Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Υπόθεση C-283/2000

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 16ης Οκτωβρίου 2003. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Ισπανίας. Παράβαση κράτους μέλους - Συμβάσεις δημοσίων έργων - Οδηγία 93/37/ΕΚ - Διαδικασία συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων - Κρατική εμπορική εταιρία διεπόμενη από το ιδιωτικό δίκαιο - Κοινωνικός σκοπός συνιστώμενος στην εκτέλεση σχεδίου χρηματοδοτήσεως και δημιουργίας σωφρονιστικών καταστημάτων - Έννοια της αναθέτουσας αρχής..Υπόθεση C-283/00.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Υπόθεση C-306/2008

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 26ης Μαΐου 2011. Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου της Ισπανίας. Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγίες 93/37/ΕΟΚ και 2004/18/ΕΚ - Διαδικασίες αναθέσεως συμβάσεων δημοσίων έργων - Νομοθεσία περί πολεοδομικού σχεδιασμού της Αυτόνομης Kοινότητας της Valencia. Υπόθεση C-306/08.


Υπόθεση C-252/2001

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 16ης Οκτωβρίου 2003. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου. - Παράβαση κράτους μέλους - Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών - Οδηγία 92/50/ΕΟΚ - Ανανέωση συμβάσεως για την επιτήρηση των βελγικών ακτών μέσω αεροφωτογραφήσεως.


Υπόθεση C-292/2007

Υπόθεση C-292/07: Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 23ης Απριλίου 2009 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου (Παράβαση κράτους μέλους — Δημόσιες συμβάσεις — Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών — Εσφαλμένη ή ατελής μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη — Παράλειψη εμπρόθεσμης μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη)


ΔΕΚ/C-444/2006

Το Βασίλειο της Ισπανίας, μη προβλέποντας υποχρεωτική προθεσμία για την κοινοποίηση, εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής προς όλους τους συμμετέχοντες στον διαγωνισμό, της απόφασης ανάθεσης μιας σύμβασης και μη προβλέποντας υποχρεωτική προθεσμία αναμονής μεταξύ της ανάθεσης και της σύναψης της σχετικής σύμβασης, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992.


C-44/1996

Περίληψη 4 Το άρθρο 1, στοιχείο ββ, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, προβλέπει, στο πρώτο εδάφιο, ότι ως αναθέτουσες αρχές νοούνται, μεταξύ άλλων, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου και, στο δεύτερο εδάφιο, ότι ως οργανισμός δημοσίου δικαίου νοείται κάθε οργανισμός που δημιουργήθηκε ειδικά για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, έχει νομική προσωπικότητα και εξαρτάται άμεσα από το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Πρέπει να θεωρηθεί ως οργανισμός δημοσίου δικαίου και, κατά συνέπεια, ως αναθέτουσα αρχή, υπό την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, μια μονάδα όπως η Φsterreichische Staatsdruckerei (Εθνικό Τυπογραφείο της Αυστρίας, στο εξής: ΦS), στο μέτρο που - τα έγγραφα, την παραγωγή των οποίων πρέπει να εξασφαλίζει η ΦS, συνδέονται στενά με τη δημόσια τάξη και τη λειτουργία των κρατικών θεσμών, οι οποίες πρϋποθέτουν την παροχή εγγυήσεως όσον αφορά τον εφοδιασμό και συνθήκες παραγωγής που διασφαλίζουν την τήρηση των προδιαγραφών απορρήτου και ασφαλείας, διευκρινιζομένου, συναφώς, ότι η προϋπόθεση κατά την οποία ο οργανισμός πρέπει να έχει δημιουργηθεί «ειδικά» για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα δεν σημαίνει ότι ο οργανισμός αυτός είναι αποκλειστικά, ή έστω κατά κύριο λόγο, επιφορτισμένος με την ικανοποίηση των αναγκών αυτών• - η ΦS έχει νομική προσωπικότητα• - ο γενικός διευθυντής της ΦS διορίζεται από όργανο συγκείμενο κατά πλειοψηφία από μέλη διοριζόμενα από την Ομοσπονδιακή Καγκελαρία ή διάφορα υπουργεία, η ΦS υπόκειται στον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, την πλειοψηφία των μετοχών της διατηρεί το Αυστριακό Δημόσιο και μία υπηρεσία κρατικού ελέγχου είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία των εντύπων που υπόκεινται σε καθεστώς ασφαλείας. Όσον αφορά τις συμβάσεις έργων που συνάπτει η μονάδα αυτή, πρέπει να θεωρηθούν ως συμβάσεις δημοσίων έργων υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αα, της οδηγίας, ανεξαρτήτως της φύσεώς τους και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το σχετικό τμήμα, μικρότερο ή μεγαλύτερο, της δραστηριότητας που ασκείται προκειμένου να ικανοποιηθούν ανάγκες που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. 5 Μια επιχείρηση η οποία ασκεί εμπορικές δραστηριότητες και της οποίας την πλειοψηφία των εταιρικών μεριδίων ή μετοχών διατηρεί η αναθέτουσα αρχή, υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ββ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 93/37, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως οργανισμός δημοσίου δικαίου υπό την έννοια του δευτέρου εδαφίου της προπαρατεθείσας διατάξεως - κατά το οποίο πρέπει να πρόκειται για οργανισμό που δημιουργήθηκε ειδικά για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα - και, κατά συνέπεια, ως αναθέτουσα αρχή, για τον λόγο και μόνον ότι η επιχείρηση αυτή ιδρύθηκε από την αναθέτουσα αρχή ή η αναθέτουσα αρχή της μεταφέρει κονδύλια προερχόμενα από δραστηριότητες τις οποίες ασκεί προκειμένου να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. Άλλωστε, μια σύμβαση δημοσίων έργων δεν υπόκειται στις διατάξεις της οδηγίας εφόσον αφορά σχέδιο το οποίο, εξ αρχής, εμπίπτει, στο σύνολό του, στο αντικείμενο της επιχειρήσεως η οποία δεν αποτελεί αναθέτουσα αρχή και οι συμβάσεις έργων σχετικά με το σχέδιο αυτό δεν συνήφθησαν από αναθέτουσα αρχή για λογαριασμό της επιχειρήσεως αυτής. 6 Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2081/93, για την τροποποίηση του κανονισμού 2052/88, οι ενέργειες που χρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία ή από την Ευρωπαϋκή Τράπεζα Επενδύσεων ή από άλλο υφιστάμενο χρηματοδοτικό όργανο πρέπει να συμφωνούν με τις διατάξεις των Συνθηκών και των πράξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτών, καθώς και με τις κοινοτικές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν τους κανόνες ανταγωνισμού, την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων και την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και την εφαρμογή της αρχής της ισότητας ευκαιριών ανδρών και γυναικών. Συναφώς, η προϋπόθεση της συμβατότητας των μελετωμένων ενεργειών προς το κοινοτικό δίκαιο υποδηλώνει ότι οι ενέργειες αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής που ορίζει η σχετική κοινοτική νομοθεσία. Επομένως, η προπαρατεθείσα διάταξη έχει την έννοια ότι η κοινοτική χρηματοδότηση σχεδίου έργων δεν υπόκειται στην τήρηση από τους αποδέκτες της εν λόγω χρηματοδοτήσεως των διαδικασιών προσφυγής υπό την έννοια της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, αν δεν είναι οι ίδιοι αναθέτουσες αρχές υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ββ, της οδηγίας 93/37, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων.


ΔΕΚ/C-503/2004

Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση — Μη τήρηση της υποχρεώσεως εκτελέσεως αποφάσεως — Χρηματοοικονομικές κυρώσεις (Άρθρο 228 § 2 EΚ) 2. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων — Οδηγία 89/665 (Άρθρο 226 EΚ και 228 EΚ• οδηγία 89/665 του Συμβουλίου, άρθρο 3) 3. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων — Οδηγία 89/665 (Άρθρο 226 EΚ και 228 EΚ• οδηγία 89/665 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 6, εδ. 2) 4. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης δημοσίων συμβάσεων — Οδηγία 92/50 (Άρθρο 226 EΚ• οδηγία 92/50 του Συμβουλίου) 5. Κράτη μέλη — Υποχρεώσεις — Παράβαση — Δικαιολογητικός λόγος αντλούμενος από την εσωτερική έννομη τάξη — Δεν επιτρέπεται (Άρθρο 226 EΚ) 1. Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ, η προσφυγή δεν είναι απαράδεκτη διότι η Επιτροπή δεν ζητεί πλέον την επιβολή χρηματικής ποινής. Πράγματι, εφόσον το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφασίζει την επιβολή χρηματοοικονομικής κυρώσεως, μη προταθείσας από την Επιτροπή, η προσφυγή δεν καθίσταται απαράδεκτη για το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή θεωρεί, σε κάποιο στάδιο της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, ότι δεν τίθεται πλέον ζήτημα επιβολής χρηματικής ποινής. (βλ. σκέψεις 21-22) 2. Η ιδιαίτερη διαδικασία του άρθρου 3 της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, δυνάμει της οποίας η Επιτροπή μπορεί να παρεμβαίνει σε κράτος μέλος εφόσον θεωρήσει ότι έχει διαπραχθεί σαφής και κατάφωρη παράβαση των κοινοτικών διατάξεων περί συμβάσεων του δημοσίου, αποτελεί προληπτικό μέτρο το οποίο δεν μπορεί ούτε να παρεκκλίνει από τις εκ του άρθρου 226 ΕΚ και 228 ΕΚ αρμοδιότητες της Επιτροπής ούτε να τις υποκαταστήσει. (βλ. σκέψη 23) 3. Μολονότι η διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν τα αποτελέσματα συμβάσεων συναφθεισών κατά παράβαση οδηγιών στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων και προστατεύει, με τον τρόπο αυτό, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των αντισυμβαλλομένων, δεν μπορεί όμως να έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται ότι η έναντι τρίτων συμπεριφορά της αναθέτουσας αρχής είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο ύστερα από τη σύναψη τέτοιων συμβάσεων. Ωστόσο, μολονότι η διάταξη αυτή δεν επηρεάζει την εφαρμογή του άρθρου 226 ΕΚ, δεν επηρεάζει ούτε την εφαρμογή του άρθρου 228 ΕΚ, ειδάλλως συρρικνώνεται το περιεχόμενο των διατάξεων της Συνθήκης περί δημιουργίας της εσωτερικής αγοράς. Περαιτέρω, η διάταξη αυτή αφορά, όπως προκύπτει από τη διατύπωσή της, την αποκατάσταση την οποία ο θιγείς από παράβαση διαπραχθείσα εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής μπορεί να επιτύχει από την αρχή αυτή. Ωστόσο, λόγω της εξειδίκευσής της, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διέπει και τη σχέση μεταξύ ενός κράτους μέλους και της Κοινότητας, σχέση η οποία εμπίπτει στο πλαίσιο των άρθρων 226 ΕΚ και 228 ΕΚ. (βλ. σκέψεις 33-35) 4. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, σε περίπτωση λύσης της συναφθείσας κατά παράβαση της οδηγίας 92/50 σύμβασης, οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η αρχή pacta sunt servanda καθώς και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας μπορούν να αντιταχθούν στην αναθέτουσα αρχή από τον αντισυμβαλλόμενό της, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να τα επικαλεστεί για να δικαιολογήσει τη μη εκτέλεση αποφάσεως διαπιστώνουσας παράβαση βάσει του άρθρου 226 ΕΚ και, ως εκ τούτου, να απεκδύεται της ευθύνης που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο. (βλ. σκέψη 36) 5. Ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής του έννομης τάξης για να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων και προθεσμιών που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο. (βλ. σκέψη 38)


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/145/2018

Μη νόμιμη καταβολή στην ανάδοχο γενικών εξόδων και εργολαβικού οφέλους. Με αυτά τα δεδομένα, η υπό κρίση σύμβαση δεν αφορά στην κατασκευή δημοσίου έργου, κατά την έννοια του ν. 3669/2008. Τούτο, διότι το αυτοτελές λειτουργικό, οικονομικό και τεχνικό αποτέλεσμα, στο οποίο απέβλεπε ο Δήμος με την επίμαχη σύμβαση και προσδιορίζει το αντικείμενό της, αφορά κυρίως στην προμήθεια λαμπτήρων τύπου LED για τις ανάγκες ηλεκτροφωτισμού περιοχής εντός των διοικητικών ορίων του. Ειδικότερα, ούτε οι λαμπτήρες ούτε οι βραχίονες χάνουν την αυτοτέλεια τους και την εμπορική τους αξία από την τυχόν απεγκατάστασή τους - όπως άλλωστε προκύπτει και από την υποχρέωση του αναδόχου να αποσυναρμολογήσει και να παραδώσει τους παλαιούς βραχίονες φωτισμού και τα συναφή είδη στο Δήμο, με προφανή σκοπό την εκ νέου αξιοποίησή τους-, ενώ οι εργασίες για την εγκατάσταση των νέων ειδών, τα οποία δεν συνδέονται κατά μόνιμο τρόπο με το έδαφος, αφενός δεν απαιτούν ιδιαίτερες τεχνικές γνώσεις, αφετέρου προϋπολογίζονται στο ποσό των 360,00 ευρώ, το οποίο υπολείπεται σημαντικά του προϋπολογισθέντος ποσού των 8.658,00 ευρώ για την προμήθεια των νέων λαμπτήρων και βραχιόνων (πρβλ. Ε.Σ. ΚΠΕΔ VII Τμ. 106, 24/2018). Κατά συνέπεια, στην ως άνω σύμβαση προμήθειας δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις  της νομοθεσίας περί δημοσίων έργων και, ως εκ τούτου, μη νομίμως εντέλλεται, σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής, η καταβολή στην ανάδοχό της δαπάνης για γενικά έξοδα και εργολαβικό όφελος. … Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η ελεγχόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη και το χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί


ΔΕΕ/C-601/2010

«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγίες 92/50/ΕΟΚ και 2004/18/ΕΚ – Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Συμπληρωματικές υπηρεσίες κτηματογραφήσεως και πολεοδομικού σχεδιασμού – Διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση σχετικής προκηρύξεως» (..) (σκ.32,33) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 11, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/50 και το άρθρο 31, σημείο 4, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/18, καθόσον εισάγουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικής ασκήσεως των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από τη Συνθήκη ΛΕΕ στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά, το δε βάρος αποδείξεως σχετικά με τη συνδρομή των έκτακτων περιστάσεων που δικαιολογούν την παρέκκλιση από τους εν λόγω κανόνες φέρει ο διάδικος που τις επικαλείται (βλ. αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2003, C 20/01 και C 28/01, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2003, σ. I 3609, σκέψη 58? της 18ης Νοεμβρίου 2004, C 126/03, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2004, σ. I 11197, σκέψη 23? της 11ης Ιανουαρίου 2005, C 26/03, Stadt Halle και RPL Lochau, Συλλογή 2005, σ. I 1, σκέψη 46, καθώς και της 8ης Απριλίου 2008, C 337/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2008, σ. I 2173, σκέψεις 57 και 58). 33 Στο δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει η επέλευση ή η πιθανότητα επελεύσεως ενός απρόβλεπτου περιστατικού μετά την ανάθεση των επίδικων δημοσίων συμβάσεων, δεδομένου ότι οι εμπλεκόμενες αναθέτουσες αρχές μπορούσαν, προ της συνάψεως των αρχικών συμβάσεων, να προβλέψουν την ανάγκη να συμπεριληφθούν στις συμβάσεις αυτές οι σχετικές συμπληρωματικές υπηρεσίες και συγκεκριμένα, στην προκειμένη περίπτωση, η επέκταση των ζωνών πολεοδομικού σχεδιασμού. Εάν η ανάγκη μιας τέτοιας επεκτάσεως για τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους ή για λόγους αναγόμενους στην εκτέλεση των προβλεπόμενων στην αρχική σύμβαση υπηρεσιών μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απρόβλεπτη περίσταση, οι αναθέτουσες αρχές θα είχαν την ευχέρεια να υποστηρίξουν ότι απέτυχαν κατά την εκτίμηση και τον ακριβή καθορισμό του φυσικού αντικειμένου και του περιεχομένου της αρχικής συμβάσεως και, στη συνέχεια, να προβούν στην ανάθεση συμπληρωματικών υπηρεσιών με τη σύναψη χωριστών συμβάσεων παραβιάζοντας με αυτόν τον τρόπο τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας. (…)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει: 1) Η Ελληνική Δημοκρατία, συνάπτοντας, κατόπιν διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση σχετικής προκηρύξεως, δημόσιες συμβάσεις με αντικείμενο συμπληρωματικές υπηρεσίες κτηματογραφήσεως και πολεοδομικού σχεδιασμού οι οποίες δεν προβλέπονταν στην αρχική σύμβαση που είχαν συνάψει οι Δήμοι Βασιλικών, Κασσάνδρας, Εγνατίας και Αρέθουσας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 8 και 11, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997, καθώς και από τα άρθρα 20 και 31, σημείο 4, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών. 2) Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


ΕΣ/ΤΜ.6/1043/2019

Αντιπλημμυρικά έργα..ζητείται η ανάκληση της 438/2019 Πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα παρατέθηκαν στις σκέψεις ΙΙ και ΙΙΙ της παρούσας, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι, κατά τα ορθώς κριθέντα από το Κλιμάκιο, δεν συντρέχουν στην κρινόμενη υπόθεση οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη σύναψη της επίμαχης συμπληρωματικής σύμβασης. Ειδικότερα: Η δαπάνη, που περιλαμβάνεται στην συμπληρωματική σύμβαση και αφορά στην πληρωμή της χρηματικής εισφοράς απόρριψης προϊόντων εκσκαφών σε διαχειριστή ΑΕΚΚ, μη νομίμως ορίσθηκε ότι θα πληρωθεί στην ανάδοχο απολογιστικά, δοθέντος ότι αυτή δεν αφορά σε εργασίες που είναι ιδιαίτερα δύσκολο να τιμολογηθούν, ούτε σε δοκιμαστικές εργασίες και έρευνες, ούτε συντρέχει περίπτωση αδυναμίας προσδιορισμού των ποσοτήτων και των προς εκτέλεση εργασιών, περιστάσεις δηλαδή που πρέπει, κατά νόμο, να συντρέχουν, προκειμένου να επιλεγεί η εφαρμογή του απολογιστικού συστήματος ή προκειμένου να ζητηθεί από τον ανάδοχο να εκτελέσει ορισμένες εργασίες απολογιστικώς (πρβλ. άρθρο 9 του Κώδικα Δημοσίων Έργων). Αντιθέτως, η εν λόγω δαπάνη αφορά σε κόστος (κόστος υποδοχής αποβλήτων εκσκαφής σε Σύστημα Συλλογικής Εναλλακτικής Διαχείρισης, Σ.Σ.Ε.Δ.), το οποίο είναι εκ των προτέρων γνωστό και δύναται ευχερώς να προσδιορισθεί καθ΄ύψος, αφού είναι επίσης ευχερώς προσδιορίσιμη και η ποσότητα των αποβλήτων (εκσκαφών) που θα παραχθούν κατά την εκτέλεση του έργου, έπρεπε δε να συνυπολογισθεί στην τιμή των εργασιών εκσκαφής στο οικείο άρθρο του Τιμολογίου του έργου. Άλλωστε, στην Ειδική Συγγραφή Υποχρεώσεων των τευχών δημοπράτησης του έργου, που εγκρίθηκε τον Μάιο 2016, προβλέπεται ρητώς η υποχρέωση του αναδόχου να εξασφαλίσει “τους αναγκαίους χώρους για τη απόθεση προϊόντων ορυγμάτων, περισσευμάτων φυτικών γαιών, υπολειμμάτων κάθε είδους έργων, όπως οποιουδήποτε περισσεύματος υλικών” και διευκρινίζεται ότι η Υπηρεσία δεν θα αναγνωρίσει καταβολή αποζημίωσης σχετιζόμενη με τέτοια προβλήματα. Επιπλέον, η Κ.Υ.Α. 36259/1757/Ε103//2010 «Μέτρα, όροι και πρόγραμμα για την εναλλακτική διαχείριση των αποβλήτων από εκσκαφές, κατασκευές και κατεδαφίσεις (Α.Ε.Κ.Κ.)» (Β΄ 1312), η οποία εκδόθηκε κατ΄εξουσιοδότηση των διατάξεων του άρθρου 17 του ν. 2939/2001 και καθόρισε τις ειδικότερες υποχρεώσεις των παραγωγών ή διαχειριστών αποβλήτων εκσκαφών, μεταξύ των οποίων τη συμμετοχή τους σε συλλογικά συστήματα εναλλακτικής διαχείρισης των αποβλήτων που παράγονται από τη δραστηριότητά τους (άρθρο 8 της Κ.Υ.Α.), ήταν σε ισχύ κατά το χρόνο δημοπράτησης του έργου (2016) και επομένως έπρεπε να διαληφθεί πρόβλεψη στα τεύχη δημοπράτησης του έργου ως προς τα οριζόμενα σε αυτήν. Συνεπώς, και ενόψει του ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ούτε προβάλλεται από την αιτούσα ότι η υποχρέωση συνεργασίας με εγκεκριμένο σύστημα εναλλακτικής διαχείρισης (Α.Ε.Κ.Κ.) ανέκυψε μετά τη δημοπράτηση του αρχικού έργου, λόγω λ.χ. το πρώτον δημιουργίας Συλλογικού Συστήματος Εναλλακτικής Διαχείρισης (Σ.Σ.Ε.Δ.) Αποβλήτων Εκσκαφών, Κατασκευών και Κατεδαφίσεων (Α.Ε.Κ.Κ.) στην οικεία γεωγραφική περιφέρεια μετά τη δημοπράτηση του έργου, δεν συντρέχει ούτε η προϋπόθεση του απροβλέπτου, προκειμένου να συμπεριληφθεί νομίμως η εν λόγω δαπάνη στην ελεγχόμενη συμπληρωματική σύμβαση, απορριπτομένου ως αβασίμου του ισχυρισμού, που προβάλλεται με την αίτηση, ότι η οριστική μελέτη του έργου εγκρίθηκε από την αναθέτουσα αρχή στις 31.3.2010, ενώ η προαναφερόμενη ΚΥΑ, που προέβλεψε τη σχετική υποχρέωση διαχείρισης των αποβλήτων, δημοσιεύθηκε στις 24.8.2010. Τέλος, σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως των προαναφερόμενων πλημμελειών, που συνδέονται με το εξεταζόμενο κονδύλιο των απολογιστικών δαπανών για την πληρωμή χρηματικής εισφοράς απόρριψης προϊόντων εκσκαφών, αυτό, όπως ορθώς επίσης κρίθηκε από το Κλιμάκιο, συνυπολογίζεται για την εξαγωγή του ποσού της συνολικής αξίας της συμπληρωματικής σύμβασης και τη σύγκρισή της με την αξία της αρχικής σύμβασης, με συνέπεια η αξία της συμπληρωματικής σύμβασης, ανερχόμενη στο ποσό των 799.524,19 ευρώ (πλέον Φ.Π.Α.), να υπερβαίνει το ποσοστό του πενήντα τοις εκατό (50%) του ποσού της αρχικής σύμβασης του έργου (1.340.767,81 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α.), κατά παράβαση των οριζομένων στις διατάξεις του άρθρου 57 του Κώδικα Δημοσίων Έργων. Ο ισχυρισμός δε της αιτούσας ότι το εν λόγω κονδύλιο δεν συναθροίζεται με τα λοιπά κονδύλια της συμπληρωματικής σύμβασης, προκειμένου να εξαχθεί η συνολική αξία αυτής και να υπολογισθεί το ύψος αυτής σε σχέση με την αξία της αρχικής σύμβασης, διότι αφορά σε ένα “επιπλέον κόστος” και δεν αφορά σε “εκτέλεση εργασιών (υπερσυμβατικών και νέων)” είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο, διότι τέτοια εξαίρεση δεν προβλέπεται στο νόμο, περαιτέρω δε διότι το εν λόγω κονδύλιο (ανεξαρτήτως του ζητήματος που αφορά στον εσφαλμένο, κατά τα ανωτέρω, προσδιορισμό του τρόπου πληρωμής του) αφορά σε κόστος, που συνδέεται με την εκτέλεση καθεαυτή των εργασιών εκσκαφής του έργου, οι οποίες προβλέπονται και περιγράφονται στο Τιμολόγιο αυτού και δεν αφορά σε εργασίες πράγματι απολογιστικές (λ.χ. δαπάνες για εργασίες που καθίστανται αναγκαίες λόγω τυχαίως ανευρεθέντων αρχαιολογικών ευρημάτων), που ενδεχομένως κατά περίπτωση να δικαιολογούσαν την εξαίρεση της αξίας εκτέλεσής τους από το άθροισμα των εργασιών της συμπληρωματικής σύμβασης (πρβλ. Γνωμοδ. Ν.Σ.Κ. 109/1997)..(...)Δεν ανακαλεί την 438/2019 πράξη του Ε’ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/129/2016

ΜΕΛΕΤΕΣ:Με τα δεδομένα αυτά το Κλιμάκιο άγεται στην κρίση ότι η ελεγχόμενη σύμβαση, έχουσα ως αντικείμενο τις προαναφερθείσες εργασίες που αποσκοπούν στην αναβάθμιση, μέσω της δημιουργίας “πράσινων σημείων”, των παρεχόμενων από το ΦΟΔΣΑ ..... υπηρεσιών διαχείρισης αποβλήτων και ειδικότερα ανακυκλώσιμων και επαναχρησιμοποιήσιμων υλικών, συνιστά, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό αυτής, σύνθετη σύμβαση που έχει ως κύριο αντικείμενό της την εκπόνηση μελετών (περιβαλλοντική, οικονομική και χωροταξική), οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν.3316/2005, αφού αποβλέπουν στην απεικόνιση και το σχεδιασμό του τεχνικού έργου της, μελλοντικής έστω, κατασκευής των “πράσινων σημείων”, όπως προκύπτει από τα οριζόμενα τόσο στην οικεία μελέτη όσο και στη σχετικώς συναφθείσα σύμβαση παραδοτέα. Εξάλλου, και στην υποθετική περίπτωση ότι επρόκειτο περί σύμβασης παροχής υπηρεσιών,  αυτές,  επειδή  απαιτούν  εξειδικευμένες  γνώσεις  και  εμπειρία, όπως καταδεικνύεται και από τις απαιτούμενες από την οικεία τεχνική περιγραφή ειδικότητες και εμπειρία της “Ομάδας Έργου”, και σχετίζονται με μελέτες που αφορούν στην παραγωγή τεχνικού έργου, θα ενέπιπταν στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 1 παρ. 2 του ν.3316/2005, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διαδικασιών που προβλέπονται στο νόμο αυτό. Συνεπώς, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τη διαφωνούσα Επίτροπο, μη νομίμως ο ΦΟΔΣΑ ..... προέβη στη σύναψη της ανωτέρω σύμβασης με τη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 209 παρ. 2 και 9 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων και 133 του ν. 4270/2014, οι οποίες δεν τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής, ούτε εξάλλου προκύπτει ότι συντρέχουν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 10 του ν. 3316/2005 προϋποθέσεις για την απευθείας ανάθεση, χωρίς τη διενέργεια διαγωνιστικής διαδικασίας. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του ΦΟΔΣΑ ότι στον Κανονισμό Προεκτιμώμενων Αμοιβών (Υ.Α. ΔΜΕ0/α/0/1257/2005, Β΄ 1162) δεν περιλαμβάνονται οι εργασίες που ανατέθηκαν με την επίμαχη σύμβαση, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, προεχόντως διότι ο νομικός χαρακτηρισμός μίας σύμβασης ως σύμβασης εκπόνησης μελέτης και, εκ του αποδιδομένου τούτου χαρακτηρισμού, ο καθορισμός της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας ανάθεσής της, είναι ζήτημα πραγματικό και προσδίδεται κατόπιν εκτίμησης του τεχνικού αντικειμένου αυτής, στο οποίο απέβλεψαν τα συμβαλλόμενα μέρη (βλ. Ε.Σ. Πράξ. Κλ. Πρ. Ελ. Δαπ. στο VII Tμ. 233/2015). Ομοίως, ο ισχυρισμός του Ενιαίου Συνδέσμου ότι τα παραδοτέα δεν εμπίπτουν σε κάποιο από τα προβλεπόμενα στον Οδηγό Εκπόνησης Μελετών (Εγκύκλιος 38/23.11.2005 της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του ΥΠΕΧΩΔΕ) στάδια (προκαταρκτική μελέτη, προμελέτη, οριστική μελέτη, μελέτη εφαρμογής) αλλά ούτε και στα περιεχόμενα αυτών πρέπει να απορριφθεί,  διότι ο Οδηγός αυτός, ο οποίος άλλωστε δεν έχει δεσμευτική ισχύ, σε κάθε περίπτωση αφορά σε μελέτες οδικών, λιμενικών, υδραυλικών και κτιριακών έργων. Τέλος, ο δεύτερος λόγος διαφωνίας, σύμφωνα με τον οποίο δεν προσκομίσθηκαν συγκριτικά στοιχεία, από τα οποία να μπορεί να κριθεί με ασφάλεια εάν ο καθορισμός της αμοιβής της φερόμενης ως δικαιούχου εταιρείας υπερβαίνει το προσήκον μέτρο, ενώ δεν τεκμηριώνεται ο τρόπος υπολογισμού της αμοιβής στο ενδεικτικό τιμολόγιο μελέτης, πρέπει να απορριφθεί κατά το πρώτο μεν σκέλος του ως αορίστως προβαλλόμενος, κατά δε το δεύτερο σκέλος του ως αβάσιμος, δοθέντος ότι στο τιμολόγιο μελέτης προσδιορίζονται οι απαιτούμενες ημέρες εργασίας της τριμελούς Ομάδας Έργου (32 ημέρες για τον Μηχανικό με εικοσαετή εμπειρία και 60 για τους Μηχανικό και Οικονομολόγο με δεκαετή εμπειρία), καθώς και η τιμή μονάδας αυτών (τιμή ανθρωποημέρας) και ως εκ τούτου καθορίζεται και τεκμηριώνεται κατά τρόπο διαφανή και ορισμένο το συνολικό κόστος των “υπηρεσιών” που πρόκειται να παρασχεθούν και είναι δυνατή η κοστολόγηση αυτών κατά την ενταλματοποίηση της σχετικής δαπάνης για την εξόφληση του οικείου τιμολογίου.