ΥΠΕΣ/30681/2012
Τύπος: Έγγραφα
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΥΠΕΣ/40668/2012
Εγκύκλιος υπ’αριθμ.: 48.ΘΕΜΑ: «Νέα Επικαιροποίηση του Υποτομέα «S1313 ΟΤΑ» του Μητρώου Φορέων Γενικής Κυβέρνησης ΕΛΣΤΑΤ».Β43ΙΝ-ΗΚΙ
ΥΠΕΣ/49247/2013
ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ.Εγκύκλιος : 7.ΘΕΜΑ: «Καθορισμός οικονομικών στοιχείων των Στατιστικών Δελτίων των Δήμων, των ΝΠΔΔ και των ΝΠΙΔ της Τ.Α. που υποβάλλονται στις βάσεις δεδομένων Οικονομικών Στοιχείων ΟΤΑ - Επικαιροποίηση του e-portal του ΓΛΚ – Επικαιροποίηση του ΜΦΓΚ της ΕΛΣΤΑΤ».ΑΔΑ: ΒΙΚΜΝ-ΒΝΡ
438/87744/2013
ΘΕΜΑ: «Οδηγίες για την καταβολή χρηματοδοτήσεων/επιχορηγήσεων από το Υπ.Α.Α.& Τ. σε ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ Φορείς Γενικής Κυβέρνησης »
ΕΣ/Ολομ/15/2013
Με τις διατάξεις του άρθρου 82 του ν.4055/2012 φορείς (νπδδ ή νπιδ) που επιχορηγούνται ή χρηματοδοτούνται από τους Φορείς της Γενικής Κυβέρνησης (άρθρο 1Β παρ.2 του ν.3871/2010) υποχρεούνται να υποβάλουν τόσο στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, όσο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο, μετά από δίμηνο από τη λήξη του οικονομικού έτους, απολογισμό της συνολικής οικονομικής τους δραστηριότητας (της χρηματικής διαχείρισης του έτους που έληξε), καθώς και ξεχωριστό απολογισμό της επιχορήγησης ή της χρηματοδότησης που έλαβαν, με την προϋπόθεση ότι αυτή ήταν μικρότερη του 100% του συνολικού ποσού που διαχειρίστηκαν για την λειτουργία τους, τους απολογισμούς δε αυτούς θα πρέπει να συνοδεύει και προϋπολογισμός του επόμενου οικονομικού έτους. Η διττή αυτή υποχρέωση των νομικών προσώπων που επιχορηγούνται απευθύνεται στην αρμόδια Διεύθυνση του ΓΛΚ στην οποία θα υποβληθούν, μέσω των εποπτευόντων Υπουργείων, όλα τα οικονομικά στοιχεία που κρίνονται απαραίτητα σύμφωνα με το ν.2166/1993 και την κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΥΑ 2014380/377/0026/27-2-1988, ΦΕΚ Β΄ 284 και ήδη ΥΑ 2/22717/0094/9-3-2011, ΦΕΚ Β΄ 474), ώστε τα επιχορηγούμενα νομικά πρόσωπα να συμπεριληφθούν σε αναρτώμενη στο διαδίκτυο κατάσταση ότι είναι ενήμεροι της υποχρέωσης τους αυτής, η οποία επέχει θέση «βεβαίωσης» για την καταβολή της επιχορήγησή τους. Περαιτέρω, όσον αφορά το Ελεγκτικό Συνέδριο, η υποβολή των απολογισμών τόσο του συνόλου της χρηματικής διαχείρισης του απερχόμενου οικονομικού έτους, όσο και της επιχορήγησης που έλαβαν κατά το έτος αυτό, αφορά στον διενεργούμενο από αυτό κατασταλτικό έλεγχο των λογαριασμών των φορέων που δέχονται επιχορήγηση ή χρηματοδότηση από τους Φορείς Γενικής Κυβέρνησης και διαχειρίστηκαν εκ του λόγου τούτου «δημόσιο χρήμα». Για τον έλεγχο αυτό του μέρους της διαχείρισης των ως άνω φορέων (ήτοι της επιχορήγησης ή της χρηματοδότησης που έλαβαν) τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα θα εφαρμόσουν ενιαία, σε όλα τα νομικά πρόσωπα, την αριθμ. 8506/1976 κανονιστική απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Β΄ 687/24-5-1976) «Περί του τύπου των λογαριασμών και των επισυναπτέων σ’ αυτούς δικαιολογητικών των ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου λογοδοτούντων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου» την οποία θα προσαρμόσουν στην φύση της ελεγχόμενης χρηματικής απεικόνισης. Η σχετική έκθεση ελέγχου, που θα συνταχθεί μετά την υποβολή και τον έλεγχο των απαιτούμενων δικαιολογητικών και παραστατικών, θα αφορά στην νομιμότητα και κανονικότητα των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν σε εκτέλεση της επιχορήγησης αυτής, συνεπώς εφόσον αυτές (οι δαπάνες) δεν συνοδεύονται από τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και κρίνονται ως μη νομίμως καταβληθείσες, τότε το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο θα καταλογίζει σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την αρμοδιότητα του αυτή, που είναι σε κάθε περίπτωση αυτοτελής σε σχέση με την τυχόν κρίση του εποπτεύοντος φορέα για το μη επιλέξιμο των δαπανών αυτών για επιχορήγησή το επόμενο οικονομικό έτος. Εξάλλου, ο έλεγχος της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης που στοχεύει στη διασφάλιση ότι οι ελεγχόμενες επιχορηγήσεις διατέθηκαν σύμφωνα με τις αρχές της οικονομικότητας, αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας, απαιτεί σημαντικές αλλαγές στο δημοσιονομικό περιβάλλον με κατεύθυνση την μέτρηση της οικονομικότητας και της αποδοτικότητας των επιλογών του ελεγχόμενου φορέα, ήτοι, από απόψεως ορθής διαχειρίσεως, αν επελέγη πράγματι το οικονομικότερο μέσο και αν μετρήθηκε επαρκώς η σχέση κόστους – οφέλους και προϋποθέτει τη στοχοθεσία του ελεγχόμενου φορέα καθώς και την ανάλογη εκπαίδευση του ελεγκτικού προσωπικού.
ΝΣΚ/208/2017
Αυτόνομος Οικοδομικός Οργανισμός Αξιωματικών (ΑΟΟΑ) - Ζητήματα οικονομικής διαχείρισης και ελέγχου. Κατάσταση : Αποδεκτή. Η απουσία καταρτισμένων και εγκεκριμένων από τα αρμόδια όργανα ισολογισμών και απολογισμών για τα έτη 2009-2015 του ΑΟΟΑ, δεν επηρεάζει καταρχήν την κατάρτιση, έγκριση και εκτέλεση του προϋπολογισμού, ούτε την νομιμότητα των δαπανών που περιέχονται σε νομίμως συνταχθέντα και εγκριθέντα προϋπολογισμό, ανεξαρτήτως της τυχόν ύπαρξης διοικητικών, πειθαρχικών, φορολογικών, αστικών ή ποινικών ευθυνών των αρμοδίων οργάνων, λόγω της παράβασης των κανόνων και των γενικών αρχών διασφάλισης της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και της ορθής λογιστικής αποτύπωσης των δραστηριοτήτων του Οργανισμού. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του ν. 4129/2013 περί Ελεγκτικού Συνεδρίου, από τις 1.1.2017 καταργείται ο προληπτικός έλεγχος των δαπανών του κράτους και από τις 1.1.2019 των δαπανών ΟΤΑ και του συνόλου των ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ που υπάγονται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, από δημόσιες υπηρεσίες διοικητικά ανεξάρτητες από τους φορείς που πραγματοποιούν τις δαπάνες και, εφεξής, οι προϊστάμενοι των οικονομικών υπηρεσιών των Υπουργείων και οι εξομοιούμενοι με αυτούς κατά την παρ. 3 του άρθρου 24 του ίδιου νόμου, ως και οι προϊστάμενοι των οικονομικών υπηρεσιών των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης (άρθρο 25), καθίστανται αποκλειστικά υπεύθυνοι για τις αρμοδιότητες που αφορούν στη δημοσιονομική διαχείριση του φορέα τους και οι οποίες ασκούνταν από τις ΥΔΕ και το Ειδικό Λογιστήριο. Από τις παραπάνω νομοθετικές ρυθμίσεις, συνάγεται ευθέως ότι ο προληπτικός έλεγχος των δαπανών διενεργείται πλέον από τις οικονομικές υπηρεσίες του ίδιου του φορέα που τις πραγματοποιεί, χωρίς αυτό να παρεμποδίζει τη διενέργεια ελέγχων στην περιουσία του ΑΟΟΑ από όλα τα αρμόδια όργανα.
ΕΣ/ΚΛ.Ζ/422/2011
Επεξεργασία των σύμμεικτων αστικών απορριμμάτων:Με τα δεδομένα αυτά το Κλιμάκιο κρίνει ότι ο όρος της διακήρυξης, σύμφωνα με τον οποίο «εφόσον ο διαγωνιζόμενος είναι Σύμπραξη εταιριών, το κριτήριο της ζητούμενης εμπειρίας θα πρέπει να πληρούται από όλα τα μέλη της κοινοπραξίας», αντίκειται, σύμφωνα με όσα αναλυτικά έγιναν δεκτά ανωτέρω, στη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 4 του π.δ. 60/2007 και στην αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού, γεγονός που καθιστά μη νόμιμη στο σύνολό της τη διεξαγωγή της ελεγχόμενης διαγωνιστικής διαδικασίας, αφού η συγκεκριμένη πλημμέλεια εντοπίζεται στο κύκλο των δικαιούμενων προς συμμετοχή οικονομικών φορέων. Η παραδοχή αυτή ισχύει ανεξαρτήτως του ότι σχετική πλημμέλεια προβλήθηκε με την υποβολή ενστάσεως εκ μέρους δύο ενδιαφερομένων να συμμετάσχουν στον συγκεκριμένο διαγωνισμό οικονομικών φορέων. Και υπό οιανδήποτε άλλη, όμως, ερμηνευτική εκδοχή, ο επίμαχος όρος εξακολουθεί να είναι μη νόμιμος, αντιβαίνων στη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 3 του π.δ. 60/2007, σύμφωνα με την οποία το ελάχιστο επίπεδο ικανοτήτων που απαιτείται για τη συγκεκριμένη σύμβαση, πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι συνδεδεμένο και ανάλογο προς το αντικείμενό της. Ως προς αυτό, επισημαίνεται καταρχάς ότι ο συγκεκριμένος όρος χρήζει ιδιαίτερης δικαιολογήσεως, εκ του λόγου ότι εισάγει περιορισμό στην αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού και το δικαίωμα των οικονομικών φορέων, να συμμετέχουν ως μέλη κοινοπρακτικών σχημάτων σε διαγωνισμό ανάθεσης υπηρεσιών. Περαιτέρω, ο σκοπός του συγκεκριμένου όρου, που συνίσταται στο γεγονός ότι « … ζητείται από όλους τους συμμετέχοντες η εμπειρία του συνολικού αντικειμένου προκειμένου να αποφευχθεί η έμμεση εκχώρηση του έργου σε νομικά ή φυσικά πρόσωπα που δεν θα διέθεταν την απαιτούμενη εμπειρία, άλλωστε το αντικείμενο του έργου είναι ενιαίο και δεν υπάρχουν κατηγορίες και ομάδες εργασιών … » (βλ. ανωτέρω αναφερόμενα έγγραφα) δεν δικαιολογεί αλλά καθιστά την πρόβλεψη του σχετικού περιορισμού δυσανάλογου, αφού ο επιδιωκόμενος σκοπός ικανοποιείται πλήρως με την προβλεπόμενη στο άρθρο 6 παρ. 12 περ. ii δ’ και ε’ απαίτηση της διακήρυξης περί υποβολής, ως τυπικού δικαιολογητικού συμμετοχής, υπεύθυνης δήλωσης ότι κάθε μία από τις συμπράττουσες εταιρίες ευθύνονται αλληλέγγυα και σε ολόκληρο για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση έναντι του Δήμου .... και περί ανάληψης της δέσμευσης, ότι σε περίπτωση ανάθεσης της σύμβασης θα συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο στο οποίο θα αποτυπωθεί η σχετική δέσμευση. Δηλαδή, με την αναγνώριση της σχετικής συμβατικής ευθύνης διασφαλίζεται υπέρ του Δήμου .... πλήρως η άρτια και προσήκουσα εκτέλεση της σύμβασης από το μέλος της σύμπραξης που πληροί αυτοτελώς την απαιτούμενη από τη διακήρυξη εμπειρία σε ανάλογες εργασίες. Συναφώς, ο σκοπός του όρου ικανοποιείται και με την προβλεπόμενη στο άρθρο 3.1. υποχρέωση της σύμπραξης επιχειρήσεων, που θα λάβουν μέρος στο διαγωνισμό χωρίς συγκεκριμένη νομική μορφή, να συστήσουν για την υπογραφή της σύμβασης Κοινοπραξία με σκοπό την εξυπηρέτηση της σύμβασης, αφού με την σύσταση αυτή η εμπειρία των συμπραττουσών εταιριών καθίσταται κοινή υπέρ της κοινοπραξίας και διασφαλίζεται επίσης η άρτια εκτέλεση του συμβατικού αντικειμένου. Επίσης, επισημαίνεται ότι παρίσταται αντιφατικό να αναγνωρίζεται από την διακήρυξη η δυνατότητα χρήσης δάνειας εμπειρίας, η οποία κατοχυρώνεται ευθέως στο π.δ. 60/2007, στο οποίο η διακήρυξη ρητά παραπέμπει μεταξύ των διατάξεων που διέπουν τον επίμαχο διαγωνισμό (βλ. εισαγωγικό μέρος διακήρυξης), δηλαδή η δυνατότητα χρήσης τεχνικών ικανοτήτων τρίτων φορέων, προδήλως διότι οι σχετικές απαιτήσεις δεν πληρούνται από τα μέλη της κοινοπραξίας αυτοτελώς και συγχρόνως να μην αναγνωρίζεται η δυνατότητα της κοινοπραξίας να στηριχθεί στις τεχνικές δυνατότητες ορισμένων από τα ίδια τα μέλη της. Υπό την αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, εάν δηλ. υποστηριχθεί ότι δεν αναγνωρίζεται ρητά η δυνατότητα της δάνειας εμπειρίας, καθίσταται πλημμελής η ίδια η διακήρυξη, αφού η χρήση δάνειας εμπειρίας κατοχυρώνεται ευθέως στη διάταξη του άρθρου 46 του π.δ. 60/2007 για λόγους ανάπτυξης του ευρύτερου δυνατού ανταγωνισμού. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, κωλύεται η υπογραφή του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης.ΔΕΝ ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΕΣ/ΤΜ.6/527/2012
ΕλΣυν/Ζ.Κλ/136/2010
Τα νομικά εκείνα πρόσωπα που μπορούν να συνάπτουν προγραμματικές συμβάσεις με το Δημόσιο, μεταξύ τους και με φορείς του δημόσιου τομέα του άρθρου 1 παρ. 6 του ν.1256/1982, προσδιορίζονται ειδικά και περιοριστικά στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 225 του Δ.Κ.Κ.. Ειδικότερα, την ικανότητα αυτή έχουν οι Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού, οι Σύνδεσμοι Δήμων και Κοινοτήτων, οι Τ.Ε.Δ.Κ., η Ε.Ν.Α.Ε., η Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., τα Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία συνιστούν ή στα οποία συμμετέχουν οι προαναφερόμενοι οργανισμοί και φορείς, οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης και τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα. Περαιτέρω, με το δεύτερο εδάφιο της ιδίας ως άνω παραγράφου παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής στις κατά τα ανωτέρω συναπτόμενες προγραμματικές συμβάσεις σε ευρύ κύκλο φορέων (ως εκ τρίτου συμβαλλομένων), οι οποίοι καθορίζονται μόνο κατ’ έννοια γένους, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τις αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρείες. Κατά συνέπεια, οι εταιρείες αυτές ως προς τις οποίες επιτρέπεται κατ΄ εξαίρεση η συμμετοχή στις προγραμματικές συμβάσεις (βλ. σχετικά άρθρο 265 παρ.4 του ιδίου ως άνω Κώδικα), δεν μπορούν να συμμετέχουν σε αυτές ως μοναδικοί αντισυμβαλλόμενοι, αλλά μόνο από κοινού με τα νομικά πρόσωπα του πρώτου εδαφίου, στα οποία και μόνο αναγνωρίζεται η ικανότητα να συνάπτουν προγραμματικές συμφωνίες. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα σήμαινε ότι και οι αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρείες θα περιλαμβάνονταν στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, οπότε θα καθίστατο περιττή η προσθήκη του δεύτερου εδαφίου στην ερμηνευόμενη διάταξη, δεδομένου ότι θα αρκούσε απλώς η διεύρυνση των νομικών προσώπων του πρώτου εδαφίου. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μία προγραμματική σύμβαση, που έχει συναφθεί μεταξύ Δήμου δηλ. νομικού προσώπου της πρώτης παραγράφου και μιας αναπτυξιακής ανώνυμης εταιρείας δεν είναι νόμιμη όταν στην εταιρεία αυτή έχει ανατεθεί εξ ολοκλήρου η υλοποίηση του αντικειμένου αυτής, καθόσον σε αυτή την περίπτωση η εν λόγω εταιρεία δεν «συμμετέχει» στη σύμβαση ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος, αλλά μετέχει σε αυτήν, ανεπιτρέπτως κατά νόμο, ως συνάπτων φορέας και καθίσταται κατ’ ουσίαν μοναδικός αντισυμβαλλόμενος των λοιπών φορέων του πρώτου εδαφίου (β.λ. Πρακτικά Ολ. Ελ.Συν. 22ης Γεν. Συν./22.9.2004, θέμα Α΄, Πράξεις VII Τμ. 69/2005, 239, 304/2006, 123, 137/2007, 63, 78, 133/2008 κ.ά.). Επιπροσθέτως, στις προγραμματικές συμβάσεις απαιτείται, κατά τη ρητή διατύπωση του νόμου, να καθορίζεται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, μεταξύ άλλων, το αντικείμενο και το ειδικότερο περιεχόμενο των υποχρεώσεων των μερών, δηλαδή των μελετών, έργων, προγραμμάτων ανάπτυξης και υπηρεσιών κάθε είδους που αναλαμβάνουν να εκτελέσουν οι συμβαλλόμενοι φορείς, καθώς και ο προϋπολογισμός τους (βλ. Πράξεις 3, 60/2007, 179, 180/2006 VII Τμ.). Ειδικότερα, απαιτείται, μεταξύ άλλων, στις προγραμματικές συμβάσεις για την παροχή υπηρεσιών α) να καθορίζονται ειδικά και με σαφήνεια τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών, από τα οποία να προκύπτει η συμβολή κάθε μέρους στην υλοποίηση της σύμβασης, και το αντικείμενο αυτής, οι συγκεκριμένες δηλαδή υπηρεσίες, έστω και ανά κατηγορίες που θα παρασχεθούν, και το περιεχόμενο αυτών, β) να προσδιορίζεται ο αναλυτικός προϋπολογισμός (κοστολόγηση) των επί μέρους (κατηγοριών) υπηρεσιών, έστω και κατά προσέγγιση, έτσι ώστε από το άθροισμα των επιμέρους προϋπολογισμών να προκύπτει και, επομένως, να δικαιολογείται ο συνολικός προϋπολογισμός της προγραμματικής σύμβασης (δεν αρκεί δηλαδή απλή αναφορά του συνολικού προϋπολογισμού), καθώς και γ) να αναγράφεται το αναλυτικό χρονοδιάγραμμα αυτών - κυρίως δε στις περιπτώσεις τμηματικής καταβολής του οριζόμενου στη σύμβαση ποσού για την παροχή των προβλεπόμενων υπηρεσιών, όπου θα πρέπει να υπάρχει συσχέτιση των παρασχεθεισών εργασιών προς το τμηματικώς καταβαλλόμενο (σε συγκεκριμένες ημερομηνίες) ποσό της σύμβασης, όπου δηλαδή θα πρέπει να υπάρχει αντιστοιχία του χρονοδιαγράμματος εργασιών προς το χρονοδιάγραμμα τμηματικών καταβολών του ανωτέρω ποσού - το οποίο (χρονοδιάγραμμα) δεν μπορεί καταρχήν να ταυτίζεται με το χρόνο περαίωσης των ανατεθεισών εργασιών (διάρκεια της σύμβασης), καθόσον στην περίπτωση αυτή ο νόμος δεν θα απαιτούσε ρητώς στο περιεχόμενο της σύμβασης να ορίζονται ξεχωριστά (ως διαφορετικά μεγέθη) το χρονοδιάγραμμα και η διάρκεια αυτής. Και τούτο διότι μέσω του ανωτέρω ειδικότερου προσδιορισμού του περιεχομένου της προγραμματικής σύμβασης διασφαλίζεται α) η εξοικονόμηση πόρων με τη διάθεση των απολύτως αναγκαίων χρημάτων, προσώπων και υλικών για την εκτέλεση των μελετών, έργων και των εν γένει αναπτυξιακών προγραμμάτων και η διαφάνεια των χρηματοδοτήσεων, καθώς και β) η μη καταστρατήγηση της διάταξης του άρθρου 277 του ΔΚΚ με την κατ’ ουσία επιχορήγηση από Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού αναπτυξιακών τους επιχειρήσεων που μετέχουν στην προγραμματική σύμβαση ως αντισυμβαλλόμενοί τους (πρβλ. και πραξ. VI Τμ 30/2005, VI Τμ 46, 195/2006, VII Τμ 137/2007 κ.ά.).