Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ/1667/2011

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 515/1989

Εκπόνηση μελέτης.... Επειδή, όταν μία σύμβαση παραπέμπει ως προς ορισμένο θέμα σε κανονιστική ρύθμιση που περιέχεται σε τυπικό νόμο ή κανονιστική πράξη και η οποία ρυθμίζει περισσότερες περιπτώσεις με διαφορετικό τρόπο τάσσοντας συγκεκριμένες κατά περίπτωση προϋποθέσεις εφαρμογής, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την έννοια της συμβατικής αυτής ρήτρας παραπομπής, δηλαδή ως προς ποια είναι η εφαρμοστέα, κατά τη βούληση των συμβαλλόμενων μερών, ρύθμιση στις μεταξύ τους συμβατικές σχέσεις, αποτελεί ουσιαστική εκτίμηση συμβατικού όρου, η ορθότητα της οποίας, ως εκτίμηση πραγμάτων, δεν ελέγχεται αναιρετικώς, ει μη μόνον από πλευράς αιτιολογίας της δικαστικής κρίσεως. Περαιτέρω, εάν μεν, κατά την ουσιαστική εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας εκτίμηση της ρήτρας παραπομπής, βούληση των συμβαλλομένων μερών είναι η εφαρμογή των διατάξεων του νόμου ως έχουν, δηλαδή σύμφωνα με τις περιεχόμενες στις διατάξεις διακρίσεις και με τη συνδρομή των προβλεπομένων προϋποθέσεων εφαρμογής κατά περίπτωση, τότε η ορθότητα της δοθείσης από το δικαστήριο της ουσίας ερμηνείας των κατά παραπομπή εφαρμοστέων διατάξεων του νόμου ελέγχεται πλήρως κατά την ορθότητά της από τον αναιρετικό δικαστή, με κριτήριο την αληθή έννοια του νόμου. Εάν, όμως, κατά την ως άνω ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική εκτίμηση του δικαστηρίου, ο σχετικός συμβατικός όρος έχει την έννοια ότι η ρύθμιση στην οποία γίνεται παραπομπή εφαρμόζεται κατά την βούληση των μερών εν πάση περιπτώσει, ανεξαρτήτως δηλαδή της συνδρομής των τασσομένων στις οικείες διατάξεις ειδικότερων προϋποθέσεων εφαρμογής, τότε η εν λόγω ρύθμιση αποσπώμενη από τις διατάξεις του νόμου αποτελεί πλέον συμβατικό όρο και προσλαμβάνει ως εκ τούτου την έννοια που της αποδίδουν οι συμβαλλόμενοι, ανεξαρτήτως εάν συντρέχουν οι κατά το νόμο προϋποθέσεις εφαρμογής της. Η δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την έννοια αυτή του συμβατικού όρου, ως κρίση πραγμάτων, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, ει μη μόνον από πλευράς αιτιολογίας. Επειδή, κατόπιν επιλύσεως των ανωτέρω παραπεμφθέντων ζητημάτων, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί προς περαιτέρω εξέταση των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως στο ΣΤ΄ Τμήμα αυτού.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣΤΕ/3037/2000

ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ-ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΙΜΟΤΗΤΑΣ:προέκυψε κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση του δικαστηρίου ότι ο αναιρεσείων είχε αναλάβει την εκτέλεση μέσα σε προθεσμία δύο μηνών του έργου της διαμόρφωσης του γηπέδου καλαθοσφαίρισης της εν λόγω κοινότητας αντί εργολαβικού ανταλλάγματος 1.570.000 δραχμών και η οποία σύμβαση, ασχέτως αν αφορούσε την εκτέλεση νέων υπερσυμβατικών εργασιών, ήταν ακόμα εκκρεμής κατά την ημέρα ανακήρυξης των υποψηφίων για τις δημοτικές εκλογές της 11.10.1998, απορρίφθηκε δε ως αναπόδεικτος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι και οι νέες αυτές εργασίες είχαν ήδη ολοκληρωθεί πριν από την κατάρτιση της επίμαχης σύμβασης. Με τα δεδομένα αυτά το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι υφίστατο πράγματι κώλυμα εκλογιμότητας του εκκαλούντος (ήδη αναιρεσείοντος) σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 47 παρ. 2 του ΔΚΚ και με τις σκέψεις αυτές απέρριψε ως αβάσιμο σχετικό λόγο εφέσεώς του κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, η οποία είχε δεχθεί κατά το αντίστοιχο μέρος την ένσταση του ήδη αναιρεσιβλήτου και είχε ακυρώσει την εκλογή του αναιρεσείοντος ως δημάρχου …. Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε μετά από ανέλεγκτη κατ' αναίρεση εκτίμηση των στοιχείων του φακέλου, μεταξύ των οποίων, όπως ρητά βεβαιώνεται, και το υπ' αριθμ. 22193/5.11.1998 έγγραφο του Τμήματος ΤΥΔΚ της Διεύθυνσης Αυτοδιοίκησης και Αποκέντρωσης της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας ως προς τον υπερσυμβατικό χαρακτήρα του εκτελεσθέντος έργου, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, τα περί του αντιθέτου δε προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, καθ' ό μέρος δε πλήττεται δι 'αυτών η ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα.(...)Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.


ΣΤΕ/4179/2011

Εκτέλεση έργου.:Υπό τα δεδομένα αυτά και ενόψει όσων έχουν ήδη εκτεθεί ανωτέρω, το ζήτημα της υπάρξεως ή μη υποχρεώσεως της αναδόχου περί καταβολής της επιδίκου κρατήσεως ετέθη το πρώτον κατά τη σύνταξη του προμνησθέντος συγκριτικού πίνακος, στον οποίο δεν περιελήφθη ειδική πρόβλεψη περί αποδόσεως στην ανάδοχο της ήδη καταβληθείσης υπ’ αυτής κρατήσεως. Η τελευταία αυτή κράτηση, επιβληθείσα επί του εργολαβικού ανταλλάγματος, μετά τη σύναψη της οικείας συμβάσεως, επέφερε, κατ’ ανάγκην, εκ των υστέρων μεταβολή του ύψους του, μεταβολή, δηλαδή, η οποία, κατά τα ήδη εκτεθέντα, αποτελεί περιεχόμενο του συγκριτικού πίνακος. Με την παράλειψη δε αυτή, η οποία επιβεβαιώθηκε διά της εκδόσεως της απορριπτικής της ενστάσεως της αναδόχου αποφάσεως, με την οποία ενεκρίθη ο οικείος συγκριτικός πίνακας και το συνοδεύον αυτόν πρωτόκολλο, εξεδηλώθη για πρώτη φορά η βούληση της Διοικήσεως περί επιβολής της κρατήσεως του άρθρου 27 παρ. 34 του ν. 2166/1993. Αντιθέτως, με τους προγενεστέρους του συγκριτικού πίνακος λογαριασμούς, στους οποίους δεν περιελήφθη πρόβλεψη περί καταβολής της επιδίκου κρατήσεως, ουδόλως εξεδηλώθη ρητή βούληση της Διοικήσεως περί επιβαρύνσεως της αναδόχου με την ως άνω κράτηση και, ως εκ τούτου, η τελευταία δεν ηδύνατο να στραφεί κατά των εγκριτικών των λογαριασμών της πράξεων, οι οποίοι, κατά το μέρος αυτό, ουδεμία πλημμέλεια είχαν. Εξάλλου, η ανάδοχος ούτε επ’ ευκαιρία της εξοφλήσεως των λογαριασμών αυτών ηδύνατο να θέσει ζήτημα αποδόσεως των ποσών, τα οποία αντιστοιχούσαν στην εν λόγω κράτηση, δεδομένου ότι, κατά τη διαδικασία πιστοποιήσεώς τους, δεν εξεδόθη πράξη, της αρμοδίας υπηρεσίας περί επιβολής της επιδίκου κρατήσεως εις βάρος της, όλοι δε οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι εκ μέρους του αναιρεσείοντος Δημοσίου λόγοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι διότι πλήσσουν την αναιρετικώς ανέλεγκτο περί των πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, δεδομένου ότι ερείδονται επί πραγματικού, το οποίο δεν εδέχθη το δικάσαν δικαστήριο. Εκ μόνης δε της καταβολής της κρατήσεως αυτής εκ μέρους της αναιρεσιβλήτου δεν δύναται να συναχθεί ότι η τελευταία απεδέχθη ότι εβαρύνετο, τελικώς, με την εν λόγω κράτηση. Επομένως, ορθώς η αναιρεσίβλητος εστράφη κατά του συγκριτικού πίνακος, ο οποίος, κατά το μέρος, το οποίο δεν προέβλεψε την απόδοση σε αυτήν της ήδη καταβληθείσης κρατήσεως, απετέλεσε την μόνη βλαπτική των εννόμων συμφερόντων της αναδόχου πράξη, παραδεκτώς δε, εν συνεχεία, προσέφυγε η τελευταία ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, μετά την τήρηση της προβλεπομένης εκ του νόμου διοικητικής διαδικασίας επιλύσεως της συγκεκριμένης διαφοράς, η οποία, όπως έχει ήδη εκτεθεί, δεν ετελεσφόρησε.(..)η κρινομένη αίτηση είναι απορριπτέα εν τω συνόλω της.


ΣΤΕ/2706/2011

Αστική ευθύνη δημοσίου:..Επειδή, η ανωτέρω κρίση της αναιρεσιβαλλομένης όσον αφορά στην πρόκληση ηθικής βλάβης στον αναιρεσίβλητο λόγω της μη ανάθεσης σε αυτόν καθηκόντων Διευθυντού, παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, ο δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Οι δε επιμέρους ισχυρισμοί ότι ο αναιρεσίβλητος δεν εμποδίσθηκε στην άσκηση του ιατρικού του έργου, ότι ανεξαρτήτως της μη ανάθεσης σε αυτόν καθηκόντων Διευθυντή, αυτός έφερε τον σχετικό τίτλο και ότι οι εκάστοτε διοικήσεις του νοσοκομείου φρόντιζαν για την αξιοποίησή του σε σημαντικές θέσεις που άρμοζαν στον βαθμό και στην ειδικότητά του, με τους οποίους αμφισβητείται η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου περί της προκλήσεως ηθικής βλάβης στον αναιρεσίβλητο, καθώς και ο ισχυρισμός ότι η επιδικασθείσα χρηματική ικανοποίηση ήταν υπέρογκη, προβάλλονται απαραδέκτως, διότι πλήττεται ευθέως η ουσιαστική εκτίμηση του δικάσαντος δικαστηρίου ως προς τα ζητήματα αυτά.Επειδή, κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση


ΣΤΕ/1827/2010

Αστική ευθύνη δημοσίου - απονομή συντάξεως:..Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα προκύπτει ότι το Δημόσιο ή το Ν.Π.Δ.Δ., για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τους, κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, ευθύνεται, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, και σε χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, βάσει της γενικής διατάξεως του άρθρου 932 Α.Κ., η οποία παρέχει χρηματική ικανοποίηση σε κάθε περίπτωση ηθικής βλάβης, δηλαδή και όταν αυτή προέρχεται από οποιαδήποτε αδικοπραξία. Η δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το αν ο παθών υπέστη ηθική βλάβη και ποίο το ύψος της βλάβης αυτής είναι κυριαρχική και, συνεπώς, αναιρετικώς ανέλεγκτη (βλ. ΣτΕ 2536/2008, 1410/2006, 1970/2002, 1555/2001επταμ., 2463, 3230/1998).Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλομένη, με πλημμελή αιτιολογία και κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής, όρισε τη χρηματική ικανοποίηση στο ποσό του 1.000.000 δραχμών, ενώ θα έπρεπε να καθορίσει το ύψος της στο ποσό των 200.000.000 δραχμών. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, διότι, ναι μεν η διάταξη του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, με την οποία προβλέπεται η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, τυγχάνει εφαρμογής και επί της κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ αδικοπραξίας, όμως, ο ανωτέρω λόγος, όπως προβάλλεται, στρέφεται αποκλειστικά κατά της ανέλεγκτης κατ’ αναίρεση ουσιαστικής εκτιμήσεως του δικάσαντος δικαστηρίου, που αφορά στο ύψος του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης του αιτούντος.


ΣΤΕ/1717/2015

ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ-ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΩΝ:Οι κατά τα ως άνω κρίσεις, όμως, του δικάσαντος δικαστηρίου, που σχετίζονται με την ύπαρξη ή την ανυπαρξία επί των ψηφοδελτίων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, διακριτικών γνωρισμάτων, ανάγονται σε εκτιμήσεις επί ουσιαστικών ζητημάτων και δεν προσβάλλονται παραδεκτώς, διότι από την, ανέλεγκτη κατ’ αναίρεση, περί των πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ή από τυχόν πλημμέλεια της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να προκύψει αντίθεση προς τις ανωτέρω αποφάσεις, που να καθιστά παραδεκτή την υπό κρίση αίτηση, από την άποψη της συνδρομής των δικονομικών προϋποθέσεων που τάσσει η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει. Εξάλλου, και οι επικαλούμενες ως άνω αποφάσεις έκριναν, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβληθείσας ενώπιόν τους αποφάσεως, ως προς το ζήτημα της υπάρξεως ή μη επί διαφόρων ψηφοδελτίων διακριτικών γνωρισμάτων και δεν αναφέρονται σε νομικά ζητήματα, υπό την ως άνω έννοια, ως προς τα οποία έκρινε αντιθέτως η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς, οι ανωτέρω λόγοι της αιτήσεως είναι απορριπτέοι, ως απαράδεκτοι.(...)Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.


ΣΤΕ/726/2022

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:ζητείται ἐν ταὐτῷ η αναστολή εκτελέσεως και η ακύρωση της 1554/2021 αποφάσεως της Αρχής Εξετάσεως Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ). Με την πράξη αυτήν της ΑΕΠΠ, κατ’ αποδοχήν προσφυγής εταιρείας («... Α.Ε.»), ανταγωνίστριας της ήδη αιτούσας, ακυρώθηκε πράξη της αναθέτουσας Αρχής, η οποία είχε κρίνει την προσφορά της αιτούσας ως αποδεκτή και την είχε ανακηρύξει μειοδότη και προσωρινό ανάδοχο σε διαδικασία αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως έργου(...)Επειδή, περαιτέρω και βάσει όσων έχουν εκτεθεί σε προηγουμένη σκέψη ως προς την έννοια του νόμου, δεν μπορεί να πιθανολογηθεί σοβαρά παρανομία της κρίσεως που εξέφερε η ΑΕΠΠ. Η κρίση αυτή κατ’ ουσίαν συνίσταται στο ότι η αναθέτουσα Αρχή -υπό τα δεδομένα της συγκεκριμένης διαγωνιστικής διαδικασίας- υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής της ευχέρειας με το να θεωρήσει σιωπηρά ότι η έκπτωση που προσέφερε η αιτούσα (31,61%), αποκλίνουσα από τις ως άνω εκπτώσεις των λοιπών τριών διαγωνιζομένων (10,54%, 7,2% και 6,99%), δεν περιείχε ένδειξη, ικανή να δημιουργήσει την υποψία ότι ενδέχεται να είναι ασυνήθιστα χαμηλή. Δεν μπορεί ωσαύτως να πιθανολογηθεί σοβαρά ότι, κρίνοντας έτσι η ΑΕΠΠ, υπερέβη τις κατά νόμον εξουσίες της ... ή ότι υπεκατέστησε ανεπιτρέπτως την ουσιαστική εκτίμηση της αναθέτουσας Αρχής.Δια ταύτα: Παραπέμπει στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου το ασκηθέν ένδικο βοήθημα «αίτηση αναστολής εκτέλεσης και ακύρωσης» σύμφωνα με το αιτιολογικό και ορίζει εισηγητή ενώπιον της Ολομελείας τον Σύμβουλο Η. Μάζο.Εξετάζει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 372 του ν. 4412/2016 το αίτημα αναστολής και το απορρίπτει, κατά το αιτιολογικό.Δέχεται, ως προς το αίτημα αναστολής, την παρέμβαση της εταιρείας “...”.


ΣΤΕ/1964/2013

Χορήγηση επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας: ..Με τα δεδομένα αυτά συνάγεται ότι ο καθορισμός με την προσβαλλόμενη απόφαση των δικαιούχων του επίδικου επιδόματος και η κατάταξή τους σε επιμέρους κατηγορίες, έγινε με βάση νόμιμα κριτήρια, δηλαδή κατ’εκτίμηση των συνθηκών απασχόλησης των υπαλλήλων. Ως εκ τούτου κείται εντός των ορίων της παρασχεθείσας με την διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 του ν. 4024/2011 νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, η οποία, σε συνδυασμό με τις λοιπές διατάξεις του νόμου αυτού, χαράσσει τις κατευθύνσεις της επιδοματικής πολιτικής, συνδέοντας την χορήγηση επιδομάτων, όπως συνάγεται και από την εισηγητική έκθεση του νόμου, με συγκεκριμένα ποιοτικά κριτήρια, μεταξύ των οποίων και η φύση της παρεχόμενης εργασίας. Επομένως οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως ότι η γενόμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση κατηγοριοποίηση κείται εκτός ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης και αντίκειται στον επιδιωκόμενο με την εξουσιοδοτική διάταξη σκοπό, αλλά και στην αρχή της αναλογικότητας είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επίσης ως αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί και ο προβαλλόμενος λόγος ότι η κατάταξη των νυχτοφυλάκων στην Β΄ κατηγορία έγινε αυθαιρέτως και κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, δεδομένου ότι αφορά υπαλλήλους διαφορετικών κατηγοριών και με διαφορετικές, κατά την περί τούτου ουσιαστική εκτίμηση της Διοικήσεως, συνθήκες εργασίας. Η ουσιαστική δε εκτίμηση των συνθηκών απασχόλησης των υπαλλήλων εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου, ο οποίος, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, περιορίζεται στον έλεγχο της τηρήσεως των όρων της εξουσιοδοτήσεως και της τυχόν υπερβάσεως των ορίων αυτής.


ΕλΣυν.Κλ.Ε/420/2013

ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ- έλεγχος νομιμότητας:Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω το Κλιμάκιο κρίνει ότι εν προκειμένω κατά τη φάση εκτέλεσης της Σύμβασης Παραχώρησης προέκυψε η ανάγκη ενεργοποίησης του προβλεπόμενου σε αυτήν μηχανισμού αναδιαπραγμάτευσης των όρων της, λόγω συνδρομής έκτακτων και απρόβλεπτων γεγονότων και όχι από την ελεύθερη βούληση των μερών να επαναδιαπραγματευτούν τη σύμβαση. Περαιτέρω, οι συμφωνηθείσες τροποποιήσεις πληρούν τις κάτωθι προϋποθέσεις: α) προέκυψαν εξαιτίας απρόβλεπτων περιστάσεων και έλαβαν χώρα στο πλαίσιο μίας συμβατικής ρήτρας που επέβαλε την αναδιαπραγμάτευση της σύμβασης σε περίπτωση συνδρομής των περιστάσεων αυτών, β) δεν μεταβάλλουν τη φύση της σύμβασης ως παραχώρησης, γ) γίνονται προς αποκατάσταση της διαταραχθείσας οικονομικής ισορροπίας της σύμβασης και δεν προσπορίζουν στον Παραχωρησιούχο υπέρμετρο οικονομικό όφελος και δ) δεν μεταβάλλουν το τεχνικό ή οικονομικό αντικείμενο. Με τα δεδομένα αυτά δεν προκαλείται ζήτημα νόθευσης του ανταγωνισμού και κατά συνέπεια, δεν πρόκειται για ουσιώδεις τροποποιήσεις κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης που κωλύουν την υπογραφή του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης


ΝΣΚ/283/2013

Δημόσιες συμβάσεις που χαρακτηρίζονται “απόρρητες” ή η εκτέλεση των οποίων πρέπει να συνοδεύεται από “ιδιαίτερα μέτρα ασφαλείας”.Εφ’ όσον κατά την ουσιαστική και ανέλεγκτη κρίση της διοίκησης συντρέχουν πράγματι, οι ανωτέρω στις οικείες θέσεις εκτιθέμενοι και επικαλούμενοι από τη διοίκηση λόγοι λήψεως ιδιαιτέρων μέτρων ασφαλείας και λόγοι απορρήτου, δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός της υπό σύναψη δημόσιας σύμβασης ως απόρρητης και συνοδευόμενης κατά την εκτέλεσή της από ιδιαίτερα μέτρα ασφαλείας, κατά την προσδοθείσα στην παρούσα έννοια του απορρήτου και των ιδιαιτέρων μέτρων ασφαλείας και, επομένως, η υπό σύναψη σύμβαση είναι εξαιρετέα από το πεδίο εφαρμογής του π.δ. 60/2007, σύμφωνα με το άρθρο 11 αυτού.

ΣτΕ/1762/2003

Επειδή, προβάλλεται με το μοναδικό λόγο αναιρέσεως ότι η προσβαλλομένη απόφαση εσφαλμένως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υφίστατο συμβατική υποχρέωση του Δημοσίου για προμήθεια των επιστημονικών οργάνων τα οποία θα ετοποθετούντο στους δοκιμαστικούς πασσάλους του έργου, ενώ κατά ρητή διατύπωση όρου της συμβάσεως τούτο αποτελούσε υποχρέωση της αναδόχου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος διότι ανάγεται σε ερμηνεία συμβατικού όρου μη ελεγκτέου αναιρετικώς και συνεπώς και η αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της