ΕλΣυν.Τμ.1/497/2016
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Τμήμα κρίνει ότι η εκκαλούσα δεν εδικαιούτο να λάβει την προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις αποζημίωση (ΔΙΒΕΕΤ), καθόσον κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα δεν παρείχε πραγματική υπηρεσία λόγω λήψης αναρρωτικής άδειας, σύμφωνα με την εφαρμοστέα 1064071/5180/0016/4.6.1996 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Ως εκ τούτου, ο καταλογισμός σε βάρος της παρίσταται νόμιμος, ο δε προβαλλόμενος λόγος έφεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας των εφαρμοστέων διατάξεων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος..
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ/2760/1999
Αστική ευθύνη δημοσίου-καταβολή αποζημίωσης από σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου:..Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, υπάλληλος του Δημοσίου, συνδεδεμένος κατά το παρελθόν με αυτό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και υπαχθείς στις διατάξεις του Ν. 993/1979 όπως κωδικοποιήθηκαν με το Π.Δ. 410/1988, ο οποίος, εν συνεχεία, διορίσθηκε σε θέση μονίμου δημοσίου υπαλλήλου κατ' εφαρμογή του άρθρου 1 Ν. 1476/1984 και διατήρησε τόσο το δικαίωμα συταξιοδοτήσεώς του από το Ι.Κ.Α., κάνοντας χρήση της ευχέρειας που του παρείχε σχετικώς το άρθρο 1 Ν. 1583/1985, όσο και το αντίστοιχο καθεστώς επικουρικής ασφαλίσεως και πρόνοιας, διατηρούμενο υποχρεωτικώς κατά το άρθρο 3 του νόμου αυτού, διατηρεί, εφ' όσον συντρέχει περίπτωση, το δικαίωμα απολήψεως της κατ' άρθρο 49 παρ. 4 Ν. 993/1979 εφ' άπαξ αποζημιώσεως, η οποία συνιστά παροχή προνοιακού χαρακτήρα.
Επειδή ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίο τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εστερούντο δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, εφ' όσον η αναιρεσίβλητη, στρεφόμενη κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ζήτησε με την ανωτέρω αγωγή της που στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρ. 105 Εισ. Ν.Α.Κ. την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την παράλειψη των οργάνων του να της χορηγήσουν την επίμαχη αποζημίωση.Επειδή, ο λόγος αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προπαρατεθεισών διατάξεων είναι, εν όψει της εννοίας που δόθηκε σ' αυτές στην τρίτη σκέψη της αποφάσεως, απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/397/2020
Δημοσιονομική διόρθωση.Έργο-Διαρθρωτική Προσαρμογή Εργαζομένων και Επιχειρήσεων εντός της οικονομικής κρίσης.....ζητείται η ακύρωση της 95065/2.12.2016 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Επαγγελματικής Κατάρτισης Ενηλίκων (Α3).Με δεδομένα αυτά δεν προκύπτει σαφώς από τα στοιχεία του φακέλου η έλλειψη αιτιώδους σχέσης μεταξύ της εφαρμογής του Σχεδίου Διαρθρωτικής Προσαρμογής και του αποτελέσματος της εξαγωγικής δραστηριότητας της εκκαλούσας, δοθέντος ότι αφενός μεν κατά τη διάρκεια της κατάρτισης δόθηκε έμφαση στην εξοικείωση των εργαζομένων αυτής με τις μεθόδους και τις τεχνικές του διεθνούς εμπορίου και αφετέρου η πορεία των εξαγωγών της εκκαλούσας κατά τα έτη υλοποίησης του προγράμματος εμφάνισε ρυθμό αύξησης. Περαιτέρω, από τη διαλαμβανόμενη στο 80971/29.9.2014 έγγραφο της Αν. Προϊσταμένης της Γ.Δ.Α3 αιτιολογία περικοπής της αμοιβής του Συμβούλου, που κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα, δεν προκύπτουν ειδικότερα τα ελλείποντα παραδοτέα που δεν επέτρεψαν στον έλεγχο τη διαπίστωση της αιτιώδους σχέσης μεταξύ της εφαρμογής του Σχεδίου Διαρθρωτικής Προσαρμογής και του αυξητικού ρυθμού μεταβολής των εξαγωγών της εκκαλούσας κατά τα κρίσιμα για την εφαρμογή του προγράμματος έτη. Ως εκ της αντιφατικής, ασαφούς και ανεπαρκούς ως άνω αιτιολογίας, εκ της οποίας δεν δύνανται να ελεγχθούν ως βάσιμα τα συμπεράσματα του ελέγχου αναφορικά με την υλοποίηση του Σχεδίου Διαρθρωτικής Προσαρμογής σε ποσοστό 70%, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν παρίσταται νόμιμη η αναλογική μείωση της αμοιβής του Συμβούλου κατά ποσοστό 30%, ήτοι κατά το ποσό των 3.690,00 ευρώ, και συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση τυγχάνει ακυρωτέα κατά το μέρος αυτό ως μη νομίμως αιτιολογημένη. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης κατά το ποσό των 3.690,00 ευρώ. Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 73 παρ. 4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο - ν. 4129/2013 (Α΄ 52) πρέπει να αποδοθεί στην εκκαλούσα το παράβολο της έφεσης κατά το ποσό των 37,00 ευρώ λόγω μερικής νίκης, το δε Δημόσιο να απαλλαγεί, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, από τα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με την αναλόγως εφαρμοστέα εν προκειμένω (βλ. το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει μετά το ν. 3472/2006, Α΄ 135) διάταξη του άρθρου 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/620/2021
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Οι εργασίες αυτές δεν μπορούσαν να διαχωριστούν από την σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα στην αναθέτουσα αρχή είναι δε αναγκαίες για την ολοκλήρωση του συμβατικού αντικειμένου της, αφού έχουν ολοκληρωθεί όλες οι εργασίες που περιγράφονται και έχουν υποβληθεί οι αντίστοιχες οριστικές επιμετρήσεις. Ως εκ τούτου, συμπεριελήφθησαν στην 1η συμπληρωματική σύμβαση με την έγκριση του 4ου Α.Π.Ε. του έργου. Εξάλλου, η ανάγκη έγκαιρης ολοκλήρωσης του έργου υπαγορευόταν από την εκφρασμένη βούληση υλοποίησης (μέσω υπογραφής διακρατικής συμφωνίας) του Διασυνοριακού Κάθετου Άξονα «Κομοτηνή - Νυμφαία - Ελληνοβουλγαρικά σύνορα», που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του Διακρατικού Άξονα «Κομοτηνή - Ελληνοβουλγαρικά Σύνορα - Κάρτζαλ», για την απόδοση σε κυκλοφορία του οποίου απαιτούνταν μόνο η ολοκλήρωση των εργασιών στο ελληνικό έδαφος. Με βάση τις ανωτέρω νομικές και πραγματικές αυτές παραδοχές η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη είναι μη νόμιμη λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής διάταξης νόμου, άλλως λόγω πλάνης περί τα πράγματα.(...)Εξάλλου, δεν μπορεί να εξετασθεί παρεμπιπτόντως, το πρώτον από το παρόν Δικαστήριο ο ισχυρισμός ότι για τις πρόσθετες αυτές εργασίες συνέτρεχαν αυτοτελώς οι προϋποθέσεις για τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης, αφού τέτοια σύμβαση ποτέ δεν καταρτίσθηκε ούτε τηρήθηκε η σχετική διοικητική διαδικασία σύναψής της ούτε αρκεί προς τούτο η πρόβλεψη των επίμαχων εργασιών σε Α.Π.Ε. ούτε η εκτέλεσή τους καθίσταται νόμιμη από την αναγκαιότητα ολοκλήρωσης του διεθνούς αυτοκινητόδρομου. Οι ισχυρισμοί, συνεπώς, περί συνδρομής απρόβλεπτων περιστάσεων που επέβαλαν την εκτέλεση των εργασιών αυτών δεν πλήττουν την αποδιδόμενη σε βάρος της εκκαλούσας παρατυπία και προβάλλονται αλυσιτελώς στο πλαίσιο της επίδικης διαφοράς.Απορρίπτει την έφεση.ΔΕΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/Γ΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/565/2024
ΣΤΕ/1667/2011
Εκπόνηση μελέτης.... Επειδή, όταν μία σύμβαση παραπέμπει ως προς ορισμένο θέμα σε κανονιστική ρύθμιση που περιέχεται σε τυπικό νόμο ή κανονιστική πράξη και η οποία ρυθμίζει περισσότερες περιπτώσεις με διαφορετικό τρόπο τάσσοντας συγκεκριμένες κατά περίπτωση προϋποθέσεις εφαρμογής, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την έννοια της συμβατικής αυτής ρήτρας παραπομπής, δηλαδή ως προς ποια είναι η εφαρμοστέα, κατά τη βούληση των συμβαλλόμενων μερών, ρύθμιση στις μεταξύ τους συμβατικές σχέσεις, αποτελεί ουσιαστική εκτίμηση συμβατικού όρου, η ορθότητα της οποίας, ως εκτίμηση πραγμάτων, δεν ελέγχεται αναιρετικώς, ει μη μόνον από πλευράς αιτιολογίας της δικαστικής κρίσεως. Περαιτέρω, εάν μεν, κατά την ουσιαστική εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας εκτίμηση της ρήτρας παραπομπής, βούληση των συμβαλλομένων μερών είναι η εφαρμογή των διατάξεων του νόμου ως έχουν, δηλαδή σύμφωνα με τις περιεχόμενες στις διατάξεις διακρίσεις και με τη συνδρομή των προβλεπομένων προϋποθέσεων εφαρμογής κατά περίπτωση, τότε η ορθότητα της δοθείσης από το δικαστήριο της ουσίας ερμηνείας των κατά παραπομπή εφαρμοστέων διατάξεων του νόμου ελέγχεται πλήρως κατά την ορθότητά της από τον αναιρετικό δικαστή, με κριτήριο την αληθή έννοια του νόμου. Εάν, όμως, κατά την ως άνω ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική εκτίμηση του δικαστηρίου, ο σχετικός συμβατικός όρος έχει την έννοια ότι η ρύθμιση στην οποία γίνεται παραπομπή εφαρμόζεται κατά την βούληση των μερών εν πάση περιπτώσει, ανεξαρτήτως δηλαδή της συνδρομής των τασσομένων στις οικείες διατάξεις ειδικότερων προϋποθέσεων εφαρμογής, τότε η εν λόγω ρύθμιση αποσπώμενη από τις διατάξεις του νόμου αποτελεί πλέον συμβατικό όρο και προσλαμβάνει ως εκ τούτου την έννοια που της αποδίδουν οι συμβαλλόμενοι, ανεξαρτήτως εάν συντρέχουν οι κατά το νόμο προϋποθέσεις εφαρμογής της. Η δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την έννοια αυτή του συμβατικού όρου, ως κρίση πραγμάτων, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, ει μη μόνον από πλευράς αιτιολογίας. Επειδή, κατόπιν επιλύσεως των ανωτέρω παραπεμφθέντων ζητημάτων, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί προς περαιτέρω εξέταση των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως στο ΣΤ΄ Τμήμα αυτού.
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/186/2018
ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ:.. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις προηγούμενες σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει ότι: α) η εντελλόμενη δαπάνη, κατά το μέρος αυτής που αφορά στην καταβολή διαφοράς αποδοχών, αναδρομικά από 18.8.2015, στον φερόμενο ως δικαιούχο του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος, κατόπιν κατάταξής του σε ανώτερη εκπαιδευτική βαθμίδα, είναι μη νόμιμη, προεχόντως διότι ερείδεται επί της διάταξης της παραγράφου 3 του άρθρου 99 του ν. 4483/2017, με την οποία αντικαταστάθηκε η περίπτωση β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του ν. 4325/2015, η οποία, καθ’ ο μέρος προβλέπει, μετά την μη επανασύσταση υπηρεσίας Δημοτικής Αστυνομίας, την κατάταξη των πρώην δημοτικών αστυνομικών σε υπηρεσίες του οικείου Δήμου, σε κλάδους ανώτερης κατηγορίας, με βάση τα τυπικά προσόντα που κατείχαν κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4325/2015, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 και 4) και της αξιοκρατίας (άρθρο 5 παρ. 1), κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, και ως εκ τούτου είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα. Εξάλλου, στην 47902/19.12.2017 πράξη του Δημάρχου …, με την οποία τροποποιήθηκε η 39715/16.11.2016 προγενέστερη απόφασή του, ως προς την κατηγορία κατάταξης του εν λόγω υπαλλήλου, ουδόλως προσδόθηκε αναδρομική ισχύς, συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, τα αποτελέσματα αυτής της τροποποίησης δεν μπορούν να ανατρέξουν αναδρομικά, β) οι αξιώσεις του φερόμενου ως δικαιούχου του χρηματικού εντάλματος δημοτικού υπαλλήλου, που αφορούν στην υπερβάλλουσα διαφορά, για το έτος 2015 (από 11.5.2015 έως 30.6.2015 και από 1.8.2015 έως 31.8.2015), έχουν, σε κάθε περίπτωση, υποπέσει στη διετή παραγραφή του άρθρου 140 παρ. 3 του ν. 4270/2014. Άλλωστε, οι σχετικές αξιώσεις δεν θεμελιώνονται στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 99 του ν. 4483/17, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο Δήμος … στο έγγραφο επανυποβολής του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος, αλλά στις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 4325/2015, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί, και των οικείων μισθολογικών νόμων, άρχονται δε, κατά πλάσμα δικαίου, αυτοδικαίως με την κατάληψη των θέσεων που ανασυστήθηκαν, δηλαδή από 11.5.2015 (Ε.Σ. Ι Τμ. πράξη 17/2016). Περαιτέρω, δεν βρίσκουν, εν προκειμένω, πεδίο εφαρμογής, ούτε οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 99 του ν. 4483/17, καθόσον δεν προκύπτει, από τα στοιχεία του φακέλου, περικοπή της προσωπικής διαφοράς του εν λόγω υπαλλήλου, για τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, δυνάμει κάποιας νομοθετικής ρύθμισης, ώστε να τίθεται ζήτημα εξαίρεσης από αυτή. Αντιθέτως, στα συνοδευτικά του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος έγγραφα αναφέρεται ότι αυτή του καταβλήθηκε κανονικά κατά τις χρονικές περιόδους Ιουλίου 2015, Αυγούστου 2015 (σε ποσοστό 13/30) και από 1.9.2015 έως 25.4.2017, ενώ δεν του καταβλήθηκε προσωπική διαφορά από 11.5.2015 έως 30.6.2015 και για τον μήνα Αύγουστο 2015 (σε ποσοστό 17/30) «πιθανώς εκ παραδρομής», γ) όσον αφορά το χρονικό διάστημα από 26.4.2017 έως 30.4.2018, μη νομίμως στις αποδοχές της θέσης ανώτερης κατηγορίας περιλαμβάνεται η διαφορά μείωσης αποδοχών που καταβαλλόταν στον φερόμενο ως δικαιούχο του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος με τη μισθοδοσία της θέσης του πριν από τη μετάταξη. Και τούτο, διότι μετά την κατά τα ανωτέρω μετάταξή του από κατώτερη σε ανώτερη κατηγορία, δυνάμει της 11337/30.3.2017 (Γ΄ 370/25.4.2017) απόφασης του Δημάρχου …, η σχετική διαφορά έπαυσε να υπάρχει, καθόσον μεταβλήθηκαν τα στοιχεία που τη δημιούργησαν (και συγκεκριμένα η εκπαιδευτική κατηγορία) και, ως εκ τούτου, δεν τίθεται θέμα καταβολής της, ενώ, περαιτέρω, με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 4024/2011 δεν ορίστηκε η διαφορά αυτή ως πρόσθετη παροχή, η οποία ακολουθεί τον υπάλληλο ανεξαρτήτως μεταγενέστερης αύξησης του μισθού του, ούτε, συνακόλουθα, τυγχάνουν εφαρμογής, όπως προαναφέρθηκε, οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 99 του ν. 4483/2017.Κατόπιν τούτων, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη είναι μη νόμιμη και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει αυτό να θεωρηθεί.ΔΕΝ ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕλΣυν.Τμ.1/2/2019