×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/118/2000

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Ασφαλιστικά Ταμεία. Απαλλαγή από την ασφάλιση του Ταμείου Ασφαλίσεως Ναυτικών Πρακτόρων και Υπαλλήλων (ΤΑΝΠΥ) του αλλοδαπού προσωπικού των επιχειρήσεων των ΑΝ 89/67, ΑΝ 378/68 και Ν.814/78.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Προεδρεύων: Α.Σοφός, Αντιπρόεδρος Εισηγητής: Ι.Μάσβουλας, Νομικός Σύμβουλος Οι αλλοδαποί εκπρόσωποι των επιχειρήσεων, που είναι εγκατεστημένες με το καθεστώς των ΑΝ 89/67, ΑΝ 378/68 και Ν.814/78, εφ όσον δεν προέρχονται από χώρες της Ε.Ο.Κ. ή από χώρες με τις οποίες η Ελλάδα δεν έχει συνάψει διμερείς συμβάσεις κοινωνικής ασφάλισης που ν αναγνωρίζουν τον εν Ελλάδι χρόνο ασφάλισής τους, απαλλάσσονται από την υποχρέωση ασφάλισής τους στους κατά νόμο οικείους ασφ/κούς οργανισμούς (ΙΚΑ,ΝΑΤ,ΤΑΝΠΥ κλπ), σύμφωνα με την παρ.11 του άρθρου 1 του Ν.2166/93. Οι ημεδαποί εκπρόσωποι των ως άνω επιχειρήσεων, αντιθέτως, υπάγονται στην ασφάλιση του ΤΑΝΠΥ, σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του εν λόγω Ταμείου (παρ.1 του άρθρου 2 της υπ αριθ. Φ.29/1455/77 απόφασης του Υφυπουργού Κοιν.Υπηρεσιών).


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/129/2004

Μετοχικό Ταμείο Ναυτικού. Διαδοχική ασφάλιση. Βοήθημα Οικογενειακής Αυτοτέλειας (Β.Ο.Α.).(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Οι διατάξεις για τη διαδοχική ασφάλιση δεν δύνανται να τύχουν εφαρμογής για το Β.Ο.Α., το οποίο υπολογίζεται με βάση το μέρισμα που θα ελάμβανε ο μερισματούχος χωρίς την προσμέτρηση του χρόνου ασφάλισής του σε άλλον φορέα επικουρικής ασφάλισης και όχι με το αυξημένο μέρισμα λόγω αναγνώρισης προϋπηρεσίας σε άλλο ασφαλιστικό φορέα επικουρικής ασφάλισης, σύμφωνα με τις διατάξεις για τη διαδοχική ασφάλιση, στον οποίο ούτε ήταν ασφαλισμένος για Β.Ο.Α. και στον οποίο ουδεμία κράτηση είχε καταβάλλει για το βοήθημα αυτό. Συνεπώς νομίμως υπολογίστηκε από το Μ.Τ.Ν. το Β.Ο.Α., που χορηγήθηκε στη θυγατέρα του αιτούντος Πλοιάρχου Λ.Σ. ε.α. Σ. Ζ., με το μέρισμα που ελάμβανε ο πατέρας της κατά τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας της και όχι με το αυξημένο μέρισμα που λαμβάνει αυτός λόγω αναγνώρισης της προϋπηρεσίας του στο ΤΑΝΠΥ σύμφωνα με τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης.


ΝΣΚ/124/2004

Αυτοτελής φορολόγηση τόκων καταθέσεων & REPOS. Γραφεία, υποκαταστήματα στην Ελλάδα αλλοδαπών επιχειρήσεων.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Γραφεία ή υποκαταστήματα αλλοδαπών ναυτιλιακών (Ν 27/1975) ή εμποροβιομηχανικών (ΑΝ 89/1967) επιχειρήσεων εγκατεστημένα στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων αυτών, απαλλάσσονται από τη φορολόγηση των τόκων από τις καταθέσεις και των εισοδημάτων από τοποθετήσεις σε πράξεις REPOS εφόσον οι καταθέσεις και οι τοποθετήσεις αυτές αφορούν εισόδημα που αποκτούν από την επιτραπείσα από τους ανωτέρω νόμους δραστηριότητά τους στην Ελλάδα. Κατά τον ίδιο τρόπο απαλλάσσονται και οι τόκοι καταθέσεων και τα εισοδήματα από πράξεις REPOS που οι εταιρείες αυτές αποκτούν από την εισαγωγή συναλλάγματος στην Ελλάδα ασχέτως αν η εισαγωγή αυτή γίνεται σε εκπλήρωση σχετικού όρου για την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα κατά τα ανωτέρω. (πλειοψ.)


ΝΣΚ/30/2023

Ερωτάται: Α. Εάν δεδομένης της από 22.12.2022, δήλωσης του Μ.Α., έμμισθου δικηγόρου της ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε., περί αναδρομικής επιλογής του τ. ΤΑΠ-ΔΕΗ ως υποχρεωτικού φορέα ασφάλισής του (στο οποίο ΤΑΠ-ΔΕΗ ουδέποτε είχε προηγουμένως ασφαλισθεί), συντρέχει περίπτωση αναδρομικής ασφάλισής του στον ως άνω Φορέα, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι ο Μ.Α. προέβη στις 27.06.2013 σε υποβολή Υπεύθυνης Δήλωσης, διά της οποίας δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε την υπαγωγή του στον ασφαλιστικό φορέα ΤΑΠ-ΔΕΗ. Β. Εάν εν προκειμένω πληρούνται οι προϋποθέσεις των διατάξεων του άρθρου 45 του ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων), περί αυτοδίκαιης λύσεως της συμβάσεως έμμισθης εντολής που συνδέει τον δικηγόρο Μ.Α. με τη ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.(...)1. Επί του πρώτου σκέλους: Η από 22.12.2022 δήλωση του Μ.Α. περί «επιλογής του ΤΑΠ-ΔΕΗ, ως υποχρεωτικού φορέα ασφάλισής του στον ΕΦΚΑ», είναι άκυρη και δεν δύναται να οδηγήσει σε αναδρομική ασφάλισή του στο τ. ΤΑΠ-ΔΕΗ, δεδομένου ότι: α. Μετά την υποβολή στη ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε. της από 27.06.2013 δηλώσεως του Μ.Α. περί εξαίρεσής του από την παράλληλη ασφάλιση στο τ. ΤΑΠ-ΔΕΗ και την πάροδο της προβλεπόμενης στο νόμο προθεσμίας των τριών μηνών από της προσλήψεώς του προς άσκηση του σχετικού δικαιώματος επιλογής, η οποία αποτελεί αποσβεστική προθεσμία κατά την έννοια του άρθρου 279 του Αστικού Κώδικα, τούτος δεν εδικαιούτο να επανέλθει και να υποβάλει στην εργοδότριά του νεότερη δήλωση με διαφορετικό περιεχόμενο, γιατί το σχετικό δικαίωμά του είχε ήδη αποσβεσθεί. β. Ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η προαναφερθείσα προθεσμία δεν είναι αποσβεστική και ότι κατ’ αρχήν ο Μ.Α. είχε δικαίωμα να επανέλθει και να υποβάλει νεότερη δήλωση με διαφορετικό περιεχόμενο από την πρώτη και πάλι η δήλωση αυτή δεν θα μπορούσε να επιφέρει την επιδιωκόμενη από αυτόν - αναδρομική - υπαγωγή του στην ασφάλιση του τ. ΤΑΠ-ΔΕΗ. Και τούτο, διότι η καθυστέρηση ενεργοποίησης του ασφαλιστικού δεσμού επί μακρό χρόνο (εν προκειμένω επί οκτώ και πλέον έτη), δεν είναι σύμφωνη προς τις αρχές οι οποίες πρέπει να διέπουν τις σχέσεις του ασφαλισμένου προς τον ασφαλιστικό φορέα και κατ’ επέκταση δεν επιτρέπεται παρά μόνο όταν προβλέπεται από ρητή διάταξη νόμου ή όταν δικαιολογείται από εξαιρετικά σοβαρό λόγο. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχουν στην περίπτωση του Μ.Α., δεδομένου ότι δεν υφίσταται διάταξη νόμου που να επιτρέπει την αναδρομική του υπαγωγή στην ασφάλιση του τ. ΤΑΠ-ΔΕΗ και η απλή μεταστροφή της βούλησής του περί της υπαγωγής του στην παράλληλη αυτή ασφάλιση δεν δύναται από μόνη της και άνευ ετέρου σοβαρού επιχειρήματος να θεωρηθεί «εξαιρετικά σπουδαίος λόγος», ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αναδρομική υπαγωγή του σε αυτή. γ. Η μη υπαγωγή του στην παράλληλη ασφάλιση του πρώην ΤΑΠ-ΔΕΗ, δεν οφείλεται σε τυχόν παραδρομή ή άρνηση του ασφαλιστικού οργανισμού να τον ασφαλίσει, αλλά οφείλεται σε συνειδητή επιλογή του ιδίου του Μ.Α. για εξαίρεσή του από αυτή, η οποία εκφράσθηκε διά γραπτής, αμετάκλητης, δηλώσεώς του, σύμφωνης προς τις επιταγές του νόμου και ως εκ τούτου δεσμευτικής, τόσο για τον ίδιο, όσο και για τον εργοδότη του. δ. Σε κάθε περίπτωση, δεν συνέτρεχε στο πρόσωπό του η προβλεπόμενη από την διάταξη του άρθρου 23 παράγραφος 3 του ν. 4892/2022 προϋπόθεση για τη νόμιμη υποβολή τοιαύτης δηλώσεως, η οποία προϋπόθεση συνίσταται στην ύπαρξη ενεργού ασφαλιστικού δεσμού του δηλούντα με δύο (ή περισσότερους) φορείς, ανάμεσα στους οποίους καλείται να επιλέξει διά της υποβαλλομένης στον e-ΕΦΚΑ δηλώσεώς του. Και τούτο διότι ο Μ.Α. ουδέποτε ενεγράφη στα μητρώα του πρώην ΤΑΠ-ΔΕΗ, ουδέποτε καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές στο όνομά του, ούτε έλαβε χώρα οποιοσδήποτε σχετικός διακανονισμός για την καταβολή τους και ως εκ τούτου ουδέποτε τον συνέδεε ενεργός ασφαλιστικός δεσμός με το εν λόγω Ταμείο (ομόφωνα). 2. Επί του δεύτερου σκέλους: Η περίπτωση του Μ.Α. εμπίπτει ευθέως στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθ. 45 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), διότι από την 31.12.2022 πληρούνται στο πρόσωπό του όλες οι προβλεπόμενες από αυτή προϋποθέσεις εφαρμογής της, δεδομένου ότι αυτός: α. είναι ασφαλισμένος μόνο στο τ. ΕΤΑΑ-ΤΑΝ (και ουδέποτε υπήρξε ασφαλισμένος στο τ. ΤΑΠ-ΔΕΗ), β. έχει θεμελιώσει δικαίωμα λήψης πλήρους σύνταξης από τον ανωτέρω ασφαλιστικό οργανισμό (τ. ΕΤΑΑ-ΤΑΝ), ο οποίος πλέον έχει ενταχθεί στον e-ΕΦΚΑ (ημερομηνία έναρξης ασφάλισης: 28.08.1981) και γ. έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας των 67 ετών την 31.12.2022 (έτος γέννησης: 1955). Ως εκ τούτου, η σύμβαση έμμισθης εντολής που τον συνέδεε με την εργοδότριά του ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε., θα πρέπει να θεωρηθεί ως αυτοδικαίως λυθείσα την 31.12.2022 (ομόφωνα).


ΝΣΚ/157/2009

Δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας – Κοινωνική ασφάλιση – Συμβάσεις δημοσίων έργων.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Οι διατάξεις των άρθρων 8 παρ.5 εδ.ε του ΑΝ 1846/1951, 39 παρ.7 του Ν 2065/1992, 54 και 59 του Ν 2676/1999 και της ΥΑ Φ21/113/4-7-2000, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, εφαρμόζονται τόσον επί του Ο.Τ.Ε. Α.Ε., όσον και επί της Δ.Ε.Η. Α.Ε., καθ όσον οι επιχειρήσεις αυτές έχουν τον χαρακτήρα επιχειρήσεων «κοινής ωφελείας» και δεν εμποδίζεται η εφαρμογή των ως άνω διατάξεων εκ του γεγονότος ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν ήδη εξέλθει από το δημόσιο τομέα.


ΝΣΚ/153/2015

Πιστοποίηση τηρήσεως των ευρωπαϊκών κανόνων ασφαλείας των τροφίμων – Υποβολή επιπλέον στοιχείων από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις της χώρας μας για την έκδοση υγειονομικού πιστοποιητικού, το οποίο απαιτούν τρίτες χώρες για την εισαγωγή στο έδαφός τους γαλακτοκομικών προϊόντων.Λαμβανομένης υπόψη της επιταγής του ενωσιακού δικαίου να συμμορφώνονται τα προϊόντα που εξάγονται προς τρίτες χώρες στις απαιτήσεις που καθορίζει η εισάγουσα χώρα και, λαμβανομένης επίσης υπόψη της υποχρεώσεως των επιχειρήσεων τροφίμων να εξασφαλίζουν ότι τα τρόφιμα, σε όλα τα στάδια της παραγωγής, μεταποίησης ή διανομής, μέσα στην επιχείρηση που βρίσκεται υπό τον έλεγχό τους, ικανοποιούν τις απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, οι οποίες αφορούν τις δραστηριότητές τους (άρθρο 3 αριθμ.15, άρθρο 17 παρ.1 και 2 και άρθρο 18 του Κανονισμού 178/2002, άρθρο 3 του εκτελεστικού Κανονισμού 931/2011, άρθρο 1 εδ.β’ και ζ’ και άρθρο 3 του Κανονισμού 852/2004, άρθρο 4 παρ.4 εδ.α’ και θ’ και παρ.5 εδ.β’ του Κανονισμού 854/2004), θα πρέπει, για την έκδοση του προβλεπόμενου υγειονομικού πιστοποιητικού, το οποίο απαιτούν οι τρίτες χώρες, να προσκομίζονται από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις της χώρας μας, τα επιπλέον στοιχεία που τεκμηριώνουν τις απαιτήσεις τους σε όλα τα στάδια που προηγούνται της παραγωγής των προϊόντων τους, ακόμα και αν αυτά έχουν λάβει χώρα σε άλλο κράτος μέλος. (ομοφ.)


ΝΣΚ/162/2008

Μη εμπρόθεσμη μεταφορά Οδηγιών που αφορούν στα επαγγελματικά δικαιώματα κτηνιάτρων στην εθνική έννομη τάξη – Συνέπειες – Εγκατάσταση κτηνιάτρων σε δύο χώρες.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
α) Οι Οδηγίες 78/1026/ΕΟΚ και 78/1027/ΕΟΚ καταργήθηκαν από 20-10-2007 δυνάμει του άρθρου 62 της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ. Άρα και το ΠΔ 40/2006 με το οποίο ενσωματώθηκαν στην εθνική μας έννομη τάξη οι Οδηγίες 78/1026/ΕΟΚ και 78/1027/ΕΟΚ, είναι πλέον άνευ νομικής ισχύος, άνευ ρυθμιστικής ενέργειας, δεδομένου ότι αφορά σε ενσωμάτωση Οδηγιών που δεν ισχύουν πλέον. Κατά συνέπεια, αφού το ΠΔ 40/2006 με το οποίο ορίστηκε η Δ/νση Κτηνιατρικής Αντίληψης, Φαρμάκων και Εφαρμογών (ΚΑΦΕ) του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠ.Α.Α.Τ.) ως αρμόδια αρχή, αφορά σε ενσωμάτωση Οδηγιών, ήδη καταργηθεισών, (78/1026/ΕΟΚ και 78/1027/ΕΟΚ) αυτό το ΠΔ, δεν έχει πλέον πεδίο εφαρμογής και η αρμόδια, βάσει αυτού, αρχή, στερείται αρμοδιότητας και δε μπορεί να αναγνωρίζει από 20-10-2007 και εφεξής πτυχία κτηνιατρικής αποκτηθέντα κατόπιν τριτοβάθμιων σπουδών σε Πανεπιστήμια της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Η Οδηγία 2006/100/ΕΚ, ναι μεν, ισχύει και θα έπρεπε να εφαρμόζεται στην Ελλάδα, αφού παρήλθε ο ορισθείς χρόνος για την ενσωμάτωσή της στην εθνική έννομη τάξη, πλην όμως, συναρτώμενη και εκλαμβανόμενη ως ενιαίο σύνολο με την βασική Οδηγία 2005/36/ΕΚ –την οποία τροποποιεί και της οποίας, ομοίως παρήλθε ο χρόνος ενσωμάτωσης– που αφορά στους κτηνιάτρους των άλλων 25 Κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δε διαθέτει, την αναγκαία και απαραίτητη εκείνη ρυθμιστική επάρκεια για να εφαρμοστούν άμεσα, χωρίς εθνικά μέτρα εναρμόνισης, αφού προϋποθέτει καθορισμό αρμοδίων αρχών που θα αξιολογούν και θα κρίνουν τυπικές ή/και ουσιαστικές προϋποθέσεις και προσδιορισμό διοικητικών και άλλων διαδικασιών, σχετικών με την άσκηση του αναγνωριζόμενου από τις Οδηγίες δικαιώματος που προβλέπονται ήδη στο υπό επεξεργασία καταρτιζόμενο από τα συναρμόδια Υπουργεία Π.Δ/γμα ενσωμάτωσης των Οδηγιών αυτών. Άρα, δεν παρίσταται δυνατή η επίκληση από την πλευρά των ενδιαφερόμενων και η άμεση εφαρμογή τους –ως προς τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζονται από τις Οδηγίες αυτές– από τις εθνικές αρχές, ελλείψει ρυθμιστικής επάρκειας των Οδηγιών και εμπροθέσμων μέτρων εναρμόνισης με αποτέλεσμα να μη μπορεί να τύχουν άμεσης και ευθείας εφαρμογής. Τούτο δε, ανεξαρτήτως της ενδεχόμενης ευθύνης του Δημοσίου από τη μη έγκαιρη ενσωμάτωση των επίμαχων Οδηγιών, αφού δεν αποκλείεται να κληθεί το Δημόσιο να αποζημιώσει στους υφιστάμενους βλάβη από την καθυστέρηση εναρμόνισης, εάν και εφόσον προσφύγουν οι ενδιαφερόμενοι στα δικαστήρια και αποδειχθεί η συνδρομή των προεκτεθεισών στην παράγραφο 25 προϋποθέσεων. β) Οι κανόνες που έχουν ως αποτέλεσμα να περιορίζουν το δικαίωμα εγκατάστασης και ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζόμενων δεν είναι σύμφωνοι με τη Συνθήκη (παρά μόνο αν δικαιολογούνται από γενικές υποχρεώσεις που συνδέονται άρρηκτα με την προσήκουσα άσκηση του επαγγέλματος και επιβάλλονται αδιάκριτα σε ημεδαπούς και υπηκόους άλλων κρατών μελών). Άρα μπορούν οι κτηνίατροι να είναι εγκατεστημένοι σε δύο ή περισσότερα κράτη ταυτόχρονα και να ασκούν το επάγγελμά τους.


ΝΣΚ/266/2017

Ομαδικά συνταξιοδοτικά προγράμματα - Φορολογική αντιμετώπιση ασφαλίσματος. Το ασφάλισμα που καταβλήθηκε στους εργαζομένους επιχειρήσεων, πριν από την ισχύ του ν. 4110/2013, στα πλαίσια ομαδικών ασφαλιστικών συμβάσεων που είχαν συνάψει οι επιχειρήσεις αυτές με ασφαλιστικές επιχειρήσεις, κατά το μέρος που αντιστοιχεί στα καταβληθέντα από τον εργοδότη ασφάλιστρα, αποτελεί εισόδημα των εργαζομένων από μισθωτές υπηρεσίες, κατά το άρθρο 45 ΚΦΕ, το οποίο υπόκειται σε φορολόγηση κατά το χρόνο που οι δικαιούχοι της ασφαλιστικής παροχής (ασφαλίσματος) απέκτησαν το δικαίωμα είσπραξης αυτής, όχι μόνον όταν η ασφάλιση επιβάλλεται από το νόμο ή έχει αποτελέσει όρο μεταξύ του εργοδότη και των μισθωτών της εργασιακής σύμβασης ή δεσμευτικής για τον εργοδότη ΣΣΕ ή διαιτητικής απόφασης, αλλά και στην περίπτωση της καταβολής των ασφαλίστρων για τον μισθωτό εξ ελευθεριότητος του εργοδότη, εξ αφορμής, πάντως, της σχέσεως εργασίας, ακόμα και αν ο εργοδότης είχε επιφυλαχθεί του δικαιώματος της μονομερούς διακοπής της καταβολής των ασφαλίστρων. Στην περίπτωση της μερικής καταβολής του ασφαλίστρου από τον εργαζόμενο, η παροχή-ασφάλισμα κατά το μέρος που προέρχεται από ασφάλιστρα καταβληθέντα από τον εργαζόμενο, ακόμη και πριν την έναρξη ισχύος του ν.4110/2013, δεν φορολογείται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, εκτός εάν τα ασφάλιστρα εξέπεσαν από το ακαθάριστο εισόδημά του και δεν φορολογήθηκαν, οπότε φορολογείται. (ομόφ.) (Η υπ’ αριθ. 22/2017 γνωμ/ση του Β΄ Τμήματος πραγματεύεται σχετικό θέμα)


ΝΣΚ/265/2009

Ολυμπιακή Αεροπορία - Ολυμπιακή Αεροπλοϊα. Προσωπικό εδάφους. Ασφάλιση στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Εφαρμογή ειδικών ασφαλιστικών διατάξεων συνταξιοδότησης. Υπαγωγή ή μη στις διατάξεις περί βαρέων για τη συνταξιοδότηση και τη λήψη προσαύξησης βαρέων.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
α) Ο ανήκων στο προσωπικό εδάφους αεροπορικής επιχείρησης ασφαλισμένος του ΙΚΑ που θεμελιώνει δικαίωμα για μειωμένη σύνταξη γήρατος με βάση τις ειδικές διατάξεις του β. δ/τος 649/1968, και παράλληλα συμπληρώνει και τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησής του με βάση άλλες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του ΙΚΑ, δεν έχει το δικαίωμα να επιλέξει για τη συνταξιοδότησή του, τις τελευταίες αυτές διατάξεις (άρα ούτε και εκείνες της 35ετίας) ακόμη και αν αυτές είναι ευνοϊκότερες των πρώτων, του παρέχουν δηλαδή πλήρη σύνταξη αντί της μειωμένης που θα ελάμβανε με τις ως άνω ειδικές διατάξεις. (πλειοψ.) β-γ) Οι απασχολούμενοι στο προσωπικό εδάφους αεροπορικών επιχειρήσεων (συμπεριλαμβανομένων σ’ αυτές και των Ολυμπιακής Αεροπορίας και Ολυμπιακής Αεροπλοϊας) με την ειδικότητα: α) του υπαλλήλου πίστας, β) του φορτοεκφορτωτή κα γ) του καθαριστή αεροσκαφών, υπάχθηκαν στα Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα (με καταβολή και της ειδικής εισφοράς των βαρέων) μόνο για το χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος (28-3-1966) της ΑΥΕ 22737/1-199/1966 που τους ενέταξε στα επαγγέλματα αυτά, έως και την προτεραία της έναρξης ισχύος (1-11-1968) του θεσπισθέντος με το β.δ. 649/1968 ειδικού γι’ αυτούς ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού καθεστώτος. Μετά όμως την έναρξη ισχύος του β. δ/τος αυτού, έπαψε και αυτή η κατηγορία εργαζομένων να υπάγεται στα βαρέα και να καταβάλει την αντίστοιχη ειδική εισφορά. Ως εκ τούτου δεν δικαιούται να συνταξιοδοτηθεί με βάση τις διατάξεις περί βαρέων (του άρθρου 28 παρ. 5 εδ. β΄ του ΑΝ 1846/1951) ή εκείνες της 35ετίας που απαιτούν απασχόληση στα βαρέα (και πιο συγκεκριμένα του άρθρου 32 του Ν 2874/2000), αλλ’ ούτε και να λάβει την ανάλογη πριμοδότηση βαρέων. (ομοφ.) δ) Τα παραπάνω ισχύουν και για το αντίστοιχο προσωπικό των Ο.Α. και Ο.Α/Πλοϊας, ακόμη και μετά την ένταξη τούτου στο νεώτερο ειδικό ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό καθεστώς που θέσπισε, αποκλειστικά για το εν λόγω προσωπικό (εδάφους) των δύο αυτών εταιριών, ο κοινωνικοασφαλιστικός νομοθέτης με τα άρθρα 6-9 του Ν.1759/1988. (ομοφ.)


ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/2020/2020

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ-ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Για να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων που αφορούν στην αντίθεση των άρθρων 4 παρ. 1, 6 παρ. 1 και 4, 7, 8, 13, 14 και 15 του ν. 4387/2016 περί υπαγωγής των δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών στην ασφάλιση του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) και υπολογισμού των συνταξιοδοτικών αποδοχών τους, σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις(...)Η Ολομέλεια θεωρεί ότι, υπό την επιφύλαξη των αναφερόμενων στη σκέψη 91, η συνταγματικότητα του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων που καθορίζεται στον ν. 4387/2016 όπως τροποποιήθηκε, πρέπει να κριθεί χωρίς σύγκριση με το καθεστώς ετέρων συνταξιοδοτουμένων. Αν το νέο αυτό καθεστώς, αυτοτελώς εξεταζόμενο, ανταποκρίνεται στις ειδικές απαιτήσεις του Συντάγματος όπως προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, ήτοι οικοδομείται επί της ιδέας της θεσμικής εγγύησης, διαρρυθμίζοντας τη σύνταξη των ανωτέρω ως συνέχεια του μισθού τους με τήρηση της εύλογης αναλογίας, με το Δημόσιο συγχρόνως, ανεξαρτήτως των οποιωνδήποτε τεχνικής φύσεως ρυθμίσεων, να παραμένει βαρυνόμενο με την υποχρέωση καταβολής  της σύνταξης αυτής, τότε το εν λόγω καθεστώς, ακόμη και αν καταλήγει να παρέχει ομοίου επιπέδου συντάξεις με αυτές άλλων καθεστώτων, δεν εγείρει προβλήματα συνταγματικότητας.(...)το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι με τις ρυθμίσεις του ν. 4670/2020 που αναφέρονται στις σκέψεις αυτές, στις οποίες, ως εκ των επεξηγήσεων που τις συνοδεύουν, πρέπει να αποδοθεί γνησίως ερμηνευτικός χαρακτήρας προσδίδων σε αυτές αναδρομικότητα, ο νομοθέτης επιχείρησε να ευθυγραμμίσει τις ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 στις εκ του Συντάγματος ιδιαίτερες απαιτήσεις, ως αυτές αποτυπώνονται ιδίως στη συναφή νομολογία του Δικαστηρίου, αναφορικά με το ιδιαίτερο συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών (σκέψεις 42, 43, 52, 72, 75, 78, 82 της παρούσας). Εν όψει τούτων και υπό την επιφύλαξη όσων εκτίθενται στη συνέχεια, η Ολομέλεια θεωρεί δεδομένο ότι και στην ισχύουσα πλέον νομοθεσία αναγνωρίζεται η ύπαρξη ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος της ανωτέρω κατηγορίας συνταξιούχων, ότι το καθεστώς αυτό εντάσσεται στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης για λόγους βιωσιμότητας του συστήματος και λογιστικής διαχείρισης και ότι η σύνταξη που καταβάλλεται στους ανωτέρω είναι συνέχεια του μισθού τους και όχι αναπλήρωση των αποδοχών ενεργείας.(...)Με βάση τα ως άνω γενόμενα δεκτά, η Ολομέλεια, έχοντας ανωτέρω εκθέσει το σύνολο των κανόνων που διέπουν τα επίδικα ζητήματα, κρίνει, ότι δεν πρέπει αυτή να δώσει τη συγκεκριμένη λύση στην έφεση που παραπέμφθηκε ενώπιόν της, αλλά πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Τμήμα προκειμένου αυτό προς οριστική εκδίκαση της εφέσεως, αφού διαπιστώσει, πρώτον, το ύψος των αποδοχών ενέργειας της εκκαλούσας κατά τον χρόνο της συνταξιοδότησής της, δεύτερον, τη σύνταξη που κανονίσθηκε σε αυτήν, και, τρίτον, το εύρος της απόστασης μεταξύ μισθού ενέργειας και σύνταξης ως αριθμητικό ποσοστό, να κρίνει στη συνέχεια, σεβόμενο την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, ήτοι ασκώντας οριακό έλεγχο, αν καταδήλως, εν όψει του συνόλου των αντικειμενικών δεδομένων που επιτρέπεται να σταθμισθούν σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά, η αναλογία μισθού ενέργειας και σύνταξης δεν κρίνεται εύλογη.(...)Το Δικαστήριο αποφαίνεται: (i) Επί του ερωτήματος αν η ίδρυση Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης και η ανάληψη από αυτόν σύμφωνα με τον ν. 4387/2016, όπως τροποποιήθηκε, της υποχρέωσης καταβολής των συντάξεων στους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους παραβιάζει το Σύνταγμα, η κρίση του Δικαστηρίου είναι, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 138 έως 141 της παρούσας, ότι δεν υφίσταται ζήτημα αντισυνταγματικότητας των σχετικών ρυθμίσεων. (ii)  Επί του ερωτήματος αν με τον τρόπο χρηματοδότησης, ορισμού και υπολογισμού των συντάξεων των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, όπως ορίσθηκαν στον ν. 4387/2016 όπως τροποποιήθηκε, παραβιάζεται το Σύνταγμα ή υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες, η κρίση του Δικαστηρίου είναι ότι, εφόσον η σύνταξη που προκύπτει ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εύλογης αναλογίας όπως προσδιορίσθηκε στις σκέψεις 145 έως 152 της παρούσας, δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης των οικείων νομοθετικών ρυθμίσεων στο Σύνταγμα ή σε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες.


ΔΕφ Θεσ/149/2011

(...)7. Επειδή, από τις παρατιθέμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις, προκύπτουν τα ακόλουθα : α) η Κεντρική Αγορά Θεσσαλονίκης Α.Ε. συστάθηκε ειδικώς για την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, οι οποίες συνίστανται στην μέσω των εγκαταστάσεών της διακίνηση χονδρεμπορικώς των προαναφερόμενων νωπών ή μεταποιημένων προϊόντων και οι οποίες ανάγονται στην ανάγκη προστασίας της παραγωγής και καταναλώσεως των ευαίσθητων αυτών αγαθών, καθώς και της εξασφαλίσεως της δημόσιας υγείας και της καθαριότητας και ευταξίας της περιοχής, όπου διενεργείται η σχετική δραστηριότητα (βλ. ΣτΕ 1038/2006), β) τις ανάγκες αυτές γενικού συμφέροντος της ως άνω περιοχής, το κράτος επέλεξε να τις καλύψει, κατά κανόνα, το ίδιο, μέσω της Κεντρικής Αγοράς Θεσσαλονίκης Α.Ε., με την πρόβλεψη απαγορεύσεως διακινήσεως χονδρεμπορικώς των πιο πάνω αγαθών εκτός των εγκαταστάσεών της (άρθρο 6 παρ. 3 Ν. 3475/1955, πρβ. ΣτΕ 1038/2006), σε κάθε δε περίπτωση, επιθυμεί να διατηρήσει επ’ αυτών καθοριστική επιρροή, δεδομένου ότι, κατ’ αρχήν, διατηρεί τη διακίνηση των αγαθών αυτών χονδρεμπορικώς μέσω της Κεντρικής ως άνω Αγοράς, προβλέποντας, μάλιστα, και κυρώσεις σε περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων που ορίζουν σχετικώς (άρθρο 6 παρ. 7, 8 Ν. 3475/1955 και κατ’ εξουσιοδότηση αυτών ως άνω Α2 –4967/2007 απόφαση Υπουργού Ανάπτυξης), για το χονδρεμπόριο δε των ίδιων αγαθών εκτός της ΚΑΘ Α.Ε. απαιτείται ειδική εξουσιοδότηση (άρθρο 6 παρ. 3 Ν. 3475/1955 και προαναφερόμενη Κ.Υ.Α. 257543/13-7-2003), γ) η πιο πάνω Κεντρική Αγορά ιδρύθηκε με μοναδικό μέτοχό της το Ελληνικό Δημόσιο (άρθρο 5 παρ. 5 Π.Δ. 411/1998), ο οποίος έχει δικαίωμα προτιμήσεως σε περίπτωση αυξήσεως του μετοχικού της κεφαλαίου (άρθρο 6 παρ. 2 Π.Δ. 411/1998), από τα εννέα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της δύο είναι εκπρόσωποι του μετόχου και τέσσερα του Δημοσίου, μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος του Δ.Σ. και ο Διευθύνων Σύμβουλος, που διορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών, Ανάπτυξης και Γεωργίας (άρθρο 12 παρ. 4 Π.Δ. 411/1998), τελεί δε υπό την εποπτεία του Υπουργού Ανάπτυξης (άρθρο 17 Π.Δ. 411/1998) και δ) η ως άνω Κεντρική Αγορά Θεσσαλονίκης Α.Ε., αν και η δραστηριότητά της δύναται να επιφέρει κέρδη, πάντως δεν ιδρύθηκε με κύριο στόχο την επιδίωξη αυτών (κερδών), αλλά για την επίτευξη του σκοπού της, όπως αυτός ορίζεται στο παρατιθέμενο στην προηγούμενη σκέψη άρθρο 4 του Καταστατικού της.(...) 9. Επειδή, μετά από αυτά, ο επίδικος διαγωνισμός ως εκ του αντικειμένου του και της προϋπολογισθείσας δαπάνης, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ (Ε.Ε. L. 134) και συνεπώς, και στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3886/2010 (Α 173).(...)13. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά της 328/12/3-2-2011 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ’ ης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφορά του αιτούντος, με την ειδικότερη αιτιολογία που παρατίθεται στη δεύτερη σκέψη, ο αιτών άσκησε προδικαστική προσφυγή. Η προδικαστική αυτή προσφυγή απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, με την ακόλουθη αιτιολογία : α) ο αιτών, ο οποίος κατά τον κρίσιμο χρόνο διενέργειας του διαγωνισμού (17-1-2011) ήταν μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επανδρωμένων Υπηρεσιών Ασφαλείας, δεσμευόταν από την οικεία κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας που είχε υπογράψει ο Σύνδεσμος αυτός, συνεπώς, ανακριβώς εξειδίκευσε ότι υπαγόταν στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, η ανακρίβεια δε αυτή καθιστά την προσφορά του απορριπτέα ως απαράδεκτη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 18 περιπτ. α΄ της διακηρύξεως του επίδικου διαγωνισμού (...)18. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η αιτιολογία αποκλεισμού του αιτούντος από τον επίδικο διαγωνισμό παρίσταται νόμιμη και επαρκής. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να γίνει δεκτή η παρέμβαση. …».