ΝΣΚ/20/2000
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Δημόσιοι υπάλληλοι. Αρμοδιότητα άσκησης πειθαρχικής δίωξης κατά μονίμου υπαλλήλου της Ν.Α. Κορινθίας.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Προεδρεύων: Κ.Βολτής, Αντιπρόεδρος Εισηγητής: Κ.Χαραλαμπίδης, Πάρεδρος Δημόσιος υπάλληλος, υπηρετών σε Νομαρχία, ο οποίος μετά την ίδρυση και λειτουργία της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, δεν συμπεριελήφθη στην προβλεπόμενη από το άρθρο 115 παρ.6 του Π.Δ.30/96 διαπιστωτική πράξη του (αιρετού) Νομάρχη, υπάγεται στην πειθαρχική δικαιοδοσία του αρμοδίου Υπουργού.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/474/2002
ΝΠΔΔ «Οργανισμός Θεσσαλονίκης». Αυτοδίκαιη ή μη απόσπαση στην Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση υπαλλήλων του ΥΠΕΧΩΔΕ, που είχαν διατεθεί στον Οργανισμό Θεσσαλονίκης.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Υπάλληλοι του ΥΠΕΧΩΔΕ, διατεθειμένοι με απόφαση του Υπουργού από την (κρατική) Νομαρχία Θεσσαλονίκης, κατ εφαρμογή ειδικής διάταξης, στον «Οργανισμό Θεσσαλονίκης» (ΝΠΔΔ) προς εξυπηρέτηση των αναγκών αυτού, δεν θεωρούνται μετά την ίδρυση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, ως αυτοδικαίως αποσπασμένοι σ αυτήν και,συνεπώς, νόμιμα εξακολουθούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στον Οργανισμό ως υπάλληλοι του ΥΠΕΧΩΔΕ. Ανακλητέες οι σχετικές διαπιστωτικές πράξεις του (αιρετού) Νομάρχη Θεσσαλονίκης (πλειοψ.).
ΝΣΚ/316/2008
Γενικοί Γραμματείς Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων. Πειθαρχική δικαιοδοσία επί των υπαλλήλων. Δυνατότητα τήρησης ιδιαίτερου βιβλίου πρωτοκόλλου και έκδοσης εγγράφων για το σύνολο των αρμοδιοτήτων, που ασκούνται από τις Ν.Α.α) Ο Γενικός Γραμματέας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης στερείται πειθαρχικής δικαιοδοσίας επί των υπαλλήλων της. βι) Η δυνατότητα τήρησης ιδιαίτερου βιβλίου πρωτοκόλλου, από το Γενικό Γραμματέα Ν.Α. είναι συναρτημένη με την ύπαρξη πρόβλεψης στον Οργανισμό της οικείας Ν.Α., ως προς τη λειτουργία αντίστοιχου αυτοτελούς Γραφείου και τήρησης, εντεύθεν, ιδιαίτερου βιβλίου πρωτοκόλλου, και βιι) Ο Γενικός Γραμματέας Ν.Α. δεν εκδίδει, δια της αποκλειστικής υπογραφής υπ' αυτού, έγγραφα, που αφορούν τις ασκούμενες, από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση αρμοδιότητες, αλλά προσυπογράφει, μόνον, τα έγγραφα, τα οποία φέρουν υπογραφή Νομάρχη ή Αντινομαρχών.
ΝΣΚ/153/2001
Δημόσιοι υπάλληλοι. Διάθεση υπαλλήλων σε ΝΠΔΔ. Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Υπάλληλοι του ΥΠΕΧΩΔΕ, διατεθειμένοι με απόφαση του Υπουργού από την (κρατική) Νομαρχία Θεσσαλονίκης, κατ εφαρμογή ειδικής διάταξης, στον Οργανισμό Θεσσαλονίκης (ΝΠΔΔ) προς εξυπηρέτηση των αναγκών αυτού, δεν θεωρούνται μετά την ίδρυση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, ως αυτοδικαίως αποσπασμένοι σ αυτήν, ανεξαρτήτως του ότι περιελήφθησαν στη σχετική διαπιστωτική πράξη του Νομάρχη και, συνεπώς, νόμιμα εξακολουθούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στον Οργανισμό ως υπάλληλοι του ΥΠΕΧΩΔΕ.
ΣτΕ/1197/2012
ΜΕΤΑΤΑΞΕΙΣ(..) με την κρινόμενη έφεση ζητείται η εξαφάνιση της υπ’ αριθμ. … αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου ....., με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως των εκκαλούντων, πρώην μονίμων υπαλλήλων του Υπουργείου Ανάπτυξης …. κατά της υπ’ αριθμ. 28046/29.6.2001 αποφάσεως του Νομάρχη ..... η οποία τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ 44203/31.10.2001 όμοια απόφαση (ΦΕΚ, τ. ΝΠΔΔ, 280/14.11.2001). Με την τελευταία αυτή απόφαση διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη μετάταξη των εκκαλούντων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 77 του Ν. 2910/2001 (Α, 91), από το Υπουργείο Ανάπτυξης στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση(..)Τέλος, με την επίμαχη, εν προκειμένω, διάταξη του άρθρου 77 του ν. 2910/2001 ορίστηκε, αφ’ ενός μεν, ότι καταργούνται οι ως άνω προσωποπαγείς θέσεις του «αυτοδικαίως αποσπασμένου» προσωπικού στις Ν.Α. και, αφ’ ετέρου, ότι οι υπάλληλοι που κατέχουν τις θέσεις αυτές μετατάσσονται αυτοδικαίως με τη δημοσίευση του νόμου στις υπηρεσίες της Ν.Α. που θεωρήθηκαν αρχικώς αποσπασμένοι, σε κενή οργανική θέση και στον αντίστοιχο κλάδο και αν δεν υπάρχει κενή οργανική θέση ή αντίστοιχος κλάδος, σε προσωποπαγή θέση ή και σε προσωρινό κλάδο, που συνιστάται αυτοδίκαια, με την έναρξη ισχύος του νόμου. (..)Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. ΣΕ 4237/2005 7.μ., 2934/1993, 1722/1983 Oλομ.) δεν κωλύεται ο κοινός νομοθέτης να καταργεί οργανικές θέσεις ή να τροποποιεί τις αρμοδιότητές τους, καθώς επίσης να επεκτείνει ή να συμπτύσσει τη βαθμολογική κλίμακα, εφόσον με τις ρυθμίσεις αυτές δεν παραβιάζεται ο κανόνας της οργανώσεως και στελεχώσεως της Διοικήσεως με μονίμους υπαλλήλους. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος, σε περίπτωση καταργήσεως της κατεχομένης από τον υπάλληλο θέσεως είτε μεμονωμένως είτε δια της καταργήσεως ολοκλήρου της δημοσίας υπηρεσίας στην οποία ανήκει η θέση, μπορεί ο υπάλληλος να απολυθεί ή να τοποθετηθεί σε άλλη υπηρεσία (βλ. ΣΕ 1033/1977 Oλομ., 466/1984). Επί απολύσεως δε δημοσίου υπαλλήλου συνεπεία καταργήσεως όλων των ομοιοβάθμων θέσεων μιας υπηρεσίας δεν απαιτείται προηγούμενη απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου. (..)Με τα δεδομένα αυτά, επιτρεπτώς ανατέθηκε στον οικείο Νομάρχη η αρμοδιότητα εκδόσεως της διαπιστωτικής πράξεως για την αυτοδίκαιη μετάταξη των ως άνω υπαλλήλων και συνεπώς αρμοδίως εν προκειμένω εκδόθηκε η διαπιστωτική πράξη περί αυτοδικαίας μετατάξεως των εκκαλούντων από τον Νομάρχη .....
ΣΤΕ 3226/2011
ΜΕΤΑΤΑΞΗ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ:Υπό τα δεδομένα αυτά, επιτρεπτώς ανατέθηκε στον οικείο Νομάρχη η αρμοδιότητα εκδόσεως της διαπιστωτικής πράξεως για την αυτοδίκαιη μετάταξη των ως άνω υπαλλήλων και συνεπώς αρμοδίως εν προκειμένω εκδόθηκε η διαπιστωτική πράξη περί αυτοδικαίας μετατάξεως του εκκαλούντος από το Νομάρχη ..... ....., τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση έφεση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα (ΣτΕ 4235/2005) 12. Επειδή, ενόψει του ότι παρέχεται στο νομοθέτη η ευχέρεια (βλ. ΣτΕ 2934/1993, 1715/1983 Ολομ.), κατ εκτίμηση του προσφορότερου τρόπου οργανώσεως και λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης για την καλύτερη εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, να καταργεί οργανικές θέσεις και σε περίπτωση καταργήσεως της κατεχομένης από τον υπάλληλο θέσεως να τον απολύει ή να τον τοποθετεί σε άλλη υπηρεσία, η επιλογή του μέτρου των αυτοδικαίων μετατάξεων, που υπαγορεύθηκε από την ανάγκη του οργανωτικού επανασχεδιασμού των Υπουργείων και των Ν.Α. και την αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων που δημιουργούσε το ιδιόρρυθμο καθεστώς της διαρκούς αποσπάσεως των ως άνω υπαλλήλων, δεν παρίσταται καταδήλως αυθαίρετη και απολύτως απρόσφορη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου νομοθετικού σκοπού (ΣτΕ 4237/2005 και πρβλ. ΣτΕ 1512, 4230/2002, 866/2001). Επομένως, δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη έφεση, η περαιτέρω δε αμφισβήτηση ενώπιον των δικαστηρίων, των ουσιαστικών επιλογών του νομοθέτη ως προς το προκριτέο μέσο επιτεύξεως του νομοθετικού σκοπού είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Ενόψει δε και του ότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, οι επίδικες ρυθμίσεις του άρθρου 77 του ν. 2910/2001 δεν θίγουν το περιεχόμενο της συνταγματικής προστασίας της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, η αυτοδίκαιη μετάταξη του εκκαλούντος δεν παρίστανται αντίθετες προς την αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης (ΣτΕ 4237/2005), αλλά ούτε και προς τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 4 του Συντάγματος, όπως αβασίμως προβάλλεται με τον αντίστοιχο λόγο εφέσεως.13. Επειδή, με την από 25.9.2001 αίτηση ακυρώσεως ο ήδη εκκαλών ούτε είχε προσδιορίσει συγκεκριμένα την οικογενειακή του κατάσταση ούτε ανέφερε τον τόπο εγκαταστάσεως της οικογένειάς του, και ως εκ τούτου δε δεν προσδιόρισε τη βλάβη που αυτή θα υποστεί από την εφαρμογή της προσβληθείσης υπ΄ αριθμ. 6222/2.8.2001 πράξεως του Νομάρχη ..... ...... Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως που είχε προβάλει, ότι η κατ΄ άρθρον 77 του Ν. 2910/2001 μετάταξή του αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με τις οποίες προστατεύεται ο θεσμός της οικογένειας, ήταν απορριπτέος ως αόριστος και άρα ορθώς απορρίφθηκε σιωπηρώς από το δικάσαν δικαστήριο. Άλλωστε, η προστασία της οικογένειας δεν έχει συγκεκριμένο πάντα περιεχόμενο, αλλά οι ειδικότεροι τρόποι προστασίας της και η έκταση της προστασίας αυτής καθορίζονται από τον κοινό νομοθέτη εντός των ορίων που διαγράφουν άλλες συνταγματικές διατάξεις ή αρχές (ΣτΕ 4237/2005). Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση έφεση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.