ΝΣΚ/226/2006
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Δυνατότητα ανάκλησης αποφάσεως με την οποία καταγγέλθηκε η σύμβαση ιατρού.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας μεταξύ του ΙΚΑ και της ενδιαφερομένης ιατρού αναισθησιολόγου, και την τήρηση της εκ του νόμου απαιτούμενης μηνιαίας προειδοποίησης, η επίμαχη καταγγελία είναι νόμιμη και έγκυρη, όπως δέχθηκε το Εφετείο Αθηνών με τελεσίδικη απόφασή του και ως εκ τούτου δεν δύναται πλέον να ανακληθεί η καταγγελία αυτή.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ/1153/2006
Κατόπιν τούτου το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι ο επίμαχος 6ος λογαριασμός είχε αυτοδικαίως εγκριθεί με την πάροδο άπρακτης της κατά το άρθρο 5 παρ. 8 του ν. 1418/1984 μηνιαίας προθεσμίας, ως εκ τούτου δε αναγνώρισε το δικαίωμα της αναιρεσίβλητης να λάβει το ποσό των 7.845.184 δρχ. (ή 23.023 ευρώ), που περιείχετο μεν στον υποβληθέντα 6ο λογαριασμό, αλλά είχε περικοπεί από την Διευθύνουσα Υπηρεσία με την διόρθωση του εν λόγω λογαριασμό μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας. Περαιτέρω, όμως, το διοικητικό εφετείο απέρριψε το αίτημα της αναιρεσίβλητης να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να της καταβάλει ποσό πέραν του ανωτέρω ως αντάλλαγμα για εργασίες που, κατ’ αυτήν, είχαν εκτελεσθεί και είχαν περιληφθεί σε επιμετρήσεις αυτοδικαίως εγκεκριμένες, με την αιτιολογία ότι οποιαδήποτε αμφισβήτηση του αναδόχου που αφορά το εργολαβικό αντάλλαγμα μπορεί να προβληθεί μόνον κατά του σχετικού λογαριασμού – πιστοποιήσεως, με την κρινόμενη δε προσφυγή προσβάλλεται μόνον ο συγκεκριμένος 6ος λογαριασμός, με τον οποίο η αναιρεσίβλητη είχε ζητήσει την πληρωμή μόνον του ανωτέρω ποσού των 14.297.355 δρχ..
ΕλΣυν.Κλ.Τμ.1/95/2017
Αποζημίωση για δεδουλευμένες αποδοχές-παραγραφή:Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η απαίτηση των δικαιούχων υπαλλήλων, … και …, παραγράφηκε μετά την πάροδο πενταετίας από την έκδοση της 207/2001 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου …, ήτοι στις 7.4.2006. Ο ισχυρισμός δε του νοσοκομείου, ότι η εν λόγω δικαστική απόφαση ουδέποτε του κοινοποιήθηκε, δεδομένου ότι δεν ανευρέθη καταχωρημένη ούτε στο γενικό πρωτόκολλο του νοσοκομείου ούτε στο αρχείο αυτού, παρά του περί του αντιθέτου βεβαιωθέντος με το 1682/18.6.2013 έγγραφο του Διοικητικού Εφετείου … για επίδοση της ως άνω απόφασης στις 29.11.2001, με συνέπεια να μην έχει παρέλθει η εικοσαετής παραγραφή από τη δημοσίευση αυτής, είναι αβάσιμος, αφού στην περίπτωση βεβαίωσης της απαίτησης με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, όπως εν προκειμένω, η έναρξη της παραγραφής ορίζεται στον χρόνο που η δικαστική απόφαση καθίσταται τελεσίδικη, δηλαδή στο χρόνο δημοσίευσης της απόφασης αυτής (άρθρο 48 παρ. 6 του Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.) και δεν συναρτάται με το χρόνο κοινοποίησής της στους διαδίκους. Τέλος, η από 14.6.2013 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Νοσοκομείου, με την οποία αναγνωρίζεται εκ νέου η αξίωση, καθώς και ο ήδη ελεγχόμενος τίτλος πληρωμής, εκδόθηκαν αμφότεροι μετά την παρέλευση της πενταετίας και, για το λόγο αυτόν, δεν διακόπτουν την συμπληρωθείσα παραγραφή ούτε συνιστούν έγκυρη παραίτηση από αυτήν.
ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/561/2024
Η υπ' αριθμ. 561/2024 απόφαση της Γ' Ελάσσονος Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου αφορά την αίτηση αναίρεσης ενός πολίτη κατά της 2047/2021 απόφασης του ΙΙ Τμήματος, η οποία είχε απορρίψει το αίτημά του για κανονισμό μηνιαίας χορηγίας. Ο αναιρεσείων, ως πρώην Πρόεδρος Κοινότητας, ζητούσε χορηγία για τα 12 από τα 16 έτη της θητείας του, καθώς τα υπόλοιπα 4 έτη είχαν μεταφερθεί στον e-ΕΦΚΑ για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Η Ολομέλεια δέχθηκε την αίτηση αναίρεσης λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Συγκεκριμένα, το Τμήμα παρέλειψε να λάβει υπόψη ουσιώδες αποδεικτικό μέσο (αίτηση του 2013) που αποδείκνυε ότι ο αιτών δεν είχε παραιτηθεί πλήρως από τη χορηγία, αλλά επιδίωκε μόνο τη μεταφορά χρόνου. Επιπλέον, το Τμήμα δεν απάντησε στον ουσιώδη ισχυρισμό του για κανονισμό χορηγίας με βάση τα εναπομείναντα δώδεκα έτη υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, η απόφαση 2047/2021 αναιρέθηκε και η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Τρίτο Τμήμα για επανεξέταση.
ΣτΕ/1314/2016
Περί υπαγωγής δημοσιογράφων στην επικουρική ασφάλιση του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. (..) Ειδικότερα, το διοικητικό εφετείο έκρινε, ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 του ν. 1264/1982, ότι από τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου οι δημοσιογράφοι υπάγονται στην επικουρική ασφάλιση του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π., ανεξαρτήτως του εάν αυτοί είναι ή όχι μέλη των ενώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 του α.ν. 248/1967. Και τούτο, κατά την κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, διότι, στην ανωτέρω διάταξη ορίζεται ρητώς ότι καταργείται κάθε διάταξη νόμου που περιορίζει ή εξαρτά τόσο την εργασία των απασχολουμένων στον τύπο, όσο και την παροχή παρεπόμενων της εργασίας τους δικαιωμάτων –μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα της ασφαλίσεως– από τη συμμετοχή τους ή μη σε επαγγελματική οργάνωση, τέτοιες δε διατάξεις είναι και αυτές των άρθρων 1 και 3 του α.ν. 248/1967.(..)Κατόπιν αυτών το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι, μετά τη δημοσίευση του ν. 1264/1982, οι εργαζόμενοι ως δημοσιογράφοι υπάγονται στην επικουρική ασφάλιση του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. (για ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη, παροχή εφάπαξ οικονομικής ενισχύσεως και μηνιαίας επι...εως), ανεξάρτητα από τη συμμετοχή τους στις ως άνω επαγγελματικές ενώσεις, και απέρριψε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς που προέβαλαν τα αναιρεσείοντα Ταμεία. ..Περαιτέρω, κατά την κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, ως παρεπόμενα της εργασίας δικαιώματα, εφόσον η ως άνω διάταξη δεν περιορίζει και δεν εξειδικεύει αυτά, εννοούνται τα πάσης φύσεως υπό ευρεία έννοια δικαιώματα και παροχές των εργαζομένων, τα οποία είναι απότοκα της εργασίας τους, δεδομένου δε ότι από τη νομοθεσία και το Σύνταγμα (άρθρο 22) επιβάλλεται με τη μέριμνα του Κράτους η κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, και υπό την έννοια αυτή, η ασφαλιστική προστασία χαρακτηρίζεται από το, συμπλεκόμενο με το εργατικό, δίκαιο κοινωνικής ασφαλίσεως ως αυτοτελές μεν αλλά και ως παρεπόμενο της εργασίας δικαίωμα (βλ. σχετικές γνωμοδοτήσεις του καθηγητή Κ. Σταθόπουλου και την 673/2002 γνωμοδότηση της Ολομελείας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους). Τέλος, το γεγονός ότι ενδεχομένως οι ως άνω δημοσιογράφοι δεν έχουν υποβάλει προς τον Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. την προβλεπόμενη από την παρ. 4 του άρθρου 3 του Καταστατικού του αίτηση για την υπαγωγή τους στην ασφάλιση αυτού δεν αναιρεί, κατά την κρίση του διοικητικού εφετείου, το μη σύννομο της εκ μέρους του ΙΚΑ επιβολής εισφορών για την ασφάλισή τους, καθόσον κρίσιμο στοιχείο στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι αν αυτοί είχαν ολοκληρώσει τη διαδικασία ενάρξεως της ασφαλίσεώς τους στον Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. αλλά το γεγονός ότι αυτοί υπάγονταν, και μάλιστα υποχρεωτικώς, στην επικουρική ασφάλιση του τελευταίου αυτού Οργανισμού. (..)Επειδή, το διοικητικό εφετείο ορθώς έκρινε, ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 του ν. 1264/1982, ότι στην έννοια των παρεπόμενων της εργασίας δικαιωμάτων περιλαμβάνονται και τα δικαιώματα κοινωνικής ασφαλίσεως, τα περί του αντιθέτου δε προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα
ΣΤΕ 4149/2014
Εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα Κοινοπραξία με το ασκηθέν, στις 30.12.2002, ένδικο βοήθημα, ζήτησε, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος Δήμος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 17.795.490 δραχμών, εκ των οποίων (α) ποσό 8.374.272 δραχμών αφορά τόκους οι οποίοι, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, έπρεπε να της καταβληθούν λόγω της μεταγενέστερης εξόφλησης της ιδίας συμμετοχής του Δήμου, συμπεριλαμβανομένου του εργολαβικού οφέλους ποσοστού 15% και του ΦΠΑ ποσοστού 18% και (β) ποσό 5.000.000 δραχμών για πρόσθετες εργασίες καθώς και ποσό 4.421.218 δραχμών για τόκους επί του ποσού των προσθέτων εργασιών. Ενόψει των ως άνω αξιώσεων της αναιρεσείουσας κοινοπραξίας, η ικανοποίηση των οποίων προϋποθέτουν την ερμηνεία και την εφαρμογή των σχετικών όρων της συμβάσεως, όφειλε αυτή να ασκήσει, μετά την τήρηση της προσήκουσας ενδικοφανούς διαδικασίας, προσφυγή διότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η δικαστική επίλυση όλων εν γένει των διαφορών από την εκτέλεση δημοσίων ή δημοτικών έργων, και αυτών ακόμη που έχουν ως αντικείμενο την ανόρθωση ζημίας που προκλήθηκε από ενέργειες ή παραλείψεις των δημοσίων ή δημοτικών αρχών κατά την εκτέλεση δημοσίου ή δημοτικού έργου, επιδιώκεται με άσκηση προσφυγής, μετά τήρηση της διαγραφομένης από το νόμο διοικητικής διαδικασίας. Με αυτά τα δεδομένα, ορθώς το δικάσαν εφετείο δέχθηκε ότι το ασκηθέν ένδικο βοήθημα είχε το χαρακτήρα προσφυγής, όπως άλλωστε επιγράφετο, δεδομένου ότι οι συγκεκριμένες απαιτήσεις της αναιρεσείουσας δεν ήταν βέβαιες και εκκαθαρισμένες αλλά, αντιθέτως, υπήρχε στάδιο ουσιαστικής κρίσεως τόσο ως προς την καταρχήν ύπαρξη των απαιτήσεων όσο και το ύψος αυτών, ο δε προαναφερθείς λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος...κατόπιν αυτών η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα στο σύνολό της.
ΣΤΕ 482/2016
Εξαρτημένη εργασία-ασφαλιστικές εισφορές:..το δικάσαν διοικητικό εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τα χρησιμοποιηθέντα κριτήρια βάσει των οποίων δέχθηκε ότι οι επίμαχες συμβάσεις μισθώσεως έργου υπέκρυπταν σχέσεις με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εξαρτημένης εργασίας, καθόσον αν και στήριξε την κρίση του στην από 4.2.2000 έκθεση ελέγχου των αρμοδίων υπαλλήλων του Ι.Κ.Α., εντούτοις δεν αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση του τα στοιχεία που πιστοποιούσαν ότι πράγματι τα ανωτέρω πρόσωπα παρείχαν την εργασία τους υπό την εποπτεία και την καθοδήγηση των οργάνων του Δημοσίου, δηλαδή, ποια ήταν τα όργανα αυτά και ποιες συγκεκριμένες πράξεις τους καταδείκνυαν την εν λόγω εποπτεία, ούτε αναφέρεται ποια συγκεκριμένα από τα ανωτέρω πρόσωπα μονιμοποιήθηκαν. Η προπαρατεθείσα, όμως, κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, διότι, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα στοιχεία του φακέλου (μεταξύ των οποίων μνημονεύονται ρητώς στην προσβαλλόμενη απόφαση οι οικείες συμβάσεις, η σχετική έκθεση ελέγχου κ.λ.π.), δεν απαιτείτο δε για την πληρότητα της αιτιολογίας η παράθεση των ονοματεπωνύμων των προσώπων που ασκούσαν εποπτεία και των συγκεκριμένων ενεργειών με τις οποίες εκδηλωνόταν η εποπτεία αυτή. Εξάλλου, ο περαιτέρω προβαλλόμενος λόγος του αναιρεσείοντος Δημοσίου ότι το δικάσαν δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το βεβαιούμενο στην έκθεση ελέγχου γεγονός της μονιμοποίησης πολλών εκ των ανωτέρω απασχοληθέντων, παραλείποντας για το νόμιμο της κρίσης του να αναφέρει έστω και ενδεικτικώς τα ονοματεπώνυμα ορισμένων εξ αυτών είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί αναληθούς προϋποθέσεως, καθόσον στην έκθεση ελέγχου, όπως το περιεχόμενο αυτής περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, καμία σχετική αναφορά δεν γίνεται σε μονιμοποίηση ορισμένων εκ των προσώπων αυτών. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ως άνω περί πλημμελούς αιτιολογίας λόγος αναιρέσεως. Εξάλλου, κατά το μέρος που με τον λόγο αυτόν πλήττεται η ανέλεγκτη κατ’ αναίρεση περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και η εκτίμηση από αυτό των αποδείξεων, ο λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/301/2023
ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ:ζητείται η αναίρεση των 7736/2015 και 2257/2017 μη οριστικών αποφάσεων, καθώς και της 801/2020 οριστικής απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. (...)Τούτο, κατά τη γνώμη που επικράτησε, σημαίνει ότι το Τμήμα δέχθηκε ότι οι συγκεκριμένες συνθήκες διαβίωσης του αναιρεσιβλήτου στην Πολεμική Αεροπορία αποτέλεσαν αιτιολογικό παράγοντα για την πρόκληση της νόσου του, χωρίς όμως να αιτιολογεί την κρίση του αυτή με αναγωγή σε πρόσφορα προς τούτο αποδεικτικά (ιατρικά) στοιχεία (όπως τυχόν προσκομιζόμενες γνωματεύσεις νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ιατρικές βεβαιώσεις, βιβλιογραφικές παραπομπές κτλ πρβλ. σχετικώς ΣτΕ 1594/1994, 2649/1996, 2558/2006, 873/2011, 194/2016, 824/2020). Τέτοιο στοιχείο δεν δύναται να αποτελέσει η κατάθεση του ιατρού της μονάδας, η οποία, επί του ιατρικής φύσης ζητήματος της προέλευσης της πάθησης του αναιρεσιβλήτου εξαιτίας της υπηρεσίας δεν αφίσταται από τις επιστημονικές κρίσεις που διατυπώνονται στις γνωματεύσεις της Α.Α.Υ.Ε. (βλ σκέψη 8 της παρούσας και σκέψη 15 της αναιρεσιβαλλομένης). Έτσι κρίνοντας το Τμήμα και αναπληρώνοντας με τον τρόπο αυτόν την, και με την παρούσα απόφαση γενόμενη δεκτή, ελλιπή αιτιολογία των οικείων γνωματεύσεων της Α.Α.Υ.Ε., προέβη κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 26 παρ. 1 περ. ε΄ και 51 παρ. 3, 7 και 11 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα και κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας με τη μορφή της ελλιπούς αιτιολογίας, σε πρωτογενή κρίση αμιγώς τεχνικής- ιατρικής φύσης ζητήματος, όπως αποτελεί το ζήτημα της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ υπηρεσίας και πάθησης (ΕλΣυν Ολ. 832/2011, 6445/2015, 1825/2019). Συνακόλουθα, ο σχετικός δεύτερος λόγος αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου είναι βάσιμος και η ένδικη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή. Δέχεται την από 14.9.2020 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για τον δεύτερο λόγο αυτής.Αναιρεί την 801/2020 οριστική απόφαση του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Παραπέμπει την υπόθεση στο ήδη αρμόδιο Πέμπτο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την εκ νέου εξέτασή της με διαφορετική σύνθεση, κατά τα ειδικότερον αναφερόμενα στο σκεπτικό.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/143/2018
Με δεδομένα αυτά, με την 704/2016 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου ….(βλ. άρθρο 6 παρ. 2, περ. β,΄ εδάφ. γ΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας) κρίθηκε ότι, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 28.9.2012 έως 31.12.2012, υπόχρεη για την καταβολή του επίδικου τέλους ήταν η «……»το ζήτημα δε αυτό τελεί σε άμεση και αναγκαία συνάρτηση με το διατακτικό περί απόρριψης της προσφυγής και, ως εκ τούτου, καλύπτεται από το δεδικασμένο, δεσμεύοντας τόσο την προσφεύγουσα εταιρεία όσο και τον, καθ’ ου η προσφυγή, Δήμο. Συνεπώς, ο τελευταίος μη νομίμως έκρινε εκ νέου το ζήτημα του υπόχρεου προς καταβολή των τελών, λόγω μεταβίβασης της κυριότητας του ακινήτου που αφορούν και αποφάσισε την επιστροφή μέρους αυτών ως αχρεωστήτως καταβληθέντων. Άλλωστε, ως εκ του χρόνου της μεταβίβασης (28.9.2012), η προσφεύγουσα είχε την δυνατότητα, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν τη συζήτηση της προσφυγής (8.10.2014), να προβάλει παραδεκτώς τον ισχυρισμό περί μεταβίβασης με την κατάθεση δικογράφου προσθέτων λόγων (βλ. άρθρο 131 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας). Περαιτέρω, αφού η πληρωμή του τέλους βαρύνει κατ’ αρχήν τον υπόχρεο σε πληρωμή του λογαριασμού καταναλισκομένου ηλεκτρικού ρεύματος, μόνη η μεταβολή της κυριότητας του ακινήτου δεν συνεπάγεται τη μεταβολή του υπόχρεου, αλλά θα έπρεπε να συνοδεύεται από στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ο λογαριασμός δεν εκδιδόταν στο όνομα της «…. αλλά της «…. και Σία Ομόρρυθμη Εταιρεία». Μειοψήφησε η Εισηγήτρια …., η οποία διατύπωσε την εξής άποψη: Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει, κατ’ αρχήν, υποχρέωση να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμον προθεσμία προσβολής ή οι οποίες έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς (ΣτΕ 19/2015, 1633/2014, 1175/2008 Ολομ., 2176-7/2004 Ολομ. κ.ά.). Περαιτέρω, το δεδικασμένο που δημιουργείται από απορριπτική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου είναι περιορισμένο και αφορά το εκάστοτε κριθέν ζήτημα, η δε Διοίκηση διαθέτει τη νόμιμη εξουσία, επανερχόμενη επί της κριθείσας υπόθεσης, να θεωρήσει την ανεπιτυχώς προσβληθείσα πράξη ως παράνομη και να την ανακαλέσει, λαμβάνοντας υπόψη νέα πραγματικά δεδομένα, τα οποία δεν αποτέλεσαν αντικείμενο κρίσης κατά την προηγηθείσα δίκη (πρβλ. ΣτΕ 3172, 3461/1984). Κατόπιν τούτων, ο Δήμος ......, λαμβάνοντας υπόψη το νέο - εφόσον ανέκυψε μετά την κατάθεση της προσφυγής - και μη κριθέν από το Διοικητικό Εφετείο, πραγματικό γεγονός της μεταβίβασης της κυριότητας του ακινήτου επί του οποίου επιβλήθηκαν τα τέλη και την, συνεπεία αυτής της μεταβίβασης, μεταβολή του καταναλωτή του ηλεκτρικού ρεύματος και υπόχρεου για την καταβολή των τελών (βλ. την 31298/31.11.2015 υπεύθυνη δήλωση της «…»), νομίμως έκανε χρήση της ευχέρειάς του να ανακαλέσει την ανεπιτυχώς προσβληθείσα πράξη επιβολής ανταποδοτικών τελών σε βάρος της εταιρείας «….» και να επιστρέψει μέρος αυτών ως αχρεωστήτως καταβληθέντα (πρβλ. Γνωμ. ΝΣΚ 118/2017).
ΣΤΕ/351/2014
Δημόσια έργα- Ευθύνη αναδόχου:..Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα διότι δεν απάντησε σε ουσιώδη ισχυρισμό της προσφυγής του αναιρεσείοντος, κατά τον οποίο η ανάδοχος μη νόμιμα περιέλαβε στην 1η πιστοποίηση ποσό αποζημίωσης λόγω διάλυσης της σύμβασης, ενώ δεν εδικαιούτο την ως άνω αποζημίωση, διότι η διάλυση της σύμβασης δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος Δήμου, αλλά στο γεγονός ότι η ανάδοχος είχε περιλάβει στον 1ο Α.Π.Ε. ποσότητες εργασιών που αύξησαν υπερβολικά το κόστος του έργου, με αποτέλεσμα το νομαρχιακό συμβούλιο να μην εγκρίνει τη σχετική δαπάνη. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί διότι ο παραπάνω ισχυρισμός της προσφυγής του αναιρεσείοντος δεν ήταν ουσιώδης, αφού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 του ν. 1418/1984 και 50 του π.δ. 609/1985, καταβάλλεται στον ανάδοχο αποζημίωση για διάλυση της σύμβασης, εφόσον η διάλυση εχώρησε με πρωτοβουλία του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 1418/1984, ως εν προκειμένω, ως μόνη δε προϋπόθεση αποζημίωσης του αναδόχου τάσσεται, στην περίπτωση αυτή, οι ήδη εκτελεσθείσες εργασίες να είναι αξίας μικρότερης από τα του αρχικού συνολικού συμβατικού ποσού, γεγονός που ο αναιρεσείων δεν αμφισβήτησε με την προσφυγή του και συνεπώς, δεν ασκεί, στην προκειμένη περίπτωση, επιρροή το ζήτημα της υπαιτιότητας ή μη του αναιρεσείοντος, (βλ. ΣτΕ 3752/2013).10. Επειδή, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη διότι δεν απάντησε στον ισχυρισμό που είχε προβάλει ο αναιρεσείων με την προσφυγή του, κατά τον οποίο εσφαλμένα η ανάδοχος επικαλέσθηκε για να στηρίξει τις επίδικες αξιώσεις της τη διάταξη του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα, η οποία ορίζει ότι ο καταστάς πλουσιότερος άνευ νομίμου αιτία εκ της περιουσίας άλλου ή επί ζημία αυτού, υποχρεούται σε απόδοση της ωφελείας. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως αλυσιτελής, διότι το Διοικητικό Εφετείο δεν στήριξε την κρίση του στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα, η οποία, άλλωστε, δεν ευρίσκει πεδίο εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση κατά την οποία η μεταξύ των δύο συμβαλλομένων σχέση, από την οποία είναι δυνατό να προέλθει πλουτισμός του ενός σε βάρος του άλλου, προέρχεται από έγκυρη διοικητική σύμβαση, οπότε εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις που διέπουν την εκτέλεση της σύμβασης αυτής, (βλ. ΣτΕ 2370/2009).Επειδή, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/82/2020
Υπηρεσίες συντήρησης και υποστήριξης των υποσυστημάτων και εφαρμογών του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος ..Ως εκ τούτου, το εναγόμενο υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια, που απέκτησε από την άκυρη σύμβαση, που συνίσταται στην χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών, που εδέχθη, και στη δαπάνη, που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν εάν προέβαινε στην αποδοχή των ίδιων υπηρεσιών με έγκυρη σύμβαση, το οποίο εξάλλου συνομολογείται. Οι παραπάνω όμοιες παραδοχές της εκκαλουμένης δικαιολογούν την εκτίμησή της ότι αντικείμενο της δίκης αποτελεί ιδιωτικού δικαίου διαφορά, υπαγόμενη εντεύθεν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, με άμεση δικονομική συνέπεια οι προβαλλόμενες με τους σχετικούς λόγους έφεσης αιτιάσεις, περί του ότι, εφόσον η ένδικη σύμβαση προσβλέπει, κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, στην ικανοποίηση δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η απονομή συντάξεων στους ναυτικούς μέσω των υπηρεσιών συντήρησης και υποστήριξης από την ενάγουσα εταιρία, για την απρόσκοπτη λειτουργία των υποσυστημάτων και των εφαρμογών του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος του ... και του ..., η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένως δέχθηκε ότι είναι αρμόδια τα πολιτικά δικαστήρια για την επίλυση της επίδικης διαφοράς και ότι η επίδικη διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου, να αξιολογούνται ως αβάσιμες. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, έκανε δεκτή την υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη, κατά την επικουρική της βάση και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 140.790,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, με πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες. Συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ανεπάρκεια δε αιτιολογίας δεν υπάρχει όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 786/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1250/2011 Δημ. Νόμος).Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 764/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.