ΝΣΚ/31/2002
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Ταμεία Ασφαλιστικά. Τοπικά όρια της ασφαλιστικής αρμοδιότητας του ΤΕΑΥΕΚ σε σχέση με τις ρυθμίσεις του Ν 2539/1997 (Συγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης).(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Μετά την δημιουργία νέων διοικητικών ορίων των Δήμων, με τον Ν 2539/97, επέρχεται αυτοδικαίως και διεύρυνση της ασφαλιστικής αρμοδιότητας του ΤΕΑΥΕΚ, ως αρμόδιου ασφαλιστικού φορέα υποχρεωτικής ασφάλισης των υπαγομένων σ αυτόν, κατά τις καταστατικές του διατάξεις, υπαλλήλων και υπηρετών των εν λόγω Δήμων.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΚΠΕ ΤΜ.1/24/2014
Εξοδα κίνησης.Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης α΄ βαθμού, που συγκροτήθηκαν με το ν. 2539/1997 και προήλθαν από τη συνένωση περισσότερων υφιστάμενων δήμων και κοινοτήτων και την προσάρτηση συνοικισμών, συστήθηκαν στην εδαφική περιφέρεια κάθε καταργούμενου Ο.Τ.Α. και κάθε προσαρτώμενου συνοικισμού τοπικά διαμερίσματα, κατά τον Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, όπου λειτουργούν, ως όργανα δημοτικής αποκέντρωσης, τοπικά συμβούλια. Οι πρόεδροι των τοπικών συμβουλίων μετέχουν στις συνεδριάσεις του δημοτικού συμβουλίου ως μέλη με αποφασιστική ψήφο, όταν στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνονται θέματα που αφορούν στα αντίστοιχα τοπικά διαμερίσματα, για τη δε μετακίνησή τους στην έδρα του δημοτικού συμβουλίου προς το σκοπό αυτό, δικαιούνται εξόδων κίνησης, το ύψος των οποίων καθορίζεται, σύμφωνα με την προεκτεθείσα κοινή υπουργική απόφαση, όπως αυτή ισχύει, με βάση τη χιλιομετρική απόσταση των τοπικών συμβουλίων από την έδρα του κάθε δήμου, σε συνδυασμό με τον αριθμό των μελών των τοπικών συμβουλίων.
ΕλΣυν/Τμ.5/2/2011
Επομένως, οι μελέτες που ανατέθηκαν σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, προκειμένου να εντοπιστούν οι υπόγειοι υδάτινοι πόροι του Δήμου ... σε τρία τοπικά διαμερίσματά του και να διενεργηθούν στη συνέχεια γεωτρήσεις, αφορούν στην εκτέλεση υδρογεωλογικών έργων (Ελ. Συν. VII Τμ. 274/2010). Συνεπώς, εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση η ρύθμιση του άρθρου 22 παράγραφος 1 του ν. 3274/2004, όπως ίσχυε κατά το χρόνο ανάθεσης των μελετών, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται η κατ’ εξαίρεση δυνατότητα κατάτμησης των δημοτικών έργων που εκτελούνται από τις Δ.Ε.Υ.Α.Α. και η σύνταξη των αντίστοιχων για τα έργα αυτά μελετών, εφόσον αφορούν διαφορετικά δημοτικά διαμερίσματα (πρόκειται για δημοτικά διαμερίσματα του συσταθέντος με το άρθρο 1 του ν. 2539/1997 Δήμου ..., τα οποία μετονομάστηκαν σε τοπικά, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 3 και 4 του ως άνω Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων). Κατ’ ακολουθίαν, νομίμως, κατ’ αρχήν, ανατέθηκε απευθείας η εκπόνηση των ως άνω μελετών, που αφορούσαν αντίστοιχα έργα, ανά τοπικό διαμέρισμα.
ΙΚΑ/Σ50/12/2009
Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου ασφαλιστικού οργανισμού κυρίας ή επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, στον επιζώντα των συζύγων που θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα λόγω θανάτου σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις του κάθε οργανισμού, καταβάλλεται η σύνταξη εφόσον δεν εργάζεται ή δεν απασχολείται ή δε λαμβάνει σύνταξη από οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό ή το Δημόσιο. Στην περίπτωση που εργάζεται ο επιζών των συζύγων ή απασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό ή το Δημόσιο, η σύνταξη περιορίζεται στο 50% της σύνταξης λόγω θανάτου μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους. Μετά τη συμπλήρωση του ορίου αυτού, ο επιζών λαμβάνει το 70% της σύνταξης αυτής.Σχετ.η 505/2008 Γν.ΝΣΚ
ΕΣ/ΚΠΕ ΤΜ.1/61/2014
Εξοδα κίνησης.Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης α΄ βαθμού, που συγκροτήθηκαν με το ν. 2539/1997 και προήλθαν από τη συνένωση περισσοτέρων ήδη υφιστάμενων δήμων και κοινοτήτων και την προσάρτηση συνοικισμών, συνεστήθησαν στην εδαφική περιφέρεια εκάστου καταργούμενου Ο.Τ.Α. και προσαρτωμένου συνοικισμού δημοτικά διαμερίσματα -και ήδη τοπικά διαμερίσματα κατά το νέο Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων- όπου λειτουργούν τοπικά συμβούλια, ως όργανα δημοτικής απoκέντρωσης. Στο πλαίσιο αυτό, οι πρόεδροι των τοπικών συμβουλίων, οι οποίοι κατέχουν αιρετό αξίωμα τιμητικό και άμισθο, με μόνη απολαβή την καταβολή αποζημίωσης για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις των συμβουλίων αυτών, μετέχουν και στις συνεδριάσεις του οικείου δημοτικού συμβουλίου ως μέλη με αποφασιστική ψήφο, όταν στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνονται θέματα που αφορούν στα αντίστοιχα τοπικά διαμερίσματα. Για τη μετάβασή τους στον τόπο της συνεδρίασης, δικαιούνται εξόδων κίνησης, το ύψος των οποίων καθορίζεται, σύμφωνα με την προεκτεθείσα Κ.Υ.Α., όπως αυτή ισχύει, βάσει της χιλιομετρικής απόστασης των τοπικών συμβουλίων από την έδρα εκάστου δήμου, σε συνδυασμό προς τον αριθμό των μελών κάθε συμβουλίου. Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι η καταβολή στους ανωτέρω εξόδων κίνησης δεν συνδέεται με την κάλυψη των γενικών αναγκών μετακίνησής τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, αλλά με τη μετακίνησή τους προς την έδρα του Δήμου, η οποία πραγματοποιείται θεσμικά, μόνο προκειμένου αυτοί να μετάσχουν στις συνεδριάσεις του δημοτικού συμβουλίου, στις περιπτώσεις που προβλέπεται από το νόμο. Κατά συνέπεια, όταν δεν αποδεικνύεται η συμμετοχή σε τέτοιου είδους συνεδριάσεις, οι πρόεδροι των τοπικών συμβουλίων δεν δικαιούνται και των σχετικών εξόδων κίνησης.
ΕλΣυν/Τμ.7/274/2010
Ανάκληση 268/2009 7ου Τμ.Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι οι σχεδιαζόμενες γεωτρήσεις αποτελούν έργο καθώς αφενός η εγκατάστασή τους συνδέεται σταθερά με το έδαφος κατά τρόπο ώστε η απόσπασή τους από αυτό να μην είναι δυνατή χωρίς βλάβη κάθε μίας στο σύνολο της ή σε τμήμα της, π.χ. καταστροφή ορισμένων αν όχι όλων των σωληνώσεων, αλλά και της τσιμεντένιας βάσης, επίσης χωρίς αλλοίωση του σκοπού κάθε μίας, καθώς η έννοια της γεώτρησης αποκλείει την αποτελεσματική χρήση της εκτός του υπεδάφους. Επιπλέον, οι σχεδιαζόμενες υδρευτικές γεωτρήσεις απαιτούν για την εκτέλεσή τους ειδικές γνώσεις από εξειδικευμένο προσωπικό, προκειμένου να εξασφαλιστεί η καταλληλότητα της υδροληψίας, να γίνουν οι απαιτούμενες δειγματοληψίες στα πετρώματα και παρατηρήσεις σχετικά με το βάθος σταθεροποίησης του νερού, να εκτιμηθεί ο υδροφόρος ορίζοντας και οι υδραυλικές παράμετροί του και να ληφθούν όλες οι σχετικές πληροφορίες, περιλαμβανομένης και της λιθολογικής τομής. Επομένως, οι μελέτες που ανατέθηκαν σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, αφορούν την εκτέλεση έργων. Περαιτέρω, έχει έδαφος εφαρμογής η ρύθμιση του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 3274/2004, όπως ίσχυε κατά το χρόνο ανάθεσης των μελετών, τροποποιηθείσα με το άρθρο 24 παρ. 8 του ν. 3613/2007, με την οποία προβλέπεται η κατ’ εξαίρεση δυνατότητα κατάτμησης των δημοτικών έργων και η σύνταξη αντίστοιχων μελετών, εφόσον αφορούν διαφορετικά δημοτικά διαμερίσματα (πρόκειται για δημοτικά διαμερίσματα του συσταθέντος με το άρθρο 1 του ν. 2539/1997 Δήμου ... Ν. Κορινθίας, τα οποία μετονομάστηκαν σε τοπικά, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 3 και 4 του νέου ως άνω Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων). Κατ’ ακολουθίαν, νομίμως ανατέθηκε απευθείας η εκπόνηση των ως άνω μελετών, που αφορούσαν αντίστοιχα έργα, ανά τοπικό διαμέρισμα εφόσον η προεκτιμώμενη αμοιβή εκάστης δεν υπερέβαινε το όριο του άρθρου 209 παρ. 3 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων και ως εκ τούτου πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση ως βάσιμη και να ανακληθεί η προσβαλλόμενη πράξη, τα υπό κρίση όμως χρηματικά εντάλματα δεν μπορούν να θεωρηθούν λόγω λήξεως του οικονομικού έτους 2009, σε βάρος των πιστώσεων του οποίου έχουν εκδοθεί.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/248/2013
ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Υπό τα δεδομένα αυτά και συμφώνως προς τα γενόμενα δεκτά σε προηγούμενη νομική σκέψη (υπό ΙΙ Β), το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη, στον βαθμό που υπερβαίνει την αναλογία των 2/3 της εκ του νόμου υποχρεωτικής ασφαλιστικής εισφοράς αναστολής, όπως αυτή διαμορφώνεται βάσει του άρθρου 4 του π.δ/τος 125/1993. Και τούτο, διότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού, βάσει των άρθρων 21 παρ.11 του ν. 3959/2011 και του άρθρου 24 παρ. 2 του ν. 1868/1989, όπως ισχύει, αναλόγως εφαρμοζομένου στο εν αναστολή τελούν νομικό επιστημονικό προσωπικό της εν λόγω Ανεξάρτητης Αρχής, υποχρεούται σε καταβολή της ως άνω αναλογίας επί της ασφαλιστικής εισφοράς αναστολής, την οποία επιβάλλεται εκ του νόμου να καταβάλλουν οι υπηρετούντες σ’ αυτήν δικηγόροι και όχι σε καταβολή της ίδιας αναλογίας επί των ασφαλιστικών εισφορών που αντιστοιχούν στην εκάστοτε επιλεγείσα από αυτούς ασφαλιστική κατηγορία, τα όσα δε αντίθετα προβάλλει η υπέρ της καταβολή των εισφορών νομικός με το από 27.7.2012 υπόμνημά της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, η εν λόγω νομικός αλυσιτελώς επικαλείται την 408/25.7.2007 εγκύκλιο του Ταμείου Νομικών, συμφώνως προς την οποία, βάσει του άρθρου 24 παρ. 2 του ν. 1868/1989, οι απασχολούντες δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής οφείλουν να καταβάλλουν τα 2/3 της μονομερώς επιλεγμένης από τους τελευταίους ασφαλιστικής κατηγορίας, αφού ο νόμος δεν προβλέπει συναίνεση του Εργοδότη, καθόσον ανεξαρτήτως της μη περιβολής της εν λόγω εγκυκλίου με νομική δεσμευτικότητα (βλ. Ελ. Συν. πρ. Ι Τμ. 202, 50/2011, 153/2009), αυτή αφορά σε κατηγορία εμμίσθων δικηγόρων μη τελούντων σε καθεστώς αναστολής εν αντιθέσει προς τους νομικούς της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η ως άνω δε διάταξη εφαρμόζεται μόνο αναλόγως, κατ’ άρθρο 21 παρ. 11 του ν. 3989/2011 και όχι ευθέως στο επιστημονικό προσωπικό της εν λόγω Ανεξάρτητης Αρχής, για το οποίο έχει κατά νόμο ανασταλεί η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος. Επίσης, η επίκληση αποφάσεως του ιδίου ως άνω Ταμείου ως προς την δυνατότητα του νομικού επιστημονικού προσωπικού των Ανεξαρτήτων Αρχών να επιλέγει αν και τελεί σε αναστολή, ασφαλιστική κατηγορία ανώτερη της εκ του νόμου υποχρεωτικής (βλ. την 179/3.10.2012 απόφαση της Διοικούσης Επιτροπής του Ταμείου Νομικών), παρίσταται αλυσιτελής, δοθέντος ότι μία τέτοια επιλογή, εμπίπτουσα στο σύστημα της όλως προαιρετικής υπαγωγής σε ανώτερο επίπεδο ασφαλιστικής καλύψεως, ουδόλως συνεπάγεται ελλείψει σχετικής ειδικής προς τούτο ρυθμίσεως την αυτόθροη μετακύλιση στην Αρχή του αντιστοίχου ασφαλιστικού βάρους, ήτοι της αναλογίας των 2/3 όχι επί της εκ του νόμου υποχρεωτικής αλλά επί της επιλεγμένης ασφαλιστικής κατηγορίας (βλ. άλλωστε και την 181/17.10.2012 απόφαση της Διοικούσης Επιτροπής του Ταμείου Νομικών περί ευχέρειας και όχι υποχρεώσεως των Ανεξαρτήτων Αρχών να καλύψουν την αναλογία της επιλεγμένης ασφαλιστικής κατηγορίας που όμως θα διερρήγνυε κατά τα εκτεθέντα σε προηγούμενη νομική σκέψη τον αναγκαστικό χαρακτήρα των ισχυουσών για τους δημοσίους φορείς μισθολογικών και ασφαλιστικών διατάξεων). Τέλος, αβασίμως ισχυρίζεται τόσο η Επιτροπή Ανταγωνισμού με το έγγραφο υποβολής του οικείου τίτλου πληρωμής προς θεώρηση όσο και η υπέρ ης οι ασφαλιστικές εισφορές νομικός ότι διά της μη καταβολής της αναλογίας των 2/3 της αντιστοιχούσης στην επιλεγείσα από την τελευταία ασφαλιστική κλάση ετησίας εισφοράς επέρχεται η ασφαλιστική της υποβάθμιση και καθίσταται ασφαλιστικώς μη ενήμερη για το επίμαχο ασφαλιστικό έτος (2011). Και τούτο, διότι κατά τα προεκτεθέντα, η Ανεξάρτητη Αρχή υποχρεούται κατά νόμο σε κάλυψη των 2/3 της εισφοράς αναστολής της εν λόγω δικηγόρου, αφού αυτή συνιστά πλέον την ασφαλιστική υποχρέωση της τελευταίας έναντι του Ταμείου, τυχόν δε διατήρηση εκ μέρους της ανώτερης ασφαλιστικής κατηγορίας ανάγεται στην σχέση της ιδίας με τους οικείους ασφαλιστικούς φορείς και στο σύστημα προαιρετικής μείζονος ασφαλιστικής καλύψεως, χωρίς να επιδρά στο ύψος της υποχρεωτικής συμμετοχής της Αρχής στην τακτική εισφορά αναστολής, όπως αυτή διαμορφώνεται στο νόμο.
ΝΣΚ/140/2006
Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 39 του Ν 2084/1992 περί επιλογής φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, ασφάλισης ασθένειας και εφάπαξ παροχών.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 39 του Ν 2084/1992 στην παράγραφο 2, όπως αντικαταστάθηκε από τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Ν 2556/1997 και του άρθρου 75 του Ν 2676/1999 όπου προστέθηκε το τελευταίο εδάφιο στην παράγραφο 2 του Ν 2084/1992, προκύπτει ότι στους ασφαλισμένους που λόγω ιδιότητας και μισθωτής απασχόλησης υπάγονται σε δύο φορείς κύριας ασφάλισης, δύνανται να επιλέξουν τον έναν από αυτούς φορέα ασφάλισης ως υποχρεωτική ασφάλιση, αλλά και να υπαχθούν και στον άλλο, προαιρετικά, καταβάλλοντας το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του τελευταίου. Όσον αφορά το φορέα ασφάλισης που έχει επιλεγεί ως υποχρεωτική ασφάλιση, τα άτομα αυτά είναι υποχρεωμένα να υπαχθούν και «στους φορείς ασθένειας, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας που αντιστοιχούν στο συνταξιοδοτικό φορέα κύριας ασφάλισης επιλογής τους», όπως ορίζεται ρητώς στη διάταξη του 4ου εδαφίου της παρ.2 του άρθρου 39 του Ν 2084/1992. Η προαναφερθείσα διάταξη αναφέρεται αποκλειστικά στον φορέα ασφάλισης που έχει επιλεγεί ως υποχρεωτική ασφάλιση. Από το γράμμα του νόμου δεν αποσαφηνίζεται όμως, αν οι ασφαλισμένοι που δύνανται να υπαχθούν και σε άλλο φορέα ασφάλισης προαιρετικά, αν είναι υποχρεωμένοι να ασφαλιστούν σωρευτικά και στο ταμείο κύριας ασφάλισης, και στο ταμείο επικουρικής, και στο ταμείο προνοίας, και στο ταμείο ασθένειας του επιλεγέντος ως προαιρετικού φορέα ασφάλισης. Εντάσσοντας τη διάταξη αυτή στο σύνολο του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης όπως διαμορφώθηκε με το Ν 2084/1992, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη ότι πρόθεση του νομοθέτη να ανατρέψει την αρνητική εξέλιξη του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης (εισηγητική έκθεση στο σχέδιο νόμου «οργανωτική και λειτουργική αναδιάρθρωση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις», Ε.Δ.Κ.Α. 1999 σελ. 50) θεωρούμε ότι η βούληση του νομοθέτη, καθιερώνοντας το καθεστώς προαιρετικής ασφάλισης, ήταν να ενισχύσει μεν όσο το δυνατόν τους φορείς ασφάλισης, αλλά και να προσδώσει στους ασφαλισμένους πιο ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση του ασφαλιστικού καθεστώτος τους. Θεωρούμε λοιπόν ότι δεν είναι υποχρεωτική η υπαγωγή των ασφαλισμένων αυτών και στους φορείς ασθένειας, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας που αντιστοιχούν στο συνταξιοδοτικό φορέα της προαιρετικής ασφάλισης, αλλά η υπαγωγή τους σε αυτούς εναπόκειται στη διακριτική τους ευχέρεια. Η ευχέρεια όμως αυτή των ασφαλισμένων δεν είναι απεριόριστη. Η ίδια διάταξη ορίζει ότι «τα πρόσωπα αυτά δύνανται να ασφαλιστούν προαιρετικά και σε περισσότερους του ενός φορείς, αν αυτό προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία…». Κατά συνέπεια η ευχέρεια των ασφαλισμένων οριοθετείται και συγκεκριμενοποιείται από τις κείμενες καταστατικές διατάξεις των εκάστοτε ασφαλιστικών οργανισμών. Από τη συρροή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 39 Ν 2084/1992 και της πρώτης παραγράφου του άρθρου 2 του α.ν. 580/1945 προκύπτει ότι η δυνατότητα στους ασφαλισμένους να επιλέξουν προαιρετική ασφάλιση στα ταμεία επικουρικής ασφάλισης αυτοτελώς, χωρίς να έχουν επιλέξει προαιρετική ασφάλιση στα αντίστοιχα ταμεία της κύριας. Ο νομοθέτης αναφέρεται περιοριστικά και ειδικότερα στα ταμεία επικουρικής ασφάλισης, όχι όμως και πρόνοιας. Κατά συνέπεια καθότι δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη, φρονούμε ότι δεν παρέχεται το δικαίωμα υπαγωγής στους ασφαλισμένους, στη προαιρετική ασφάλιση των ταμείων πρόνοιας αυτοτελώς.
ΣΤΕ/1644/2022
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Επειδή, από τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 8 και 9 του άρθρου 53 του, κυρωθέντος με τον ν.3669/2008 Κώδικα της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων που προπαρατέθηκαν (σκέψη 8), προκύπτει ότι η πληρωμή στον ανάδοχο του εργολαβικού ανταλλάγματος γίνεται τμηματικά, με βάση τις πιστοποιήσεις των εργασιών που έχουν εκτελεσθεί, ότι η πραγματοποίηση τόσο των τμηματικών πληρωμών όσο και της οριστικής πληρωμής του εργολαβικού ανταλλάγματος, καθώς και η εκκαθάριση όλων των αμοιβαίων απαιτήσεων από την εργολαβική σύμβαση, γίνεται με βάση τους λογαριασμούς και τις πιστοποιήσεις, ότι μετά τη λήξη κάθε μήνα ή άλλης χρονικής περιόδου που τυχόν ορίζει η σύμβαση για τις τμηματικές πληρωμές, ο ανάδοχος συντάσσει λογαριασμό των οφειλόμενων σε αυτόν ποσών από εργασίες που εκτελέσθηκαν, ότι οι λογαριασμοί συντάσσονται από τον ανάδοχο και υποβάλλονται προς έγκριση στη διευθύνουσα υπηρεσία, η οποία τους ελέγχει και τους διορθώνει όταν απαιτείται, μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή τους, ότι οι εγκρινόμενοι (ρητώς ή σιωπηρώς) από τη διευθύνουσα υπηρεσία λογαριασμοί αποτελούν την πιστοποίηση για την πληρωμή των εργασιών που έχουν εκτελεσθεί και ότι αν η πληρωμή τους καθυστερήσει πέρα από ένα (1) μήνα από τη λήξη της προηγούμενης προθεσμίας, χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου ή του μελετητή, οφείλεται, αν υποβληθεί έγγραφη όχληση και από τον χρόνο υποβολής της, τόκος υπερημερίας. Κατά συνέπεια, οι εγκεκριμένοι λογαριασμοί ενσωματώνουν αναγνωρισμένη και εκκαθαρισμένη απαίτηση του αναδόχου και, σύμφωνα με τα ήδη κριθέντα (βλ. ανωτ. ΣτΕ 251/2017, 1081-3/2020), ανακύπτει αντίστοιχη υποχρέωση του κυρίου του έργου προς πληρωμή τους, χωρίς να μπορεί να εξετασθεί η νομιμότητά τους, το πρώτον, βάσει των απόψεων της Διοικήσεως επί της σχετικής αγωγήςֹ ο δε ανάδοχος δικαιούται τόκων υπερημερίας εάν ο κύριος του έργου καθυστερήσει, χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου, να ενεργήσει την πληρωμή με βάση πιστοποίηση που υποβλήθηκε προς έγκριση. Περαιτέρω, όμως, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 39 παρ. 7 του ν. 2065/1992, καθώς και του άρθρου 26 ν. 1882/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 παρ. 2 του ν. 3943/2011 (Α΄ 66), που υπηρετούν σοβαρό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων προς το Δημόσιο (βλ. και ΣτΕ 1311/2017), για την πληρωμή όλων των εκκαθαρισμένων απαιτήσεων των επιχειρήσεων κατά του Δημοσίου, ν.π.δ.δ., δήμων και κοινοτήτων, απαιτούνται βεβαιώσεις φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, επί υπάρξεως δε σχετικών οφειλών, προβλέπεται η διάθεση («παρακράτηση και απόδοση») προς τούτο των εκκαθαρισμένων απαιτήσεων. Κατά συνέπεια, ναι μεν σε περίπτωση έγκρισης των λογαριασμών για εκτελεσθείσες εργασίες δημοσίου έργου, οι οποίοι δεν αμφισβητούνται, ο ανάδοχος δικαιούται τα αναφερόμενα σ’ αυτούς ποσά και δημιουργείται, κατ’ αρχήν, υποχρέωση του κυρίου του έργου προς πληρωμή τους, η πληρωμή, όμως, αυτή τελεί υπό την αίρεση της προηγούμενης προσκόμισης βεβαιώσεων φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, ενώ δεν γεννάται υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων ποσών για όλο το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο διαρκεί η παράλειψη του αναδόχου να υποβάλει τις κατά τα ανωτέρω βεβαιώσεις. (ανωτ. ΣτΕ 1505/2015).Επομένως, εν προκειμένω, εφόσον δεν είχαν συνυποβληθεί με τους επίμαχους λογαριασμούς βεβαιώσεις φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας που να βεβαιώνουν την ανυπαρξία κατά νόμον οφειλών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, το γεγονός αυτό δεν αναιρούσε μεν την κατ’ αρχήν υποχρέωση του αναιρεσείοντος Δήμου για την πληρωμή των εν λόγω λογαριασμών, εξαρτούσε, όμως, την εξόφλησή τους από την υποβολή των ανωτέρω βεβαιώσεων. Συνεπώς, έσφαλε το διοικητικό εφετείο που έκρινε, κατά τα προεκτεθέντα, ότι ήταν νομικά αδιάφορη η προσκόμιση των ως άνω δικαιολογητικών προκειμένου να εξοφληθούν οι ένδικοι λογαριασμοί, για τον λόγο δε αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει, κατά το μέρος τούτο, να αναιρεθεί.
ΕλΣυν/Τμ.7/430/2010
Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, το Τμήμα κρίνει τα εξής: Α) Οι σχεδιαζόμενες αναπλάσεις των πλατειών στα Τ.Δ. Σουλίου και Πασίου αποτελούν έργα, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 1418/1984, καθόσον αυτές περιλαμβάνουν εργασίες που συνίστανται κυρίως στην τοποθέτηση κυβολίθων και πλακών, κατασκευή δαπέδων από σκυρόδεμα, πέτρινων καθισμάτων, τοιχείων κλπ., τα οποία συνδέονται σταθερά με το έδαφος κατά τρόπο ώστε η απόσπασή τους από αυτό να μην είναι δυνατή χωρίς βλάβη ή αλλοίωση του σκοπού τους, επιπλέον δε οι σχεδιαζόμενες εργασίες ανάπλασης των δύο πλατειών απαιτούν για την εκτέλεσή τους ειδικές γνώσεις από εξειδικευμένο προσωπικό, προκειμένου να εξασφαλιστεί το προσδοκώμενο αισθητικό και τεχνικό αποτέλεσμα. Επομένως, οι μελέτες που ανατέθηκαν σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, αφορούν στην εκτέλεση έργων. Περαιτέρω, έχει έδαφος εφαρμογής η ρύθμιση του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 3274/2004, όπως ίσχυε κατά το χρόνο ανάθεσης των μελετών, τροποποιηθείσα με το άρθρο 24 παρ. 8 του ν. 3613/2007, με την οποία προβλέπεται η κατ’ εξαίρεση δυνατότητα κατάτμησης των δημοτικών έργων και η σύνταξη αντίστοιχων μελετών, εφόσον αφορούν σε διαφορετικά δημοτικά διαμερίσματα (πρόκειται για δημοτικά διαμερίσματα του συσταθέντος με το άρθρο 1 του ν. 2539/1997 Δήμου ... Ν. Κορινθίας, τα οποία μετονομάστηκαν σε τοπικά, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 3 και 4 του νέου ως άνω Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων). Κατ’ ακολουθίαν, νομίμως ανατέθηκε απευθείας η εκπόνηση των ως άνω δύο μελετών, που αφορούσαν σε αντίστοιχα έργα ανά τοπικό διαμέρισμα, εφόσον η προεκτιμώμενη αμοιβή εκάστης δεν υπερέβαινε το ποσοστό του 30% του ανωτάτου ορίου αμοιβής πτυχίου Α΄ Τάξης, που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο ανάθεσης αυτών για τη συγκεκριμένη κατηγορία των ειδικών αρχιτεκτονικών μελετών (11.093 Χ 30% = 3.327,90 ευρώ έναντι 3.327,73 ευρώ, χωρίς Φ.Π.Α., εν προκειμένω για κάθε μία μελέτη). Β) Οι εντελλόμενες με τα 123 και 125, οικονομικού έτους 2010 χρηματικά εντάλματα δαπάνες, που αφορούν στην εκπόνηση όμοιων από άποψη γνωστικού αντικειμένου μελετών – ήτοι μελετών της κατηγορίας 7 (ειδικές αρχιτεκτονικές) – εντός του ίδιου δημοτικού διαμερίσματος, μη νομίμως επιμερίστηκαν και ανατέθηκαν απευθείας, με βάση το ύψος της δαπάνης που προέκυψε από την εν λόγω κατάτμηση, χωρίς να ακολουθηθεί η ανοικτή ή κλειστή διαδικασία του ν. 3316/2005, καθόσον, ναι μεν η προεκτιμώμενη αμοιβή (χωρίς Φ.Π.Α.) για κάθε μία από ως άνω μελέτες δεν υπερέβαινε το ποσό που τίθεται από τις ισχύουσες κατά τον κρίσιμο χρόνο ανάθεσής τους διατάξεις ως όριο για την απευθείας ανάθεση (10.712,00 Χ 30% = 3.213,60 ευρώ), η συνολική, όμως, δαπάνη αυτών χωρίς Φ.Π.Α. ανερχόταν στο ποσό των 6.386,56 ευρώ (3.193,28 + 3.193,28) και, επομένως, υπερέβαινε το προαναφερόμενο όριο μέχρι του οποίου ήταν επιτρεπτή η απευθείας ανάθεσή τους. Ομοίως, οι εντελλόμενες με τα 124 και 126, οικονομικού έτους 2010, χρηματικά εντάλματα δαπάνες αφορούν στην εκπόνηση όμοιων από άποψη γνωστικού αντικειμένου μελετών – ήτοι μελετών της κατηγορίας 9 (μηχανολογικές - ηλεκτρολογικές) – εντός του ίδιου δημοτικού διαμερίσματος και συνεπώς, μη νομίμως επιμερίστηκαν και ανατέθηκαν απευθείας, με βάση το ύψος της δαπάνης που προέκυψε από την εν λόγω κατάτμηση, χωρίς να ακολουθηθεί η ανοικτή ή κλειστή διαδικασία του ν. 3316/2005, αφού η συνολική δαπάνη αυτών χωρίς Φ.Π.Α. ανερχόταν στο ποσό των 6.386,56 ευρώ (3.193,28 + 3.193,28) και, επομένως, υπερέβαινε το όριο των 3.213,60 ευρώ (10.712,00 Χ 30%).
ΕΣ/Τμ7(ΚΠΕ)/248/2013
Πληρωμή στο φερόμενο ως δικαιούχο ...... ποσού 13.499,25 ευρώ, ως αμοιβή για την προμήθεια υλικών και συσκευών για τη δημιουργία ασύρματου δικτύου INTERNET που θα καλύπτει τις περιοχές των Δημοτικών Ενοτήτων (....)Κατά τη γενική αρχή του δημοσιολογιστικού δικαίου, η οποία απορρέει από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της νομιμότητας που διέπει τη δράση των διοικητικών οργάνων και συνάγεται τόσο από τις προϊσχύουσες διατάξεις του εν λόγω δικαίου (άρ. 27 και 38 του ν. ΣΙΒ/1952, 1, 26 και 28 παρ. 3 του ν.δ. 321/1969, 218 π.δ.410/1995), όσο και από αυτές που τώρα ισχύουν (άρ.3, 13, 40 του ν.δ. 496/1974, 1 παρ. 2α΄ του π.δ. 465/1975 και 1 παρ. 1 του ν.δ. 1265/1972, όπως αντικαταστάθηκε από το άρ.7 παρ. 1 του ν. 968/1979 και 20, 22, 26, 28 και 79 του ν. 2362/1995), όπως δε έχει αποτυπωθεί νομοθετικά στο άρθρο 37 παρ. 2 του ν. 3801/2009, ήδη δε στο άρθρο 33 παρ. 2 του Κώδικα νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο (ν. 4129/2013), για τη διενέργεια οποιασδήποτε δαπάνης του δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και των λοιπών ν.π.δ.δ., πέραν της υπάρξεως πιστώσεως στον εγκεκριμένο προϋπολογισμό της υπηρεσίας, απαιτείται αυτή να προβλέπεται από γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου δεν προβλέπεται, πρέπει να προκύπτει από τα δικαιολογητικά της συγκεκριμένης δαπάνης, ότι ανάγεται στη λειτουργική δραστηριότητα του δημοσίου , του ο.τ.α. ή του ν.π.δ.δ. ή ότι η πραγματοποίησή της συντελεί, άμεσα ή έμμεσα στην καλύτερη και αποτελεσματικότερη εκπλήρωση των σκοπών που επιδιώκουν και δεν υπερβαίνει το από τις ειδικές περιστάσεις επιβαλλόμενο και προσήκον μέτρο. Εξάλλου, οι δημοτικές αρχές, κατά το άρθρο 102 του Συντάγματος και περαιτέρω το άρθρο 75 παρ. 1 εδ. 1 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (Κ.Δ.Δ.), που κυρώθηκε με το ν. 3463/2006 (Α, 114), όπως έχει τροποποιηθεί με το ν. 3852/2010 (Α, 87), μεριμνούν για την προαγωγή των τοπικών υποθέσεων, για το σκοπό δε αυτό τους απονέμονται αρμοδιότητες στους τομείς: της ανάπτυξης της τοπικής κοινωνίας και μέσω της δημιουργίας των κατάλληλων υποδομών (75 παρ. Ι εδάφ. α΄), της ποιότητας ζωής και εύρυθμης λειτουργίας των πόλεων και πάλι μέσω της βελτίωσης των τεχνικών υποδομών (75 παρ. Ι εδάφ. γ΄, ιδίως γ1), της απασχόλησης ιδίως με την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας (75 παρ. Ι εδάφ. δ΄, ιδίως δ2). Περαιτέρω, έχουν υποχρέωση, κατ’ άρθρο 76 του Κ.Δ.Δ., «να οργανώνουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες, με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η επάρκεια, η ποιότητα και αποτελεσματικότητά τους, με στόχο την καλύτερη εξυπηρέτηση των κατοίκων», και κατ’ άρθρο 214 του Κ.Δ.Δ., να διασφαλίζουν «το δικαίωμα πρόσβασης όλων των δημοτών και κατοίκων, χωρίς διάκριση, στη χρήση των υπηρεσιών που παρέχουν …» και «την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης των δημοτών και κατοίκων στην πληροφόρηση»(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η δαπάνη για τη δημιουργία ασύρματου δικτύου στο Δήμο ......, προκειμένου να καλυφθούν, με τις δυνατότητες που παρέχει αυτό, περιοχές του Δήμου οι οποίες δεν καλύπτονται από το υφιστάμενο, δεν είναι νόμιμη, δεν είναι λειτουργική, ούτε εμπίπτει στους σκοπούς του Δήμου. Τούτο διότι, η άσκηση των αρμοδιοτήτων του Δήμου, όπως προκύπτουν από τον Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης στην πληροφόρηση, περιλαμβάνει προεχόντως τη δυνατότητα των δημοτών, αλλά και οποιουδήποτε άλλου ενδιαφερόμενου προσώπου, για ενημέρωση μέσω της επίσημης ιστοσελίδας του Δήμου, στην περίπτωση που υφίσταται, είτε μέσω οποιουδήποτε άλλου διαδικτυακού τόπου, όπως και την προώθηση νέων δικτυακών υπηρεσιών εξυπηρέτησης των δημοτών (ενδεικτικά: ενημέρωση, διακυβέρνηση, επιχειρείν, ιατρική, εκπαίδευση, εργασία, ψυχαγωγία, κ.λπ.). Από τις αρμοδιότητες αυτές, ωστόσο, δεν απορρέει υποχρέωση του Δήμου να καταβάλει τη δαπάνη σύνδεσης των δημοτών, είτε από κοινού είτε αυτοτελώς, στο διαδίκτυο και ειδικότερα τη δαπάνη για τον εξοπλισμό και την εγκατάσταση ασύρματης ή δομημένης καλωδίωσης για τη σύνδεση αυτή, καθώς τούτο συνιστά υποκατάστασή τους στη σύναψη ιδιωτικών εννόμων σχέσεων στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, ως καταναλωτικού αγαθού, που δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες των ο.τ.α., ούτε συνιστά τοπική υπόθεση. Εξάλλου, οι αντίθετοι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο 13969/13.6.2013 έγγραφο του Δήμου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, δεδομένου, άλλωστε, ότι ήδη στο Δήμο ...... αναπτύχθηκαν και λειτουργούν τοπικά ασύρματα δίκτυα σε σημεία ασύρματης ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο, στο πλαίσιο της συγχρηματοδοτούμενης Δράσης «Χρηματοδότηση Επιχειρήσεων για τη δημιουργία σημείων ασύρματης ευρυζωνικής πρόσβασης» (Μέτρο 4.2) του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Κοινωνία της Πληροφορίας» του Κ.Π.Σ. 2000-2006 (σχετ. η οικ. 12197/344/2004 Κοινή Υπουργική Απόφαση -Β, 444), στο πρώην (άρθρο 1 παρ. Α εδ. 30.7 ν. 2539/1997 -Α, 244) κοινοτικό, έπειτα (άρθρο 2 Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, ν. 3463/2006) τοπικό διαμέρισμα, ήδη (άρθρο 1 παρ. Α εδ. 30.4 και άρθρο 2 παρ. 1 και 2 ν. 3852/2010) Δημοτική Ενότητα ...... του Δήμ