Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν/Τμ.6/102/2003

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3669/2008

H ύπαρξη ενός (ενιαίου) έργου πρέπει να εκτιμάται βάσει λειτουργικών μόνον κριτηρίων, και συγκεκριμένα βάσει της οικονομικής και της τεχνικής λειτουργίας του αποτελέσματος των εργασιών που ανατίθενται με τις επιμέρους συμβάσεις. Ο ως άνω ορισμός της έννοιας του έργου, τον οποίο περιέχει η διάταξη του άρθρου 3 παρ.γ΄ του π.δ/τος 334/2000, δεν εξαρτά την ύπαρξη ενός ενιαίου έργου στην περίπτωση πολλαπλών συμβάσεων από άλλα στοιχεία, όπως είναι ο αριθμός των αναθετουσών αρχών, η δυνατότητα πραγματοποιήσεως του συνόλου των εργασιών από μία και μόνη επιχείρηση, η ταυτόχρονη έναρξη της διαδικασίας του διαγωνισμού για την ανάθεση του συνόλου συμβάσεων, η ομοιότητα των προκηρύξεων, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου θα εκτελεσθούν οι ανατιθέμενες εργασίες. Τα εν λόγω στοιχεία μπορούν, αναλόγως των συνθηκών, να αποτελέσουν ενδείξεις που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός έργου υπό την έννοια της οδηγίας, δεν αποτελούν, όμως, αναγκαία προϋπόθεση ούτε στοιχεία καθοριστικά για την ύπαρξη ενός έργου. Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη προς τον σκοπό της οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της δυνατότητας στις επιχειρήσεις άλλων κρατών – μελών να υποβάλουν προσφορά για συμβάσεις ή σύνολα συμβάσεων, που μπορεί να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για αντικειμενικούς λόγους σχετικούς με την αξία τους. Συνεπώς, μια επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως πρέπει να είναι σε θέση να πληροφορηθεί την αξία του συνόλου των τμημάτων που αποτελούν ένα έργο, ακόμη και αν δεν είναι σε θέση να εκτελέσει όλα τα τμήματα αυτού ή ακόμη και αν αυτά ανατίθενται από διαφορετικούς φορείς, διότι μόνον τότε μπορεί να εκτιμήσει την ακριβή έκταση της συμβάσεως και να προσαρμόσει τις τιμές της προσφοράς της αναλόγως του αριθμού των τμημάτων, για τα οποία σκοπεύει να υποβάλει προσφορά, περιλαμβανομένων, ενδεχομένως, των τμημάτων, η αξία των οποίων είναι χαμηλότερη του κατωτάτου ορίου των κοινοτικών οδηγιών. Γενικότερα, όμως, κάθε περίπτωση συνάψεως συμβάσεως πρέπει να εκτιμάται βάσει του πλαισίου, στο οποίο εντάσσεται, και βάσει των ιδιαιτεροτήτων της συμβάσεως, όπως έχει δεχθεί και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στην Απόφαση της 5.10.2000 (Υπόθεση 16/98), ερμηνεύοντας τις αντίστοιχες διατάξεις των παρ.1, 10 και 13 του άρθρου 14 της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου. Πάντως, η συνδρομή στοιχείων, όπως η ταυτόχρονη έναρξη της διαδικασίας του διαγωνισμού για την ανάθεση του συνόλου συμβάσεων, η ομοιότητα των προκηρύξεων, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου θα εκτελεσθούν οι ανατιθέμενες εργασίες, συνηγορεί υπέρ της ενοποιήσεως των συμβάσεων σε ένα ενιαίο έργο. Στην περίπτωση δε υπάρξεως ενός έργου -νομίμως ανατιθέμενου κατά τμήματα-, η αξία του οποίου στο σύνολο υπερβαίνει το όριο των κοινοτικών οδηγιών, οι διατάξεις του ως άνω διατάγματος εφαρμόζονται σε όλα τα τμήματα.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν/τμ.7/51/2013

Προσυμβατικός-έλεγχος.(...) Η ύπαρξη ή μη ενός έργου ως ενιαίου ή μη, εκτιμάται με βάση λειτουργικά κριτήρια και συγκεκριμένα σύμφωνα με την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των εργασιών, που ανατίθενται με τις επιμέρους συμβάσεις. Ενδείξεις και όχι καθοριστικά κριτήρια, αφού ή ύπαρξη ενιαίου ή μη έργου, εκτιμάται, σε κάθε περίπτωση, βάσει του πλαισίου στο οποίο αυτό εντάσσεται καθώς και των ιδιαιτεροτήτων της σύμβασης (βλ. 102/2003 Πραξ. VI Τμημ. και 2212/2011 αποφ. VI Τμημ, C -18/1998 Επιτροπή κατά Γαλλίας και Τ- 158/2008 της 11ης Ιουλίου 2013) αποτελούν η ομοιότητα των εργασιών, που απαιτούνται για την κατασκευή εκάστου των τμημάτων, η ύπαρξη ενός αναδόχου για την εκτέλεση των έργων, η ταυτόχρονη ανάθεση της κατασκευής των επιμέρους τμημάτων, η ομοιότητα των μελετών, η δυνατότητα πραγματοποίησης του συνόλου των εργασιών από μια και μόνη ανάδοχο, καθώς και η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου θα εκτελεστούν τα επιμέρους ανατιθέμενα έργα. Από τις ίδιες διατάξεις, όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο ανάθεσης των υπό κρίση έργων (26.4.2010 και 25.5.2010) συνάγεται ότι προκειμένου περί συμβάσεων έργων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, οι οποίες υπερβαίνουν το ποσό του 1.000.000 ευρώ, χωρίς Φ.Π.Α., διενεργείται υποχρεωτικά από το Ελεγκτικό Συνέδριο, έλεγχος νομιμότητας της διαδικασίας ανάθεσης καθώς και του σχεδίου της σύμβασης. Ο προσυμβατικός αυτός έλεγχος αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας ανάθεσης και ενόψει της ρητής απαγόρευσης κατατμήσεως έργων προς αποφυγή εφαρμογής των διατάξεων του ν. 3669/2008, που τίθεται με τη διάταξη του άρθρου 116 του ιδίου νόμου, καταλαμβάνει και τις συμβάσεις, η προϋπολογιζόμενη δαπάνη  των οποίων δεν υπερβαίνει το χρηματικό όριο άνω του οποίου καθίσταται υποχρεωτική η υπαγωγή τους στο έλεγχο, πλην όμως αποτελούν τμήματα μιας ενιαίας διαδικασίας ανάθεσης, η προϋπολογιζόμενη δαπάνη της οποίας υπερβαίνει το χρηματικό αυτό όριο. Τυχόν δε παράλειψή του συνεπάγεται την ακυρότητα των συμβάσεων. Ακολούθως, δημόσιες συμβάσεις οι οποίες αν και υπάγονται στον προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως επιμέρους τμήματα ενιαίου έργου, εντούτοις δεν υπήχθησαν, είναι αυτοδικαίως άκυρες, δεν παράγουν έννομες συνέπειες, οι δε δαπάνες που ερείδονται επί αυτών, μη νομίμως εντελλόμενες.    

ΕλΣυν/Κλ.Ε/439/2010

Κατά την έννοια των άνω διατάξεων(Π.Δ. 59/2007- άρθρο 2 παρ.2 περ.β) η ύπαρξη ενός έργου πρέπει να εκτιμάται με βάση την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των οικείων εργασιών (βλ Απόφαση ΔΕΚ C-16/98). Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ένα ή περισσότερα τμήματα αποτελούν ενιαίο έργο, δηλ. ολοκληρωμένο από κάθε άποψη και έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που είχε προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή, ως κριτήρια χρησιμοποιούνται η χωροθέτηση του έργου, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, στο οποίο αναφέρονται οι οικείες προκηρύξεις, η ύπαρξη συνολικής μελέτης, η έκδοση μιας απόφασης για τη συνολική χρηματοδότηση του έργου (πρβλ Αποφ. ΔΕΚ C-16/98, ΕΑ ΣτΕ 86/2000). Συνέπεια της διαπίστωσης της τεχνητής(μη επιτρεπτής) κατάτμησης ενός ενιαίου έργου σε τμήματα είναι η υποχρεωτική τήρηση των κανόνων δημοσιότητας(άρθρο 32 Π.Δ. 59/2007 και παράρτημα XX σημ. 1 στοιχεία α και β) με δημοσίευση της σχετικής προκήρυξης του ή των διαγωνισμών όλων των τμημάτων σε κοινοτικό επίπεδο, αφού με τον τρόπο αυτό εξυπηρετείται ο σκοπός της Οδηγίας 2004/17, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση του ότι επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών θα είναι σε θέση να υποβάλλουν προσφορά για διαγωνισμούς για κατάρτιση σύμβασης ή συνόλου συμβάσεων που μπορεί να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για αντικειμενικούς λόγους σχετικούς με την αξία τους(βλ σκέψη 44 της Απόφασης ΔΕΚ C-16/98). Κατ΄ ακολουθία η παράλειψη αποστολής για δημοσίευση της διακήρυξης τμήματος ενιαίου έργου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστά ουσιώδη νομική πλημμέλεια της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου του συγκεκριμένου τμήματος του έργου (βλ. Πρ VI Τμ. 33,49/2006, Ε΄ Κλιμ. 359, 363, 365/2003, 4, 41, 42/2004, 148/2006, 565/2009). Περαιτέρω, σε επίπεδο εθνικής νομοθεσίας, η κατάτμηση ενός ενιαίου έργου σε επιμέρους τμήματα οδηγεί σε καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 102 του ν.3669/2008 σχετικά με τις καλούμενες τάξεις εργοληπτικών επιχειρήσεων με βάση τα όρια προϋπολογισμού ανά κατηγορία έργων, αφού η δημοπράτηση του ενιαίου έργου θα είχε ως συνέπεια τη κλήση εργοληπτικών επιχειρήσεων διαφορετικών τάξεων σε σχέση με αυτές της χωριστής δημοπράτησης των τμημάτων αυτού.


ΕλΣυν/Ε Κλιμ/402/2010

Προγραμματική σύμβαση. Συμβαλλόμενα μέρη: Περιφέρεια, ΕΥΔΑΠ και Δήμος. Ο μέσω προγραμματικής σύμβασης ορισμός της Περιφέρειας ως φορέα κατασκευής του έργου αποχέτευσης και επεξεργασίας διάθεσης λυμάτων του Δήμου αντί του ορισθέντος με Υπουργική Απόφαση Δήμου δεν αποτελεί κατά την άποψη της πλειοψηφίας ουσιώδη νομική πλημμέλεια, που να κωλύει τη σύναψη της προγραμματικής σύμβασης, αφού, ενόψει των τεχνικών ιδιαιτεροτήτων του προς ανάθεση έργου, αλλά και του ύψους του προϋπολογισμού του (11.386.135 ευρώ) τα αρμόδια όργανα της Περιφέρειας διαθέτουν κατά τεκμήριο την απαιτούμενη γνώση και εμπειρία για τη δημοπράτηση ενός τέτοιου έργου. Μειοψηφία ενός μέλους ότι η πλημμέλεια είναι ουσιώδης. Κατά τα λοιπά διαπιστώθηκε η ύπαρξη του ελάχιστου κατά νόμο απαιτούμενου περιεχομένου.


ΔΕΚ/C-16/1998

Προκειμένου να κριθεί αν υπάρχει τεχνητή κατάτμηση ενός ενιαίου έργου σε πλείονες συμβάσεις, υπό την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 13, της οδηγίας 93/38, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, η διάταξη αυτή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με την παράγραφο 10, πρώτο εδάφιο, του άρθρου αυτού. Συναφώς, από τον ορισμό του έργου στο άρθρο 14, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 93/38 προκύπτει ότι η ύπαρξη ενός έργου πρέπει να εκτιμάται βάσει της οικονομικής και τεχνικής λειτουργίας του αποτελέσματος των οικείων εργασιών. Επομένως, προκειμένου περί σειράς συγκεκριμένων εργασιών συντηρήσεως και επεκτάσεως οι οποίες αφορούν τα υφιστάμενα δίκτυα διανομής ηλεκτρισμού και φωτισμού δημοσίων χώρων και των οποίων το αποτέλεσμα, όταν ολοκληρωθούν, θα αποτελέσει αναπόσπαστο τμήμα της λειτουργίας την οποία εκπληρώνουν τα αντίστοιχα δίκτυα, η εκτίμηση περί της υπάρξεως ενός έργου πρέπει να πραγματοποιηθεί βάσει της οικονομικής και τεχνικής λειτουργίας την οποία εκπληρώνουν τα εν λόγω δίκτυα διανομής ηλεκτρισμού και φωτισμού δημοσίων χώρων. Ένα δίκτυο διανομής ηλεκτρισμού έχει ως προορισμό, από τεχνικής απόψεως, να μεταφέρει τον ηλεκτρισμό που παράγει ένας προμηθευτής στον τελικό συγκεκριμένο καταναλωτή• ο καταναλωτής αυτός υποχρεούται, σε οικονομικό επίπεδο, να πληρώνει τον προμηθευτή αναλόγως της καταναλώσεώς του.


ΔΕΚ/C-220/2005

Σύμβαση με την οποία μια πρώτη αναθέτουσα αρχή αναθέτει σε μια δεύτερη αναθέτουσα αρχή την υλοποίηση ενός έργου συνιστά σύμβαση δημοσίου έργου κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων, ανεξαρτήτως του αν προβλέπεται ή όχι ότι η πρώτη αναθέτουσα αρχή είναι ή θα καταστεί κύριος του συνόλου ή μέρους αυτού του έργου.


ΕλΣυν/Τμ.6/264/2011

Από τις ως άνω διατάξεις (Π.Δ. 59/2007- άρθρο 2 παρ.2 περ.β) , άρθρο 16 , άρθρο 17 ) συνάγεται ότι όταν ένα έργο, η ύπαρξη του οποίου εκτιμάται με βάση την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των οικείων εργασιών, μπορεί να διαιρεθεί σε περισσότερα τμήματα και το άθροισμα της προϋπολογισθείσας αξίας των επιμέρους τμημάτων εγγίζει ή υπερβαίνει το όριο των 4.845.000 ευρώ που είναι το κατώτατο, ισχύον όριο εφαρμογής του Π.Δ/τος 59/2007, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται σε όλα τα τμήματα (υποέργα). Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν ένα ή περισσότερα υποέργα συνέχονται σε ένα ενιαίο, ολοκληρωμένο από κάθε άποψη και έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που είχε προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή, χρησιμοποιούνται λειτουργικά κριτήρια και δή : η χωροθέτηση του έργου, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, το είδος των απαιτουμένων για την κατασκευή καθενός από τα έργα αυτά, εργασιών, η ταυτόχρονη ανάθεση της κατασκευής των μερικότερων έργων, η ταυτόχρονη έναρξη της διαδικασίας των περισσοτέρων συμβάσεων, η ομοιότητα των μελετών και η χρονική διάρκεια της κατασκευής τους. Η διαπίστωση της τεχνητής, μη επιτρεπτής κατατμήσεως ενός ενιαίου έργου σε τμήματα, παρά τη συνδρομή των ως άνω κριτηρίων, παραβιάζει τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου που επιβάλλουν τη διενέργεια διαγωνισμού για την ανάθεση αυτού και τη δημοσίευση της οικείας προκηρύξεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ακολούθως, η μη εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου ως προς το σύνολο των υποέργων του ενιαίου έργου, ιδία με την αποστολή της προκηρύξεως αυτών προς δημοσίευση, συνιστά πλημμέλεια, η οποία καθιστά μη νόμιμη την περαιτέρω διαδικασία του διαγωνισμού διότι η παράλειψη των διατυπώσεων δημοσιότητας οδηγεί σε αποκλεισμό των δραστηριοποιουμένων στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εργοληπτικών επιχειρήσεων και ως εκ τούτου πλήττονται οι αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της προσβάσεως στις διαδικασίες αναθέσεως δημοσίων συμβάσεων και της διαφάνειας (Απόφαση ΔΕΚ της 5.10.2000 στη C-16/1998, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σελ. Ι-8315, Αποφάσεις VI Τμήματος 3741/2009, 3740/2009, 3730/2009, Πράξεις VI Τμήματος 49/2006, 33/2006, Πράξεις Ε΄ Κλιμακίου 565/2009, 562/2009, 555/2009, 148/2006, 42/2004, 41/2004, 4/2004, 365/2003, 363/2003, 359/2003). Τέλος, σε επίπεδο εθνικής νομοθεσίας, η κατάτμηση ενός ενιαίου έργου σε επιμέρους τμήματα οδηγεί σε καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 102 του Ν. 3669/2008 αναφορικά με τις καλούμενες τάξεις πτυχίων εργοληπτικών επιχειρήσεων διότι η δημοπράτηση του ενιαίου έργου συνεπάγεται την κλήση εργοληπτικών επιχειρήσεων διαφορετικής (μεγαλύτερης) τάξεως σε σχέση με αυτές που καλούνται όταν δημοπρατούνται χωριστά τμήματα του έργου, καθόσον ο προϋπολογισμός των τμημάτων είναι προδήλως μικρότερος αυτού του ενιαίου έργου. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Τμήματος με συμβουλευτική ψήφο, της Παρέδρου, Ευαγγελίας Σεραφή, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει (εφόσον υπάρχει δυνατότητα συνάψεως χωριστών συμβάσεων) τον επιμερισμό του ενιαίου έργου σε περισσότερα τμήματα, αρκεί σε κάθε ένα από αυτά να εφαρμόζονται οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου, ιδία δε η δημοσίευση των διακηρύξεων των υποέργων στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Περαιτέρω, από καμία διάταξη του εθνικού δικαίου δεν απαγορεύεται η κατάτμηση των ενιαίων έργων σε περισσότερα, μικρότερα έργα, στα οποία η καλούμενη τάξη εργοληπτικών πτυχίων προσδιορίζεται από τον προϋπολογισμό τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 102 του Ν. 3669/2008. Η μη νομιμότητα της κατατμήσεως στη διαδικασία δημοπρατήσεως έργων έχει την έννοια της απαγορεύσεως καταστρατηγήσεως των κοινοτικών διατάξεων που οδηγούν στον αποκλεισμό των εργοληπτικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε κάποιο από τα κράτη μέλη ή των εθνικών διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία αναθέσεως δημοσίων έργων (π.χ. κατάτμηση για την αποφυγή διενέργειας ανοικτού διαγωνισμού ή για την αποφυγή υποβολής των συμβάσεων στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου). Υπό την προϋπόθεση της τηρήσεως των διατάξεων του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου, δεν γεννάται ζήτημα καταστρατηγήσεως των διατάξεων που ρυθμίζουν τις καλούμενες τάξεις πτυχίων των εργοληπτών (άρθρο 102 του Ν. 3669/2008), καθόσον δι’ αυτών απλώς ορίζεται αυτοτελώς το δικαίωμα συμμετοχής, το οποίο εξαρτάται από τον προϋπολογισμό κάθε υποέργου.


ΝΣΚ/489/2000

Δημόσια έργα. Μειοδοτικός διαγωνισμός. Ανάδειξη αναδόχου κατασκευής ενός δημοσίου έργου. Εφαρμογή προβλεπόμενου μαθηματικού τύπου υπό του Ν.2576/98. α) Στην περίπτωση που σε δημόσιο μειοδοτικό διαγωνισμό, για την ανάθεση της κατασκευής ενός δημοσίου έργου, υποβλήθηκε μία μόνο έγκυρη προσφορά, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή του, υπό του Ν.2576/98 και των κατ εξουσιοδότησή του εκδοθεισών, Δ17α/08/16/Φ.Ν.402/10-2-98 (Β 116), Δ17α/10/65/Φ.Ν.402/ 12-8-98 (Β 835) και Δ17α/07/37/Φ.Ν.402/3-7-2000 (Β 887), αποφάσεων του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, προβλεπόμενου μαθηματικού τύπου. β) Η ανάθεση της κατασκευής ενός δημοπρατηθέντος έργου, μπορεί να γίνει στον εργολάβο που έδωσε τη μοναδική έγκυρη προσφορά, εφόσον κρίνεται ικανοποιητική από τον κύριο του έργου.


ΕΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)219/2013

Εξόφληση του 1ου λογαριασμού του έργου «Αντιπλημμυρικά  έργα .....(...). Στο άρθρο 48 του ν. 3669/2008 «Κύρωση της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων» (ΦΕΚ Α΄ 116) ορίζεται ότι: «1. Κάθε σύμβαση, εκτός από την προθεσμία για την περάτωση του συνόλου του έργου (συνολική προθεσμία), περιλαμβάνει και προθεσμίες για την ολοκλήρωση συγκεκριμένων τμημάτων αυτού (τμηματικές προθεσμίες). ... 2. Όλες οι προθεσμίες (συνολική και τμηματικές) αρχίζουν από την υπογραφή της σύμβασης, εκτός αν στα συμβατικά τεύχη ορίζεται διαφορετικά. 3. Μέσα στη συνολική προθεσμία πρέπει να έχουν τελειώσει όλες οι επί μέρους εργασίες του έργου και να έχουν ολοκληρωθεί οι τυχόν προβλεπόμενες από τη σύμβαση δοκιμές. Το ίδιο ισχύει αναλογικά και για τις τμηματικές προθεσμίες (…) 7. Ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να συνεχίσει την κατασκευή του έργου για επιπλέον της συνολικής προθεσμίας χρονικό διάστημα, ίσο προς το ένα τρίτο (1/3) αυτής και πάντως όχι μικρότερο των τριών (3) μηνών (οριακή προθεσμία). Η συνολική προθεσμία υπολογίζεται με βάση την αρχική συμβατική προθεσμία και τις τυχόν παρατάσεις που εγκρίθηκαν ύστερα από σχετικό αίτημα του αναδόχου μέσα στην αρχική συμβατική προθεσμία και δεν οφείλονται σε υπαιτιότητά του. 8. Παράταση της συνολικής ή των τμηματικών προθεσμιών εγκρίνεται: α) Είτε "με αναθεώρηση", όταν η καθυστέρηση του συνόλου των εργασιών του έργου ή του αντίστοιχου τμήματος δεν οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του αναδόχου ή προκύπτει από αύξηση του αρχικού συμβατικού αντικειμένου. β) Είτε "χωρίς αναθεώρηση", για το σύνολο ή μέρος των υπολειπόμενων εργασιών, όταν η παράταση κρίνεται σκόπιμη για το συμφέρον του έργου, έστω και αν η καθυστέρηση του συνόλου ή μέρους των υπολειπόμενων εργασιών οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του αναδόχου (…).  …. 10. Η έγκριση των παρατάσεων προθεσμιών γίνεται από την προϊσταμένη αρχή, ύστερα από αίτηση του αναδόχου. Παράταση μπορεί να εγκριθεί και χωρίς αίτηση του αναδόχου, αν αυτή δεν υπερβαίνει την οριακή προθεσμία. Η αίτηση, αν υπάρχει, κατατίθεται στη διευθύνουσα υπηρεσία που διατυπώνει πάντοτε τη γνώμη της προς την προϊσταμένη αρχή (…)». Από τις προαναφερόμενες  διατάξεις συνάγεται ότι η εκτέλεση των εργασιών, που περιλαμβάνονται σε σύμβαση δημοσίου έργου, πρέπει να ολοκληρώνεται πριν από τη λήξη της συμβατικής προθεσμίας περαίωσης του έργου ή της νόμιμης παράτασης αυτής. Είναι δε νόμιμη η παράταση της προθεσμίας περαίωσης του έργου όταν χορηγείται, με απόφαση της προϊσταμένης αρχής, είτε με αίτηση του αναδόχου είτε και χωρίς αυτή, κατόπιν γνωμοδότησης της διευθύνουσας υπηρεσίας, αλλά εντός της ανωτέρω συμβατικής προθεσμίας.  Παράταση της προθεσμίας χορηγηθείσα μετά τη λήξη της αρχικής  προθεσμίας διάρκειας της σύμβασης δεν αποτελεί όντως παράταση αυτής εφ’ όσον  αυτή λαμβάνει χώρα μετά την εκπνοή της, αλλά χορήγηση νέας προθεσμίας, η οποία, όμως, δεν προβλέπεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση των σχετικών περί προθεσμιών διατάξεων, η τήρηση των οποίων υπαγορεύεται από λόγους δημόσιας τάξης, εφόσον συνδέονται άμεσα με το δημόσιο συμφέρον ολοκλήρωσης και παράδοσης ενός δημόσιου έργου.(βλ. Πρ.VII Τμ. 244/2010, 5,31/2012,94/2013, πρβλ. Αποφ. Τμ. Μείζονος-Επταμελούς Σύνθεσης 3463/2012).

ΕλΣυν/Τμ.6/2212/2011

Ενιαίο έργο -Κατάτμηση.(...)Από τις προεκτιθέμενες διατάξεις (π.δ.59/2007) συνάγεται ότι όταν ένα ενιαίο έργο, η ύπαρξη του οποίου εκτιμάται με βάση την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των εργασιών του, μπορεί να διαιρεθεί σε περισσότερα τμήματα και το άθροισμα της προϋπολογισθείσας αξίας των επιμέρους τμημάτων του ισούται με ή υπερβαίνει το όριο των 4.845.000 ευρώ, που είναι το κατώτατο ισχύον όριο εφαρμογής του π.δ. 59/2007, οι διατάξεις του προεδρικού αυτού διατάγματος εφαρμόζονται σε όλα τα τμήματά του (υποέργα). Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν ένα ή περισσότερα υποέργα συνέχονται σε ένα ενιαίο, ολοκληρωμένο από κάθε άποψη έργο και έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που είχε προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή, χρησιμοποιείται κάθε πρόσφορο κατά περίπτωση λειτουργικό κριτήριο όπως η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου εκτέλεσής τους, το είδος των εργασιών τους, η χρονική εγγύτητα της έναρξης των διαδικασιών για την ανάθεσή τους, καθώς και της ανάθεσής τους και η τυχόν ομοιότητα των μελετών τους. Στο πλαίσιο αυτό συνεκτιμώνται τα ειδικότερα χαρακτηριστικά και ο προορισμός εκάστης εργολαβίας και ερευνάται εάν ο σκοπός αυτών κατατείνει στην πραγματοποίηση ενός ενιαίου έργου. Εξάλλου δεν επιτρέπεται, μέσω της κατάτμησης ενός ενιαίου έργου σε τμήματα και του αντίστοιχου επιμερισμού του συνολικού προϋπολογισμού του, να καταστρατηγείται το ως άνω π.δ. με τη μη υπαγωγή των επιμέρους υποέργων, λόγω των επιμερισμένων προϋπολογισμών τους, στο πεδίο εφαρμογής του καθώς και τη μη αποστολή περίληψης των διακηρύξεων για την ανάθεση αυτών στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς δημοσίευση


ΕλΣυν/Τμ.4/206/2009

Δεν επιτρέπεται όμως σε καμμία περίπτωση ο επιμερισμός (κατάτμηση) εργασιών, που επί τη βάσει λειτουργικών κριτηρίων, όπως η οικονομική και η τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος στο οποίο αυτές αποβλέπουν, σύμφωνα με στοιχεία, όπως η ταυτόχρονη έναρξη των διαδικασιών αναθέσεώς τους και η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου πρόκειται αυτές να εκτελεστούν, αποτελούν τμήματα ενός ενιαίου έργου και για το οικονομοτεχνικώς άρτιο αυτού επιβάλλεται να ανατεθούν με έναν ενιαίο διαγωνισμό (βλ. ΕλΣ IV Τμ. πράξεις 88, 72, 13, 5/2008, 89, 21, 18/2007, 43, 44, 45/2006, 137/2004). Επίσης δεν επιτρέπεται ο επιμερισμός εργασιών που αποτελούν εργασίες συμπληρωματικές αυτών ενός ήδη ανατεθέντος και εκτελούμενου έργου του οικείου φορέα. Τέτοιες είναι εργασίες συναφείς με το οικείο έργο, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στην αρχική του σύμβαση, δεν μπορούν, τεχνικά ή οικονομικά, να διαχωρισθούν από αυτές της αρχικής συμβάσεως χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίηση του έργου, κατέστησαν δε αναγκαίες κατά την εκτέλεσή του λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, πραγματικών δηλαδή γεγονότων τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής συμβάσεως και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Οι εργασίες αυτές (συμπληρωματικές) ανατίθενται στον ανάδοχο του οικείου αρχικού έργου με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του αρμοδίου οργάνου, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της συνδρομής ή των προϋποθέσεων χαρακτηρισμού των ανατιθέμενων εργασιών ως συμπληρωματικών. Δεν αποτελούν πάντως συμπληρωματικές εργασίες οι εργασίες που αφορούν στη διαφοροποίηση, στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου ή στη βελτίωση της ποιότητας του έργου (βλ. ΕλΣ ΙV Τμ. πράξεις 199, 120/2008, 122, 143, 63/2007, 91, 88, 56/2006).(...)Από το συνδυασμό των προεκτιθέμενων διατάξεων, συνάγεται ότι η σύναψη συμβάσεως εκτελέσεως συμπληρωματικών εργασιών δημόσιου έργου είναι νόμιμη μόνο όταν η απόφαση για την ανάθεση των οικείων εργασιών και η υπογραφή της συμβάσεως λαμβάνουν χώρα πριν από τη λήξη της συμβατικής συνολικής προθεσμίας εκτελέσεως του οικείου έργου ή της νόμιμης παρατάσεώς της, ήτοι παρατάσεως που εγκρίνεται με σχετική απόφαση της προϊσταμένης αρχής του έργου, η οποία όμως έχει εκδοθεί πριν από τη λήξη της αρχικής ή της νόμιμα παραταθείσας συνολικής προθεσμίας εκτελέσεώς του. Η έκδοση δε αποφάσεως για παράταση του χρόνου εκτελέσεως του έργου μετά την εκπνοή της αρχικής ή νομίμως παραταθείσας συμβατικής συνολικής προθεσμίας εκτελέσεώς του, δε συνεπάγεται την παράταση αλλά αποτελεί μη προβλεπόμενη από τις ως άνω διατάξεις χορήγηση νέας προθεσμίας εκτέλεσης του έργου (βλ. ΕλΣ VII Τμ. πράξη 92/2009).