ΕΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)267/2014
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Μη νόμιμη η καταβολη που αφορουσε στη δαπάνη πληρωμής, στο "……" (…..), της πρώτης δόσης της προγραμματικής σύμβασης, που έχει συνάψει ο Δήμος με το ανωτέρω νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, με αντικείμενο την "Επιστημονική υποστήριξη Δήμου …. στο πλαίσιο του Συμφώνου των Δημάρχων και της Βιώσιμης Ανάπτυξης".(....)Υπό τα ανωτέρω δεδομένα και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: α) Κατ’ αρχάς, το Ε.Π.Ι.Σ.Ε.Υ. - το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 του ν.3685/2008, ΦΕΚ 148 Α΄, και το ιδρυτικό του π.δ/μα 271/1989, ΦΕΚ 129 Α΄, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το π.δ/μα 13/1998, ΦΕΚ 24 Α΄, αποτελεί Ε.Π.Ι., ήτοι αυτοτελές ν.π.ι.δ. εκτός δημοσίου τομέα, λειτουργούντος στο πλαίσιο του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου - δεν μπορούσε, όπως προεκτέθηκε (ανωτέρω σκέψη 3β΄) να συμμετέχει στην ελεγχόμενη σύμβαση ως μοναδικός αντισυμβαλλόμενος του Δήμου, καθόσον δεν του αναγνωρίζεται από το νόμο η δυνατότητα συμμετοχής του στις προγραμματικές συμβάσεις ως συνάπτοντα φορέα αλλά μόνο ως εκ τρίτου συμβαλλόμενο. Εξάλλου, δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο έρεισμα για την σύναψη της ελεγχόμενης σύμβασης το άρθρο 11 παρ. 4 περ. δ΄ εδ. α΄ του μνημονευθέντος ν.3685/2008 (βλ. Ελ. Συν., Τμ. VII πράξη 181/2009), καθόσον η εν λόγω ειδική διάταξη, ισχύουσα παράλληλα με τις γενικές διατάξεις του εφαρμοζόμενου εν προκειμένω άρθρου 100 του ν.3852/2010, παρέχει, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 32 παρ. 1 του ν.3794/2009 (ΦΕΚ 156 Α΄), στα Ε.Π.Ι. τη δυνατότητα σύναψης προγραμματικών συμβάσεων μόνο όταν αυτές αφορούν στη «βασική έρευνα στο γνωστικό αντικείμενό τους» ή στην «έρευνα που εξυπηρετεί την ανάπτυξη τομέων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα», περίπτωση που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση (βλ. κατωτέρω στοιχείο γ΄ παρούσας σκέψης). Επομένως, η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δαπάνη είναι μη νόμιμη και για τον ως άνω λόγο, ο οποίος, αφού αφορά στο νόμω βάσιμο της δαπάνης και προκύπτει ευθέως από τα στοιχεία του φακέλου, μπορεί να εξετασθεί και αυπεπαγγέλτως από το Κλιμάκιο τούτο (βλ. 198/2009, 83, 75/2007 πράξεις Ι Τμ. Ελ. Συν.).β) Από το παρατεθέν περιεχόμενο της ελεγχόμενης σύμβασης προκύπτει, κατά ορθό νομικό χαρακτηρισμό αυτής, ότι, αν και φέρεται ως προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του ν.3852/2010 αυτή συνιστά κατ’ ουσίαν απευθείας ανάθεση συνήθους εξ επαχθούς αιτίας δημόσιας σύμβασης υπηρεσιών από το Δήμο στο Ε.Π.Ι.Σ.Ε.Υ. Συγκεκριμένα, από το αντικείμενο της ελεγχόμενης σύμβασης και κυρίως από τη διαμόρφωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών προκύπτει ότι δεν αφορά σε πραγματική συνεργασία για την, από κοινού, εκτέλεση δημόσιας αποστολής των συμβαλλόμενων φορέων στον τομέα σχετικά με την ανάπτυξη της περιοχής του Δήμου, που, όπως προεκτέθηκε (ανωτέρω σκέψη 3α΄, β΄), απαιτείται να αφορά η προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του ν.3852/2010. Αντίθετα, το Ε.Π.Ι.Σ.Ε.Υ. υποχρεούται, έναντι καταβολής ανταλλάγματος από το Δήμο (50.000,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α., βλ. ανωτέρω σκέψη 4), στη παροχή προς αυτόν, απλώς, συγκεκριμένων υπηρεσιών συμβούλου για την εκπόνηση του ΣΔΑΕ του Δήμου, υπηρεσίες που είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό και παρέχονται ελεύθερα στον ιδιωτικό τομέα από οποιονδήποτε δραστηριοποιούμενο στο σχετικό τομέα πάροχο. Περαιτέρω, από τη μνημονευθείσα στην προηγούμενη σκέψη σχετική 123/10.3.2013 πράξη ανάθεσης του Δ.Σ. ….προκύπτει ότι η σύναψη της ελεγχόμενης σύμβασης συνιστά πρωτοβουλία του Δήμου, κατά την άσκηση της δραστηριότητάς του, ο οποίος απέβλεψε στην υλοποίηση των ανατιθέμενων μ' αυτή υπηρεσιών με την ανάθεσή τους στο ανάδοχο Ε.Π.Ι.Σ.Ε.Υ., ενώ από το περιεχόμενο της σύμβασης αυτής προκύπτει ότι η συμβολή του περιορίζεται αποκλειστικά στην κάλυψη του κόστους για την παροχή των ανατεθεισών υπηρεσιών, βαρυνόμενος μόνο αυτός με το οικονομικό αντικείμενό της. Συνεπώς, τα μέρη δεν εκκινούν από την ίδια αφετηρία συμφερόντων με σκοπό την από κοινού εκπλήρωση μίας δημόσιας υπηρεσίας, αλλά ο Δήμος λειτουργεί ως αναθέτουσα αρχή που επιδιώκει την εκτέλεση υπηρεσίας εκ μέρους του αναδόχου Ε.Π.Ι.Σ.Ε.Υ., το οποίο επέχει θέση, απλώς, παρόχου υπηρεσιών, ελεγχόμενο ως προς την προσήκουσα υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου, προκειμένου να λάβει το συμβατικό αντάλλαγμα, που συνιστά και το αποκλειστικό οικονομικό αντικείμενο της σύμβασης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ελεγχόμενη σύμβαση συνιστά πράγματι σύμβαση παροχής υπηρεσιών, μεταξύ ενός δήμου και ενός οικονομικού φορέα, συναπτόμενη εξ επαχθούς αιτίας, αφού η παροχή του παρέχοντος την υπηρεσία Ε.Π.Ι.Σ.Ε.Υ. αντιστοιχεί στην υποχρέωση του Δήμου να καταβάλει αμοιβή. γ) Εφόσον, όπως έγινε δεκτό, η ελεγχόμενη σύμβαση συνιστά στην πραγματικότητα σύμβαση παροχής υπηρεσιών προς το Δήμο, η αξία της οποίας, χωρίς Φ.Π.Α., ανέρχεται στο ποσό των 50.000,00 ευρώ, η προσήκουσα διαδικασία ανάθεσής της ρυθμίζεται με τις μνημονευθείσες (ανωτέρω σκέψη 3.γ΄) διατάξεις των άρθρων 209 παρ. 2, 9 και 10, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 20 παρ. 13 του ν.3731/2008, και 273 του Κ.Δ.Κ.. Στο πλαίσιο αυτό, κατ' αρχάς, σύμφωνα με την αρχή της οικονομικότητας, ως μερικότερης εκδήλωσης της γενικής αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, η οποία διέπει τη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών και η οποία επιβάλλει την εκπλήρωση των σκοπών των δήμων με την κατά το δυνατόν ελάχιστη επιβάρυνση του προϋπολογισμού τους (βλ. και άρθρο 1 του ν.3871/2010 "Δημοσιονομική Διαχείριση και Ευθύνη", ΦΕΚ 141 Α΄, που καθιερώνει και νομοθετικά την ανωτέρω γενική αρχή), δεν αποδεικνύεται από τον, έχοντα το σχετικό βάρος απόδειξης, Δήμο ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις ανάθεσης των υπηρεσιών, που αποτελούν αντικείμενο των ως άνω συμβάσεων, σε τρίτους ιδιώτες (εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία, που δεν διαθέτουν οι δημοτικοί υπάλληλοι ή απόδειξη αντικειμενικής έλλειψης επαρκούς προσωπικού). Περαιτέρω, σε κάθε περίπτωση, η απευθείας ανάθεση της ελεγχόμενης σύμβασης αντιβαίνει στο μνημονευθέν άρθρο 209 παρ. 9 του Κ.Δ.Κ., αφού η δαπάνη της υπερβαίνει το ανώτατο όριο των 20.000,00 ευρώ, μέχρι του οποίου είναι επιτρεπτή βάσει ποσού η απευθείας
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)55/2014
Προγραμματικές συμβάσεις.Μη νόμιμη η καταβολη που αφορουσε στη δαπάνη πληρωμής, στο "Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου ….", της «πρώτης δόσης χρηματοδότησης της προγραμματικής σύμβασης» για την "Παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών για την υποστήριξη του Δήμου στην αξιολόγηση και βελτίωση της οικονομικής του λειτουργίας με κατάρτιση και παρακολούθηση του Ολοκληρωμένου Πλαισίου Δράσης".(...)Υπό τα ανωτέρω δεδομένα και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: Από το παρατεθέν περιεχόμενο της ελεγχόμενης σύμβασης προκύπτει, κατά ορθό νομικό χαρακτηρισμό αυτής (βλ. ΑΠ. Ολ. 123/2012, 7/2011), ότι, αν και φέρεται ως προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του ν.3852/2010, αυτή συνιστά κατ' ουσία απευθείας ανάθεση υπηρεσιών από το Δήμο στο Πανεπιστήμιο ….. (κι όχι ως εσφαλμένως υπολαμβάνει, στο δεύτερο λόγο διαφωνίας της, η διαφωνούσα Επίτροπος στο "Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου …..", το οποίο αποτελεί υπηρεσιακή μονάδα του που δεν διαθέτει ιδία νομική οντότητα, και στο οποίο σύμφωνα, σε κάθε περίπτωση, με το άρθρο 3 παρ. 5 της ελεγχόμενης σύμβασης τα «ποσά της χρηματοδότησης της σύμβασης θα κατατίθενται από το Δήμο σ' αυτό», βλ. 219/2010, 377, 117/2009, 131/2006 πράξεις VII Τμ. Ελ.Συν., ΣτΕ 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 405/2007). Η ως άνω δε απευθείας ανάθεση αντιβαίνει στις μνημονευθείσες (ανωτέρω σκέψη 3) διατάξεις των άρθρων 209 παρ. 9 και 10 του Κ.Δ.Κ., καθόσον δεν συντρέχουν οι περιοριστικά αναφερόμενες στις εν λόγω διατάξεις περιπτώσεις που δικαιολογούν την προσφυγή στην εξαιρετική αυτή διαδικασία ανάθεσης, από τους δήμους, συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, από το αντικείμενο της ελεγχόμενης σύμβασης προεχόντως δε, από τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών προκύπτει ότι δεν αφορά σε αλληλοσυμπλήρωση αρμοδιοτήτων ή οικονομικοτεχνικών μέσων δημοσίων νομικών προσώπων στο πλαίσιο κοινά εξυπηρετούμενου δημόσιου σκοπού, που όπως προεκτέθηκε (ανωτέρω σκέψη 3) απαιτείται να αφορά η προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του ν.3852/2010. Αντίθετα, όπως προκύπτει, το Πανεπιστήμιο ….. υποχρεούται, έναντι καταβολής ανταλλάγματος από το Δήμο (30.000,00 ευρώ), στη παροχή προς αυτόν, απλώς, συγκεκριμένων υπηρεσιών συμβουλευτικής υποστήριξής του σε θέματα που αφορούν στην αξιολόγηση της υφιστάμενης οικονομικής κατάστασής του και εκπόνηση σχεδίου βελτίωσης αυτής, υπηρεσίες που είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό και παρέχονται ελεύθερα στον ιδιωτικό τομέα από οποιονδήποτε δραστηριοποιούμενο στο σχετικό τομέα πάροχο.
ΕΣ/Τμ.6/607/2012
Αίτηση για ανάκληση της 365/2011 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την οποία κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος σχεδίου προγραμματικής σύμβασης μεταξύ: α) του Υπουργείου …., β) του Δήμου … και γ) της ανώνυμης αναπτυξιακής εταιρείας Ο.Τ.Α. με την επωνυμία «…..» με αντικείμενο την «…..», προϋπολογιζόμενης δαπάνης 1.137.631,00 ευρώ (πλέον ΦΠΑ 23%).(....)Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι η ελεγχόμενη σύμβαση αποτελεί προγραμματική σύμβαση, κατά την έννοια των άρθρων 100 του ν. 3852/2010 και 225 του ν. 3463/2006, δεδομένου ότι από το υποβληθέν σχέδιο προκύπτει η ανάληψη σχετικών υποχρεώσεων εκ μέρους όλων των συμβαλλομένων μερών, αλληλοσυμπληρώνοντας τις αρμοδιότητές τους (πρβλ. αποφάσεις Τμ. Μείζ. – Επταμ. Σύνθ. Ελ. Συν. 2769, 2770 και 2271/2011). Συγκεκριμένα, ο Δήμος …. ασκεί εποπτικές και υποστηρικτικές αρμοδιότητες, αναλαμβάνει την παροχή δια του προσωπικού του υπηρεσιών, που σχετίζονται με την εγκατάσταση των νέων υποσυστημάτων του πληροφοριακού συστήματος, την διάθεση κατάλληλων χώρων εγκατάστασης και λειτουργίας του “Help Desk” και χρηματοδοτεί την υποστήριξη της λειτουργίας των υποδομών του ΚΕΑ ως φορέα πιλοτικής ή/ και δοκιμαστικής εγκατάστασης και λειτουργίας των επιμέρους τεχνικών εφαρμογών του συστήματος. Περαιτέρω, το Υπουργείο Εσωτερικών αναλαμβάνει την εν μέρει χρηματοδότηση του έργου και την άσκηση των ανωτέρω εκτιθεμένων εποπτικών και υποστηρικτικών αρμοδιοτήτων (βλ. ανωτέρω σκ. IV ε). Ως εκ τούτου, η ελεγχόμενη σύμβαση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 60/2007, δεδομένου ότι δεν αποτελεί κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 αυτού δημόσια σύμβαση με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών, συναπτόμενη εξ επαχθούς αιτίας, αλλά είναι γνήσια προγραμματική σύμβαση, το αντικείμενο της οποίας συνίσταται στην συνεργασία των ανωτέρω φορέων προς την επίτευξη ενός σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Συνεπώς, ο κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της κρινόμενης αίτησης συναγόμενος σχετικός ισχυρισμός του αιτούντος κρίνεται βάσιμος. Αν και κατά τη γνώμη των Ευαγγελίας Σεραφή και ., Παρέδρων με συμβουλευτική ψήφο, η ελεγχόμενη σύμβαση, με αντικείμενο την πανελλαδική υποστήριξη του πληροφορικού συστήματος διαχείρισης αιτήσεων υπηκόων τρίτων χωρών και αδειών διαμονής, υποθέσεων κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας και της οικείας τηλεφωνικής υποστήριξης, δεν πληρεί τις προϋποθέσεις της προγραμματικής σύμβασης καθόσον δεν θέτει γενικό πλαίσιο για την οργάνωση και διαχείριση του ως άνω πληροφορικού συστήματος που διασυνδέει τις δημόσιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εσωτερικών και των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων με τους Δήμους της χώρας. Τούτο διότι, το συνολικό τεχνικό της αντικείμενο δεν έχει προγραμματικό χαρακτήρα, αλλά σαφώς προσδιορισμένες υπηρεσίες ανάπτυξης και συντήρησης πληροφορικού συστήματος που ήδη λειτουργεί, οι δε υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν το Υπουργείο Εσωτερικών και ο Δήμος Αθηναίων αποτελούν υποχρεώσεις που, πέραν του οικονομικού ανταλλάγματος, είναι παρεπόμενες του κυρίου αντικειμένου και κατά συνέπεια αν όχι αυτονόητα πάντως ευλόγως μπορούν να αναληφθούν στο πλαίσιο μιας σύμβασης ανάθεσης δημόσιων υπηρεσιών, στο βαθμό που προηγουμένως έχουν προσδιοριστεί με την οικεία διακήρυξη. Τη φύση του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης ως δημόσιας σύμβασης υπηρεσιών επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η ανάθεση των ίδιων ακριβώς εργασιών έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο διαγωνιστικής διαδικασίας (με πρωτοβουλία του Υπουργείου), μέχρι την ολοκλήρωση της οποίας η παροχή των υπηρεσιών προβλέπεται να εξυπηρετείται μέσω της ελεγχόμενης προγραμματικής σύμβασης. Επομένως όπως ορθά έκρινε το Κλιμάκιο, η ελεγχόμενη σύμβαση αποτελεί δημόσια σύμβαση πληροφορικών υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 του π.δ. 60/2007, για την ανάθεση της οποίας οι αρμόδιοι φορείς, εν προκειμένω Υπουργείο Εσωτερικών και Δήμος Αθηναίων (είτε αυτοτελώς ενεργώντας είτε σε συνεργασία) οφείλουν να εφαρμόζουν τις προβλεπόμενες από την ισχύουσα νομοθεσία ρυθμίσεις, από τις οποίες επιβάλλεται η διενέργεια διαγωνισμού. Περαιτέρω, όσον αφορά στο χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης του έργου, το Τμήμα κρίνει ότι από το άρθρο 4 της ελεγχόμενης προγραμματικής σύμβασης, που καταρτίστηκε τον Οκτώβριο του 2011, στο οποίο προβλέφθηκε ότι αυτή θα λήξει την 30.6.2012, συνάγεται όπως άλλωστε επικαλούνται, ότι πρόθεση των συμβαλλομένων μερών είναι η εννεάμηνη διάρκεια της ανωτέρω σύμβασης και κατά συνέπεια το χρονικό αυτό διάστημα έκριναν τα συμβαλλόμενα μέρη ως αναγκαίο για την υλοποίηση του αντικειμένου της σύμβασης. Ως εκ τούτου, το Τμήμα κρίνει ότι εκ παραδρομής όρισαν συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης της υπό κρίση προγραμματικής σύμβασης, καθόσον από το σύνολο του κειμένου της διακρίνεται η σαφής πρόθεσή τους, όπως συνάψουν σύμβαση διαρκείας 9 μηνών (βλ. αποφάσεις Τμ. Μείζ. – Επταμ. Σύνθ. Ελ. Συν. 2769, 2770 και 2271/2011). Τέλος, από το επισυναπτόμενο στο σχέδιο της ελεγχόμενης σύμβασης αναλυτικό πίνακα κοστολόγησης και χρονοδιάγραμμα, προκύπτουν τόσο το κόστος των επιμέρους υπηρεσιών, όσο και ο εκτιμώμενος χρόνος περάτωσης καθεμίας εξ αυτών. Ως εκ τούτου, η παράλειψη αναφοράς του χρόνου καταβολής καθεμίας από τις τρεις δόσεις της χρηματοδότησης και η μη πρόβλεψη συγκεκριμένης αντιστοιχίας των περιοδικών καταβολών προς την πρόοδο των εργασιών δεν αποτελεί, κατά την κρίση του Τμήματος, ουσιώδη πλημμέλεια, καθόσον οι εν λόγω καταβολές, όποτε και αν διενεργηθούν, αφορούν σε συγκεκριμένες υπηρεσίες, οι οποίες θα έχουν ήδη ολοκληρωθεί κατά το χρόνο πληρωμής, με βάση το χρονοδιάγραμμα (βλ. και άρθρο 3 της ελεγχόμενης σύμβασης ανωτέρω σκέψη ΙV ε΄). Εξάλλου, ο χρόνος καταβολής της χρηματοδότησης δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των στοιχείων, τα οποία συγκροτούν με βάση τα άρθρα 100 του ν. 3852/2010 και 225 του ν. 3463/2006 το ελάχιστο νόμιμο περιεχόμενο των προγραμματικών συμβάσεων. Κατά συνέπεια, ο σχετικώς προβαλλόμενος λόγος του αιτούντος κρίνεται βάσιμος.(...)Συνακόλουθα, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, πρέπει να γίνουν δεκτές οι υπό κρίση αίτηση και παρεμβάσεις και να ανακληθεί η προσβαλλόμενη πράξη του Κλιμακίου, το δε οικείο σχέδιο σύμβασης μπορεί να υπογραφεί, δοθέντος ότι δεν αναδείχθηκε με την ανακαλούμενη πράξη άλλος λόγος διακωλυτικός της υπογραφής του.
ΕΣ/ΚΛ.Ζ/148/2019
Προγραμματική σύμβαση...Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η ελεγχόμενη σύμβαση μεταξύ της Περιφέρειας ... και της εταιρείας «...», με το ανωτέρω περιεχόμενο, συνιστά γνήσια προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του ν. 3852/2010. Τούτο δε διότι ο σκοπός και το ειδικότερο αντικείμενο της σύμβασης εμπίπτουν καταρχήν στις αρμοδιότητες και τους σκοπούς των συμβαλλόμενων μερών, όπως αυτά αποτυπώνονται αντίστοιχα στο άρθρο 186 ΣΤ παρ. 1 και 2 του ν. 3852/2010 (Α΄ 87), όπως ισχύει, καθώς και στην ιδρυτική ΚΥΑ Δ14α/02/69/ΦΝ380/10.11.1994 (Β΄ 846) της εταιρείας «....». Περαιτέρω, το κύριο αντικείμενο της ελεγχόμενης σύμβασης συνίσταται στη μεταβίβαση στην αρμοδιοτήτων που ασκούνται μόνο από αναθέτουσες αρχές (λειτουργία ως Προϊσταμένης Αρχής και Διευθύνουσας Υπηρεσίας κατά την εκπόνηση των μελετών, έγκριση τευχών δημοπράτησης), ενόψει της αδυναμίας της Περιφέρειας, λόγω της υλοποίησης βαρύτατου τεχνικού προγράμματος, να ασκήσει τις εν λόγω αρμοδιότητες. Εξάλλου, οι μελέτες αυτές δεν θα εκπονηθούν από το προσωπικό της εταιρείας «......» αλλά από τους ιδιώτες μελετητές που θα αναδειχθούν ανάδοχοι κατόπιν διενέργειας διαγωνισμών, το δε ποσό της περιουσιακής μετακίνησης προς την αντισυμβαλλόμενη εταιρεία που δεν θα αποδοθεί σε άλλο φορέα (5% επί του συνόλου των εκτελεσμένων εργασιών, ήτοι επί της συμβατικής αμοιβής) καλύπτει, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ενόψει του μικρού ύψους αυτού, τις αναγκαίες δαπάνες στις οποίες αυτή θα υποβληθεί για την υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου (λειτουργικά έξοδα κ.λπ.) και δεν δύναται, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί αντάλλαγμα, το οποίο αλλοιώνει το χαρακτήρα της ελεγχόμενης σύμβασης ως σύμβασης συνεργασίας μεταξύ αναθετουσών αρχών (βλ. Απόφ. Μείζονος – Επταμελούς Συνθ. 1315/2018). Συνεπώς, η ελεγχόμενη προγραμματική σύμβαση είναι νόμιμη, καθόσον από το υποβληθέν σχέδιο προκύπτει η ισόρροπη ανάληψη σχετικών υποχρεώσεων εκ μέρους όλων των συμβαλλομένων μερών με αλληλοσυμπλήρωση των αρμοδιοτήτων τους για την εκπλήρωση κοινού αναπτυξιακού σκοπού. Επιπλέον, στο υποβληθέν σχέδιο προγραμματικής σύμβασης περιλαμβάνονται όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για τη νόμιμη σύναψη προγραμματικής σύμβασης, σύμφωνα με το άρθρο 100 του ν. 3852/2010. Από αυτά παρέπεται ότι η ελεγχόμενη σύμβαση δεν αποτελεί δημόσια σύμβαση, συναπτόμενη εξ επαχθούς αιτίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 της Οδηγίας 2014/24//ΕΕ, αλλά είναι γνήσια προγραμματική σύμβαση, το αντικείμενο της οποίας συνίσταται στη συνεργασία των ανωτέρω φορέων προς την επίτευξη ενός σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Επισημαίνεται ωστόσο ότι οποιαδήποτε τροποποίηση της προγραμματικής σύμβασης, η οποία δύναται να επιφέρει μεταβολή είτε του φυσικού είτε του οικονομικού της αντικειμένου δυνάμει του προβλεπόμενου στο άρθρο 10 του σχεδίου αυτής όρου, πρέπει να υποβληθεί, πριν από την υπογραφή της, για έλεγχο νομιμότητας στο παρόν Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΕΣ/ΚΛ.Ζ/424/2019
Μελέτη αποκατάστασης γέφυρας...Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η ελεγχόμενη σύμβαση μεταξύ της Περιφέρειας ... και της εταιρείας «...», με το ανωτέρω περιεχόμενο, συνιστά γνήσια προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του ν. 3852/2010. Τούτο δε διότι ο σκοπός και το ειδικότερο αντικείμενο της σύμβασης εμπίπτουν καταρχήν στις αρμοδιότητες και τους σκοπούς των συμβαλλόμενων μερών, όπως αυτά αποτυπώνονται αντίστοιχα στο άρθρο 186 ΣΤ παρ. 1 και 2 του ν. 3852/2010 (Α΄ 87), όπως ισχύει, καθώς και στην ιδρυτική ΚΥΑ Δ14α/02/69/ΦΝ380/10.11.1994 (Β΄ 846) της εταιρείας «...». Περαιτέρω, το κύριο αντικείμενο της ελεγχόμενης σύμβασης συνίσταται στη μεταβίβαση στην αρμοδιοτήτων που ασκούνται μόνο από αναθέτουσες αρχές (λειτουργία ως Προϊσταμένης Αρχής και Διευθύνουσας Υπηρεσίας κατά την εκπόνηση των μελετών, έγκριση τευχών δημοπράτησης), ενόψει της αδυναμίας της Περιφέρειας, λόγω της υλοποίησης βαρύτατου τεχνικού προγράμματος, να ασκήσει τις εν λόγω αρμοδιότητες. Εξάλλου, οι μελέτες αυτές δεν θα εκπονηθούν από το προσωπικό της εταιρείας «......» αλλά από τους ιδιώτες μελετητές που θα αναδειχθούν ανάδοχοι κατόπιν διενέργειας διαγωνισμών, το δε ποσό της περιουσιακής μετακίνησης προς την αντισυμβαλλόμενη εταιρεία που δεν θα αποδοθεί σε άλλο φορέα (5% επί του συνόλου των εκτελεσμένων εργασιών, ήτοι επί της συμβατικής αμοιβής) καλύπτει, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ενόψει του μικρού ύψους αυτού, τις αναγκαίες δαπάνες στις οποίες αυτή θα υποβληθεί για την υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου (λειτουργικά έξοδα κ.λπ.) και δεν δύναται, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί αντάλλαγμα, το οποίο αλλοιώνει το χαρακτήρα της ελεγχόμενης σύμβασης ως σύμβασης συνεργασίας μεταξύ αναθετουσών αρχών (βλ. Απόφ. Μείζονος – Επταμελούς Συνθ. 1315/2018). Συνεπώς, η ελεγχόμενη προγραμματική σύμβαση είναι νόμιμη, καθόσον από το υποβληθέν σχέδιο προκύπτει η ισόρροπη ανάληψη σχετικών υποχρεώσεων εκ μέρους όλων των συμβαλλομένων μερών με αλληλοσυμπλήρωση των αρμοδιοτήτων τους για την εκπλήρωση κοινού αναπτυξιακού σκοπού. Επιπλέον, στο υποβληθέν σχέδιο προγραμματικής σύμβασης περιλαμβάνονται όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για τη νόμιμη σύναψη προγραμματικής σύμβασης, σύμφωνα με το άρθρο 100 του ν. 3852/2010. Από αυτά παρέπεται ότι η ελεγχόμενη σύμβαση δεν αποτελεί δημόσια σύμβαση, συναπτόμενη εξ επαχθούς αιτίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 της Οδηγίας 2014/24//ΕΕ, αλλά είναι γνήσια προγραμματική σύμβαση, το αντικείμενο της οποίας συνίσταται στη συνεργασία των ανωτέρω φορέων προς την επίτευξη ενός σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Επισημαίνεται ωστόσο ότι οποιαδήποτε τροποποίηση της προγραμματικής σύμβασης, η οποία δύναται να επιφέρει μεταβολή είτε του φυσικού είτε του οικονομικού της αντικειμένου δυνάμει του προβλεπόμενου στο άρθρο 10 του σχεδίου αυτής όρου, πρέπει να υποβληθεί, πριν από την υπογραφή της, για έλεγχο νομιμότητας στο παρόν Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, δεν συντρέχει νόμιμος λόγος που να κωλύει την υπογραφή του υποβληθέντος για έλεγχο με το υπ’ αριθμ. πρωτ. …. έγγραφο του Αναπληρωτή Προϊσταμένου Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων Περιφέρειας ..., σχεδίου προγραμματικής σύμβασης, προϋπολογιζόμενης δαπάνης 831.080,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., αντίγραφο του οποίου τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή στη Γραμματεία του παρόντος Κλιμακίου.
ΕΣ/ΤΜ.7/12/2018 (σε συμβούλιο)
Προγραμματική σύμβαση.(..) επιδιώκεται η ανάκληση της 10/2018 πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο Τμήμα τούτο...το Κλιμάκιο προέβαλε ότι με την ως άνω προγραμματική σύμβαση υποκρύπτεται η σύναψη δημόσιας σύμβασης παροχής υπηρεσιών του άρθρου 2 παρ. 9 του ν. 4412/2016, για την οποία ο αιτών Δήμος όφειλε να διενεργήσει συνοπτικό (πρόχειρο) διαγωνισμό, δεδομένου ότι αφενός δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής των παρ. 1, 3 και 4 του άρθρου 12 του νόμου αυτού, ούτως ώστε η προγραμματική αυτή σύμβαση να θεωρηθεί ως σύμβαση οιωνεί αυτεπιστασίας (in house) ή σύμβαση συνεργασίας μεταξύ αναθετουσών αρχών(..)Με τα δεδομένα αυτά η συγκεκριμένη σύμβαση, που συνήφθη μεταξύ του αιτούντος Δήμου και της αιτούσας αναπτυξιακής ανώνυμης εταιρείας Ο.Τ.Α., αφενός δεν συνιστά προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του ν. 3852/2010, αφετέρου ως τέτοια δεν εμπίπτει σε κανέναν από τους αναφερόμενους στο άρθρο 12 του ν. 4412/2016 συμβατικούς τύπους, τους οποίους ο νόμος αυτός εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του. Τούτο, διότι από το αντικείμενο της ανωτέρω συναφθείσας σύμβασης και κυρίως από τη διαμόρφωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών, προκύπτει ότι αυτά δεν εκκινούν από την ίδια αφετηρία συμφερόντων με σκοπό την από κοινού, δια της αλληλοσυμπλήρωσης αρμοδιοτήτων ή οικονομοτεχνικών μέσων, εκτέλεση της δημόσιας αποστολής τους, ούτε συμβάλλουν με ισορροπημένο τρόπο στην υλοποίηση του αντικειμένου της σύμβασης.(..)Ενόψει των προαναφερομένων, η εν λόγω σύμβαση έχει το χαρακτήρα δημόσιας σύμβασης παροχής τεχνικών υπηρεσιών συναφών με την εκπόνηση μελέτης, η οποία ανατέθηκε απευθείας στην αιτούσα αναπτυξιακή ανώνυμη εταιρεία, χωρίς, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που προεκτέθηκαν, να συντρέχουν οι προς τούτο προβλεπόμενες στο ν. 4412/2016 προϋποθέσεις για την απευθείας ανάθεσή της...Απορρίπτει την αίτηση του Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού με την επωνυμία «Δήμος ...» και της αναπτυξιακής ανώνυμης εταιρείας...
ΕΣ/ΚΛ.Ζ/102/2019
Παροχή υπηρεσιών ενεργειακής αναβάθμισης συστήματος...Ενόψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν έχουν τηρηθεί οι όροι που τέθηκαν για την έγκριση του σχεδίου της ελεγχόμενης προγραμματικής σύμβασης, καθόσον αφενός δεν υπάρχει (και εάν τυχόν υφίσταται, δεν έχει ληφθεί υπόψη) η χρηματοοικονομική ανάλυση που έθεσαν ως προαπαιτούμενο για την υπογραφή αυτής τα Δημοτικά Συμβούλια των αντισυμβαλλόμενων Δήμων .... και .... και αφετέρου στο ελεγχόμενο σχέδιο (στο άρθρο 2 αυτού) δεν γίνεται ρητή αναφορά περί έγκρισης των τευχών δημοπράτησης από τα Δημοτικά Συμβούλια αυτών, το Κλιμάκιο κρίνει ότι πρέπει να αναβάλει την οριστική του κρίση προκειμένου να προσκομισθούν στο Κλιμάκιο οι –άνευ όρων- εγκριτικές του σχεδίου της προγραμματικής σύμβασης αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων των αντισυμβαλλομένων (Περιφέρειας και Δήμων), αφού υποβληθούν σε αυτά η ζητηθείσα ως άνω χρηματοοικονομική ανάλυση και νέο επικαιροποιημένο σχέδιο της ελεγχόμενης προγραμματικής σύμβασης με βάση τα ανωτέρω προαπαιτούμενα.Ενόψει των ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι πρέπει να αναβάλει την οριστική του κρίση προκειμένου να προσκομιστούν τα ανωτέρω στοιχεία.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.4/97/2018
Προγραμματική σύμβαση.Με αυτά τα δεδομένα και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις, το Κλιμάκιο, εκτιμώντας το περιεχόμενο της ελεγχόμενης σύμβασης επί της οποίας ερείδεται η εντελλόμενη με το κρινόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη, κρίνει ότι, μολονότι αυτή επιγράφεται ως προγραμματική, ωστόσο, δεν εμπίπτει στην έννοια αυτής. Συγκεκριμένα, από το αντικείμενό της και κυρίως από τη διαμόρφωση των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών, προκύπτει ότι δεν πρόκειται για περίπτωση συνεργασίας φορέων που εκκινούν από την ίδια αφετηρία συμφερόντων με σκοπό -με την αλληλοσυμπλήρωση αρμοδιοτήτων ή οικονομικοτεχνικών μέσων- την από κοινού εκτέλεση δημόσιας αποστολής τους. Αντιθέτως, αποβλέπουν η μεν Περιφέρεια -η ουσιώδης συμβολή της οποίας εξαντλείται στην ανάληψη της υποχρέωσης για τη συνολική κάλυψη του συμβατικού κόστους- στην υλοποίηση του αντικειμένου της σύμβασης, το δε ... - ΕΛΚΕ στη λήψη της αντιπαροχής για την εκ μέρους του υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου. Στην ερμηνευτική αυτήν εκδοχή συνηγορεί, άλλωστε, και η επιβάρυνση του ποσού του προϋπολογισμού της σύμβασης με ΦΠΑ, ο οποίος επιβάλλεται στις δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, όχι όμως και στις προγραμματικές συμβάσεις (βλ. Ελ.Συν VII Τμ. πράξη 29/2015, ΚΠΕΔ στο VIIΤμ. πράξη 81/2016, 350/2015)....Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι η ανωτέρω σύμβαση αποτελεί, κατ’ ορθή νομική εκτίμηση αυτής, εξ επαχθούς αιτίας δημόσια σύμβαση παροχής υπηρεσιών. Η ανάθεση, ωστόσο, αυτής, για την οποία, σημειωτέον, δεν προκύπτει βέβαιο διασυνοριακό ενδιαφέρον ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της (εργαστηριακοί έλεγχοι μια ή και δύο φορές την εβδομάδα σε διαπιστευμένο εργαστήριο) και της χαμηλής της αξίας (βλ. ενδεικτικώς ως προς τα κριτήρια για κρίση περί του βέβαιου του διασυνοριακού ενδιαφέροντος μιας δημόσιας σύμβασης ΔΕΕ απόφαση της 6.10.2016, C-318/2015, σκ. 20 και εκεί παραπεμπόμενη νομολογία), νομίμως μπορούσε να γίνει απευθείας. (συγγνωστή πλάνη)
ΕλΣυνΚλ.Τμ.7/305/2015
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσης Πράξεως: Α) Η ελεγχόμενη σύμβαση δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της προγραμματικής συμφωνίας του άρθρου 100 του Ν. 3852/2010 διότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμπράττουν ισόρροπα, εκκινώντας από κοινή αφετηρία, με σκοπό την εκτέλεση κοινά εξυπηρετούμενου δημόσιου σκοπού, αλλά επιδιώκουν την ικανοποίηση όλως διακριτών και αντιθέτων συμφερόντων,...Β) Σύμφωνα με το περιεχόμενό της, η ελεγχόμενη, από 22.9.2014 σύμβαση, στερείται αυτοτέλειας, αλλά είναι το αναγκαίο παρακολούθημα της πρώτης, από 28.2.2014 φερόμενης ως προγραμματικής σύμβασης,..Γ) Το αντικείμενο της ελεγχόμενης σύμβασης, δεν θα μπορούσε να εκτελεσθεί από το προσωπικό που στελεχώνει την Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου, αφενός διότι προϋποθέτει την ύπαρξη εργαστηρίων για την πραγματοποίηση μετρήσεων, δοκιμών και ελέγχων, υλικοτεχνική δηλαδή υποδομή που δεν διαθέτει ο Δήμος..Δ) . Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον η σύναψη της από 22.9.2014 σύμβασης δεν είναι νόμιμη, διότι δεν συνιστά προγραμματική σύμβαση, αλλά υποκρύπτει μη νόμιμη απευθείας ανάθεση του αντικειμένου της από το Δήμο ... στο …, αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο έρεισμα για την καταβολή (μέσω του Ειδικού Λογαριασμού) στο φερόμενο ως δικαιούχο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, της συμφωνηθείσας αμοιβής του και, ως εκ τούτου, το χρηματικό ένταλμα, με το οποίο εντέλλεται η τοιαύτη πληρωμή δεν πρέπει να θεωρηθεί.Ο Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας δεν αποτελεί αντισυμβαλλόμενο του Δήμου ..., αλλά το μέσο (το Λογαριασμό), στον οποίο καταβάλλεται το τίμημα που προορίζεται για τον μόνο αντισυμβαλλόμενο, το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα (…)
ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ/ΕΠΤΑΜ/1747/2016
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Αίτηση αναθεώρηση της 1114/2016 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες νομικές σκέψεις, ορθώς το VI Τμήμα έκρινε ότι η ελεγχόμενη σύμβαση δεν αποτελεί γνήσια προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του ν. 38520/2010, τουναντίον αυτή υποκρύπτει εξ επαχθούς αιτίας σύμβαση παροχής υπηρεσιών, αφού συνάπτεται μεταξύ δύο μερών που δεν εκκινούν από κοινή αφετηρία για την επίτευξη δημόσιου σκοπού, αλλά επιδιώκουν, ο μεν Δήμος τη δημιουργία και την εύρυθμη λειτουργία του Γραφείου Πληροφόρησης και Προώθησης της Απασχόλησης, για την εκπλήρωση της αποστολής που έχει αναλάβει, δυνάμει του άρθρου 75 του Κ.Δ.Κ., η δε «Ε.ΚΕ.ΠΕ.Ε. ΕΠΕ» το αντάλλαγμα για την παροχή των υπηρεσιών που αποτελεί το αντικείμενο των αναλαμβανόμενων από αυτή δράσεων. Για την επίτευξη του σκοπού της σύμβασης, προβλέπεται μονομερής περιουσιακή μετακίνηση από το Δήμο στην «Ε.ΚΕ.ΠΕ.Ε. ΕΠΕ», με τη μορφή ανταλλάγματος έναντι των παρεχόμενων, μέσω της σύμβασης, υπηρεσιών, ενώ ο επιδιωκόμενος από τα αντισυμβαλλόμενα μέρη σκοπός επιτυγχάνεται αποκλειστικά μέσω της σύμβασης αυτής και κατ’ ουσία εξαντλείται με την εκτέλεσή της, χωρίς να απαιτείται η σύναψη εκτελεστικών συμβάσεων. Επομένως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η σύμβαση συνάπτεται από επαχθή αιτία μεταξύ μίας αναθέτουσας Αρχής, κατά την έννοια του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ενός ιδιώτη, η οποία υπάγεται στην έννοια της δημόσιας σύμβασης του π.δ. 60/2007 και έχει ως αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών κατάρτισης και επαγγελματικής εκπαίδευσης που εντάσσονται στο Παράρτημα ΙΙ Β της Οδηγίας 2004/18, έναντι αντιπαροχής ύψους 390.660,00 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ). Ειδικότερα, οι ανωτέρω υπηρεσίες που παρέχονται από την «Ε.ΚΕ.ΠΕ.Ε. ΕΠΕ» στο Δήμο και προσιδιάζουν σε : α) «Υπηρεσίες επαγγελματικής κατάρτισης» (CPV 80530000-8), β)«Υπηρεσίες εκπαίδευσης και επιμόρφωσης» (CPV 80000000-4 ) και γ) «Υπηρεσίες εκπαίδευσης ενηλίκων και άλλες εκπαιδευτικές υπηρεσίες» (CPV 80400000-8), είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό και δύνανται να παρασχεθούν από πλήθος δραστηριοποιούμενων επιχειρήσεων, είτε με την μορφή του Κέντρου Επαγγελματικής Κατάρτισης, είτε με άλλη μορφή. Τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τον αιτούντα Δήμο, ήτοι ότι, εν προκειμένω, πρόκειται για γνήσια προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του ν. 3852/2010, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Στο ως άνω νομικό χαρακτηρισμό της ελεγχόμενης σύμβασης, ως εξ επαχθούς αιτίας, συνηγορεί και η πρόβλεψη επιβολής ΦΠΑ 23%, ο οποίος επιβάλλεται μόνο σε αυτής της κατηγορίας συμβάσεις παροχής υπηρεσιών. Κατόπιν αυτών, για την ανάθεση των εν λόγω υπηρεσιών έπρεπε να προηγηθεί διαγωνιστική διαδικασία, ώστε να αναπτυχθεί ανταγωνισμός, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν προέκυψε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 25 του π.δ 60/2007 για την προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της ανάθεσης, με διαπραγμάτευση, χωρίς την δημοσίευση προκήρυξης. Με την κρινόμενη αίτηση, προβάλλεται επίσης ότι παραβιάζονται οι αρχές της ισότητας και της ασφάλειας δικαίου, καθόσον με την 7/2015 Πράξη του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό Κυκλάδων κρίθηκε νόμιμη προγραμματική σύμβαση μεταξύ της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου της Περιφερειακής Ένωσης Δήμων Ν. Αιγαίου και της εταιρείας «.....», με αντικείμενο «Προγράμματα και δράσεις κατάρτισης», η οποία είχε όμοιο περιεχόμενο με την κρινόμενη σύμβαση. Συναφώς, στο από 24.6.2016 υπόμνημα αναφέρονται και άλλες ελεγχόμενες περιπτώσεις προγραμματικών συμβάσεων, οι οποίες κρίθηκαν νόμιμες από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Τα ανωτέρω, όμως, προβάλλονται αλυσιτελώς, αφού πρόκειται για συμβάσεις με διαφορετικό αντικείμενο από την ελεγχόμενη, συνεπώς οι κρίσεις επ’ αυτών δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο στην ένδικη περίπτωση. Τέλος, απορριπτέοι είναι οι ισχυρισμοί περί συγγνωστής πλάνης του αναθέτοντος Δήμου και συνδρομής λόγων δημοσίου συμφέροντος για τη σύναψη της ελεγχόμενης σύμβασης. Και τούτο διότι, οι διατάξεις που διέπουν τη σύναψη προγραμματικών συμβάσεων είναι σαφείς και η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου πάγια, το δε δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται, προεχόντως, με την τήρηση των αρχών της νομιμότητας στις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων αυτών.
Απορρίπτει την από 15.6.2016 αίτηση αναθεώρησης
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/69/2018
Προγραμματική σύμβαση.(..) με αντικείμενο την υποστήριξη του Δήμου για την εκπόνηση του Σχεδίου Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας.(..)Με αυτά τα δεδομένα, η ως άνω σύμβαση επί της οποίας ερείδεται η ελεγχόμενη δαπάνη αποτελεί γνήσια προγραμματική σύμβαση, καθώς τα συμβαλλόμενα μέρη αποτελούν δημόσιους φορείς που εκκινούν από κοινή αφετηρία συμφερόντων και συμπράττουν -κατά τις δυνατότητες εκάστου- ισόρροπα στην επίτευξη του αντικειμένου της σύμβασης, το οποίο συνάπτεται με το σκοπό δημοσίου συμφέροντος της ορθολογικής και αποτελεσματικής ρύθμισης των αστικών συγκοινωνιών. Περαιτέρω, ορίζεται κατά τρόπο σαφή και αναλυτικό ο προϋπολογισμός και το χρονοδιάγραμμα της σύμβασης, συγκροτείται η απαραίτητη κοινή Επιτροπή Παρακολούθησης και ορίζονται ρήτρες για την περίπτωση αθέτησης των συμβατικών υποχρεώσεων από τα συμβαλλόμενα μέρη, σύμφωνα με το άρθρο 100 του ν. 3852/2010. Ενόψει δε του προγραμματικού χαρακτήρα της σύμβασης, δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 209 παρ. 4 του ν. 3463/2006, που αφορά στις απευθείας αναθέσεις εκπόνησης μελετών και τις σχετικώς εξ επαχθούς αιτίας συναπτόμενες συμβάσεις. Κατ’ ακολουθία, η σύναψη της ελεγχόμενης σύμβασης είναι νόμιμη και το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα πρέπει να θεωρηθεί.