×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/133/2010

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Εγκυρότητα απόφασης της Επιτροπής Διοίκησης Κρατικών Λαχείων.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Δεν είναι νόμιμη η ληφθείσα απόφαση της Επιτροπής Διοίκησης Κρατικών Λαχείων, στη συνεδρίαση της οποίας συμμετείχαν πέντε από τα εννέα μέλη που την συγκροτούν εκ των οποίων το ένα έδωσε λευκή ψήφο, λόγω μη σχηματισμού της, κατά νόμο, απαρτίας, η οποία πρέπει να υπάρχει καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεδρίασης, καθ’ όσον το μέλος που δίνει λευκή ψήφο θεωρείται απόν.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/59/2004

ΟΤΑ. Δημοτικό Συμβούλιο. Συνέπειες λευκής ψήφου μέλους του Δημοτικού Συμβουλίου, κατά τη λήψη αποφάσεων.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Ενόψει του ιδιόμορφου χαρακτήρα των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων, ως αιρετών οργάνων διοίκησης των πρωτοβάθμιων ΟΤΑ, τα οποία δεν εντάσσονται, ευθέως, στην έννοια των συλλογικών οργάνων της διοίκησης, ως εκλεγόμενα άμεσα με καθολική και μυστική ψηφοφορία, προκειμένης λευκής ψήφου, κατά τις συνεδριάσεις τους, εφόσον δεν υφίσταται ρητή, περί τούτου, σχετική πρόβλεψη στον Κανονισμό των Εργασιών τους, χωρεί ανάλογη εφαρμογή της διάταξης της παρ.1 του άρθρου 15 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν 2690/1999), με αποτέλεσμα ο δίδων λευκή ψήφο να λογίζεται απών.


ΕλΣυν/Τμ.6/1726/2009

Εξάλλου, σύμφωνα με την έννοια των διατάξεων των άρθρων 23 § 3 και 24 § 5 του π.δ/τος 609/1985 («Κατασκευή δημοσίων έργων», ΦΕΚ Α΄ 223), όπως αυτές ίσχυαν στην υπό κρίση υπόθεση, σε περίπτωση λήξεως ισχύος των προσφορών πριν από την έγκριση του αποτελέσματος, η αναθέτουσα αρχή δύναται να ζητήσει από τους συμμετέχοντες την υποβολή δηλώσεων παρατάσεως της ισχύος των προσφορών και των εγγυήσεων συμμετοχής τους και να συνεχίσει τον διαγωνισμό μόνο μεταξύ εκείνων, που υπέβαλαν σχετική δήλωση (πρβλ. ΣτΕ 3214/2003, 1510/2002, ΕΑ ΣτΕ 330/2007), άλλως αποκλειομένων από τα επόμενα στάδια της διαδικασίας των διαγωνιζομένων εκείνων, οι οποίοι, αν και προσκλήθηκαν δεν συμμορφώθηκαν με τις σχετικές υποδείξεις. Σύμφωνα με το άρθρο 14§1 του ν. 2690/1999 («Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις», ΦΕΚ Α΄ 45): «Το συλλογικό όργανο συνεδριάζει νομίμως όταν στη σύνθεσή του μετέχουν, ως τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη, περισσότερα από τα μισά των διορισμένων τακτικών μελών (απαρτία). Η απαρτία πρέπει να υπάρχει σε όλη τη διάρκεια της συνεδρίασης. (…) Στα τριμελή συλλογικά όργανα, για την ύπαρξη απαρτίας, απαιτείται η παρουσία και των τριών (3) τακτικών ή αναπληρωματικών μελών». Επίσης, στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 15 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι: «Οι αποφάσεις των συλλογικών οργάνων, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών. (…) Σε κάθε περίπτωση, αν υπάρξει ισοψηφία, υπερισχύει η ψήφος του προέδρου, εκτός αν η ψηφοφορία είναι μυστική, οπότε αυτή επαναλαμβάνεται για μια ακόμη φορά, η τυχόν δε νέα ισοψηφία ισοδυναμεί με απόρριψη. Το μέλος που απέχει από την ψηφοφορία ή δίδει λευκή ψήφο θεωρείται απόν». Σύμφωνα με την έννοια των διατάξεων αυτών, οι οποίες εφαρμόζονται και στη λειτουργία των νομαρχιακών επιτροπών, για την οποία δεν υπάρχουν ειδικότερες ρυθμίσεις στις διατάξεις του π.δ/τος 30/1996 («Κώδικας Νομαρχιακής αυτοδιοίκησης», ΦΕΚ Α΄ 21), τα τριμελή συλλογικά όργανα έχουν απαρτία, όταν καθ’ όλη τη διάρκεια των συνεδριάσεων παρίστανται και τα τρία μέλη τους, Σε περίπτωση δε που κάποιο από αυτά απουσιάζει ή κωλύεται, πρέπει να καλείται το αναπληρωματικό μέλος. Περαιτέρω, οι αποφάσεις λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών, σε περίπτωση δε ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προέδρου, εφόσον η ψηφοφορία δεν είναι μυστική, ενώ εάν κάποιο μέλος δώσει λευκή ψήφο, θεωρείται απόν. Με το τιθέμενο από την τελευταία αυτή ρύθμιση πλάσμα δικαίου αποσκοπείται η ευχερέστερη λήψη αποφάσεων από τα συλλογικό όργανο και όχι η ανατροπή της ήδη σχηματισμένης, πριν από τη λήψη αποφάσεως, νόμιμης απαρτίας αυτού, εκ μόνου του γεγονότος της παροχής λευκής ψήφου. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, ότι δηλαδή με την, εκ μέρους του συμμετέχοντος σε όλη τη διαδικασία μέλους, παροχή λευκής ψήφου ανατρέπεται η σχηματισθείσα σε προηγούμενο στάδιο απαρτία, θα οδηγούσε στην αδυναμία λήψης αποφάσεων από το συλλογικό όργανο σε κάθε αντίστοιχη περίπτωση, καθώς τα μέλη που ψηφίζουν «λευκό», δεν κωλύονται ούτε απουσιάζουν, ώστε να αναπληρωθούν νομίμως από τα αναπληρωματικά για το σχηματισμό της, απαιτούμενης για την ύπαρξη νόμιμης σύνθεσης, απαρτίας. Συνεπώς, το τριμελές συλλογικό όργανο με νόμιμη σύνθεση λαμβάνει απόφαση, όταν ένα από τα τρία παριστάμενα μέλη του ψηφίζει «λευκό». Σε περίπτωση δε ισοψηφίας των λοιπών δύο μελών, εφόσον ένα εξ αυτών είναι ο πρόεδρος του οργάνου, μπορεί να ληφθεί θετική ή αρνητική απόφαση ανάλογα με την ψήφο αυτού, η οποία και υπερισχύει.


ΕΣ/Τ7/117/2009

Προγραμματική σύμβαση μεταξύ του Δήμου και του Εργαστηρίου Υδρογεωχημικής Μηχανικής και Αποκατάστασης Εδαφών του Τμήματος Μηχανικών Περιβάλλοντος του Πολυτεχνείου … Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, οι προγραμματικές συμβάσεις είναι συμφωνίες που θέτουν το γενικό πλαίσιο για την οργάνωση και διαχείριση δημοσίων υπηρεσιών και την άσκηση κρατικών δραστηριοτήτων διαμέσου των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης ή της καθ΄ ύλην αποκεντρωμένης διοίκησης, με τη μελέτη και εκτέλεση έργων και προγραμμάτων ανάπτυξης μιας περιοχής και την παροχή υπηρεσιών κάθε είδους. Τα νομικά πρόσωπα που μπορούν να συνάπτουν τέτοιες συμβάσεις με το Δημόσιο, μεταξύ τους ή και με φορείς του δημόσιου τομέα του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982, προσδιορίζονται ειδικά και περιοριστικά στις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 225 του Δ.Κ.Κ., από τις οποίες προκύπτει ότι τα Α.Ε.Ι. και τα Εργαστήριά τους – τα οποία δεν διαφοροποιούνται από το νομικό πρόσωπο των Α.Ε.Ι., αφού ανήκουν σε Τμήματα των Α.Ε.Ι., δηλαδή λειτουργικές ακαδημαϊκές μονάδες στις οποίες διαιρούνται οι Σχολές των Α.Ε.Ι.- έχουν τη δυνατότητα να συνάπτουν προγραμματικές συμβάσεις με τους λοιπούς φορείς του άρθρου αυτού. Περαιτέρω, οι Ειδικοί Λογαριασμοί που συστήθηκαν στα Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. για την αξιοποίηση κονδυλίων επιστημονικής έρευνας, αποτελούν χωριστή ομάδα περιουσίας εντός της περιουσίας των Α.Ε.Ι και Τ.Ε.Ι, με διοικητική, διαχειριστική και δημοσιονομική αυτοτέλεια, δεν έχουν όμως χωριστή νομική προσωπικότητα από το εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο υπάγονται (βλ. Πρ. VII Τμ. 131/2006 και Αποφ. ΙV Τμ. 2197/2005, VΙ Τμ.1871/2004, 230/2005). Περαιτέρω όμως, η προαναφερθείσα προγραμματική σύμβαση δεν είναι νόμιμη, καθόσον, με εξαίρεση το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσής της, το οποίο προκύπτει επαρκώς από το άρθρο 3 αυτής, δεν περιέχει λοιπά, αναγκαία για το κύρος της στοιχεία, αφού α) το αντικείμενο αυτής περιγράφεται κατά τρόπο γενικό, β) δεν προσδιορίζονται τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών, γ) δεν καθορίζονται οι πόροι από τους οποίους θα καλυφθούν οι αναλαμβανόμενες οικονομικές υποχρεώσεις, δ) δεν προβλέπονται ρήτρες για την περίπτωση παραβίασης από τα συμβαλλόμενα μέρη των υποχρεώσεών τους από τη σύμβαση και ε) δεν ορίζεται το όργανο παρακολούθησης της εφαρμογής αυτής.


ΕΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)280/2013

Καταβολή του πρώτου τμήματος της αμοιβής του για την παροχή υπηρεσιών στο πλαίσιο του έργου «Ανάπλαση περιοχών Δ.Ε. ...... του Δήμου ...... στις γειτονιές 10-11-12 πράξεως εφαρμογής 33, στις γειτονιές 14-15 πράξεως εφαρμογής 37 και στις γειτονιές 9-13 πράξεως εφαρμογής 45 για τη δημιουργία θεματικών πυρήνων πρασίνου και αναψυχής» σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην από 16.3.2012, προγραμματική σύμβαση μεταξύ του ως άνω Δήμου και του ανωτέρω ν.π.δ.δ..(...)Κατά τις ανωτέρω διατάξεις, οι προγραμματικές συμβάσεις αποτελούν συμφωνίες που θέτουν το γενικό πλαίσιο για την οργάνωση και διαχείριση δημόσιων υπηρεσιών και την άσκηση κρατικών δραστηριοτήτων διαμέσου των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης ή της καθ’  ύλη αποκεντρωμένης διοίκησης, με τη μελέτη και εκτέλεση έργων και προγραμμάτων ανάπτυξης μιας περιοχής και την παροχή υπηρεσιών κάθε είδους (πρβλ. Πράξη 195/2006 VII Τμ. Ελ.Συν., βλ. Πράξη 219/2012 Κλ. Προλ. Ελ. Δαπανών στο VII Τμ. Ελ.Συν.). Σκοπός της σύναψης των προγραμματικών συμβάσεων μεταξύ των Δήμων και των λοιπών φορέων που αναφέρονται στις ανωτέρω διατάξεις είναι η ανάπτυξη της περιοχής, στην οποία εκτελούνται τα έργα ή προγράμματα ή παρέχονται οι υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο της οικείας προγραμματικής σύμβασης. Τα έργα και τα προγράμματα που εκτελούνται στο πλαίσιο της προγραμματικής σύμβασης, όσο και οι υπηρεσίες που παρέχονται κατ’ εφαρμογή της πρέπει να έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα (πρβλ. Πρακτικά 14ης  Συν/9.5.2006 και Πράξεις 304/2006, 171/2009 VII Τμ. Ελ.Συν., βλ. Πράξη 219/2012 Κλ. Προλ. Ελ. Δαπανών στο VII Τμ. Ελ.Συν.) και να μην μπορούν –όσον αφορά ειδικότερα τις υπηρεσίες- να παρασχεθούν με άλλο τρόπο (βλ. Πράξεις VII Τμ. Ελ.Συν. 68, 69/2012, 310/2010, 171/2009, 270/2008 κ.ά., Πράξη 219/2012 Κλ. Προλ. Ελ. Δαπανών στο VII Τμ. Ελ.Συν.).(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η οι ως άνω ανατεθείσες στο ...... υπηρεσίες δεν εμπίπτουν στην έννοια του ερευνητικού προγράμματος, καθόσον δεν τις χαρακτηρίζει το στοιχείο της πρωτοτυπίας, αλλά όπως προκύπτει άλλωστε από το άρθρο 5 της υπό κρίση σύμβασης πρόκειται, κατ΄ουσία, για σύνολο συνήθων μελετών (όπως χωροταξικών, αρχιτεκτονικών, στατικών, ηλεκτρομηχανολογικών και μελέτης φύτευσης), που εξυπηρετούν συγκεκριμένο και ειδικό αντικείμενο και εξαντλούνται στην εφαρμογή τους αυτή, για την ανάθεση των οποίων τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του ν. 3316/2005. Ειδικότερα, και παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από το Δήμο ......, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν αποδεικνύεται η πρωτοτυπία του παραχθέντος από το ...... επιστημονικού έργου, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη ότι το παραδοτέο αντικείμενο της επίμαχης προγραμματικής σύμβασης δεν αποκλίνει ουσιωδώς κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας από το παραδοτέο αντικείμενο στο πλαίσιο συνήθους σύμβασης ανάθεσης μελέτης, κατά τις διατάξεις του ν.3316/2005. Εξάλλου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η ανάθεση των υπηρεσιών αυτών στα πλαίσια προγραμματικής σύμβασης προϋποθέτει την αδυναμία ανάθεσης τους με άλλο τρόπο. Εν προκειμένω και ενώ υπήρχε η δυνατότητα ανάθεσης μελετητικών υπηρεσιών σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3316/2005, καταρτίστηκε η επίμαχη προγραμματική σύμβαση, η οποία συνιστά κατά την κρίση του Κλιμακίου κατ’επίφαση σύμβαση του άρθρου 100 του ν.3852/2010, υποκρύπτουσα ανάθεση συνήθων μελετών, διεπόμενων από τις διατάξεις του ν.3316/2005. Συνεπώς, η απευθείας ανάθεση της εκπόνησης των ως άνω μελετών στο ...... δεν είναι νόμιμη, διότι δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προβλεπόμενες στο άρθρο 10 του ν.3316/2005 προϋποθέσεις της απευθείας ανάθεσης μελέτης χωρίς τη διενέργεια διαγωνιστικής διαδικασίας και χωρίς δημοσίευση σχετικής προκήρυξης. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το κρίσιμο χρηματικό ένταλμα δαπάνη, παρίσταται μη νόμιμη, συνεπώς αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί.

ΕλΣυν/Τμ.7/117/2010

Με τις ανωτέρω διατάξεις προβλέπεται ο θεσμός των προγραμματικών συμβάσεων, οι οποίες αποτελούν συμφωνίες που θέτουν το γενικό πλαίσιο για την οργάνωση και διαχείριση δημοσίων υπηρεσιών και την άσκηση κρατικών δραστηριοτήτων δια μέσου των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης ή της καθ΄ ύλην αποκεντρωμένης διοίκησης, με τη μελέτη και εκτέλεση έργων και προγραμμάτων ανάπτυξης μιας περιοχής και την παροχή υπηρεσιών κάθε είδους (βλ. Πράξη 195/2006 VII Τμ. Ελ. Συν.). Στις συμβάσεις δε αυτές απαιτείται, κατά τη ρητή διατύπωση του νόμου, να καθορίζεται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, μεταξύ άλλων, το αντικείμενο και το ειδικότερο περιεχόμενο των υποχρεώσεων των μερών, δηλαδή των μελετών, έργων, προγραμμάτων ανάπτυξης και υπηρεσιών κάθε είδους που αναλαμβάνουν να εκτελέσουν οι συμβαλλόμενοι φορείς, καθώς και ο προϋπολογισμός τους (βλ. Πράξεις 3, 60/2007, 179, 180/2006 VII Τμ.). Ειδικότερα, απαιτείται, μεταξύ άλλων, α) να καθορίζονται ειδικά και με σαφήνεια τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών, από τα οποία να προκύπτει η συμβολή κάθε μέρους στην υλοποίηση της σύμβασης, τυχόν ποινικές ρήτρες σε περίπτωση παράβασης των όρων της σύμβασης και το αντικείμενο αυτής, οι συγκεκριμένες δηλαδή υπηρεσίες, έστω και ανά κατηγορίες που θα παρασχεθούν, και το περιεχόμενο αυτών, β) να προσδιορίζεται ο αναλυτικός προϋπολογισμός (κοστολόγηση) των επί μέρους (κατηγοριών) υπηρεσιών, έστω και κατά προσέγγιση, έτσι ώστε από το άθροισμα των επιμέρους προϋπολογισμών να προκύπτει και, επομένως, να δικαιολογείται ο συνολικός προϋπολογισμός της προγραμματικής σύμβασης (δεν αρκεί δηλαδή απλή αναφορά του συνολικού προϋπολογισμού), καθώς και γ) να αναγράφεται το αναλυτικό χρονοδιάγραμμα αυτών - κυρίως δε στις περιπτώσεις τμηματικής καταβολής του οριζόμενου στη σύμβαση ποσού για την παροχή των προβλεπόμενων υπηρεσιών, όπου θα πρέπει να υπάρχει συσχέτιση των παρασχεθεισών εργασιών προς το τμηματικώς καταβαλλόμενο (σε συγκεκριμένες ημερομηνίες) ποσό της σύμβασης, όπου δηλαδή θα πρέπει να υπάρχει αντιστοιχία του χρονοδιαγράμματος εργασιών προς το χρονοδιάγραμμα τμηματικών καταβολών του ανωτέρω ποσού - το οποίο (χρονοδιάγραμμα) δεν μπορεί καταρχήν να ταυτίζεται με το χρόνο περαίωσης των ανατεθεισών εργασιών (διάρκεια της σύμβασης), καθόσον στην περίπτωση αυτή ο νόμος δεν θα απαιτούσε ρητώς στο περιεχόμενο της σύμβασης να ορίζονται ξεχωριστά (ως διαφορετικά μεγέθη) το χρονοδιάγραμμα και η διάρκεια αυτής. Και τούτο διότι μέσω του ανωτέρω ειδικότερου προσδιορισμού του περιεχομένου της προγραμματικής σύμβασης διασφαλίζεται: α) η εξοικονόμηση πόρων με τη διάθεση των απολύτως αναγκαίων χρημάτων, προσώπων και υλικών για την εκτέλεση των μελετών, έργων και των εν γένει αναπτυξιακών προγραμμάτων και η διαφάνεια των χρηματοδοτήσεων, καθώς και β) η μη καταστρατήγηση της διάταξης του άρθρου 225 του Δ.Κ.Κ. με την κατ΄ ουσία επιχορήγηση από Ο.Τ.Α., κυρίως α΄ και β΄ βαθμού, δημοτικών επιχειρήσεων που μετέχουν στην προγραμματική σύμβαση ως αντισυμβαλλόμενοί τους (κατά παράβαση του άρθρου 270 παρ. 1 του ν. 3463/2006 σε συνδυασμό με το άρθρο 277 παρ. 8 του π.δ. 410/1995, (πρβλ. και πραξ. VI Τμ 30/2005, VI Τμ 46, 195/2006, VII Τμ 137/2007 κ.ά.). Τέλος, σύμφωνα με τη γενική αρχή της διαφάνειας, της διασφάλισης πραγματικού ανταγωνισμού του και της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, δεν επιτρέπεται κατά τη σύναψη των συμβάσεων αυτών να τίθενται όροι που προβλέπουν τη δυνατότητα τροποποίησης, παράτασης ή συμπλήρωσής τους κατά την απόλυτα ελεύθερη βούληση των συμβαλλομένων. Τέτοιου είδους τροποποιήσεις, συμπληρώσεις ή παρατάσεις μπορεί κατ’ εξαίρεση να γίνουν δεκτές όταν το περιεχόμενο, η χρονική διάρκειά τους και η οικονομική επιβάρυνση που συνεπάγονται καθορίζονται εκ των προτέρων συγκεκριμένα στο αρχικό συμβατικό κείμενο.


EΣ/ΤΜ.7(Κ.Π.Ε.)/189/2013

Βελτίωση του συστήματος αποκομιδής απορριμμάτων του Δήμου(…)Με τις ανωτέρω διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα προβλέπεται ο θεσμός των προγραμματικών συμβάσεων, οι οποίες αποτελούν συμφωνίες που θέτουν το γενικό πλαίσιο για την οργάνωση και διαχείριση δημόσιων υπηρεσιών και την άσκηση κρατικών δραστηριοτήτων διαμέσου των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης ή της καθ΄ ύλην αποκεντρωμένης διοίκησης, με τη μελέτη και εκτέλεση έργων και προγραμμάτων ανάπτυξης μιας περιοχής και την παροχή υπηρεσιών κάθε είδους (πρβλ. Απόφ. VI Τμ. 26/2013, 1380, 289, 28/2012, Πρ. 195/2006, 310, 85/2010 VII Τμ. Ελ.Συν.). Τα νομικά εκείνα πρόσωπα που μπορούν να συνάπτουν προγραμματικές συμβάσεις με το Δημόσιο, μεταξύ τους και με φορείς του δημόσιου τομέα του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982, προσδιορίζονται ειδικά και περιοριστικά στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 225 του Κ.Δ.Κ. Ειδικότερα, την ικανότητα αυτή έχουν οι Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού, οι Σύνδεσμοι Δήμων και Κοινοτήτων, οι Τ.Ε.Δ.Κ., η Ε.Ν.Α.Ε., η Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., τα Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία συνιστούν ή στα οποία συμμετέχουν οι προαναφερόμενοι οργανισμοί και φορείς, οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης και τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα. Περαιτέρω, με το δεύτερο εδάφιο της ιδίας ως άνω παραγράφου παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής στις κατά τα ανωτέρω συναπτόμενες προγραμματικές συμβάσεις σε ευρύ κύκλο φορέων (ως εκ τρίτου συμβαλλόμενοι), οι οποίοι καθορίζονται μόνο κατ’ έννοια γένους, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τις αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρείες. Κατά συνέπεια, οι εταιρείες αυτές, ως προς τις οποίες επιτρέπεται κατ΄ εξαίρεση η συμμετοχή στις προγραμματικές συμβάσεις (βλ. σχετικά άρθρο 265 παρ. 4 του ιδίου ως άνω Κώδικα), δεν μπορούν να συμμετέχουν σε αυτές ως μοναδικοί αντισυμβαλλόμενοι, αλλά μόνο από κοινού με τα νομικά πρόσωπα του πρώτου εδαφίου, στα οποία και μόνο αναγνωρίζεται η ικανότητα να συνάπτουν προγραμματικές συμφωνίες. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα σήμαινε ότι και οι αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρείες θα περιλαμβάνονταν στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, οπότε θα καθίστατο περιττή η προσθήκη του δεύτερου εδαφίου στην ερμηνευόμενη διάταξη, δεδομένου ότι θα αρκούσε απλώς η διεύρυνση των νομικών προσώπων του πρώτου εδαφίου. Την ιδιότητα δε του αντισυμβαλλόμενου προγραμματικής σύμβασης αποκτά καθένας από τους παραπάνω φορείς μόνο όταν αναλαμβάνει κατ’ ουσίαν την υλοποίηση του αντικειμένου της προγραμματικής σύμβασης και όχι όταν μετέχει μεν στη σύμβαση αυτή, χωρίς να αναλαμβάνει συγκεκριμένες υποχρεώσεις αναφορικά με την εκτέλεση έργων, μελετών και προγραμμάτων ανάπτυξης που αναφέρονται σε αυτή. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μία προγραμματική σύμβαση, που έχει συναφθεί μεταξύ Δήμου, δηλαδή νομικού προσώπου της πρώτης παραγράφου και μιας αναπτυξιακής ανώνυμης εταιρείας δεν είναι νόμιμη, όταν στην εταιρεία αυτή έχει ανατεθεί εξολοκλήρου η υλοποίηση του αντικειμένου αυτής, καθόσον σε αυτή την περίπτωση η εν λόγω εταιρεία δεν «συμμετέχει» στη σύμβαση ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος, αλλά μετέχει σε αυτήν, ανεπιτρέπτως κατά νόμο, ως συνάπτων φορέας και καθίσταται κατ’ ουσίαν μοναδικός αντισυμβαλλόμενος των λοιπών φορέων του πρώτου εδαφίου (βλ. Πρακτικά Ολομ. Ελ.Συν. 22ης Γεν. Συν./22.9.2004, θέμα Α΄, Πράξεις VII Τμ. 69/2005, 239, 304/2006, 123, 137/2007, 63, 78, 133/2008, 207/2009, 85/2010). Περαιτέρω, στις προγραμματικές συμβάσεις απαιτείται κατά νόμο να καθορίζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, μεταξύ άλλων, ο ειδικότερος σκοπός και το περιεχόμενο των υποχρεώσεων, δηλαδή των μελετών, έργων, προγραμμάτων ανάπτυξης και κάθε είδους υπηρεσιών, που αναλαμβάνουν οι συμβαλλόμενοι φορείς. Ειδικότερα, απαιτείται, μεταξύ άλλων, στις προγραμματικές συμβάσεις για την παροχή υπηρεσιών να καθορίζονται ειδικά και με σαφήνεια τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών, από τα οποία να προκύπτει η συμβολή κάθε μέρους στην υλοποίηση της σύμβασης, και το αντικείμενο αυτής, οι συγκεκριμένες δηλαδή υπηρεσίες, έστω και ανά κατηγορίες που θα παρασχεθούν, και το περιεχόμενο αυτό.(…) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι από το περιεχόμενο της από 23.9.2009 προγραμματικής σύμβασης προκύπτει ότι η αναπτυξιακή εταιρεία «......» θα εκτελέσει το σύνολο, σχεδόν, του συμβατικού αντικειμένου, ενώ οι φερόμενοι ως κυρίως συμβαλλόμενοι Δήμος ...... και Τ.Ε.Δ.Κ. Ν. ......, έχουν προσχηματική και υποτυπώδη συμμετοχή στην επίμαχη προγραμματική σύμβαση, αναλογικά με το συνολικό αντικείμενό της. Επομένως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του Δήμου, δοθέντος ότι κατά παράβαση των σαφών προβλέψεων των προπαρατεθεισών διατάξεων, ο ρόλος της ...... δεν περιορίζεται απλώς σ’ αυτόν του συμμετέχοντος φορέα στην οικεία σύμβαση, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενης από κοινού με άλλον συνάπτοντα φορέα, αλλά αυτή καθίσταται ανεπιτρέπτως συνάπτων φορέας της σύμβασης, στον οποίο ανατίθεται η εκτέλεση του συνόλου του συμβατικού αντικειμένου, έναντι της καταβολής από το Δήμο προς αυτήν της προϋπολ