Η απαγόρευση χρήσης των παραπάνω όρων περιλαμβάνει και τροποποιημένες διατυπώσεις ή συναφείς χαρακτηρισμούς που δεν αναιρούν ωστόσο το στίγμα της καταχρηστικότητας» έχει τεθεί καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης και διευρύνει υπέρμετρα τον περιορισμό της ελευθερίας των συμβάσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων θέτοντας απαγορεύσεις και σε άλλες περιπτώσεις, τις οποίες δεν εξειδικεύει, κατά παράβαση της δικαιοκρατικής αρχής (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος) που επιβάλλει βεβαιότητα και ασφάλεια δικαίου στους επιτρεπόμενους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων. Η ανωτέρω διάταξη αποβλέπει στην αποφυγή καταστρατήγησης των ρυθμίσεων της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης και έχει την έννοια ότι απαγορεύεται η αναγραφή όρων στις ρυθμιζόμενες με την προσβαλλόμενη απόφαση συμβάσεις, οι οποίοι, παρά τη διαφορετική ονομασία ή διατύπωση τους, αποτελούν, κατ’ ουσίαν, όρους ταυτόσημους με τους απαγορευθέντες με την απόφαση αυτή ως καταχρηστικούς. Με τη διάταξη, συνεπώς, αυτή δεν διευρύνεται η κανονιστική ρύθμιση που θεσπίζει η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση. Δεν θα ήταν, εξ άλλου, εφικτό να προβλέπονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι διαφορετικοί όροι που είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσει κάθε πιστωτικό ίδρυμα προκειμένου να δηλώσει τους όρους, την αναγραφή των οποίων αυτή απαγορεύει. Κατά τη συγκλίνουσα, εξ άλλου, γνώμη του Συμβούλου Δ. Γρατσία η πιο πάνω διάταξη της προσβαλλλόμενης υπουργικής απόφασης στηρίζεται επαρκώς στη μνημονευθείσα εξουσιοδοτική διάταξη και, κατά συνέπεια, περιέχει επιτρεπτώς πρωτότυπη κανονιστική ρύθμιση. Κατά συνέπεια, ο εξεταζόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Αρ.Π./564/2022
ΑΚΑΤΑΣΧΕΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΩΝ-ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ-ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ: (...) Kαι τούτο διότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο, και ειδικότερα ότι απαγορεύεται η κατάσχεση ή η δήμευση περιουσιακών στοιχείων της ασφαλιστικής επιχείρησης που βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση και συνακόλουθα η εγγραφή υποθήκης επί του επίδικου ακινήτου της ενάγουσας, στην οποία προέβη ακύρως το εναγόμενο στην ένδικη υπόθεση στην οποίαν ζητείται η εξάλειψή της από τα βιβλία υποθηκών του Δ. Σ., προς τον σκοπό διασφάλισης των συμφερόντων των ασφαλισμένων της και κάθε άλλου δικαιούχου του ασφαλίσματος, πληρούν το πραγματικό των ανωτέρω διατάξεων που ήταν εφαρμοστέες, πλην όμως εσφαλμένα δεν εφάρμοσε και δικαιολογούν το ανωτέρω πόρισμα και διατακτικό που διατύπωσε, που είναι, όπως αναφέρθηκε, ορθό. Ούτε στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτουν σαφώς όλα τα περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για τη κρίση του στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που όμως δεν τις εφάρμοσε, κατά τα ανωτέρω, ενώ έχει τις απαιτούμενες αιτιολογίες, οι οποίες είναι σαφείς και πλήρεις και δεν αντιφάσκουν, ούτε είναι ενδοιαστικές κατά τρόπο που καθιστούν ευχερή τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των ως άνω διατάξεων. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της ένδικης αναίρεσης από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τους οποίους το αναιρεσείον ισχυρίζεται τα αντίθετα είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ομοίως απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο πρόσθετος λόγος με τον οποίο, μολονότι δεν αποδίδεται, εναρίθμως, αναιρετική πλημμέλεια, κατά το νοηματικό του περιεχόμενο κρίνεται ως από τον αριθμό 1 άρθρου 559 ΚΠολΔ, το αναιρεσείον ισχυριζόμενο ότι στις εκκρεμείς κατά την 31-12-2015 ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις, όπως εν προκειμένω, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 240 και 241 του ν. 4364/2016 που αναγνωρίζουν προνομιακή κατάταξη του Δημοσίου για τις φορολογικές του απαιτήσεις και ότι επομένως ελλείπει το έννομο συμφέρον της ενάγουσας για την άσκηση της επίδικης αγωγής, τούτο δε διότι οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται στις ως άνω εκκαθαρίσεις, κατά τα προαναφερθέντα. Απορρίπτει την από 24-2-2020 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 110/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου καθώς και τους από 2-3-2021 πρόσθετους λόγους.