Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν/τμ.7/51/2013

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3669/2008
Προσυμβατικός-έλεγχος.(...) Η ύπαρξη ή μη ενός έργου ως ενιαίου ή μη, εκτιμάται με βάση λειτουργικά κριτήρια και συγκεκριμένα σύμφωνα με την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των εργασιών, που ανατίθενται με τις επιμέρους συμβάσεις. Ενδείξεις και όχι καθοριστικά κριτήρια, αφού ή ύπαρξη ενιαίου ή μη έργου, εκτιμάται, σε κάθε περίπτωση, βάσει του πλαισίου στο οποίο αυτό εντάσσεται καθώς και των ιδιαιτεροτήτων της σύμβασης (βλ. 102/2003 Πραξ. VI Τμημ. και 2212/2011 αποφ. VI Τμημ, C -18/1998 Επιτροπή κατά Γαλλίας και Τ- 158/2008 της 11ης Ιουλίου 2013) αποτελούν η ομοιότητα των εργασιών, που απαιτούνται για την κατασκευή εκάστου των τμημάτων, η ύπαρξη ενός αναδόχου για την εκτέλεση των έργων, η ταυτόχρονη ανάθεση της κατασκευής των επιμέρους τμημάτων, η ομοιότητα των μελετών, η δυνατότητα πραγματοποίησης του συνόλου των εργασιών από μια και μόνη ανάδοχο, καθώς και η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου θα εκτελεστούν τα επιμέρους ανατιθέμενα έργα. Από τις ίδιες διατάξεις, όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο ανάθεσης των υπό κρίση έργων (26.4.2010 και 25.5.2010) συνάγεται ότι προκειμένου περί συμβάσεων έργων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, οι οποίες υπερβαίνουν το ποσό του 1.000.000 ευρώ, χωρίς Φ.Π.Α., διενεργείται υποχρεωτικά από το Ελεγκτικό Συνέδριο, έλεγχος νομιμότητας της διαδικασίας ανάθεσης καθώς και του σχεδίου της σύμβασης. Ο προσυμβατικός αυτός έλεγχος αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας ανάθεσης και ενόψει της ρητής απαγόρευσης κατατμήσεως έργων προς αποφυγή εφαρμογής των διατάξεων του ν. 3669/2008, που τίθεται με τη διάταξη του άρθρου 116 του ιδίου νόμου, καταλαμβάνει και τις συμβάσεις, η προϋπολογιζόμενη δαπάνη των οποίων δεν υπερβαίνει το χρηματικό όριο άνω του οποίου καθίσταται υποχρεωτική η υπαγωγή τους στο έλεγχο, πλην όμως αποτελούν τμήματα μιας ενιαίας διαδικασίας ανάθεσης, η προϋπολογιζόμενη δαπάνη της οποίας υπερβαίνει το χρηματικό αυτό όριο. Τυχόν δε παράλειψή του συνεπάγεται την ακυρότητα των συμβάσεων. Ακολούθως, δημόσιες συμβάσεις οι οποίες αν και υπάγονται στον προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως επιμέρους τμήματα ενιαίου έργου, εντούτοις δεν υπήχθησαν, είναι αυτοδικαίως άκυρες, δεν παράγουν έννομες συνέπειες, οι δε δαπάνες που ερείδονται επί αυτών, μη νομίμως εντελλόμενες.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν/Τμ.6/102/2003

H ύπαρξη ενός (ενιαίου) έργου πρέπει να εκτιμάται βάσει λειτουργικών μόνον κριτηρίων, και συγκεκριμένα βάσει της οικονομικής και της τεχνικής λειτουργίας του αποτελέσματος των εργασιών που ανατίθενται με τις επιμέρους συμβάσεις. Ο ως άνω ορισμός της έννοιας του έργου, τον οποίο περιέχει η διάταξη του άρθρου 3 παρ.γ΄ του π.δ/τος 334/2000, δεν εξαρτά την ύπαρξη ενός ενιαίου έργου στην περίπτωση πολλαπλών συμβάσεων από άλλα στοιχεία, όπως είναι ο αριθμός των αναθετουσών αρχών, η δυνατότητα πραγματοποιήσεως του συνόλου των εργασιών από μία και μόνη επιχείρηση, η ταυτόχρονη έναρξη της διαδικασίας του διαγωνισμού για την ανάθεση του συνόλου συμβάσεων, η ομοιότητα των προκηρύξεων, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου θα εκτελεσθούν οι ανατιθέμενες εργασίες. Τα εν λόγω στοιχεία μπορούν, αναλόγως των συνθηκών, να αποτελέσουν ενδείξεις που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός έργου υπό την έννοια της οδηγίας, δεν αποτελούν, όμως, αναγκαία προϋπόθεση ούτε στοιχεία καθοριστικά για την ύπαρξη ενός έργου. Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη προς τον σκοπό της οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της δυνατότητας στις επιχειρήσεις άλλων κρατών – μελών να υποβάλουν προσφορά για συμβάσεις ή σύνολα συμβάσεων, που μπορεί να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για αντικειμενικούς λόγους σχετικούς με την αξία τους. Συνεπώς, μια επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως πρέπει να είναι σε θέση να πληροφορηθεί την αξία του συνόλου των τμημάτων που αποτελούν ένα έργο, ακόμη και αν δεν είναι σε θέση να εκτελέσει όλα τα τμήματα αυτού ή ακόμη και αν αυτά ανατίθενται από διαφορετικούς φορείς, διότι μόνον τότε μπορεί να εκτιμήσει την ακριβή έκταση της συμβάσεως και να προσαρμόσει τις τιμές της προσφοράς της αναλόγως του αριθμού των τμημάτων, για τα οποία σκοπεύει να υποβάλει προσφορά, περιλαμβανομένων, ενδεχομένως, των τμημάτων, η αξία των οποίων είναι χαμηλότερη του κατωτάτου ορίου των κοινοτικών οδηγιών. Γενικότερα, όμως, κάθε περίπτωση συνάψεως συμβάσεως πρέπει να εκτιμάται βάσει του πλαισίου, στο οποίο εντάσσεται, και βάσει των ιδιαιτεροτήτων της συμβάσεως, όπως έχει δεχθεί και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στην Απόφαση της 5.10.2000 (Υπόθεση 16/98), ερμηνεύοντας τις αντίστοιχες διατάξεις των παρ.1, 10 και 13 του άρθρου 14 της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου. Πάντως, η συνδρομή στοιχείων, όπως η ταυτόχρονη έναρξη της διαδικασίας του διαγωνισμού για την ανάθεση του συνόλου συμβάσεων, η ομοιότητα των προκηρύξεων, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου θα εκτελεσθούν οι ανατιθέμενες εργασίες, συνηγορεί υπέρ της ενοποιήσεως των συμβάσεων σε ένα ενιαίο έργο. Στην περίπτωση δε υπάρξεως ενός έργου -νομίμως ανατιθέμενου κατά τμήματα-, η αξία του οποίου στο σύνολο υπερβαίνει το όριο των κοινοτικών οδηγιών, οι διατάξεις του ως άνω διατάγματος εφαρμόζονται σε όλα τα τμήματα.


ΕλΣυν/Τμ.6/2212/2011

Ενιαίο έργο -Κατάτμηση.(...)Από τις προεκτιθέμενες διατάξεις (π.δ.59/2007) συνάγεται ότι όταν ένα ενιαίο έργο, η ύπαρξη του οποίου εκτιμάται με βάση την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των εργασιών του, μπορεί να διαιρεθεί σε περισσότερα τμήματα και το άθροισμα της προϋπολογισθείσας αξίας των επιμέρους τμημάτων του ισούται με ή υπερβαίνει το όριο των 4.845.000 ευρώ, που είναι το κατώτατο ισχύον όριο εφαρμογής του π.δ. 59/2007, οι διατάξεις του προεδρικού αυτού διατάγματος εφαρμόζονται σε όλα τα τμήματά του (υποέργα). Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν ένα ή περισσότερα υποέργα συνέχονται σε ένα ενιαίο, ολοκληρωμένο από κάθε άποψη έργο και έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που είχε προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή, χρησιμοποιείται κάθε πρόσφορο κατά περίπτωση λειτουργικό κριτήριο όπως η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου εκτέλεσής τους, το είδος των εργασιών τους, η χρονική εγγύτητα της έναρξης των διαδικασιών για την ανάθεσή τους, καθώς και της ανάθεσής τους και η τυχόν ομοιότητα των μελετών τους. Στο πλαίσιο αυτό συνεκτιμώνται τα ειδικότερα χαρακτηριστικά και ο προορισμός εκάστης εργολαβίας και ερευνάται εάν ο σκοπός αυτών κατατείνει στην πραγματοποίηση ενός ενιαίου έργου. Εξάλλου δεν επιτρέπεται, μέσω της κατάτμησης ενός ενιαίου έργου σε τμήματα και του αντίστοιχου επιμερισμού του συνολικού προϋπολογισμού του, να καταστρατηγείται το ως άνω π.δ. με τη μη υπαγωγή των επιμέρους υποέργων, λόγω των επιμερισμένων προϋπολογισμών τους, στο πεδίο εφαρμογής του καθώς και τη μη αποστολή περίληψης των διακηρύξεων για την ανάθεση αυτών στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς δημοσίευση


ΕλΣυν/Τμ.6/264/2011

Από τις ως άνω διατάξεις (Π.Δ. 59/2007- άρθρο 2 παρ.2 περ.β) , άρθρο 16 , άρθρο 17 ) συνάγεται ότι όταν ένα έργο, η ύπαρξη του οποίου εκτιμάται με βάση την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των οικείων εργασιών, μπορεί να διαιρεθεί σε περισσότερα τμήματα και το άθροισμα της προϋπολογισθείσας αξίας των επιμέρους τμημάτων εγγίζει ή υπερβαίνει το όριο των 4.845.000 ευρώ που είναι το κατώτατο, ισχύον όριο εφαρμογής του Π.Δ/τος 59/2007, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται σε όλα τα τμήματα (υποέργα). Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν ένα ή περισσότερα υποέργα συνέχονται σε ένα ενιαίο, ολοκληρωμένο από κάθε άποψη και έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που είχε προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή, χρησιμοποιούνται λειτουργικά κριτήρια και δή : η χωροθέτηση του έργου, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, το είδος των απαιτουμένων για την κατασκευή καθενός από τα έργα αυτά, εργασιών, η ταυτόχρονη ανάθεση της κατασκευής των μερικότερων έργων, η ταυτόχρονη έναρξη της διαδικασίας των περισσοτέρων συμβάσεων, η ομοιότητα των μελετών και η χρονική διάρκεια της κατασκευής τους. Η διαπίστωση της τεχνητής, μη επιτρεπτής κατατμήσεως ενός ενιαίου έργου σε τμήματα, παρά τη συνδρομή των ως άνω κριτηρίων, παραβιάζει τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου που επιβάλλουν τη διενέργεια διαγωνισμού για την ανάθεση αυτού και τη δημοσίευση της οικείας προκηρύξεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ακολούθως, η μη εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου ως προς το σύνολο των υποέργων του ενιαίου έργου, ιδία με την αποστολή της προκηρύξεως αυτών προς δημοσίευση, συνιστά πλημμέλεια, η οποία καθιστά μη νόμιμη την περαιτέρω διαδικασία του διαγωνισμού διότι η παράλειψη των διατυπώσεων δημοσιότητας οδηγεί σε αποκλεισμό των δραστηριοποιουμένων στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εργοληπτικών επιχειρήσεων και ως εκ τούτου πλήττονται οι αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της προσβάσεως στις διαδικασίες αναθέσεως δημοσίων συμβάσεων και της διαφάνειας (Απόφαση ΔΕΚ της 5.10.2000 στη C-16/1998, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σελ. Ι-8315, Αποφάσεις VI Τμήματος 3741/2009, 3740/2009, 3730/2009, Πράξεις VI Τμήματος 49/2006, 33/2006, Πράξεις Ε΄ Κλιμακίου 565/2009, 562/2009, 555/2009, 148/2006, 42/2004, 41/2004, 4/2004, 365/2003, 363/2003, 359/2003). Τέλος, σε επίπεδο εθνικής νομοθεσίας, η κατάτμηση ενός ενιαίου έργου σε επιμέρους τμήματα οδηγεί σε καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 102 του Ν. 3669/2008 αναφορικά με τις καλούμενες τάξεις πτυχίων εργοληπτικών επιχειρήσεων διότι η δημοπράτηση του ενιαίου έργου συνεπάγεται την κλήση εργοληπτικών επιχειρήσεων διαφορετικής (μεγαλύτερης) τάξεως σε σχέση με αυτές που καλούνται όταν δημοπρατούνται χωριστά τμήματα του έργου, καθόσον ο προϋπολογισμός των τμημάτων είναι προδήλως μικρότερος αυτού του ενιαίου έργου. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Τμήματος με συμβουλευτική ψήφο, της Παρέδρου, Ευαγγελίας Σεραφή, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει (εφόσον υπάρχει δυνατότητα συνάψεως χωριστών συμβάσεων) τον επιμερισμό του ενιαίου έργου σε περισσότερα τμήματα, αρκεί σε κάθε ένα από αυτά να εφαρμόζονται οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου, ιδία δε η δημοσίευση των διακηρύξεων των υποέργων στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Περαιτέρω, από καμία διάταξη του εθνικού δικαίου δεν απαγορεύεται η κατάτμηση των ενιαίων έργων σε περισσότερα, μικρότερα έργα, στα οποία η καλούμενη τάξη εργοληπτικών πτυχίων προσδιορίζεται από τον προϋπολογισμό τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 102 του Ν. 3669/2008. Η μη νομιμότητα της κατατμήσεως στη διαδικασία δημοπρατήσεως έργων έχει την έννοια της απαγορεύσεως καταστρατηγήσεως των κοινοτικών διατάξεων που οδηγούν στον αποκλεισμό των εργοληπτικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε κάποιο από τα κράτη μέλη ή των εθνικών διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία αναθέσεως δημοσίων έργων (π.χ. κατάτμηση για την αποφυγή διενέργειας ανοικτού διαγωνισμού ή για την αποφυγή υποβολής των συμβάσεων στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου). Υπό την προϋπόθεση της τηρήσεως των διατάξεων του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου, δεν γεννάται ζήτημα καταστρατηγήσεως των διατάξεων που ρυθμίζουν τις καλούμενες τάξεις πτυχίων των εργοληπτών (άρθρο 102 του Ν. 3669/2008), καθόσον δι’ αυτών απλώς ορίζεται αυτοτελώς το δικαίωμα συμμετοχής, το οποίο εξαρτάται από τον προϋπολογισμό κάθε υποέργου.


ΕΣ/Τ7/70/2005

Κατασκευή έργων που αποτελούν μερικότερα τμήματα ενιαίου έργου που κατατμήθηκε σε ομοειδή επιμέρους έργα.Μη νόμιμο.


ΕλΣυν/Τμ.6/2159/2011

«Επαναφορές οδοστρωμάτων και πεζοδρομίων σε εργασίες που έχουν εκτελεσθεί από συνεργεία της Ε.Υ.Δ.Α.Π. Α.Ε., αντικαταστάσεις – επισκευές φρεατίων παροχών κ.ά., σε περιοχές ευθύνης τομέα Ηρακλείου, Εργολαβία Ε- 841», (...)Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι όταν ένα έργο, η ύπαρξη του οποίου εκτιμάται με βάση την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των οικείων εργασιών, μπορεί να διαιρεθεί σε περισσότερα τμήματα και το άθροισμα της προϋπολογισθείσας αξίας των επιμέρους τμημάτων εγγίζει ή υπερβαίνει το όριο των 4.845.000 ευρώ που είναι το κατώτατο, ισχύον όριο εφαρμογής του π.δ/τος 59/2007, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται σε όλα τα τμήματα (υποέργα). Προκειμένου δε, να διαπιστωθεί εάν ένα ή περισσότερα υποέργα συνέχονται σε ένα ενιαίο, ολοκληρωμένο από κάθε άποψη και έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που είχε προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή έργο, εφαρμόζονται λειτουργικά κριτήρια και δη: η χωροθέτηση του έργου, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, το είδος των απαιτουμένων για την κατασκευή καθενός από τα υποέργα αυτά εργασιών, η ταυτόχρονη ανάθεση της κατασκευής των μερικότερων έργων, η ταυτόχρονη έναρξη της διαδικασίας των περισσοτέρων συμβάσεων, η ομοιότητα των μελετών και η χρονική διάρκεια της κατασκευής τους. Η διαπίστωση της τεχνητής, μη επιτρεπτής κατάτμησης ενός ενιαίου έργου σε τμήματα, παρά τη συνδρομή των ως άνω κριτηρίων, παραβιάζει τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, που επιβάλλουν τη διενέργεια διαγωνισμού για την ανάθεση αυτού και τη δημοσίευση της οικείας προκήρυξης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ακολούθως, η μη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου ως προς το σύνολο των υποέργων του ενιαίου έργου, ιδίως με την αποστολή της προκήρυξης αυτών προς δημοσίευση, συνιστά πλημμέλεια, η οποία καθιστά μη νόμιμη την περαιτέρω διαδικασία του διαγωνισμού, διότι η παράλειψη των διατυπώσεων δημοσιότητας οδηγεί σε αποκλεισμό των δραστηριοποιουμένων στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εργοληπτικών επιχειρήσεων και ως εκ τούτου πλήττονται οι αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της πρόσβασης στις διαδικασίες ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων και της διαφάνειας (βλ. Απόφαση ΔΕΚ της 5.10.2000 στη C-16/1998, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σελ. Ι-8315, Αποφάσεις VI Τμήματος 2507, 3741, 3740/2009, 264/2011, Πράξεις VI Τμήματος 49/2006, 33/2006, Πράξεις Ε΄ Κλιμακίου 565/2009, 562/2009, 555/2009, 148/2006, 42/2004, 41/2004, 4/2004, 365/2003, 363/2003, 359/2003). (...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω τόσο το ελεγχόμενο έργο όσο και οι λοιπές σχετιζόμενες με αυτό εργολαβίες, αποτελούν τμήματα ενός ενιαίου έργου, καθόσον όλα εκτελούνται στην ίδια γεωγραφική ενότητα (τομέας Ηρακλείου), χωρίς να ασκεί ουσιώδη επιρροή το γεγονός, ότι ο ανωτέρω τομέας περιλαμβάνει περισσότερους δήμους, και αποσκοπούν στη συντήρηση και επέκταση του δικτύου ύδρευσης της ΕΥΔΑΠ Α.Ε., δηλαδή κατατείνουν στην ίδια οικονομική και τεχνική λειτουργία. Περαιτέρω, οι εργασίες που απαιτούνται για την εκτέλεσή τους (εργασίες επαναφοράς ασφαλτικού οδοστρώματος, αντικατάστασης, επισκευής, τοποθέτησης φρεατίου παροχής, σύνδεσης παροχής με την εσωτερική εγκατάσταση του υδρευόμενου, εξυγίανσης υφιστάμενων παροχών, εκσκαφής τάφρων, τοποθέτησης αγωγών διανομής ύδατος, αποκατάστασης διαρροών κ.λπ.) είναι παρόμοιες, οι δε μεταξύ τους διαφοροποιήσεις του τεχνικού τους αντικειμένου είναι επουσιώδεις και δεν αναιρούν τον «ενιαίο» χαρακτήρα του έργου, συγχρόνως δε, η έγκριση δημοπράτησης και των πέντε επίμαχων εργολαβιών έγινε εντός του ιδίου έτους 2010. Εξάλλου, το γεγονός ότι για κάποιες από τις επίμαχες εργασίες καταβάλλεται οικονομικό αντάλλαγμα από τους καταναλωτές δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, καθόσον όλα τα προαναφερόμενα έργα κατατείνουν στην συντήρηση και επέκταση του δικτύου ύδρευσης της Ε.Υ.Δ.Α.Π. Α.Ε.. Κατά συνέπεια και οι πέντε εργολαβίες αποτελούν ένα «ενιαίο» έργο, η τεχνητή κατάτμηση του οποίου είναι ανεπίτρεπτη καθόσον για τις επιμέρους συμβάσεις δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, ιδίως δε η αποστολή της προκήρυξης του ελεγχόμενου έργου στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, απορριπτομένου περαιτέρω, ως αβάσιμου του ισχυρισμού περί συνδρομής λόγων υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι δικαιολογούν τη σύναψη της ελεγχόμενης σύμβασης, καθόσον το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται προεχόντως με την τήρηση της νομιμότητας στις διαδικασίες ανάθεσης εκτέλεσης έργων και όχι, όπως στη προκειμένη περίπτωση, με την παραβίαση αυτής (βλ. Απόφ.1251, 1640/2011VI Τμ.).


ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ/218/2013

Δημόσια έργα-Κατάτμηση.Απαγορεύεται ο επιμερισμός της κατασκευής ενός «ενιαίου» έργου σε μερικότερα μη αυτοτελή έργα - έργα δηλαδή που από τεχνική και ουσιαστική άποψη όχι μόνο δεν μπορούν, αλλά και επιβάλλεται για το οικονομικοτεχνικώς άρτιο και το συμφέρον του ευρύτερου έργου να αποτελέσουν αντικείμενο ενιαίας δημοπρασίας - και στη συνέχεια η απευθείας ανάθεση αυτών χωριστά ή η ανάθεση κατόπιν πρόχειρου διαγωνισμού με βάση το ύψος της δαπάνης που προκύπτει από την κατάτμηση της συνολικής δαπάνης που απαιτείται για την κατασκευή του «ενιαίου» έργου, καθόσον με τον τρόπο αυτό επιχειρείται, κατά περιγραφή των οικείων διατάξεων, η μη τήρηση της οριζόμενης από τις διατάξεις αυτές διαδικασία διενέργειας τακτικού διαγωνισμού (βλ. Πράξεις VII Τμ. 324, 19/2010, 45/2009, 79/2008 47, 134, 139, 142/2008, 4, 267/2007, 83, 145, 164, 259, 280/2006, 70/2005, IV Τμ. 136, 137/2004, 193, 37/2003, 88/97, 93/1999 κ.ά.). Το ενιαίο, δε, του έργου κρίνεται κατά περίπτωση με βάση λειτουργικά κριτήρια και ειδικότερα την οικονομικοτεχνική λειτουργία των ανατιθέμενων μερικότερων έργων, το είδος των απαιτούμενων για την κατασκευή καθενός από τα έργα αυτά  εργασιών, την ύπαρξη μιας αναδόχου εργοληπτικής εταιρείας ή περισσοτέρων  ασχολούμενων  με  το  αυτό  αντικείμενο,  την ταυτόχρονη ανάθεση της κατασκευής των μερικότερων έργων, την ομοιότητα των μελετών, τη δυνατότητα πραγματοποίησης του συνόλου των εργασιών από μία και μόνο επιχείρηση, τη χρονική διάρκεια κατασκευής τους, την ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου θα εκτελεστούν τα ανατιθέμενα έργα. Κατά συνέπεια, ο επιμερισμός της κατασκευής ενός ενιαίου δημοτικού έργου, η εκτέλεση του οποίου λαμβάνει χώρα εντός του γεωγραφικού πλαισίου του Δήμου, σε περισσότερα ομοειδή έργα, για τα οποία έχουν αναγραφεί ιδιαίτερες πιστώσεις στον οικείο προϋπολογισμό, προς αποφυγή της διαδικασίας επιλογής αναδόχου με δημόσιο ανοικτό διαγωνισμό δεν είναι νόμιμος και επομένως, δεν είναι νόμιμη και η δαπάνη που προκαλείται από την εκτέλεση των έργων αυτών (βλ. Πράξεις VIΙ Τμ. 83, 164, 259/2006, 4, 210, 267/2007, 45/2009, 19, 103/2010 κ.ά.). Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η κατάτμηση δημοτικών έργων και η σύνταξη των αντίστοιχων μελετών, καθώς και η αναγραφή στο δημοτικό προϋπολογισμό κατατμημένων πιστώσεων, εφόσον τα έργα αυτά εκτελούνται σε διαφορετικά δημοτικά ή τοπικά διαμερίσματα.(....) Ενόψει όσων ήδη εκτέθηκαν, δημόσιες συμβάσεις, οι οποίες, αν και υπάγονται στον ως άνω προσυμβατικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν υποβλήθηκαν στον έλεγχο αυτόν, είναι αυτοδικαίως άκυρες και δεν παράγουν, ως εκ τούτου, έννομες συνέπειες (Ελ.Συν. Πρακτικά Ολομ. της 7ης Γ.Σ. της 7.3.2001, VI Tμ. Απόφ. 3069/2011, IV Τμ. Πράξεις 166/2006, 199/2004).

ΕλΣυν/Τμ/7/19/2010

Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων,(N.3669/2008, πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 2539/1997 ,όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 3274/2004 (ΦΕΚ Α΄ 195), αναδιατυπώθηκε με το άρθρο 24 παρ. 8 του ν. 3613/2007 (ΦΕΚ Α΄ 263/21.11.2007) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 18 παρ. 14 του ν. 3731/2008 (ΦΕΚ Α΄ 263/23.12.2008) η διαδικασία που πρέπει να τηρηθεί για την ανάδειξη αναδόχου εργοληπτικής εταιρείας για την κατασκευή ενός δημοτικού έργου τελεί κάθε φορά σε συνάρτηση με την σπουδαιότητα και την εξειδικευμένη φύση του ανατιθέμενου έργου, καθώς και με το ύψος της συνολικής δαπάνης που απαιτείται για την κατασκευή του. Ειδικότερα, η επιλογή αναδόχου με τη διενέργεια τακτικού διαγωνισμού αποβλέπει στην προσέλευση μεγάλου ή έστω ικανού αριθμού υποψηφίων, με αντικειμενικό σκοπό την ανάπτυξη επαρκούς ανταγωνισμού και την διασφάλιση των οικονομικών κυρίως συμφερόντων του οικείου Δήμου, με την επιλογή της πλέον συμφέρουσας για αυτόν, από οικονομικής και τεχνικής άποψης, προσφοράς. Για το λόγο αυτό απαγορεύεται ο επιμερισμός της κατασκευής ενός «ενιαίου» έργου σε μερικότερα μη αυτοτελή έργα - έργα δηλαδή που από τεχνική και ουσιαστική άποψη όχι μόνο δεν μπορούν, αλλά και επιβάλλεται για το οικονομικοτεχνικώς άρτιο και το συμφέρον του ευρύτερου έργου να αποτελέσουν αντικείμενο ενιαίας δημοπρασίας - και στη συνέχεια η απευθείας ανάθεση αυτών χωριστά ή η ανάθεση κατόπιν πρόχειρου διαγωνισμού με βάση το ύψος της δαπάνης που προκύπτει από την κατάτμηση της συνολικής δαπάνης που απαιτείται για την κατασκευή του «ενιαίου» έργου, καθόσον με τον τρόπο αυτό επιχειρείται, κατά περιγραφή των οικείων διατάξεων, η μη τήρηση της οριζόμενης από τις διατάξεις αυτές διαδικασία διενέργειας τακτικού διαγωνισμού (βλ. Πράξεις VII Τμ. 45/2009, 79/2008 47, 134, 139, 142/2008, 4, 267/2007, 83, 145, 164, 259, 280/2006, 70/2005, IV Τμ. 136, 137/2004, 193, 37/2003, 88/97, 93/1999 κ.ά.). Το ενιαίο, δε, του έργου κρίνεται κατά περίπτωση με βάση λειτουργικά κριτήρια και ειδικότερα την οικονομικοτεχνική λειτουργία των ανατιθέμενων μερικότερων έργων, το είδος των απαιτούμενων για την κατασκευή καθενός από τα έργα αυτά εργασιών, την ύπαρξη μιας αναδόχου εργοληπτικής εταιρείας ή περισσοτέρων ασχολούμενων με το αυτό αντικείμενο, την ταυτόχρονη ανάθεση της κατασκευής των μερικότερων έργων, την ομοιότητα των μελετών, τη δυνατότητα πραγματοποίησης του συνόλου των εργασιών από μία και μόνο επιχείρηση, τη χρονική διάρκεια κατασκευής τους, την ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου θα εκτελεστούν τα ανατιθέμενα έργα. Κατά συνέπεια, ο επιμερισμός της κατασκευής ενός ενιαίου δημοτικού έργου, η εκτέλεση του οποίου λαμβάνει χώρα εντός του γεωγραφικού πλαισίου του Δήμου, σε περισσότερα ομοειδή έργα, για τα οποία έχουν αναγραφεί ιδιαίτερες πιστώσεις στον οικείο προϋπολογισμό, προς αποφυγή της διαδικασίας επιλογής αναδόχου με δημόσιο ανοικτό διαγωνισμό δεν είναι νόμιμος και επομένως, δεν είναι νόμιμη και η δαπάνη που προκαλείται από την εκτέλεση των έργων αυτών (βλ. Πράξεις VIΙ Τμ. 83, 164, 259/2006, 4, 210, 267/2007, 45/2009 κ.ά.)……Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Τμήμα κρίνει ότι τα ανωτέρω έργα, που εκτελέστηκαν στο Δήμο ..., δεν είναι χωριστά και αυτοτελή έργα, αλλά αποτελούν ένα ενιαίο δημοτικό έργο, διότι περιλαμβάνουν τις ίδιες ή παρεμφερείς εργασίες για την κατασκευή τους -ήτοι τσιμεντοστρώσεις και ασφαλτοστρώσεις- οι οποίες εκτελούνται στον ίδιο γεωγραφικό χώρο (Δ.Δ. …), κατά την ίδια χρονική περίοδο, επιπλέον δε ανατέθηκαν ταυτόχρονα τα τρία στην ίδια εταιρεία και λίγο μεταγενέστερα το τέταρτο. Κατά συνέπεια, δεν είναι νόμιμη η κατάτμηση του ενιαίου αυτού έργου σε τέσσερα επιμέρους έργα με το χαρακτηρισμό αυτών ως αυτοτελών «μικρών έργων», με σκοπό την αποφυγή διενέργειας δημόσιου ανοικτού διαγωνισμού και την προσφυγή αφενός στην εξαιρετική διαδικασία της απευθείας ανάθεσης (για τα τρία εξ αυτών) και αφετέρου στην εξαιρετική διαδικασία του πρόχειρου διαγωνισμού (για το τέταρτο έργο), δεδομένου ότι ναι μεν ούτε ο προϋπολογισμός καθενός από τα τρία πρώτα έργα ούτε και ο προϋπολογισμός του τέταρτου εξ αυτών υπερβαίνουν τα ποσά που τίθενται από τις προαναφερόμενες διατάξεις ως όρια για την απευθείας ανάθεση έργου σε εργοληπτική επιχείρηση ή για την προσφυγή στη διαδικασία του πρόχειρου διαγωνισμού (10.271,46 ευρώ χωρίς Φ.Π.Α. και 45.000,00 ευρώ με Φ.Π.Α., αντίστοιχα), πλην όμως ο προϋπολογισμός της συνολικής τους δαπάνης ανέρχεται στο ποσό των 52.781,48 ευρώ (44.354,42 ευρώ χωρίς Φ.Π.Α.), που υπερβαίνει τόσο το προαναφερόμενο όριο της απευθείας ανάθεσης δημοτικών έργων όσο και αυτό για τη διενέργεια πρόχειρου διαγωνισμού.


ΕλΣυν.Τμ.7/324/2010

ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΕΡΓΑ:Κατά συνέπεια, δεν είναι νόμιμη η κατάτμηση του ενιαίου αυτού έργου σε δύο επιμέρους έργα με το χαρακτηρισμό αυτών ως αυτοτελών έργων, με σκοπό την αποφυγή διενέργειας δημόσιου ανοικτού διαγωνισμού και την προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της απευθείας ανάθεσης, δεδομένου ότι αν και ο προϋπολογισμός καθενός από τα δύο έργα χωρίς Φ.Π.Α. δεν υπερβαίνει το ποσό που τίθεται από τις προαναφερόμενες διατάξεις ως όριο για την απευθείας ανάθεση έργου σε εργοληπτική επιχείρηση, πλην όμως ο προϋπολογισμός της συνολικής τους δαπάνης υπερβαίνει το ποσό αυτό (10.271,46 ευρώ χωρίς Φ.Π.Α.).  Περαιτέρω, από την απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής για την ανάθεση του α΄ έργου δεν προκύπτει η συνδρομή αλλά ούτε και η επίκληση σοβαρού επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας ανάγκης, εξαιτίας απρόβλεπτων καταστάσεων, που να δικαιολογεί την απόκλιση από τη διαδικασία του τακτικού διαγωνισμού.(...)η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής του Δήμου … δαπάνη δεν είναι νόμιμη


ΕλΣυν/Κλ.Ε/439/2010

Κατά την έννοια των άνω διατάξεων(Π.Δ. 59/2007- άρθρο 2 παρ.2 περ.β) η ύπαρξη ενός έργου πρέπει να εκτιμάται με βάση την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των οικείων εργασιών (βλ Απόφαση ΔΕΚ C-16/98). Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ένα ή περισσότερα τμήματα αποτελούν ενιαίο έργο, δηλ. ολοκληρωμένο από κάθε άποψη και έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που είχε προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή, ως κριτήρια χρησιμοποιούνται η χωροθέτηση του έργου, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, στο οποίο αναφέρονται οι οικείες προκηρύξεις, η ύπαρξη συνολικής μελέτης, η έκδοση μιας απόφασης για τη συνολική χρηματοδότηση του έργου (πρβλ Αποφ. ΔΕΚ C-16/98, ΕΑ ΣτΕ 86/2000). Συνέπεια της διαπίστωσης της τεχνητής(μη επιτρεπτής) κατάτμησης ενός ενιαίου έργου σε τμήματα είναι η υποχρεωτική τήρηση των κανόνων δημοσιότητας(άρθρο 32 Π.Δ. 59/2007 και παράρτημα XX σημ. 1 στοιχεία α και β) με δημοσίευση της σχετικής προκήρυξης του ή των διαγωνισμών όλων των τμημάτων σε κοινοτικό επίπεδο, αφού με τον τρόπο αυτό εξυπηρετείται ο σκοπός της Οδηγίας 2004/17, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση του ότι επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών θα είναι σε θέση να υποβάλλουν προσφορά για διαγωνισμούς για κατάρτιση σύμβασης ή συνόλου συμβάσεων που μπορεί να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για αντικειμενικούς λόγους σχετικούς με την αξία τους(βλ σκέψη 44 της Απόφασης ΔΕΚ C-16/98). Κατ΄ ακολουθία η παράλειψη αποστολής για δημοσίευση της διακήρυξης τμήματος ενιαίου έργου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστά ουσιώδη νομική πλημμέλεια της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου του συγκεκριμένου τμήματος του έργου (βλ. Πρ VI Τμ. 33,49/2006, Ε΄ Κλιμ. 359, 363, 365/2003, 4, 41, 42/2004, 148/2006, 565/2009). Περαιτέρω, σε επίπεδο εθνικής νομοθεσίας, η κατάτμηση ενός ενιαίου έργου σε επιμέρους τμήματα οδηγεί σε καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 102 του ν.3669/2008 σχετικά με τις καλούμενες τάξεις εργοληπτικών επιχειρήσεων με βάση τα όρια προϋπολογισμού ανά κατηγορία έργων, αφού η δημοπράτηση του ενιαίου έργου θα είχε ως συνέπεια τη κλήση εργοληπτικών επιχειρήσεων διαφορετικών τάξεων σε σχέση με αυτές της χωριστής δημοπράτησης των τμημάτων αυτού.


ΕλΣυν/Κλ7/152/2015

Κατάτμηση ενιαίου έργου.(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, τα ανατεθέντα  σε κάθε περίπτωση, κατόπιν διενέργειας ανοικτών δημόσιων διαγωνισμών, που διασφαλίζουν την διαφάνεια και την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού, ως άνω έργα  είναι αυτοτελή και ανεξάρτητα μεταξύ τους και δεν συνιστούν ένα ενιαίο   έργο, καθόσον μετά από εκτίμηση της οικονομικής και τεχνικής λειτουργίας του αποτελέσματος των οικείων εργασιών, ήταν δυνατή η σκοπούμενη δια  των διακηρύξεων αυτοτελής ενεργειακή αναβάθμιση καθενός από αυτά, χωρίς να καθίσταται αναγκαία, για το οικονομικά άρτιο εκάστου αυτών, η ενοποίησή τους. Επιπροσθέτως, δοθέντος ότι δεν συντρέχει, εν προκειμένω, περίπτωση απευθείας ανάθεσης της κατασκευής των εν λόγω έργων, τουναντίον, ακολουθήθηκε η νόμιμη διαδικασία του ανοικτού διαγωνισμού και ανατέθηκαν αυτά σε διαφορετικούς αναδόχους καθώς και ότι το άθροισμα των επιμέρους προϋπολογισμών εκάστου εξ αυτών δεν υπερβαίνει το απαιτούμενο  από την κοινοτική νομοθεσία κατώτατο όριο (βλ. και Υπόθεση C-16/1998 Επιτροπή κατά Γαλλίας), καθιστά αλυσιτελή τον περιοριζόμενο στην παράβαση της παρ. 14 του άρθρου 6 του ν. 4071/2012 προβαλλόμενο   από την Επίτροπο λόγο κατάτμησης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, οι εντελλόμενες με τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα πληρωμής δαπάνες είναι νόμιμες και τα υπό κρίση χρηματικά ένταλματα, πρέπει να θεωρηθούν.