Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν/Τμ.6/467/2011

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3316/2005, 60/2007, 3669/2008

Στο άρθρο 3 (άρθρο 2 οδηγίας 2004/18/ΕΚ) του π.δ. 60/2007 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» …» (ΦΕΚ Α΄ 64) ορίζεται ότι: «Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις ενεργώντας με διαφάνεια». Σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης αυτής στο πλαίσιο του συντονισμού σε κοινοτικό επίπεδο των διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, κύριος σκοπός είναι η κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως, παροχής υπηρεσιών και προϊόντων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομικών φορέων των κρατών μελών και, περαιτέρω, η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποψήφιοι κατά τη σύναψη συμβάσεως καθώς και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου η δημοσίου δικαίου αναθέτουσα αρχή να καθορίζει τη στάση της με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως (ΔΕΚ C-380/98 University of Cambridge, σκέψεις 16-17, C-285/99 Lombardini σκέψεις 34-38, όπου περαιτέρω παραπομπές). Περαιτέρω, στο άρθρο 51 του ίδιου π.δ. (άρθρο 53 Οδηγίας 2004/18/ΕΚ) ορίζεται ότι: «1. (…) τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τις δημόσιες συμβάσεις, είναι: όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά κατά την κρίση της αναθέτουσας, κριτήρια συνδεόμενα με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, ιδίως η ποιότητα, η τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική συνδρομή, η ημερομηνία παράδοσης και η προθεσμία παράδοσης ή εκτέλεσης (…)». Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων, συνάγεται ότι το στάδιο του ελέγχου της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων είναι διακριτό από εκείνο της ανάθεσης της σύμβασης, αφού αποτελούν δύο αυτοτελείς διαδικασίες και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες, ακόμα και στις περιπτώσεις που κατά την κείμενη νομοθεσία πραγματοποιούνται ταυτόχρονα. Ειδικότερα, ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων, που λογικά και χρονικά προηγείται της ανάθεσης της σύμβασης και συνδέεται με την αποδοχή ως υποψηφίων διαγωνιζομένων μόνον όσων πληρούν ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικών ή και επαγγελματικών ικανοτήτων, γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (κριτήρια ποιοτικής επιλογής, που αναφέρονται στα άρθρα 45 έως 50 του π.δ. 60/2007), για την αξιολόγηση των οποίων προσκομίζονται αντίστοιχα δικαιολογητικά. Η ανάθεση της σύμβασης γίνεται αφού ελεγχθεί η καταλληλότητα του διαγωνιζομένου και πραγματοποιείται σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η διακήρυξη βάσει είτε της χαμηλότερης τιμής είτε της πιο συμφέρουσας οικονομικά προσφοράς. Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, Beentjes, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001, Gesellschaft fur Abfallentsorgungs-Technik GmbH (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006, Εμ. Γ. Λιανάκης Α.Ε., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Ο Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης διατύπωσε την εξής γνώμη: Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τ

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν/Τμ.6/472/2011

Από τις ως άνω διατάξεις συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : Κατά τη διαδικασία για την κατάρτιση δημόσιας συμβάσεως για την εκπόνηση μελετών, λαμβάνουν χώρα δύο διακριτά και αυτοτελή στάδια, τα οποία διέπονται από διαφορετικούς κανόνες και ικανοποιούν διαφορετικούς στόχους : στο πρώτο στάδιο επιλέγονται οι υποψήφιοι, οι οποίοι είναι κατάλληλοι από άποψη τεχνικής – επαγγελματικής ικανότητας και χρηματοοικονομικών δεδομένων να αναλάβουν την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, με κριτήρια ποιοτικής επιλογής, ενώ στο δεύτερο στάδιο προσδιορίζεται, επί τη βάσει των κριτηρίων αναθέσεων που συνδέονται με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας συμβάσεως, ποια από τις προσφορές των υποψηφίων, οι οποίες κρίθηκαν στο πρώτο στάδιο «κατάλληλες», είναι η καλύτερη για την εκτέλεση της συμβάσεως (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987 , …, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 15 και 16, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 , Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 51 έως 53, Ε.Α. ΣτΕ 1148/2009, 1318/2009, 100/2009 , 1091/2006). Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, …, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001 , …. (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006 , …., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Τμήματος με αποφασιστική ψήφο, του Συμβούλου Γεωργίου Βοΐλη, όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των μελετών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τα αναφερόμενα, δηλαδή στις διατάξεις του π.δ. 60/2007 και της Οδηγίας 2004/18 Εκ άρθρα 47 και 48 ως κριτήρια ποιοτικής επιλογής) εφόσον πάντως τα στοιχεία αυτά δεν συνδέονται με τον τρόπο εκτελέσεως της συγκεκριμένης προς ανάθεση μελέτης. Συνακόλουθα η εμπειρία μπορεί να συνδέεται κατά περίπτωση με την εκτίμηση της ποιότητας της συγκεκριμένης προς ανάθεση μελέτης με την παραπάνω έννοια οπότε και μόνο μ’ αυτή την προϋπόθεση επιτρεπτώς βαθμολογείται και συνακόλουθα επηρεάζει την επιλογή αναδόχου (Ε.Α. ΣτΕ 100/2009). Ακολούθως, η αναθέτουσα αρχή έχει υποχρέωση να αναφέρει στην προκήρυξη όλα τα κριτήρια αναθέσεως, τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιήσει κατά την επιλογή αναδόχου, προκειμένου τα να καταστήσει γνωστά στους εν δυνάμει προσφέροντες, πριν από την υποβολή των προσφορών τους (ΔΕΚ απόφαση της 12.12.2002, ΔΕC-470/1999 , … κ.λπ., σκέψεις 97 και 98) ενώ, περαιτέρω, δεν δύναται να εφαρμόσει υποκριτήρια για τα κριτήρια αναθέσεως, τα οποία δεν είχαν προηγουμένως γνωστοποιηθεί στους υποψηφίους (ΔΕΚ απόφαση της 24.12.2008, C-532/2006, ….Ε., σκέψεις 34 έως 38, ΣτΕ 798/2009, 4024/2008, 1794/2008). Τα κριτήρια αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπον ώστε, αφενός να επιτρέπεται στους ενδιαφερόμενους, οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να τα κατανοούν πλήρως και να τα ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο, και, αφετέρου, να παρέχεται επαρκής εγγύηση περί της εφαρμογής τους από τη Διοίκηση κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο ως προς όλους τους προσφέροντες (ΔΕΚ απόφαση της 17.9.2002, C-513/1999 , … κ.λπ., σκέψεις 81 έως 83, απόφαση της 18.10.2001, C-19/2000 , …, σκέψεις 41 έως 44, ΣτΕ 2183/2004, Ε.Α. ΣτΕ 1148/2009, 603/2009, 113/2008). Τέλος, από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 20 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο όταν εκ του νόμου προβλέπεται η έκδοση γνώμης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, αυτή πρέπει να είναι έγγραφη και αιτιολογημένη,


ΕλΣυν/Κλ.6/103/2009

Από το συνδυασμό των άρθρων 42 παρ. 1-2, 46 παρ. 1-2,6, 51 παρ. 1 α, 2 του Π.Δ. 60/07 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» …» (Α΄ 64) σε συνδυασμό και με τα άρθρα 8 και 20 του Π.Δ. 394/1996 «Κανονισμός Προμηθειών Δημοσίου» (Α΄ 266), συνάγεται ότι στο σύστημα των οδηγιών που αφορούν τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων και η ανάθεση της συμβάσεως αν και δεν αποκλείεται να πραγματοποιούνται ταυτόχρονα, αποτελούν δύο αυτοτελείς διαδικασίες και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες. Ειδικότερα, ο έλεγχος της καταλληλότητας των προσφερόντων γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (κριτήρια ποιοτικής επιλογής), για την αξιολόγηση των οποίων προσκομίζονται αντίστοιχα δικαιολογητικά. Αντίθετα, η ανάθεση βασίζεται είτε στη χαμηλότερη τιμή είτε στην πιο συμφέρουσα οικονομικά προσφορά. Στην τελευταία περίπτωση τα κριτήρια αξιολόγησης που μπορούν να γίνουν δεκτά από τις αναθέτουσες αρχές ποικίλουν, χωρίς να απαριθμούνται περιοριστικά στις ισχύουσες διατάξεις, επαφίεται δε στην αναθέτουσα αρχή να τα επιλέξει με τη διακήρυξη του διαγωνισμού. Η επιλογή αυτή, πάντως, δεν μπορεί να αναφέρεται παρά μόνο στα κριτήρια που αφορούν την εξακρίβωση της προσφοράς που είναι η πλέον συμφέρουσα οικονομικά. Συνεπώς, αποκλείονται ως κριτήρια αναθέσεως τα κριτήρια που δεν σκοπούν στον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, αλλά συνδέονται με την εκτίμηση της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση. Κριτήρια όπως η εμπειρία των υποψηφίων από ανάλογες προμήθειες, ή από τη χρήση ομοίων προς τα υπό προμήθεια προϊόντων ή το πελατολόγιο αφορούν την καταλληλότητα των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση, επομένως δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ως κριτήρια αξιολόγησης της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής άποψης προσφοράς και αναθέσεως της συμβάσεως (ΔΕΚ, Απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2006, C 532/06, Λιανάκης ΑΕ κ.λπ., Απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, C- 315/2001, Gat, Πράξη 38/2009 VI Τμ., 26/2009 Στ΄ Κλ.).

Μη ανακλητέα με την ΕλΣυν.Τμ.4/2509/2009


ΕλΣυν/Τμ.6/106/2007

Κατά την έννοια των προρρηθεισών κοινοτικών διατάξεων, οι παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψη ως κριτήρια σύναψης μιας δημόσιας σύμβασης βάσει της οικονομικά πλέον συμφέρουσας προσφοράς δεν απαριθμούνται περιοριστικά, ως εκ τούτου, παρέχεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στην αναθέτουσα αρχή να επιλέξει τα κριτήρια ποσοτικής και ποιοτικής επιλογής και όχι αμιγώς οικονομικής φύσης που προτίθεται να εφαρμόσει, πλην όμως τα τελευταία πρέπει να συνδέονται στενά με το αντικείμενο της σύμβασης, βάσει της αναγκαίας τεχνικής ικανότητας των υποψηφίων και των πραγματικών απαιτήσεων της προς ανάθεση σύμβασης, να είναι δεκτικά αντικειμενικής και συγκεκριμένης αιτιολόγησης και να συνεπάγονται οικονομικό άμεσο όφελος για την αναθέτουσα αρχή, τηρώντας, ταυτοχρόνως, όλες τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου και, ιδίως, την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, όπως η τελευταία απορρέει από τις διατάξεις της Συνθήκης περί του δικαιώματος εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών (πρβλ. Απόφαση Δ.Ε.Κ. της 17.09.2002, C-513/99, σκέψεις 81επ., Πράξη VI Τμ. 107/2003 κ.α.). Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι τα θεσπιζόμενα στην οικεία διακήρυξη κριτήρια αποδοχής των συμμετεχουσών στον ελεγχόμενο διαγωνισμό εταιρειών, αναφορικά με τον απαιτούμενο ελάχιστο ετήσιο κύκλο εργασιών αυτών για κάθε ένα από τα τρία τελευταία έτη σε συνδυασμό με την εξαετή και πλέον δραστηριοποίησή τους στην παροχή υπηρεσιών φύλαξης είναι κατάλληλα, αντικειμενικά και πρόσφορα, ενόψει των ιδιαίτερων απαιτήσεων του αντικειμένου της σύμβασης (φύλαξη του συνόλου των κτιριακών εγκαταστάσεων και εξωτερικών χώρων που ανήκουν στο Α.Π.Θ.), καθώς και της δαπάνης του ελεγχόμενου διαγωνισμού, ως άνω αναφέρεται, καθόσον αποβλέπουν προφανώς στη συμμετοχή διαγωνιζομένων, οι οποίοι διαθέτουν χρηματοοικονομική επάρκεια και ανάλογη πολυετή εμπειρία σε υπηρεσίες φύλαξης μεγάλου οικονομικού αντικειμένου. Περαιτέρω, ο όρος περί ύπαρξης πιστοληπτικής ικανότητας ύψους τουλάχιστον 3.000.000 Ευρώ δεν εισάγει αδικαιολόγητο περιορισμό στην άσκηση του δικαιώματος συμμετοχής των προτιθέμενων να συμμετάσχουν στην υπό κρίση διαδικασία επιχειρήσεων, περιορίζοντας ούτως τον ανταγωνισμό, αφού αποσκοπεί στη συμμετοχή εύρωστων οικονομικά υποψηφίων αναδόχων, ικανών να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις της προς ανάθεση σύμβασης, ειδικότερα όσον αφορά τη μισθοδοσία του απασχολούμενου προσωπικού, ώστε να μην κωλύεται σε κάθε περίπτωση η εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας. Τέλος, η πρόβλεψη περί ελαχίστου ορίου προσωπικού τριακοσίων (300) ατόμων δεν συνιστά όρο δυσανάλογο σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες της αναθέτουσας αρχής και του επιδιωκόμενου σκοπού του διαγωνισμού, παρά τα αντιθέτως κριθέντα με την προσβαλλόμενη Πράξη του Κλιμακίου, δεδομένου ότι, βάσει των τεχνικών προδιαγραφών της οικείας διακήρυξης (βλ. Παράρτημα Δ΄ αυτής), απαιτείται η απασχόληση διακοσίων (200) ατόμων, με δυνατότητα περαιτέρω αύξησης του προσωπικού σε ποσοστό μέχρι 20%, εφόσον προσληφθεί νέο προσωπικό (μόνιμο) ή δημιουργηθούν έκτακτες ανάγκες.

ΕΣ/Τ6/129/2007

Οι αναθέτοντες φορείς, κατά τη διενέργεια δημόσιων διαγωνισμών οφείλουν σε κάθε περίπτωση να τηρούν την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, η οποία συνεπάγεται, ιδίως, υποχρέωση διαφάνειας. Η τελευταία επιβάλλεται, προκειμένου η αναθέτουσα αρχή να διασφαλίζει την τήρηση της ως άνω γενικής αρχής, συνίσταται δε, μεταξύ άλλων, στον έλεγχο του αμερόληπτου χαρακτήρα των οικείων διαδικασιών του διαγωνισμού (πρβλ. Δ.Ε.Κ. Αποφάσεις της 7.12.2000, C-324/98, σκέψεις 60-63, της 27.11.2001, C-285/99, σκέψη 38 κ.α.). Κατά συνέπεια και δοθέντος ότι στους διενεργούμενους δημόσιους διαγωνισμούς υπηρεσιών η θεσμοθέτηση σταδίων κατά τη διαδικασία ανάδειξης του αναδόχου αποβλέπει ακριβώς στην κατά αντικειμενικό και διαφανή τρόπο επιλογή του παρόχου υπηρεσιών, η μη τήρηση των εν λόγω σταδίων στοιχειοθετεί παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Τέτοια περίπτωση συντρέχει και όταν η αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να συγκροτήσει την επιτροπή αξιολόγησης των προσφορών σε διαγωνισμό, επιλέγει, ως μέλος αυτής, πρόσωπο, το οποίο φέρει την ιδιότητα μέλους του έχοντος την αποφασιστική αρμοδιότητα για την κατακύρωση των αποτελεσμάτων αυτού συλλογικού οργάνου, καθόσον με τον τρόπο αυτό, και ανεξαρτήτως της ουσιαστικής συμμετοχής του ως άνω μέλους στη λήψη αποφάσεων του εν λόγω οργάνου, ουσιαστικά παρακάμπτεται το γνωμοδοτικό στάδιο του διαγωνισμού, ως ουσιώδης τύπος της διεξαγόμενης διαδικασίας (βλ. Πράξη VI Τμ. 10/2007, 29/2005, IV Τμ. 182/2004, 157/2003, 109/2001).Όπως προκύπτει από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προκειμένου να διασφαλίζεται στην πράξη η τήρηση των παρατεθεισών κοινοτικών αρχών της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να προβλέπει με σαφήνεια στη διακήρυξη του διαγωνισμού τους όρους συμμετοχής και ανάδειξης διαγωνιζομένου ως αναδόχου των υπό ανάθεση υπηρεσιών, ώστε κάθε ενδιαφερόμενος αφενός να διαθέτει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, για να αποφασίσει περί της συμμετοχής του ή μη στον προκηρυχθέντα διαγωνισμό, αφετέρου δε, σε περίπτωση συμμετοχής του στο διαγωνισμό, να έχει τις αυτές ακριβώς με τους λοιπούς διαγωνιζομένους ευκαιρίες, τόσο κατά το χρόνο της προετοιμασίας προς υποβολή της προσφοράς του όσο και κατά το στάδιο της αποτίμησης αυτής (πρβλ. Δ.Ε.Κ. αποφάσεις της 12.12.2002, C-470/99, σκέψη 93, της 18.10.2001, C-19/00, σκέψεις 34, 41 και 43 και της 25.04.1996, C-87/94, σκέψη 54). Σε αυτά τα πλαίσια και σε περίπτωση σύναψης μιας δημόσιας σύμβασης βάσει της οικονομικά πλέον συμφέρουσας προσφοράς η αναθέτουσα αρχή δύναται να προσδώσει ειδικό βάρος στα προκαθορισθέντα στοιχεία ενός κριτηρίου ανάθεσης, προβαίνοντας σε επιμερισμό μεταξύ των στοιχείων αυτών των μονάδων που καθόρισε, δυνάμει του οικείου κριτηρίου, εφόσον η οικεία απόφαση α) δεν τροποποιεί τα οριζόμενα στη διακήρυξη κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης β) δεν περιλαμβάνει στοιχεία, τα οποία, αν ήταν γνωστά κατά την προετοιμασία υποβολής των προσφορών θα είχαν, ενδεχομένως, επηρεάσει αυτήν την προετοιμασία και γ) δεν ελήφθησαν κατά την έκδοσή της στοιχεία δυνάμενα να επιφέρουν δυσμενή διάκριση σε βάρος ενός ή περισσότερων εκ των υποβαλλόντων προσφορά. Επομένως, σε περίπτωση που η αρμόδια Επιτροπή Διαγωνισμού προβεί σε κατ΄ ουσίαν τροποποίηση των προκαθορισμένων τεχνικών ή οικονομικών κριτηρίων ανάθεσης της υπό σύναψη σύμβασης, παραβιάζει ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, πλήττοντας ούτως τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και προστασίας του υγιούς ανταγωνισμού (βλ. και C-331/04, Συλλ. 2005, Ι-00000, σκέψη 32).


ΝΣΚ/163/2010

Γίνεται δεκτό από το ΔΕΚ ότι η διάταξη του άρθρου 6 της Οδηγίας 92/50, που αντιστοιχεί στη διάταξη του άρθρου 18 της Οδηγίας 2004/18, (ήδη άρθρο 15 του Π.Δ. 60/2007) αποτελεί έκφραση της ελευθερίας που διαθέτουν οι δημόσιες αρχές των κρατών-μελών της EE για την οργάνωση της δομής τους, ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες των πολιτών. Η σύσταση νομικού προσώπου για την καλύτερη οργάνωση της παροχής των υπηρεσιών αυτών και η σύναψη συμβάσεων με το νομικό αυτό πρόσωπο δεν συνιστά σύναψη δημόσιας σύμβασης, εφόσον ο αναθέτων ελέγχει πλήρως (σαν να πρόκειται για δικές του υπηρεσίες όπως χαρακτηριστικά λέγεται) το ανάδοχο νομικό πρόσωπο, το οποίο πρέπει να διαθέτει αποκλειστικό δικαίωμα να αναλαμβάνει αυτού του είδους τις υπηρεσίες. Το κοινοτικό δίκαιο απαλλάσσει από την υποχρέωση εφαρμογής της οδηγίας όχι μόνο τις περιπτώσεις διοικητικής οργάνωσης και άλλες παρόμοιες ή συγκρίσιμες, αλλά ακόμη και τις γνήσιες δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ δύο αναθετουσών αρχών, θεωρώντας τες ως εν ευρεία εννοία άσκηση του δικαιώματος της δημόσιας αρχής για οργάνωσή της (βλ. υπόθεση C-360/96).Περαιτέρω, σχετικά με τη ζήτημα της αποτελεσματικότητας του ελέγχου που πρέπει να ασκεί η μία αναθέτουσα αρχή (που αναθέτει τη σύμβαση) επί της άλλης, κρίθηκε (βλ. υπόθεση C-107/98 ( Teckal ) και C -84/03 (Επιτροπή κατά Ισπανίας) ότι ο έλεγχος πρέπει να είναι ανάλογος με εκείνον που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες (συμβάσεις « in house », βλ. σκέψεις 49 και 50 υπόθεσης Teckal ), ενώ επιπλέον, η αρχή που αναλαμβάνει την εκτέλεση της σύμβασης πρέπει να πραγματοποιεί, αν όχι ολόκληρο, τουλάχιστον ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς της, με τον ή τους οργανισμούς που τον ελέγχουν (άρα η έννοια της αποκλειστικότητας επιδέχεται ερμηνεία διασταλτική) (βλ. Χρ. Μητκίδη ο.ά σελ....50). Η θέση αυτή αναλύθηκε περαιτέρω από το ΔΕΚ [υπόθεση C -26/2003 ( Stadt Halle ) και υπόθεση C-410/2004] με τις σκέψεις ότι η σχέση μεταξύ μιας δημόσιας αναθέτουσας αρχής και των υπηρεσιών της διέπεται από σκέψεις και επιταγές που προσιδιάζουν στην επιδίωξη σκοπών δημοσίου συμφέροντος.


ΔΕΚ/C-19/2000

Περίληψη 1. Η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων, που ανταποκρίνεται στην ουσία της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, επιβάλλει όπως οι προσφέροντες τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως τόσο κατά τον χρόνο που ετοιμάζουν τις προσφορές τους όσο και κατά τον χρόνο που αυτές αποτιμώνται από την αναθέτουσα αρχή. ( βλ. σκέψεις 33-34 ) 2. Το άρθρο 29, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, δεν απαριθμεί περιοριστικά τα κριτήρια τα οποία μπορούν να γίνουν δεκτά ως κριτήρια αναθέσεως μιας δημοσίας συμβάσεως. Ωστόσο, η επιλογή των κριτηρίων που δέχεται η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να αναφέρεται παρά μόνο στα κριτήρια που αφορούν την εξακρίβωση της προσφοράς που είναι η πιο συμφέρουσα οικονομικά και δεν μπορεί να παρέχει στην αναθέτουσα αρχή απεριόριστη ελευθερία επιλογής ως προς την ανάθεση της συμβάσεως σε έναν προσφέροντα. ( βλ. σκέψεις 35-37 ) 3. Όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 71/305 του Συμβουλίου, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, η χρησιμοποίηση ενός κριτηρίου αναθέσεως της συμβάσεως το οποίο θα είναι ακριβώς γνωστό σε χρόνο μεταγενέστερο της αναθέσεως της συμβάσεως συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων υπό την προϋπόθεση ότι η διαφάνεια και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας τηρούνται, πράγμα που προϋποθέτει ότι το κριτήριο μνημονεύεται στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στην προκήρυξη του διαγωνισμού, διατυπώνεται κατά τρόπο που να επιτρέπει σε όλους τους προσφέροντες οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να το ερμηνεύουν κατά τον ίδιο τρόπο, η αναθέτουσα αρχή ακολουθεί την ίδια ερμηνεία καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας και εφαρμόζει το εν λόγω κριτήριο κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο για όλους τους προσφέροντες. Η αντικειμενικότητα μπορεί να διασφαλιστεί με το να ζητείται η γνώμη ενός εμπειρογνώμονα, υπό την προϋπόθεση ότι η έκθεσή του βασίζεται για όλα τα ουσιώδη σημεία σε αντικειμενικούς παράγοντες οι οποίοι θεωρούνται, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, ως ασκούντες επιρροή και είναι πρόσφοροι για την πραγματοποιηθείσα αξιολόγηση. ( βλ. σκέψεις 38, 40, 42-45 και διατακτ. )


ΕλΣυν/Κλ.Ζ/304/2010

Από τις ανωτέρω διατάξεις (3316/2005,2690/1999)διατάξεις , σε συνδυασμό με το άρθρο 20 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.2690/1999, ΦΕΚ Α΄ 45), που ορίζει ότι: «Όπου ο νόμος, για την έκδοση διοικητικής πράξης, προβλέπει προηγούμενη γνώμη (απλή ή σύμφωνη) (…) άλλου οργάνου (…) η γνώμη (…) πρέπει να είναι έγγραφη, αιτιολογημένη και επίκαιρη κατά το περιεχόμενό της» αλλά και με τη γενική αρχή του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, η οποία απορρέει από τις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των συμμετεχόντων στους δημόσιους διαγωνισμούς, συνάγεται, πλην άλλων, ότι η αξιολόγηση των προσφορών των υποψηφίων για την ανάληψη δημοσίας συμβάσεως μελετών πρέπει να είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη, με την παράθεση, στο οικείο πρακτικό, των στοιχείων που ελήφθησαν υπ' όψιν για την επιλογή του αναδόχου (βλ. Πρ. VI Tμ. 168/2008, 253/2007). Η επιλογή αυτή λαμβάνει χώρα κατόπιν αξιολογήσεως, κατ' εκτίμηση των οριζομένων στο νόμο και τη διακήρυξη κριτηρίων, των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων, η δε βαθμολόγηση, ερειδομένη επί συγκριτικής εκτιμήσεως των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία, ανταποκρινόμενα στα προμνησθέντα νόμιμα κριτήρια (βλ. ΣτΕ 2321/2009, Ε.Α. ΣτΕ 541/2009 και πρβλ. ΕΑ ΣτΕ 1073/2008, 944/2007). Τέλος, από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του ν. 3316/2005 σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της οικείας διακηρύξεως, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (οδηγίες 2004/18 και 2004/17) και των εξ αυτού απορρεουσών αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας, συνάγεται ότι α) η αναθέτουσα αρχή έχει υποχρέωση να αναφέρει στην προκήρυξη, όλα τα κριτήρια για την ανάθεση του έργου τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιήσει προς τον σκοπό όπως καταστήσει γνωστό στους εν δυνάμει προσφέροντες, πριν από την υποβολή των προσφορών τους, τα κριτήρια αναθέσεως στα οποία πρέπει αυτές να ανταποκρίνονται, καθώς και τη σχετική τους σημασία (βλ. αποφάσεις ΔΕΚ της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Universale – Bau AG κ.λ.π. κατά Entsorgungsbetriebe Simmering Gmbh, C-470/99, σκ. 97 και 98), β) η αναθέτουσα αρχή δεν δύναται να εφαρμόζει υποκριτήρια για τα κριτήρια αναθέσεως που δεν είχαν προηγουμένως γνωστοποιηθεί στους υποψηφίους (βλ. απόφαση ΔΕΚ της 24ης Ιανουαρίου 2008, Λιανάκης κ.λ.π.. κατά Δήμου Αλεξανδρουπόλεως, C- 532/06, σκ. 34 έως 38 και πρβλ. ΣτΕ 798/2009, 4024, 1794/2008, ΣτΕ 3497/2006) και γ) τα κριτήρια αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται, στην προκήρυξη του διαγωνισμού, κατά τρόπο που να επιτρέπει σε όλους τους προσφέροντες οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να τα ερμηνεύουν κατά τον αυτό τρόπο, τα κριτήρια δε αυτά πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο για όλους τους προσφέροντες (βλ. αποφάσεις ΔΕΚ της 17ης Σεπτεμβρίου 2002 Concordia Bus Finland Oy Ab και Ηelsingin Kaupunki,HKL –Bussiliikenne, C-513/99, σκ. 81 έως 83, της 18ης. 10.2001, SIAC Construction Ltd κατά County Council of the County of Mayo, C-19/00, σκ . 41 έως 44). Τεχνική αξιολόγηση.Μη νομίμως βαθμολογήθηκαν η γνώση των δεδομένων της περιοχής και η εμπειρία των συμπράξεων ως κριτήρια αξιολογήσεως, καθόσον αυτά δεν συγκαταλέγονται στα βαθμολογικά κριτήρια της διακηρύξεως, ενώ σε κάθε περίπτωση η εμπειρία δεν αποτελεί επιτρεπόμενο κριτήριο αναθέσεως


ΔΕΚ/Τ-195/2005

Περίληψη της αποφάσεως 1. Προϋπολογισμός των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Δημοσιονομικός κανονισμός — Διατάξεις που εφαρμόζονται στις διαδικασίες προσκλήσεως υποβολής προσφορών (Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 94) 2. Προϋπολογισμός των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Δημοσιονομικός κανονισμός — Διατάξεις που εφαρμόζονται στις διαδικασίες προσκλήσεως υποβολής προσφορών (Κανονισμός 2342/2002 της Επιτροπής, άρθρο 146 § 3, εδ. 2) 1. Το άρθρο 94 του κανονισμού 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, έχει εφαρμογή, όπως προκύπτει από το γράμμα της διατάξεως αυτής, σε όλες τις δημόσιες συμβάσεις που χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων. Επομένως, δεν γίνεται διάκριση ανάλογα με το αν η διαδικασία συνάψεως αφορά σύμβαση-πλαίσιο ή άλλο είδος συμβάσεως. Πάντως, η διάταξη αυτή επιτρέπει τον αποκλεισμό προσφέροντος από τη διαδικασία συνάψεως μόνον εφόσον η σύγκρουση συμφερόντων, στην οποία αναφέρεται το εν λόγω άρθρο, είναι πραγματική και όχι υποθετική. Τούτο δεν σημαίνει ότι ο κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων δεν αρκεί για τον αποκλεισμό μιας προσφοράς. Πράγματι, η σύγκρουση συμφερόντων συγκεκριμενοποιείται, κατ’ αρχήν, κατά το στάδιο της εκτελέσεως της συμβάσεως. Πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, η σύγκρουση συμφερόντων είναι, κατ’ ανάγκην, δυνητική και, επομένως, το άρθρο 94 του δημοσιονομικού κανονισμού απαιτεί εκτίμηση της υπάρξεως κινδύνου. Δυνατότητα αποκλεισμού του προσφέροντος υφίσταται μόνον αν αυτός ο κίνδυνος είναι πράγματι διαπιστωμένος, κατόπιν συγκεκριμένης αξιολογήσεως της προσφοράς του και της καταστάσεώς του. Το ενδεχόμενο και μόνον της συγκρούσεως συμφερόντων δεν αρκεί συναφώς. Επομένως, στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως συμβάσεως-πλαισίου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η σύναψη ειδικών επί μέρους συμβάσεων, καθόσον συνεπάγεται τη διενέργεια ελέγχου προκειμένου να διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχει κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων, θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να πραγματοποιείται πριν ανατεθεί στον ανάδοχο της συμβάσεως-πλαισίου η εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων. Έτσι, σε μια τέτοια περίπτωση, πρέπει να θεωρείται ότι υπάρχει κίνδυνος επελεύσεως καταστάσεως σύγκρουσης συμφερόντων μόνον εφόσον συντρέχουν αποφασιστικής σημασίας περιστάσεις υπό τις οποίες ο προσφέρων δεν είναι δυνατό να αποφύγει τον κίνδυνο μεροληπτικής συμπεριφοράς κατά την εκτέλεση της πλειονότητας των καθηκόντων που ανατίθενται με τη σύμβαση-πλαίσιο. (βλ. σκέψεις 66-68) 2. Το άρθρο 146, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού, παρέχει στην επιτροπή αξιολογήσεως την ευχέρεια να ζητεί από τους προσφέροντες συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με τα δικαιολογητικά που έχουν υποβάλει σε σχέση με τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στην επιτροπή αξιολογήσεως την υποχρέωση να ζητεί από τους προσφέροντες τέτοιες διευκρινίσεις (βλ. σκέψη 102)


ΣτΕ Τμ.Β' 1135/2010

Αίτηση ακυρώσεως –Προκήρυξη ανοικτού διαγωνισμού, με κριτήριο κατακύρωσης τη χαμηλότερη τιμή, για την προμήθεια αναλώσιμου υλικού –Ενόψει των αρχών της ίσης μεταχείρισης των προμηθευτών και της διαφάνειας των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων δημόσιας προμήθειας, σε περίπτωση, όπως η παρούσα, ακύρωσης μίας ή περισσότερων διατάξεων της διακήρυξης που ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις παραδεκτού των προσφορών ή τα κριτήρια υπολογισμού της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, πρέπει να ακυρωθεί η διακήρυξη στο σύνολό της (πρβλ. ΕΑ 1089/2009, ΣτΕ 2951-52/2004 επταμ. και απόφαση ΔΕΚ στην υπόθεση C-448/2001, ENV AG κ.λπ., Συλλ. 2003, σελ. Ι-14527, σκέψεις 92-95), είναι δε απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από την αιτούσα. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη διακήρυξη του ανωτέρω διαγωνισμού πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της.


ΔΕΚ/C-399/2005

ένα κριτήριο επιλογής, όπως, εν προκειμένω, το κριτήριο της εμπειρίας, δεν χρειάζεται να πληρούται από το κάθε μέλος μιας προσφέρουσας κοινοπραξίας και ότι αρκεί ένα από τα μέλη της κοινοπραξίας να πληροί το κριτήριο αυτό [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Απριλίου 1994, C-389/92, Ballast Nedam Groep, Συλλογή 1992, σ. I-1289, σκέψη 13, που ενσωματώθηκε, σε χρόνο μεταγενέστερο των επίμαχων εν προκειμένω πραγματικών περιστατικών, στο άρθρο 54, παράγραφος 6, της οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 1)].50. Όσον αφορά την αρχή της διαφάνειας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν διευκρινίζει πώς είναι δυνατόν να συνιστούν παραβίαση της εν λόγω αρχής τα περιστατικά που προσάπτονται στην Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής. Ειδικότερα, η λήψη υπόψη μιας προσφοράς μη σύμφωνης προς το τεύχος «Πρόσκληση» της διακήρυξης συνιστά πράξη που μπορεί μεν να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων, αλλά δεν είναι ικανή αφεαυτής να παραβιάσει την αρχή της διαφάνειας. Κατά τούτο, η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να διακριθεί από την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Απριλίου 1996, C-87/94, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1996, σ. I-2043, ιδίως σκέψεις 54 έως 60 και 74), στο μέτρο κατά το οποίο η διαπιστωθείσα παραβίαση της αρχής της διαφάνειας οφειλόταν κατ’ ουσία στη συνεκτίμηση, εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής, μιας τροποποιήσεως των αρχικών προσφορών ενός εκ των προσφερόντων. Αντιθέτως, επίδικη στην υπό κρίση υπόθεση είναι μάλλον μια τυπική προϋπόθεση για να γίνει δεκτή μια προσφορά προς εξέταση, η οποία δεν είναι δυνατόν να θίξει τη διαφάνεια της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως. 51. Σχετικά με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, από τις σκέψεις 22 έως 37 και 40 έως 46 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν θεμελίωσε τις δύο αιτιάσεις που προέβαλε κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, ούτε καθόσον αντλούνταν από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας ούτε καθόσον αφορούσαν παραβίαση της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Εν πάση περιπτώσει, έστω και αν υποτεθεί ότι το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, δεν θα έπρεπε να γίνει αναφορά στη γενική αρχή της ισότητας, της οποίας η διάταξη αυτή συνιστά ειδική εκδήλωση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 1991, C-244/89, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1991, σ. I-163, σκέψη 34).