Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/Τ7/0064/2007

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: εσ/τ7/0064/2007

Ανάθεση συμπληρωματικών μελετλων.Κατά την έννοια των διατάξεων του ν.3316/2005, οι οποίες , εφαρμόζονται στην προκειμένη υπόθεση, ενόψει του χρόνου λήψης απόφασης του δημοτικού συμβουλίου για την έγκριση του 4ου συγκριτικού πίνακα εργασιών (βλ. πράξ. VII Τμήμ. 61/2006), η κατάρτιση συμβάσεων για την εκπόνηση συμπληρωματικής μελέτης με τον ανάδοχο της ήδη εκπονούμενης μελέτης αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης αυτής, η οποία εφαρμόζεται μόνο υπό τις αναφερόμενες στο νόμο προϋποθέσεις, διότι συνιστά παρέκκλιση από τον κανόνα της διαγωνιστικής διαδικασίας και τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής στις διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/Τ6/11/2008

Η κατάρτιση δε συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία αναθέσεως εκτελέσεως εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο υπό τις αναφερόμενες στο νόμο προϋποθέσεις, διότι συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής στις διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην προρρηθείσα διαδικασία ανάθεσης, πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Ελεγκτικό Συνέδριο (Πρ. VI Τμ. Ε.Σ. 232, 216, 197, 192 και 98/2006, 108, 64 και 52/2007).

ΕΣ/Τ7/182/2009

Συμπληρωματικές συμβάσεις μελετών. Η κατάρτιση συμβάσεων για την εκπόνηση συμπληρωματικών μελετητικών εργασιών με τον ανάδοχο της ήδη εκπονούμενης μελέτης αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης αυτών η οποία εφαρμόζεται μόνο όταν συντρέχουν οι αναφερόμενες στο νόμο προϋποθέσεις. Κατά την πάγια νομολογία δε του Δικαστηρίου τούτου (βλ. Πράξεις VII Τμήμ. 85, 34, 32/2006, 63/2005 IV Tμήμ. 5/2005, 194/2004) ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου


ΕλΣυν/Κλ.ΣΤ/159/2012

Για τη σύναψη συμβάσεων προμηθειών θα πρέπει, καταρχήν, να διενεργείται ανοιχτός ή κλειστός διαγωνισμός, ενώ η αναθέτουσα αρχή μπορεί να συνάψει σύμβαση προμήθειας με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, χωρίς την προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης, εξαιρετικά, στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις του ως άνω άρθρου 25, οι οποίες, καθώς εισάγουν παρέκκλιση από τον κανόνα της διενέργειας διαγωνισμού, είναι στενά ερμηνευτέες (βλ. πράξη VI Tμημ. Ελ. Συν. 171/2007). Ειδικότερα, η απευθείας ανάθεση δημοσίων συμβάσεων με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, χωρίς να έχει προηγηθεί δημοσίευση σχετικής προκήρυξης, αποτελεί μια εξαιρετική διαδικασία που προβλέπεται μόνο σε ορισμένες περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, διότι συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας και του ελεύθερου ανταγωνισμού στις διαγωνιστικές διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων, ενόψει του γεγονότος ότι δεν γίνεται γνωστή η πρόθεση της αναθέτουσας αρχής στο ευρύ κοινό, αλλά μόνο σε αυτόν ή αυτούς που η ίδια εκ των προτέρων επιλέγει. Στην περίπτωση δε κατά την οποία νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου προτίθενται να συνάπτουν συμβάσεις προμηθειών με απευθείας ανάθεση αυτών, λόγω αδυναμίας τήρησης των προθεσμιών που απαιτούνται για τη διενέργεια σχετικού ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) οι εν λόγω προμήθειες πρέπει να παρασχεθούν κατεπειγόντως και β) η ως άνω κατεπείγουσα ανάγκη πρέπει να οφείλεται αποκλειστικά σε απρόβλεπτες περιστάσεις, ήτοι σε έκτακτα πραγματικά γεγονότα, τα οποία αφενός δεν απορρέουν από παραλείψεις ή έλλειψη προγραμματισμού και επιμέλειας της αναθέτουσας αρχής, αφετέρου δεν μπορούσαν, σύμφωνα με τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, σε καμία περίπτωση να προβλεφθούν (βλ. πράξεις IV Τμ. Ελ. Συν. 7/2007, 175, 109, 98, 34 και 4/2006, και πράξεις VI Tμ. Ελ. Συν , 91, 105, 171/2007). Η δε απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην προρρηθείσα διαδικασία ανάθεσης, πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος της νομιμότητάς της (πρβλ. πράξεις VI Tμ. 91, 105, 171/2007, VII 86/2008, ΣΤ΄ Κλιμ. 27/2012, 205/2007 κ.ά).


ΕΣ/Τ6/707/2010

Συμπληρωματικές συμβάσεις.Η ορθή έννοια του άρθρου 19 παρ.7 του π.δ. 774/1980 (ΦΕΚ Α΄ 189), όσον αφορά τις προϋποθέσεις ελέγχου των συμπληρωματικών συμβάσεων από το Ελεγκτικό Συνέδριο, των οποίων η αρχική σύμβαση υπήχθη στον έλεγχο, είναι ότι ο έλεγχος νομιμότητας που καταλείπεται στο Δικαστήριο επεκτείνεται και στην περίπτωση συμπληρωματικών, της κύριας, συμβάσεων, ανεξαρτήτως ποσού. Τούτο, διότι σκοπός της προαναφερόμενης διάταξης είναι η θεσμοθέτηση μίας αποτελεσματικής διαδικασίας για τον έλεγχο της νομιμότητας των συμβάσεων, ο οποίος θα ανατρεπόταν ή θα καθίστατο αλυσιτελής, ιδίως στην περίπτωση που θα παρεχόταν στη Διοίκηση η ευχέρεια να συνάπτει ανέλεγκτα συμπληρωματικές συμβάσεις. Περαιτέρω, οι συμπληρωματικές αυτές συμβάσεις, στη σύναψη των οποίων προβαίνουν οι αναθέτουσες αρχές, αποτελούν παρακολούθημα του αντικειμένου της αρχικής σύμβασης και, ως εκ τούτου, δεν έχουν το χαρακτήρα αυτοτελών συμβάσεων με ιδιαίτερο οικονομικό αντικείμενο, για τις οποίες, προκειμένου να θεμελιωθεί η αρμοδιότητα ελέγχου από το Ελεγκτικό Συνέδριο, απαιτείται η προϋπολογισθείσα δαπάνη τους να υπερβαίνει το ποσό που θεσπίζεται από το νόμο για τον προληπτικό έλεγχο των αρχικών συμβάσεων. Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι συμπληρωματικές συμβάσεις δεν μπορούν να υπερβαίνουν σε ποσοστό 50% το ποσό της αρχικής σύμβασης. Εξάλλου, εάν τεθεί ως αφετηρία ελέγχου των συμπληρωματικών συμβάσεων το ποσό που θεσπίζεται για τον προληπτικό έλεγχο των αρχικών συμβάσεων (1.000.000,00 ευρώ ή 5.000.000,00 ευρώ, σε περίπτωση που οι συμβάσεις αφορούν σε δημόσια έργα συγχρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως εν προκειμένω, βλ. άρθρο 25 του ν. 3614/2007, ΦΕΚ Α΄267), μεγάλο μέρος των συμπληρωματικών αυτών συμβάσεων, των οποίων η αρχική σύμβαση υπήχθη στον έλεγχο, θα μείνει, τελικώς, ανέλεγκτο, γεγονός που υπερακοντίζει το σκοπό του νομοθέτη, ο οποίος ήθελε και οι συμβάσεις αυτές, ανεξαρτήτως ποσού, να υπάγονται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενόψει και του ότι η ανάθεση των συμβάσεων αυτών γίνεται συνήθως χωρίς προηγούμενη διενέργεια ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, αλλά κατόπιν εξαιρετικών διαδικασιών (διαπραγματεύσεις, απευθείας ανάθεση κλ.π.). Επομένως, η υπό κρίση αίτηση, είναι τυπικά δεκτή και εξεταστέα περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημοσίου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία αναθέσεως εκτελέσεως εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, αφού συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής στις διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού.


ΕΣ/Τ7/34/2006

Κατά την έννοια των διατάξεων που προπαρατέθηκαν, η ανάθεση συμπληρωματικών εργασιών στον ανάδοχο του ήδη εκτελούμενου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία που εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στις ως άνω διατάξεις περιπτώσεις και υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν απρόβλεπτες περιστάσεις. Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν προϋπήρχαν της ανάθεσης του έργου και τα οποία, παρότι κατά την εκπόνηση της μελέτης δημοπράτησης του έργου καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, ώστε οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους εργασίες να μπορέσουν να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την αρχικώς συναφθείσα σύμβαση. Δεν μπορούν, πάντως, σε καμία περίπτωση, να θεωρηθούν ως συμπληρωματικές εργασίες εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του (βλ. πράξ. ΙV Τμήμ. 33/2000, 93/2001, 17, 106, 125/2002, 1/2003, 113, 194/2004, 5/2005). Η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην εν λόγω διαδικασία για την εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών πρέπει, ως εκ της φύσεως της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Δικαστήριο τούτο. Ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός των συμπληρωματικών εργασιών, ως εργασιών λόγω απροβλέπτων περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται με πραγματικά και αναλυτικά στοιχεία, στις απαιτούμενες γνωμοδοτήσεις του οικείου τεχνικού συμβουλίου καθώς και στις αντίστοιχες αποφάσεις της Προϊσταμένης αρχής (βλ. πράξ. IV Τμήματος 33/2000, 97/2001).


ΕΣ/Τ7/189/2007

Η επικαλούμενη δε από το Δήμο χρονική καθυστέρηση ή πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση σε περίπτωση αναθέσεως των επίμαχων συμπληρωματικών μελετών μετά από διενέργεια διαγωνισμού δεν μπορούν να νοηθούν ως μείζονα προβλήματα κατά την έννοια του άρθρου 29 παρ. 1 εδ. β΄ περ. γ΄ του ν. 3316/2005, διότι αφενός δεν αποτελούν νόμιμους λόγους για την απ’ ευθείας (με διαδικασία διαπραγμάτευσης) ανάθεση στον ανάδοχο της αρχικής μελέτης πρόσθετων μελετών και αφετέρου στην προκειμένη περίπτωση μεταξύ της κύρωσης της πράξης εφαρμογής από το Νομάρχη (22.9.2005) και της έγκρισης του 4ου συγκριτικού πίνακα εργασιών από την Προϊσταμένη Αρχή (17.5.2006) μεσολάβησε σημαντικό χρονικό διάστημα, το οποίο θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί για τη διενέργεια μιας πιθανής διαγωνιστικής διαδικασίας.Μη ανάκληση της 64/2007 του 7ου τμ.


ΕΣ/ΚΛ.Ε/405/2020

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ-ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ:«Ανέγερση οικισμού 176 κατοικιών σε διώροφα κτίρια τύπων 2.25, 2.52, 2.56, 2.21, 2.24, μιας αίθουσας συγκέντρωσης τύπου 1.12, έξι καταστημάτων τύπου 1.17, και ενός βιολογικού σταθμού με τις εγκαταστάσεις τους και τα έργα υποδομής τους και διαμόρφωσης (οδοποιία, δίκτυα ύδρευσης - αποχέτευσης, ηλεκτροφωτισμός περιβάλλοντος χώρου, φύτευση κ.λπ.) στην Κέρκυρα, θέση Άγιος Ιωάννης του Ν. Κερκύρας, με την επωνυμία “ΚΕΡΚΥΡΑ V”»(...)Η απευθείας ανάθεση συμπληρωματικών εργασιών στον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία και για τον λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνον στις περιοριστικά αναφερόμενες στον νόμο περιπτώσεις, διότι συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας και του ελεύθερου ανταγωνισμού.(...)Ωστόσο, η προγραμματική αυτή σύμβαση, η οποία δεν έχει υπογραφεί μέχρι σήμερα και η οποία θα πρέπει πριν την υπογραφή της να υποβληθεί για έλεγχο νομιμότητας από τον παρόν Κλιμάκιο, δεν προσκομίστηκε. Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι θα πρέπει να αναβληθεί εκ νέου η έκδοση οριστικής Πράξης επί του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης, δοθέντος ότι η προηγούμενη αναβλητική Πράξη του δεν εκτελέστηκε, προκειμένου να συμπληρωθεί ο φάκελος της ελεγχόμενης σύμβασης με το άνω ελλείπον στοιχείο. Αναβάλλει την έκδοση οριστικής Πράξης.



ΕΣ/Τ6/113/2008

Μελέτες.Συμπληρωματικές συμβάσεις.Ανάκληση της 160/2008 πράξης του Ζ Κλιμακίου.Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην τρίτη και τέταρτη σκέψη της παρούσας Πράξεως, κρίσιμο νομοθετικό καθεστώς για να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις κατάρτισης συμπληρωματικής συμβάσεως είναι οι διατάξεις του Ν. 3316/2005, καίτοι η αρχική σύμβαση είχε συνομολογηθεί υπό το καθεστώς του Ν. 716/1977, διότι η έγκριση του Συγκριτικού Πίνακα από το Δημοτικό Συμβούλιο έλαβε χώρα στις 26.7.2007, η δε κοινοποίηση του στην σύμπραξη των μελετητικών γραφείων, η οποία έπεται της εγκρίσεως και ισοδυναμεί με πρόσκληση για κατάρτιση συμπληρωματικής συμβάσεως συνετελέσθησαν υπό την ισχύ των νέων νομοθετικών διατάξεων. Περαιτέρω, η ανάγκη εκπόνησης κυκλοφοριακής και ακτομηχανολογικής μελέτης οφείλονται σε απρόβλεπτα περιστατικά διότι είτε ανάγονται στις αποφάσεις άλλου φορέα (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.), οι πράξεις του οποίου δεσμεύουν την αναθέτουσα αρχή είτε ήταν αδύνατον να προβλεφθούν κατά την κατάρτιση της αρχικής μελέτης καθόσον κατά την αρχική ανάθεση δεν υπήρχε εγκεκριμένη προκαταρκτική μελέτη. Δεδομένου δε ότι συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του Νόμου, δηλαδή οι ως άνω συμπληρωματικές μελέτες παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με τις αρχικές, δεν μπορούν να διαχωρισθούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την Αναθέτουσα Αρχή κα είναι απολύτως αναγκαίες για την άρτια ολοκλήρωση της αρχικής μελέτης του έργου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κατάρτιση της 1ης συμπληρωματικής συμβάσεως είναι νόμιμη.


ΕΣ/Τ4/1/2010

Από τις ως άνω διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα: α) Κατά την έννοια του ν.3316/2005 μελέτες συνιστούν το αποτέλεσμα συστηματικής και αναλυτικής επιστημονικής και τεχνικής εργασίας και έρευνας σε συγκεκριμένα απλό ή σύνθετο γνωστικό αντικείμενο, το οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην ανάλυση αποτελεσμάτων μετρήσεων και στην επεξεργασία αυτών (Πράξεις IV Τμήματος 178/2008, 179/2008, 216/2009). Οι αναφερόμενες στο ως άνω έργο κατηγορίες, μεταξύ άλλων, αφορούν στη χωροταξία, την πολεοδομία, τη ρυμοτομία, κοινωνικά θέματα, συγκοινωνιακά έργα και τη μελέτη των κυκλοφοριακών συνθηκών. β) Η επιλογή αναδόχου-μελετητή διενεργείται, κατά κανόνα, με τη διαδικασία του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού και μόνον εφόσον συντρέχουν ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις, οι οποίες δικαιολογούν την εξαίρεση από τις αρχές του ανταγωνισμού, της διαφάνειας και της ισότητας στην πρόσβαση όλων των ενδιαφερομένων στη διαδικασία καταρτίσεως δημοσίων συμβάσεων μελετών, με τη διαδικασία της διαπραγματεύσεως (απευθείας αναθέσεως). γ) Οι διατάξεις περί διαδικασιών αναθέσεως των δημοσίων συμβάσεων μελετών εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση επιλογής αναδόχου για την κατάρτιση δημόσιας σύμβασης μελέτης (βλ. και εισηγητική έκθεση του νόμου).Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι τα ως άνω ερευνητικά έργα, τα οποία εμπίπτουν στην κατηγορία των μελετών (συγκοινωνιακών, χωροταξικών και πολεοδομικών) του ν. 3316/2005, μη νομίμως ανατέθηκαν απευθείας στα ως άνω Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ.4α του Ν. 2366/1995 είχε κατά το χρόνο αναθέσεώς τους, καταργηθεί από τις νεότερες διατάξεις του Ν. 3316/2005, το πεδίο εφαρμογής του οποίου δεν περιορίζεται στις μελέτες που τελούν σε συνάρτηση με την κατασκευή τεχνικού έργου, αλλά είναι πολύ ευρύτερο και περιλαμβάνει κάθε μελέτη που διεξάγει ανώτατο εκπαιδευτικό ή ερευνητικό ίδρυμα για το Δημόσιο. Επίσης, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της αναθέσεως συνέτρεχε κάποια από τις εξαιρετικές προϋποθέσεις του άρθρου 10 του Ν. 3316/2005, η οποία θα επέτρεπε την προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγματεύσεως (απευθείας αναθέσεως).


ΕΣ/Τ6/92/2011

Η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημοσίου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, αφού συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής στις διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ως συμπληρωματικές εργασίες θεωρούνται εκείνες, για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το έργο και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, που δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη) με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου υπήρξε πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις που επικαλείται για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου η αναθέτουσα αρχή, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009), δεν πρέπει να απορρέουν από δική της ευθύνη (βλ. απόφ. VI Τμ. 707/2010). Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες» οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, με ανώτερα ποιοτικώς υλικά ή με μεθόδους μη προδιαγραφόμενες στα οικεία συμβατικά τεύχη, καθόσον είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (βλ. πράξεις VI Τμ. Ελ. Συν. 98, 192, 197, 216 και 232/2006, 108/2007, 2069/2010). Ομοίως δεν αποτελούν απρόβλεπτες περιστάσεις η εφαρμογή νέων κανονισμών και κανόνων, συνεπεία των οποίων δεν τροποποιείται η όλη κατασκευή και οι οποίοι καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου, οι παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρησης της μελέτης καθώς και απαιτήσεις της κατασκευής για την αρτιότητα και λειτουργικότητα της οποίας καθίστανται απαραίτητες συμπληρωματικές εργασίες, καθόσον οι εργασίες αυτές, καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλιο των απροβλέπτων, που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση. Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (βλ. αποφ. VI Τμ Ελ. Συν. 2066, 285-6, 136/2010).