ΕλΣυν.Κλ.Τμ.7/12/2016
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Με τα δεδομένα αυτά, από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της ελεγχόμενης σύμβασης προκύπτει ότι αυτή δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της προγραμματικής συμφωνίας του άρθρου 100 του ν. 3852/2010, αλλά συνιστά κατ’ ουσίαν απευθείας ανάθεση εξ επαχθούς αιτίας δημόσιας σύμβασης υπηρεσιών από το Δήμο στο Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου …. Και τούτο διότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμπράττουν ισόρροπα, εκκινώντας από κοινή αφετηρία, με σκοπό την εκτέλεση κοινά εξυπηρετούμενου δημόσιου σκοπού, αλλά επιδιώκουν την ικανοποίηση όλως διακριτών και αντιθέτων συμφερόντων, καθόσον ο Δήμος ..., λειτουργώντας ως Αναθέτουσα Αρχή (η οποία ασκεί εποπτεία κατά την εκτέλεση των υπηρεσιών) αποσκοπεί στην αναβάθμιση της πληροφοριακής υποδομής και στον έλεγχο των δεδομένων του υφιστάμενου Γεωγραφικού Πληροφοριακού Συστήματος (GIS), προκειμένου αφενός το σύστημα αυτό να καταστεί πιο ελκυστικό προς τις υπηρεσίες του που το χρησιμοποιούν και αφετέρου να εξασφαλισθεί η έγκυρη πληροφόρηση και η βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τον πολίτη, το δε Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου … επέχει θέση κοινού αντισυμβαλλομένου (στην από 15/2013 σχετική μελέτη αναφέρεται ως «ανάδοχος») που ελέγχεται ως προς την προσήκουσα εκπλήρωση της σύμβασης και σκοπεί στη λήψη του καθορισμένου συμβατικού ανταλλάγματος.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/Κλ.Τμ.7/138/2017
Καταβολή αμοιβής ποσού για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε εκτέλεση συναφθείσας προγραμματικής σύμβασης με σκοπό την επιμόρφωση υπαλλήλων του Δήμου.(...)Με τα δεδομένα αυτά, από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της ελεγχόμενης σύμβασης προκύπτει ότι αυτή δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της προγραμματικής συμφωνίας του άρθρου 100 του ν. 3852/2010, αλλά συνιστά κατ’ ουσία απευθείας ανάθεση δημόσιας σύμβασης υπηρεσιών από το Δήμο ... στο Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου Πειραιώς. Και τούτο διότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμπράττουν ισόρροπα, εκκινώντας από κοινή αφετηρία, με σκοπό την εκτέλεση κοινά εξυπηρετούμενου δημόσιου σκοπού, αλλά επιδιώκουν την ικανοποίηση όλως διακριτών και αντιθέτων συμφερόντων, καθόσον ο Δήμος ..., λειτουργώντας ως Αναθέτουσα Αρχή η οποία ασκεί εποπτεία κατά την εκτέλεση των υπηρεσιών, αποσκοπεί στην επιμόρφωση των υπαλλήλων του, το δε Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου Πειραιώς επέχει θέση κοινού αντισυμβαλλομένου, που ελέγχεται ως προς την προσήκουσα εκπλήρωση της σύμβασης και αποβλέπει στη λήψη του καθορισμένου συμβατικού ανταλλάγματος (πρβλ. Ε.Σ. Πράξ. Κ.Π.Ε.Δ στο VII Τμ. 12/2016).(...)Σημειώνεται δε ότι η ως άνω απευθείας ανάθεση της ελεγχόμενης σύμβασης αντιβαίνει στο άρθρο 118 του ν. 4412/2016, αφού η δαπάνη της υπερβαίνει το ανώτατο όριο των 20.000 ευρώ, μέχρι του οποίου είναι επιτρεπτή, βάσει του άρθρου αυτού, η απευθείας ανάθεση από τους δήμους των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, περαιτέρω, δεν αποδεικνύεται, από τον έχοντα το σχετικό βάρος απόδειξης Δήμο, ότι συντρέχουν, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 32 του ν. 4412/2016 για την προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της ανάθεσης με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση σχετικής προκήρυξης.(...)Τέλος, βάσιμος καθίσταται και ο τρίτος λόγος διαφωνίας της Επιτρόπου, καθόσον από τα στοιχεία του φακέλου δεν αποδεικνύεται η συνδρομή υπηρεσιακών αναγκών επιμόρφωσης των υπαλλήλων του ανωτέρω Δήμου, που για λόγους αντικειμενικούς δεν μπορούσαν να καλυφθούν στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων είτε του Ινστιτούτου Επιμόρφωσης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, είτε του οικείου δημόσιου φορέα (βλ. Πρ. VII Τμ. 256/2010).
ΕλΣυν.Τμ.7(ΚΠΕ)/139/2017
Προμήθεια και υποστήριξη λογισµικού γεωγραφικών πληροφοριών (...)Με τα δεδομένα αυτά, από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της ελεγχόμενης σύμβασης προκύπτει ότι αυτή δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της προγραμματικής συμφωνίας του άρθρου 100 του ν. 3852/2010, αλλά συνιστά κατ’ ουσία απευθείας ανάθεση από το Δήμο ... στο Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου … δημόσιας σύμβασης προμηθειών. Και τούτο, διότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμπράττουν ισόρροπα, εκκινώντας από κοινή αφετηρία, με σκοπό την εκτέλεση κοινά εξυπηρετούμενου δημόσιου σκοπού, αλλά επιδιώκουν την ικανοποίηση όλως διακριτών και αντιθέτων συμφερόντων, καθόσον ο Δήμος ..., λειτουργώντας ως Αναθέτουσα Αρχή (η οποία ασκεί εποπτεία κατά την εκτέλεση των υπηρεσιών), αποσκοπεί στην απόκτηση του ως άνω λογισμικού, το δε Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου … επέχει θέση κοινού αντισυμβαλλομένου που ελέγχεται ως προς την προσήκουσα εκπλήρωση της σύμβασης και σκοπεί στη λήψη του καθορισμένου συμβατικού ανταλλάγματος. Ειδικότερα, η συμβολή του Δήμου περιορίζεται στην καταβολή της δαπάνης για την εκτέλεση του συμβατικού αντικειμένου, ενώ το Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου … υποχρεούται στην εκτέλεση, μέσω του Εργαστηρίου Τοπικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης που διαθέτει, του συμβατικού αντικειμένου έναντι καταβολής ανταλλάγματος (πρβλ. Ε.Σ. Πράξ. Κ.Π.Ε.Δ στο VII Τμ. 12/2016). Στην ερμηνευτική αυτή εκδοχή συνηγορεί αφενός μεν η επιβάρυνση του ποσού του προϋπολογισμού της σύμβασης με Φ.Π.Α., ο οποίος επιβάλλεται στις δημόσιες συμβάσεις παροχής προμηθειών, όχι όμως και στις προγραμματικές συμβάσεις, αφετέρου δε το γεγονός ότι η υλοποίηση της σύμβασης δεν προϋποθέτει την περαιτέρω σύναψη εκτελεστικών συμβάσεων, αλλά εξαντλείται στην εκτέλεση του συμβατικού αντικειμένου από το Πανεπιστήμιο …(βλ. Ε.Σ. Πράξ. VII Τμ. 29/2015, Κ.Π.Ε.Δ. στο VII Τμ. 305/2015). Εξάλλου, απορριπτέος καθίσταται και ο προβαλλόμενος με το έγγραφο επιστροφής του Δήμο ... ισχυρισμός ότι αντικείμενο της επίμαχης σύμβασης είναι η παροχή υπηρεσιών αναπτυξιακού χαρακτήρα, καθόσον η ελεγχόμενη «προγραμματική σύμβαση» αφορά προμήθεια. Συνεπώς, η ελεγχόμενη σύμβαση, όπως βασίμως προβάλλεται από τη διαφωνούσα Επίτροπο, συνιστά στην πραγματικότητα σύμβαση παροχής προμηθειών προς το Δήμο, οι οποίες είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό και παρέχονται ελεύθερα στον ιδιωτικό τομέα από οποιονδήποτε δραστηριοποιούμενο στο σχετικό τομέα πάροχο (πρβλ. Ε.Σ. Πράξ. VII Τμ. 240/2011). Σημειώνεται δε ότι η ως άνω απευθείας ανάθεση της ελεγχόμενης σύμβασης αντιβαίνει στο άρθρο 118 του ν. 4412/2016, αφού η δαπάνη της υπερβαίνει το ανώτατο όριο των 20.000 ευρώ, μέχρι του οποίου είναι επιτρεπτή, βάσει του άρθρου αυτού, η απευθείας ανάθεση από τους δήμους των συμβάσεων παροχής προμηθειών, ενώ, περαιτέρω, δεν αποδεικνύεται, από τον έχοντα το σχετικό βάρος απόδειξης Δήμο, ότι συντρέχουν, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 32 του ν. 4412/2016 για την προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της ανάθεσης με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση σχετικής προκήρυξης. Εξάλλου, το ότι η εταιρεία του λογισµικού Lucy έχει αποκλειστικό σύµφωνο συνεργασίας µε το Πανεπιστήµιο …, «και ως εκ τούτου η µοναδικότητα της διάθεσης γίνεται από το Πανεπιστήµιο» δεν ασκεί επιρροή, καθώς, πέραν του ότι αφορά 1 από τα 7 παρεχόμενα είδη, δεν προκύπτει στην υπό κρίση περίπτωση ότι δεν υπάρχει εύλογη εναλλακτική λύση ή υποκατάστατο (βλ. άρθρο 32 παρ. 2 β, περ. γγ δεύτερο εδάφιο του ν. 4412/2016). Εξάλλου, επισημαίνεται ότι τα προμηθευόμενα είδη δεν κατασκευάζονται αποκλειστικά για σκοπούς έρευνας, πειραματισμού, μελέτης ή ανάπτυξης (βλ. αρ. 32 παρ. 4 α του ν. 4412/2016 ). Τέλος, το γεγονός ότι το προσωπικό του Δήμου θα καταχωρεί γεωγραφικές πληροφορίες «στη λογισμική εφαρμογή», όπως προβάλλεται από τον Δήμο ..., πέραν του ότι δεν αποδεικνύεται από τα στοιχεία του φακέλου και δεν διευκρινίζεται ποια λογισμική εφαρμογή αφορά, δεν επηρεάζει την προδιαληφθεισα κρίση του Κλιμακίου, καθώς η διαχείριση και η λειτουργία του λογισμικού που προμηθεύεται ο Δήμος, δεν αποτελεί αντικείμενο της ελεγχόμενης σύμβασης. Κατόπιν αυτών και δοθέντος ότι η επίμαχη σύμβαση δεν αποτελεί γνήσια προγραμματική σύμβαση, καθίσταται αλυσιτελής η εξέταση του δεύτερου λόγου διαφωνίας της Επιτρόπου, σύμφωνα με τον οποίο η σύμβαση αυτή δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένες ρήτρες, κατά παράβαση του άρθρου 100 του ν. 3852/2010 (Ε.Σ. Πράξη Κ.Π.Ε.Δ. στο VII Τμ. 139/2016).
ΕλΣυνΚλ.Τμ.7/305/2015
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσης Πράξεως: Α) Η ελεγχόμενη σύμβαση δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της προγραμματικής συμφωνίας του άρθρου 100 του Ν. 3852/2010 διότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμπράττουν ισόρροπα, εκκινώντας από κοινή αφετηρία, με σκοπό την εκτέλεση κοινά εξυπηρετούμενου δημόσιου σκοπού, αλλά επιδιώκουν την ικανοποίηση όλως διακριτών και αντιθέτων συμφερόντων,...Β) Σύμφωνα με το περιεχόμενό της, η ελεγχόμενη, από 22.9.2014 σύμβαση, στερείται αυτοτέλειας, αλλά είναι το αναγκαίο παρακολούθημα της πρώτης, από 28.2.2014 φερόμενης ως προγραμματικής σύμβασης,..Γ) Το αντικείμενο της ελεγχόμενης σύμβασης, δεν θα μπορούσε να εκτελεσθεί από το προσωπικό που στελεχώνει την Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου, αφενός διότι προϋποθέτει την ύπαρξη εργαστηρίων για την πραγματοποίηση μετρήσεων, δοκιμών και ελέγχων, υλικοτεχνική δηλαδή υποδομή που δεν διαθέτει ο Δήμος..Δ) . Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον η σύναψη της από 22.9.2014 σύμβασης δεν είναι νόμιμη, διότι δεν συνιστά προγραμματική σύμβαση, αλλά υποκρύπτει μη νόμιμη απευθείας ανάθεση του αντικειμένου της από το Δήμο ... στο …, αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο έρεισμα για την καταβολή (μέσω του Ειδικού Λογαριασμού) στο φερόμενο ως δικαιούχο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, της συμφωνηθείσας αμοιβής του και, ως εκ τούτου, το χρηματικό ένταλμα, με το οποίο εντέλλεται η τοιαύτη πληρωμή δεν πρέπει να θεωρηθεί.Ο Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας δεν αποτελεί αντισυμβαλλόμενο του Δήμου ..., αλλά το μέσο (το Λογαριασμό), στον οποίο καταβάλλεται το τίμημα που προορίζεται για τον μόνο αντισυμβαλλόμενο, το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα (…)
ΕλΣυν.Κλ.7/207/2015
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Μη νόμιμη η καταβολή μέρους συμφωνηθείσας αμοιβής από Δημοτική Επιχείρηση σε ανώνυμη αναπτυξιακή εταιρεία για την εκτέλεση προγραμματικής σύμβασης, με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών τεχνικού συμβούλου, καθόσον: α) η ελεγχόμενη σύμβαση δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της προγραμματικής συμφωνίας του άρθρου 100 του Ν. 3852/2010, διότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμπράττουν ισόρροπα εκκινώντας από κοινή αφετηρία, με σκοπό την εκτέλεση κοινά εξυπηρετούμενου δημόσιου σκοπού, αλλά επιδιώκουν την ικανοποίηση όλως διακριτών και αντίθετων συμφερόντων και β) η κρινόμενη σύμβαση δεν αποτελεί γνήσια προγραμματική σύμβαση, αλλά κοινή εξ επαχθούς αιτίας δημόσια σύμβαση, η φύση της οποίας δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο αντισυμβαλλόμενος της Δημοτικής Επιχείρησης είναι η ανώνυμη αναπτυξιακή εταιρεία, δηλαδή φορέας που αποτελεί και ο ίδιος αναθέτουσα αρχή. Σύμφωνα δε με το αντικείμενό της, αυτή αφορά σε παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών επίβλεψης της εκτέλεσης έργων, για την ανάθεση των οποίων έπρεπε να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του ν. 3316/2005, οι οποίες καθιερώνουν ως κανόνα τη διενέργεια ανοικτού διαγωνισμού, διότι η απευθείας ανάθεση αυτών, χωρίς δημοσίευση προκήρυξης δεν βρίσκει έρεισμα στις διατάξεις του άρθρου 10 του νόμου αυτού.
ΕΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)55/2014
Προγραμματικές συμβάσεις.Μη νόμιμη η καταβολη που αφορουσε στη δαπάνη πληρωμής, στο "Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου ….", της «πρώτης δόσης χρηματοδότησης της προγραμματικής σύμβασης» για την "Παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών για την υποστήριξη του Δήμου στην αξιολόγηση και βελτίωση της οικονομικής του λειτουργίας με κατάρτιση και παρακολούθηση του Ολοκληρωμένου Πλαισίου Δράσης".(...)Υπό τα ανωτέρω δεδομένα και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: Από το παρατεθέν περιεχόμενο της ελεγχόμενης σύμβασης προκύπτει, κατά ορθό νομικό χαρακτηρισμό αυτής (βλ. ΑΠ. Ολ. 123/2012, 7/2011), ότι, αν και φέρεται ως προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του ν.3852/2010, αυτή συνιστά κατ' ουσία απευθείας ανάθεση υπηρεσιών από το Δήμο στο Πανεπιστήμιο ….. (κι όχι ως εσφαλμένως υπολαμβάνει, στο δεύτερο λόγο διαφωνίας της, η διαφωνούσα Επίτροπος στο "Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου …..", το οποίο αποτελεί υπηρεσιακή μονάδα του που δεν διαθέτει ιδία νομική οντότητα, και στο οποίο σύμφωνα, σε κάθε περίπτωση, με το άρθρο 3 παρ. 5 της ελεγχόμενης σύμβασης τα «ποσά της χρηματοδότησης της σύμβασης θα κατατίθενται από το Δήμο σ' αυτό», βλ. 219/2010, 377, 117/2009, 131/2006 πράξεις VII Τμ. Ελ.Συν., ΣτΕ 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 405/2007). Η ως άνω δε απευθείας ανάθεση αντιβαίνει στις μνημονευθείσες (ανωτέρω σκέψη 3) διατάξεις των άρθρων 209 παρ. 9 και 10 του Κ.Δ.Κ., καθόσον δεν συντρέχουν οι περιοριστικά αναφερόμενες στις εν λόγω διατάξεις περιπτώσεις που δικαιολογούν την προσφυγή στην εξαιρετική αυτή διαδικασία ανάθεσης, από τους δήμους, συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, από το αντικείμενο της ελεγχόμενης σύμβασης προεχόντως δε, από τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών προκύπτει ότι δεν αφορά σε αλληλοσυμπλήρωση αρμοδιοτήτων ή οικονομικοτεχνικών μέσων δημοσίων νομικών προσώπων στο πλαίσιο κοινά εξυπηρετούμενου δημόσιου σκοπού, που όπως προεκτέθηκε (ανωτέρω σκέψη 3) απαιτείται να αφορά η προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του ν.3852/2010. Αντίθετα, όπως προκύπτει, το Πανεπιστήμιο ….. υποχρεούται, έναντι καταβολής ανταλλάγματος από το Δήμο (30.000,00 ευρώ), στη παροχή προς αυτόν, απλώς, συγκεκριμένων υπηρεσιών συμβουλευτικής υποστήριξής του σε θέματα που αφορούν στην αξιολόγηση της υφιστάμενης οικονομικής κατάστασής του και εκπόνηση σχεδίου βελτίωσης αυτής, υπηρεσίες που είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό και παρέχονται ελεύθερα στον ιδιωτικό τομέα από οποιονδήποτε δραστηριοποιούμενο στο σχετικό τομέα πάροχο.
Π.Δ.363/1983
Σύσταση μίας τακτική θέσης στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών σύμφωνα με το Ν. 765/1978.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/69/2018
Προγραμματική σύμβαση.(..) με αντικείμενο την υποστήριξη του Δήμου για την εκπόνηση του Σχεδίου Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας.(..)Με αυτά τα δεδομένα, η ως άνω σύμβαση επί της οποίας ερείδεται η ελεγχόμενη δαπάνη αποτελεί γνήσια προγραμματική σύμβαση, καθώς τα συμβαλλόμενα μέρη αποτελούν δημόσιους φορείς που εκκινούν από κοινή αφετηρία συμφερόντων και συμπράττουν -κατά τις δυνατότητες εκάστου- ισόρροπα στην επίτευξη του αντικειμένου της σύμβασης, το οποίο συνάπτεται με το σκοπό δημοσίου συμφέροντος της ορθολογικής και αποτελεσματικής ρύθμισης των αστικών συγκοινωνιών. Περαιτέρω, ορίζεται κατά τρόπο σαφή και αναλυτικό ο προϋπολογισμός και το χρονοδιάγραμμα της σύμβασης, συγκροτείται η απαραίτητη κοινή Επιτροπή Παρακολούθησης και ορίζονται ρήτρες για την περίπτωση αθέτησης των συμβατικών υποχρεώσεων από τα συμβαλλόμενα μέρη, σύμφωνα με το άρθρο 100 του ν. 3852/2010. Ενόψει δε του προγραμματικού χαρακτήρα της σύμβασης, δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 209 παρ. 4 του ν. 3463/2006, που αφορά στις απευθείας αναθέσεις εκπόνησης μελετών και τις σχετικώς εξ επαχθούς αιτίας συναπτόμενες συμβάσεις. Κατ’ ακολουθία, η σύναψη της ελεγχόμενης σύμβασης είναι νόμιμη και το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα πρέπει να θεωρηθεί.
ΕλΣυν/Κλ.7/143/2015
Προγραμματικές συμβάσεις.(...) Από τις ως άνω διατάξεις (3852/2010,άρθρο 100) συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι οι προγραμματικές συμβάσεις είναι διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες που θέτουν το γενικό πλαίσιο για την οργάνωση και διαχείριση δημοσίων υπηρεσιών και την άσκηση συγκεκριμένης κάθε φορά δραστηριότητας, παρέχοντας τη δυνατότητα στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης να συμβάλλονται με άλλα δημόσια νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις Ο.Τ.Α., συνδυάζοντας ή αλληλοσυμπληρώνοντας τις αρμοδιότητες ή τα οικονομικοτεχνικά μέσα που διαθέτουν με εκείνα του αντισυμβαλλόμενου φορέα, προκειμένου να επιτευχθεί η εκπόνηση μελετών, η κατασκευή έργων ή η παροχή υπηρεσιών που εντάσσονται στο πλέγμα των αρμοδιοτήτων και των καταστατικών τους σκοπών (Πράξεις Κλιμ. Προλ.Ελ.Δαπανών στο VII Τμήμα 327/2014, 324/2014, 267/2014, 55/2014, Αποφάσεις VI Τμήματος 2967/2014, 3236/2013, 390/2013, Πράξη Ζ΄ Κλιμακίου 207/2013). Απαραίτητη προϋπόθεση για τη νόμιμη σύναψη προγραμματικής σύμβασης είναι ότι ο σκοπός τον οποίο αυτή καλείται να εκπληρώσει δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλο νόμιμο τρόπο και ότι αποτελεί το ultimum refugium και δεν λειτουργεί ως ισοδύναμη ή εναλλακτική με την ειδικώς προβλεπόμενη από την κείμενη νομοθεσία διαδικασία επίλυσης του ανακύπτοντος ζητήματος, ούτε χρησιμοποιείται καταχρηστικά για την παράκαμψη των διατάξεων που θέτουν συγκεκριμένους περιορισμούς στη δράση των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή απαιτούν την τήρηση συγκεκριμένων όρων και προϋποθέσεων για την άσκησή της (αποφάσεις VI Τμήματος 3067/2014, 2967/2014, 2308/2014, 4143/2013, 26/2013, 1380/2012, 289/2012, 28/2012, Πράξη Ζ΄ Κλιμακίου 65/2014).(....) Η μελέτη και η εκτέλεση έργων, η κατάρτιση προγραμμάτων ανάπτυξης μιας περιοχής και η παροχή υπηρεσιών συντελείται, με γνώμονα τη μείωση του κόστους, με την αξιοποίηση του κατάλληλου προσωπικού των συμβαλλομένων φορέων (με τη «μεταφορά» προσώπων από τον ένα συμβαλλόμενο στον άλλο) και των αντιστοίχων μέσων που αυτοί διαθέτουν (με την παραχώρηση της χρήσης ακινήτων, εγκαταστάσεων, μηχανημάτων κ.λπ.) Τούτο, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι κάθε συμμετέχων φορέας, έχει κατά την υπογραφή της σύμβασης, τα μέσα και εν γένει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί αυτοδύναμα στην εκτέλεση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει με την προγραμματική σύμβαση (πρβλ. Πρακτικά της 32ας Γεν. Συν. της Ολομ. του Ελ.Συν. της 10ης Δεκεμβρίου 2004 και Γνμδ. Ν.Σ.Κ. 19/2006).
(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας Πράξεως, το Κλιμάκιο άγεται στην κρίση ότι Η ελεγχόμενη συμφωνία δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της προγραμματικής συμφωνίας του άρθρου 100 του Ν. 3852/2010 διότι: α) τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμπράττουν ισόρροπα, εκκινώντας από κοινή αφετηρία, με σκοπό την εκτέλεση κοινά εξυπηρετούμενου δημόσιου σκοπού, αλλά επιδιώκουν την ικανοποίηση όλως διακριτών και αντίθετων συμφερόντων.και συμπράττουν ως αναθέτουσες αρχές αποσκοπώντας στην εκτέλεση των υπηρεσιών β) η αναπτυξιακή εταιρεία δεν είχε, κατά την υπογραφή της σύμβασης, τη δυνατότητα δι’ ιδίων μέσων (προσωπικού και υλικοτεχνικής υποδομής) ή δι’ αυτών που θα μπορούσαν να της παρέχουν τα λοιπά συμβαλλόμενα μέρη, αυτοτελούς εκτέλεσης των υποχρεώσεών της γ) η μονομερής περιουσιακή μετακίνηση από την Περιφέρεια και τους Δήμους στην αναπτυξιακή εταιρεία δεν περιορίζεται στην κάλυψη λειτουργικών εξόδων, αλλά φέρει το χαρακτήρα αμοιβής, δηλαδή οικονομικού ανταλλάγματοςΚατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον η σύναψη της από 23.5.2013 σύμβασης δεν είναι νόμιμη, διότι δεν συνιστά προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του Ν. 3852/2010, αλλά υποκρύπτει μη νόμιμη απευθείας ανάθεση του αντικειμένου της στην ανώνυμη εταιρεία
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.4/161/2017
Προγραμματική σύμβαση-Ερευνητικά προγράμματα.(..)Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο λόγος με τον οποίο η Επίτροπος προβάλλει ότι η υπογραφείσα προγραμματική σύμβαση δεν συνιστά γνήσια προγραμματική σύμβαση δεν παρίσταται βάσιμος. Τούτο αφενός διότι η εξειδικευμένη κοινωνική φύση του αντικειμένου αυτής, η οποία καθιστά αναγκαία την παροχή από κατάλληλα καταρτισμένο και ειδικευμένο προσωπικό του ΤΕΙ .. συναφών υπηρεσιών, δεν θα μπορούσε εύκολα να ανατεθεί σε ιδιώτες αναδόχους δημοσίας σύμβασης υπηρεσιών, αφετέρου δε και προεχόντως, διότι οι ανωτέρω φορείς, ενεργώντας στο πλαίσιο των προαναφερθεισών εκατέρωθεν αρμοδιοτήτων τους, συμπράττουν ισόρροπα, με τα μέσα που διαθέτουν για την εκπλήρωση του ανωτέρω σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Περαιτέρω, απορριπτέος ως αβασίμως προβαλλόμενος είναι και ο λόγος της Επιτρόπου ότι μη νομίμως η επίμαχη έρευνα αποτέλεσε αντικείμενο της προγραμματικής σύμβασης διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί έργο «ερευνητικό» κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 4310/2014. Και τούτο διότι, ως εκ της κοινωνικής φύσης του αντικειμένου της, η ενδελεχής χαρτογράφηση των προβλημάτων περιθωριοποιημένων κοινοτήτων Ρομά αλλά και των Δημόσιων Υπηρεσιών που έρχονται σε επικοινωνία μαζί τους, καθώς και η ενεργοποίηση πρωτοποριακών δομών και μέσων στήριξης των ακολουθητέων πολιτικών, εμπίπτουν τόσο στην έννοια της Έρευνας – Ανάπτυξης της προπαρατεθείσας διάταξης της παρ. 17 του άρθρου 2 του ν. του ν. 4310/2014, όσο και στην έννοια της κοινωνικής καινοτομίας του προδιαληφθέντος άρθρου 2 εδ. 5 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1296/2013 (..). Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στις προηγούμενες σκέψεις,..., η εντελλόμενη δαπάνη ποσού ... είναι νόμιμη
ΝΣΚ/107/2006
Άσκηση διοικητικής εποπτείας στο Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας (Κ.Ε.Θ.Ι.).(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Το αρμόδιο όργανο για την άσκηση ελέγχου και εποπτείας της λειτουργίας του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας (Κ.Ε.Θ.Ι.) είναι η Γενική Γραμματέας Ισότητας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α., το δε νομικό πλαίσιο της άσκησής τους είναι αυτό το οποίο ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ν 1835/1989, ως ισχύει και των κανονιστικών πράξεων που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότησή του.