×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ/590/2025

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Η απόφαση 0590/2025 του Δευτέρου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αφορά την κατάργηση δίκης που ξεκίνησε με αγωγή της ενάγουσας κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών “Κοργιαλένειο - Μπενάκειο” Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 8ης Απριλίου 2025, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας δήλωσε προφορικά την παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, έχοντας ρητή και ειδική πληρεξουσιότητα από την ενάγουσα. Η αγωγή ζητούσε την καταβολή 50.000,00 ευρώ, το οποίο καταλογίστηκε σε βάρος της, καθώς και 25.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Βάσει των διατάξεων του ν. 4700/2020 περί παραίτησης από ένδικο βοήθημα, το Δικαστήριο κήρυξε τη δίκη καταργημένη και απάλλαξε την ενάγουσα από τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ/487/2025

Η απόφαση αφορά αγωγή πρώην υγειονομικού υπαλλήλου του ΕΟΠΥΥ, η οποία ζητούσε την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η ενάγουσα, ευρισκόμενη σε άδεια άνευ αποδοχών, έλαβε και αργότερα επέστρεψε στον ΕΟΠΥΥ συνολικό ποσό 29.309,80 ευρώ ως αχρεωστήτως καταβληθείσες αποδοχές. Η ενάγουσα υποστήριξε ότι μέρος αυτού του ποσού, συγκεκριμένα 3.346,11 ευρώ, είχε καταβληθεί χωρίς να οφείλεται. Το Δικαστήριο, αφού εξέτασε τη δικογραφία και τους υπολογισμούς, έκρινε ότι ο ΕΟΠΥΥ είχε νόμιμη απαίτηση μόνο για 27.965,52 ευρώ. Αποφασίστηκε εν μέρει η αποδοχή της αγωγής και η υποχρέωση του ΕΟΠΥΥ να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 1.344,28 ευρώ, νομιμοτόκως από 19.11.2018, απαλλάσσοντας παράλληλα τον Οργανισμό από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας.


ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/599/2021

ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται η αναίρεση της 39/2019 απόφασης του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.(....)Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 9954/10.4.2014 απόφασης του Διοικητή του ως άνω Νοσοκομείου και περιορίσθηκε το σε βάρος της, συνεπεία ανακλήσεως του διορισμού της λόγω πλαστογραφίας του βαθμού του πτυχίου της, καταλογισθέν ποσό των 179.014,40 ευρώ, στο ύψος των 50.000,00 ευρώ, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας(....)Υπό τις ως άνω ειδικές περιστάσεις, ο τυχόν σε βάρος της αναιρεσείουσας καταλογισμός, έστω και του μειωθέντος ποσού των 50.000,00 ευρώ, δεν επιτυγχάνει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ του σκοπού που υπηρετεί (αποκατάσταση της δημοσιονομικής νομιμότητας εξαιτίας της αναδρομικής ανατροπής της υπαλληλικής σχέσης) καθόσον αφ’ ενός μετατρέπει την ανάκληση του διορισμού σε κύρωση αφ’ ετέρου άγει σε πλουτισμό του Νοσοκομείου σε βάρος της περιουσίας της.Αναιρεί  την 39/2019 απόφαση του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Διακρατεί και δικάζει την υπόθεση.Δέχεται την από 30.9.2014 (με  ΑΒΔ 367/2014) έφεση αυτής.Ακυρώνει την 16944/30.6.2014 καταλογιστική πράξη του Διοικητικού Συμβουλίου του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών “… - …” Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού».


ΕφΑθ. 644/2017

Παροχή εξαρτημένης εργασίας..:Με βάση τις ανωτέρω συμβάσεις η ενάγουσα, καθ όλο το χρονικό διάστημα από 1.10.2005 έως 30.9.2010, εργαζόταν στο Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης του εναγόμενου με την ιδιότητα του ειδικού εφαρμογών πληροφορικής, απασχολούμενη συγκεκριμένα με τον σχεδιασμό και την συντήρηση ιστοσελίδων για το πρόγραμμα διδασκαλίας εξ αποστάσεως. .. Η ενάγουσα, δηλαδή, έθετε την εργασία της στη διάθεση του εναγόμενου και δεν είχε αναλάβει την επίτευξη οποιουδήποτε συγκεκριμένου αποτελέσματος. Εξάλλου, το εναγόμενο κατέβαλλε την αμοιβή της ενάγουσας κάθε μήνα, και συγκεκριμένα κατέβαλλε σ αυτή το ποσό που προέκυπτε από το μερισμό της συνολικής αμοιβής με τον αριθμό των μηνών της κάθε σύμβασης, ενώ της κατέβαλλε επίσης επιδόματα εορτών και αδείας και της χορηγούσε έγγραφες βεβαιώσεις των μηνιαίων αποδοχών της ήταν δε ασφαλισμένη στο Ι.Κ.Α., με εργοδότη της το εναγόμενο. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ενάγουσα παρείχε στο εναγόμενο εξαρτημένη εργασία καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού, οι δε πιο πάνω καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις έργου ήταν ψευδεπίγραφες και προσχηματικές. ..η ενάγουσα συνδεόταν με το εναγόμενο, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα της εργασίας της σ αυτό, με απλή σχέση εργασίας, την οποία το εναγόμενο είχε δικαίωμα να καταγγείλει οποτεδήποτε, όχι όμως πριν περάσει έτος από τον τοκετό της εργαζόμενης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα στις 19.6.2010 απέκτησε τέκνο, γεγονός το οποίο γνώριζε το εναγόμενο, καθόσον είχε χορηγήσει σ αυτή τη σχετική άδεια και επομένως δεν είχε δικαίωμα να καταγγείλει την εργασιακή σχέση της ενάγουσας πριν την συμπλήρωση έτους από τον τοκετό, ήτοι πριν από την 19.6.2011. .. Κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως κατ ουσίαν αβάσιμη η αγωγή ως προς την ανωτέρω πρώτη επικουρική της βάση και να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς την δεύτερη επικουρική αυτής βάση και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.838,08 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που το κάθε επί μέρους ποσό έπρεπε να καταβληθεί, ήτοι από το τέλος εκάστου μηνός που αυτό αφορά.


ΔΕφΑθ/1235/2025

Με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα εταιρεία, επικαλούμενη τη ... διοικητική σύμβαση με αντικείμενο την παροχή της υπηρεσίας συμβούλου για την αναδιοργάνωση των δομών και την εκπόνηση σχεδίου στελέχωσης του εναγόμενου Δήμου, με απευθείας ανάθεση, ζητά παραδεκτώς να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του τελευταίου να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 14.880,00 ευρώ, ως συμβατικό τίμημα, λόγω μη καταβολής της συμφωνηθείσας αμοιβής, παρά την εκπλήρωση εκ μέρους της των συμβατικών της υποχρεώσεων, κατόπιν παράδοση και παραλαβής των συμφωνηθεισών υπηρεσιών, άλλως, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ), νομιμοτόκως, από την επόμενη ημέρα μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής των υπηρεσιών που έλαβε χώρα στις 30-11-2018, άλλως από την επίδοση της αγωγής της στον εναγόμενο Δήμο και μέχρι την πλήρη εξόφληση του ως άνω ποσού.(...)Περαιτέρω, ενόψει του ότι όπως εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, για την παραλαβή των συμφωνηθεισών υπηρεσιών που αποτέλεσαν αντικείμενο της προεκτεθείσας σύμβασης, συντάχθηκε το από 30.11.2018 πρωτόκολλο οριστικής παραλαβής της αρμόδιας προς τούτο Επιτροπής Παραλαβής του εναγόμενου Δήμου, που εγκρίθηκε με τη με αριθ. …/…2018 απόφαση της ... Συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου του εναγομένου Δήμου, από τα οποία προκύπτει η οριστική παραλαβή των εν λόγω παρασχεθεισών από την ενάγουσα εταιρεία υπηρεσιών που είχαν εκτελεστεί προσηκόντως σύμφωνα με τους συμβατικούς όρους έναντι του ποσού ύψους 14.880,00 ευρώ, βάσει και του εκδοθέντος από την ίδια τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ενάγουσα εταιρεία έχει εκπληρώσει προσηκόντως τις συμβατικές της υποχρεώσεις έναντι του εναγόμενου Δήμου και, επομένως, ο τελευταίος, λαμβανομένου υπόψη ότι το προσκομισθέν από την ενάγουσα εταιρεία τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών δεν έχει εισέτι εξοφληθεί, οφείλει να της καταβάλει το συνολικό ποσό ύψους 14.880,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., νομιμοτόκως, με το προβλεπόμενο στην υποπαρ. Ζ.5. της παρ. Ζ΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 επιτόκιο, υπολογιζόμενο από την τριακοστή πρώτη (31η) ημέρα από την ημερομηνία παράδοσης και παραλαβής των ως άνω υπηρεσιών, που έλαβε χώρα στις 30-11-2018, δηλαδή από την 31η-12-2018 έως την πλήρη εξόφληση, κατ΄ αποδοχή ως βάσιμης της κρινόμενης αγωγής της ενάγουσας εταιρείας, όσα δε περί του αντιθέτου προβάλλει ο εναγόμενος Δήμος απορρίπτονται ως αβάσιμα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται την αγωγή.



ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/87/2020

Συμβάσεις πώλησης ιατρικών – φαρμακευτικών προϊόντων..Με δεδομένο, όμως, ότι όλες οι επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν εντός των ετών 2006 και 2007, η παραγραφή των αντίστοιχων αγωγικών αξιώσεων άρχιζε από 1.1.2007 και 1.1.2008 και συμπληρωνόταν την 31.12.2011 και την 31.12.2012 αντίστοιχα. Με την ασκηθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από 16.6.2015 αγωγή της, η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο την 29.6.2015, η ενάγουσα ζήτησε, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εξαιτίας της μη τήρησης του απαιτούμενου από το νόμο για τη σύναψή τους έγγραφου τύπου, το ποσό των 56.039,84 ευρώ ως ισόποση δαπάνη που το εναγόμενο ΝΠΔΔ εξοικονόμησε και στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν προμηθευόταν το ιατροφαρμακευτικό υλικό με έγκυρες συμβάσεις από άλλο πρόσωπο. Από το χρόνο, όμως, που γεννήθηκε η επίδικη αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη μέχρι την άσκηση της ως άνω αγωγής (29.6.2015), παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των πέντε ετών, με αποτέλεσμα να έχει παραγραφεί η αξίωση αυτή της ενάγουσας έναντι του εναγομένου ΝΠΔΔ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας (άρθρα 48 παρ. 1 και 49 ν.δ. 496/1974), κατά την βάσιμη σχετική ένσταση του τελευταίου, ζήτημα άλλωστε, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 52 εδ. γ΄ του ν.δ. 496/1974). Και ναι μεν η ενάγουσα επικαλείται διακοπή της παραγραφής με την επίδοση της προγενέστερης από 18.4.2011 (με αριθμό κατάθεσης …./2011) αγωγής της στο εναγόμενο πριν την πάροδο της πενταετίας, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, με την ως άνω προγενέστερη αγωγή της η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει, ως οφειλόμενο τίμημα από τις συμβάσεις πώλησης (σε συνδυασμό με τις συμβάσεις εκχώρησης), την αξία των πωληθέντων ιατροφαρμακευτικών υλικών εντόκως από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την επίδοση εκάστου τιμολογίου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3437/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., η οποία δέχθηκε εν μέρει αυτήν, ως βάσιμη κατ’ ουσία, ως προς τα αναφερόμενα τιμολόγια πώλησης που δεν υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο και απέρριψε αυτήν, ως αόριστη, ως προς τα λοιπά τιμολόγια, που υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο. Η αγωγή, όμως, αυτή είχε ιστορική και νομική αιτία διάφορη της μεταγενέστερης από 16.6.2015 αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για τα ίδια αυτά τιμολόγια, δεδομένου ότι η ευθύνη του εναγομένου στην πρώτη αγωγή στηριζόταν αποκλειστικά στη σύμβαση πώλησης, ενώ στην μεταγενέστερη αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή σε εντελώς διαφορετική ιστορική και νομική βάση. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας για να επέλθει διακοπή της παραγραφής λόγω της ασκηθείσης πρώτης χρονικά αγωγής και της επανέγερσής της κατ’ άρθρο 263 ΑΚ (το οποίο έχει εφαρμογή και στην παραγραφή των κατά των ΝΠΔΔ χρηματικών απαιτήσεων, ενόψει του ότι δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση με το ν.δ. 496/1974), πρέπει η μεταγενέστερη αγωγή να έχει την ίδια ιστορική και νομική βάση με την αρχική αγωγή, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση ως προς τις αγωγές αυτές (ήτοι την αρχική που ασκήθηκε με βάση τη σύμβαση πώλησης και την μεταγενέστερη που ασκήθηκε με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό), οι οποίες εισάγουν διαφορετικά αντικείμενα δίκης, δεδομένου ότι το πραγματικό των εφαρμοζομένων διατάξεων είναι διαφορετικό στις δύο αυτές περιπτώσεις, ενώ και οι έννομες συνέπειες (νομική θεμελίωση) είναι, επίσης, διαφορετικές κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως παραγεγραμμένη την αξίωση της ενάγουσας και, συνακόλουθα, ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή, κατά παραδοχή του περί παραγραφής ισχυρισμού του εναγόμενου ΝΠΔΔ, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν στη ίδια ως άνω νομική σκέψη της και, ως εκ τούτου, ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.


ΠΟΛ.ΠΡΩΤ.ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ/4029/2020

Σύμβαση έργου....Συνεπώς, εφόσον τα συμβαλλόμενα μέρη δεν προέβησαν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις, όπως απαιτείται κατά τα αναφερόμενα στην πιο πάνω νομική σκέψη για το κύρος της σύμβασης συμβιβασμού, η σύμβαση αυτή συνιστά αιτιώδη αναγνώριση εκ μέρους του εναγομένου του χρέους που επρόκειτο να προκύψει από την τελικές επιμετρήσεις του πραγματογνώμονα μηχανικού (άρθρο 361 ΑΚ), χαρακτηρισμός άλλωστε που ιστορείται ότι προσδόθηκε σε αυτήν από τα συμβαλλόμενα μέρη κατά την κατάρτισή της. Περαιτέρω, η σύμβαση αυτή δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη ώστε να είναι άκυρη κατά τη διάταξη του άρθρου 178 AK, καθόσον το ποσό που συμφωνήθηκε ότι τελικά θα οφείλεται δεν προσδιορίστηκε μονομερώς από το εναγόμενο, αλλά εξαρτήθηκε από το πόρισμα της έκθεσης του πολιτικού μηχανικού που ανέλαβε την τελική κοστολόγηση των εργασιών και των υλικών του επιδίκου έργου, η οποία, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της αντικειμενικότητάς της, θα ήταν δυνατόν να καταλήξει σε κρίση ως προς το οφειλόμενο ποσό ίδια ή παραπλήσια με το ποσό για το οποίο εκτίθεται ότι εξεδόθη και η επιταγή σε διαταγή της ενάγουσας μετά την παράδοση του έργου. Η δε ενάγουσα ιστορείται ότι αποδέχθηκε κατά τη σύναψη της σύμβασης τον πιθανό περιορισμό της απαίτησής της βάσει της έκθεσης του πραγματογνώμονα μηχανικού προκειμένου να διευθετηθεί άμεσα η διαφορά, χωρίς την ανάγκη διενέργειας αναγκαστικής εκτέλεσης που είναι μακρόχρονη και πολυδάπανη, τον οποίο βεβαίως δε θα αμφισβητούσε εάν η παραπάνω έκθεση κατέληγε σε συμπέρασμα ευνοϊκό για την ίδια. Εξάλλου, η εν λόγω σύμβαση δε δύναται να θεωρηθεί άκυρη ούτε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 179 ΑΚ, πρωτίστως διότι η εφαρμογή της διάταξης αυτής αποκλείεται επί δικαιοπραξιών στις οποίες δεν υπάρχει ανταλλαγή παροχών και γενικότερα επί ετεροβαρών δικαιοπραξιών (ΑΠ 429/2015, ΑΠ 1121/2002, ΤρΕφΛαρ 54/2013 ΤρΝομΠλ ΝΟΜΟΣ), όπως η προκειμένη που, όπως πιο πάνω εκτέθηκε, έχει χαρακτήρα αιτιώδους αναγνώρισης χρέους (για το ότι η σύμβαση αναγνώρισης χρέους είναι ετεροβαρής, βλ. ΑΠ 294/2018 ΤρΝομΠλ ΝΟΜΟΣ) και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι με τη σύμβαση αυτή δε συμφωνήθηκε συγκεκριμένο ποσό οφειλής ώστε να τεθεί ζήτημα σύγκρισής του με την ιστορούμενη αμετακλήτως επιδικασθείσα απαίτηση της ενάγουσας. Η δε εκτιθέμενη συμπεριφορά του εναγομένου, που δολίως παρέπεισε την ενάγουσα να καταρτίσει τη συγκεκριμένη σύμβαση με τη διαβεβαίωση ότι η πραγματογνωμοσύνη που θα διενεργηθεί θα είναι αντικειμενική και δίκαιη, ενώ στην πραγματικότητα είχε εξαρχής ειλημμένη την απόφαση να επηρεάσει υπέρ των δικών του συμφερόντων τον ορισθέντα ως διαιτητικό πραγματογνώμονα μηχανικό, ώστε να προβεί σε εσκεμμένα εσφαλμένες κρίσεις και παραλείψεις που μείωσαν αυθαίρετα το τελικό κόστος του έργου και τη συνακόλουθη αμοιβή της, συνιστά απάτη που δε συνεπάγεται την αυτοδίκαιη ακυρότητα της επίδικης σύμβασης ως αντικείμενης στα χρηστά ήθη ή ως αισχροκερδούς, όπως αβάσιμα διατείνεται η ενάγουσα, αλλά, αληθής υποτιθέμενη, συνιστά αδικοπραξία και καθιστά αυτήν ακυρώσιμη με τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 147 επ. ΑΚ, τις οποίες όμως δεν επικαλείται η ενάγουσα, αφού η αγωγή δεν περιλαμβάνει τέτοια βάση. Πρέπει επομένως η αγωγή να απορριφθεί ως μη νόμιμη και να καταδικαστεί η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, στα αναφερόμενα στο διατακτικό δικαστικά έξοδα του εναγομένου, κατά παραδοχή του σχετικού του αιτήματος που περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις του (άρθρο 176 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων-Ν. 4194/2013).


ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/78/2019

Δεδουλευμένες αποδοχές σε σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου...Επομένως, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ενάγουσα απασχολήθηκε στον εναγόμενο Δήμο οφείλεται σε αυτήν, για τις ως άνω αιτίες, το συνολικό ποσό των 3.768,94 ευρώ που πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής ως την πλήρη εξόφληση. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που αποφάνθηκε ομοίως και δέχτηκε κατά ένα μέρος την αγωγή της ενάγουσας, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το προαναφερόμενο ποσό, νομιμοτόκως από την επομένη επίδοσης της αγωγής, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από τον εναγόμενο-εκκαλούντα, με τον σχετικό πρώτο λόγο της εφέσεώς του πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.Κατά συνέπεια, καθόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νόμιμου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 παρ. 2 ν. 3463/2006 (βλ.ΑΠ 1679/2011, ΕΑ 5290/2015, ΕφΠειρ 714/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.


Μ.ΕΦ.ΠΕΙΡΑΙΑ/237/2024

ΕΚΧΩΡΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ-ΤΟΚΟΣ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ-ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ. Με βάση τα ανωτέρω η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή κατά την κύρια βάση της όσον αφορά την έγκυρη σύμβαση για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμόν …../11-3-2008 τιμολόγιο πώλησης και να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 2.072,78 ευρώ, νομιμοτόκως σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003 ενόψει του ότι έγκυρη αυτή σύμβαση πώλησης καταρτίσθηκε υπό την ισχύ του π.δ. 166/2003, μετά την πάροδο 60 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής των πωληθέντων σ` αυτό από την ίδια υλικών, δηλαδή σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρ. 4 του π.δ/τος 166/2003 και με επιτόκιο το προβλεπόμενο στο άρθρο αυτό επιτόκιο (ΑΠ 766/2014 ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, δεδομένης της ακυρότητας των λοιπών ως άνω επίδικων συμβάσεων πώλησης, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν κατά την επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού και να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικο ποσό των 20.337,76 ευρώ, νομιμοτόκως (6%) ετησίως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής (αρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974) και μέχρις εξοφλήσεως, εφόσον αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο πλούτισε αδικαιολόγητα κατά το συνολικό ποσό των πιο πάνω ανεξόφλητων τιμολογίων, δηλαδή κατά το ποσό των 20.337,76 ευρώ, χωρίς νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού αυτού, σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας ως εκδοχέα της απαίτησης εξ αυτών, καθόσον, μολονότι κατά τα άνω παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα παραδοθέντα προϊόντα αξίας 20.337,76 ευρώ από την εκχωρήτρια εταιρεία (……………..), δυνάμει άκυρων συμβάσεων πώλησης , αρνείται να εξοφλήσει την αξία τους που συμπίπτει με το αντίστοιχο συνολικό τίμημα, εξοικονομώντας τη δαπάνη στην οποία θα προέβαινε προκειμένου να τα αποκτήσει, αν αγόραζε τα ίδια εμπορεύματα από άλλο προμηθευτή δυνάμει έγκυρων συμβάσεων πώλησης και οφείλει να αποδώσει τον πιο πάνω πλουτισμό.


ΕΣ/ΤΜ.5/3828/2013

ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ (...) καταλογισθεί με το ποσό των 4.071,77 ευρώ, το οποίο φερόταν ότι είχε εισπράξει αχρεωστήτως ως αναδρομικές αποδοχές ενέργειας για το χρονικό διάστημα από 29.6.1999 έως 7.7.2000. Περαιτέρω, με την παραδεκτώς σωρευόμενη στο δικόγραφο της έφεσης αγωγή, η εκκαλούσα-ενάγουσα ζητεί, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να επιστρέψει σε αυτή, νομιμοτόκως, το ποσό των 4.071,77 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό του ως άνω καταλογισμού που φέρεται ότι κατέβαλε χωρίς νόμιμη αιτία.(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙΙ της παρούσας, η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή καταλογιστική πράξη που προσβάλλεται παραδεκτώς με έφεση, αλλά απάντηση της δημοσιολογιστικής Διοίκησης επί αίτησης θεραπείας της εκκαλούσας-ενάγουσας, η οποία, μάλιστα, στερείται εκτελεστότητας, αφού δεν εκδόθηκε κατόπιν νέας έρευνας του πραγματικού της υπόθεσης. Εξάλλου, η Διοίκηση, σε κάθε περίπτωση, δεν είχε υποχρέωση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα-ενάγουσα, να επανεξετάσει την υπόθεση και να ανακαλέσει την προαναφερόμενη καταλογιστική απόφαση, λόγω της έκδοσης της προαναφερόμενης 1985/2006 απόφασης του Τμήματος τούτου που αφορά ομοίου περιεχομένου ατομική διοικητική (καταλογιστική) πράξη. Τούτο δε, καθόσον, ενόψει του ότι, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει, κατ’ αρχήν, υποχρέωση να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής τους ή έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί, κατ’ εξαίρεση, η υποχρέωση αυτή, θα έπρεπε η τελευταία αυτή πράξη να έχει ακυρωθεί για το λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική διοικητική πράξη χωρίς νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση.(...) Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο, για την ασφαλή διάγνωση της υπόθεσης, να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της υπό κρίση αγωγής, προκειμένου να προσκομισθούν, με επιμέλεια μεν της Διεύθυνσης Οικονομικών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας: 1) η ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών σχετικά με την αποκατάσταση της εκκαλούσας-ενάγουσας στην υπηρεσία, 2) η διοικητική πράξη, με την οποία αποκαταστάθηκε η ανωτέρω στην υπηρεσία και 3) η διοικητική πράξη, με την οποία της χορηγήθηκαν αναδρομικά οι αποδοχές που καταλογίσθηκαν εις βάρος της, με επιμέλεια δε της εκκαλούσας-ενάγουσας, τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι αυτή επέστρεψε τις εν λόγω αποδοχές στην Υπηρεσία της. Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την έφεση. Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 6 Ιουνίου 2007 αγωγής της … του …. Διατάσσει τη συμπλήρωση των αποδείξεων κατά τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της απόφασης.



ΕΣ/ΤΜ.5/3829/2013

ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ (...) είχε καταλογισθεί με το ποσό των 4.257,45 ευρώ, το οποίο φερόταν ότι είχε εισπράξει αχρεωστήτως ως αναδρομικές αποδοχές ενέργειας για το χρονικό διάστημα από 29.6.1999 έως 7.7.2000. Περαιτέρω, με την παραδεκτώς σωρευόμενη στο δικόγραφο της έφεσης αγωγή, η εκκαλούσα-ενάγουσα ζητεί, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να επιστρέψει σε αυτή, νομιμοτόκως, το ποσό των 4.257,45 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό του ως άνω καταλογισμού που φέρεται ότι κατέβαλε χωρίς νόμιμη αιτία.(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙΙ της παρούσας, η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή καταλογιστική πράξη που προσβάλλεται παραδεκτώς με έφεση, αλλά απάντηση της δημοσιολογιστικής Διοίκησης επί αίτησης θεραπείας της εκκαλούσας-ενάγουσας, η οποία, μάλιστα, στερείται εκτελεστότητας, αφού δεν εκδόθηκε κατόπιν νέας έρευνας του πραγματικού της υπόθεσης. Εξάλλου, η Διοίκηση, σε κάθε περίπτωση, δεν είχε υποχρέωση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα-ενάγουσα, να επανεξετάσει την υπόθεση και να ανακαλέσει την προαναφερόμενη καταλογιστική απόφαση, λόγω της έκδοσης της προαναφερόμενης 1985/2006 απόφασης του Τμήματος τούτου που αφορά ομοίου περιεχομένου ατομική διοικητική (καταλογιστική) πράξη. Τούτο δε, καθόσον, ενόψει του ότι, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει, κατ’ αρχήν, υποχρέωση να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής τους ή έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί, κατ’ εξαίρεση, η υποχρέωση αυτή, θα έπρεπε η τελευταία αυτή πράξη να έχει ακυρωθεί για το λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική διοικητική πράξη χωρίς νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση. Κατά συνέπεια, η ένδικη έφεση, αφού στρέφεται κατά πράξης που δεν προσβάλλεται παραδεκτώς με έφεση, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.(...)Πλην όμως, μεταξύ των στοιχείων του φακέλου της υπόθεσης δεν περιλαμβάνονται τα ακόλουθα: α) η ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών σχετικά με την αποκατάσταση της εκκαλούσας-ενάγουσας στην υπηρεσία, β) οι διοικητικές πράξεις, με τις οποίες, σε συμμόρφωση προς την εν λόγω δικαστική απόφαση, η ανωτέρω αποκαταστάθηκε στην υπηρεσία τόσο βαθμολογικά, όσο και μισθολογικά και γ) τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η εκκαλούσα-ενάγουσα επέστρεψε στην Υπηρεσία της τις καταλογισθείσες εις βάρος της, ως αχρεωστήτως ληφθείσες, αποδοχές. Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την έφεση. Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 6 Ιουνίου 2007 αγωγής της … του …. Διατάσσει τη συμπλήρωση των αποδείξεων κατά τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της απόφασης.