×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/341/2006

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Αμοιβή πραγματογνώμονα ιατρού που διορίζεται από ποινικό δικαστήριο, ανακριτική ή εισαγγελική αρχή.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Επί εκκαθαρίσεως εκ μέρους του Υπουργού Δικαιοσύνης της αμοιβής ιατρού πραγματογνώμονα που διορίζεται από ποινικό δικαστήριο, ανακριτική ή εισαγγελική αρχή, ο εν λόγω Υπουργός δεν δεσμεύεται από τη σχετική πρόταση του αρμοδίου εισαγγελέως ως προς το ύψος της υπό εκκαθάριση αμοιβής, την οποία μπορεί να προσδιορίσει στα επίπεδα των προβλεπομένων αμοιβών για τους ιατρούς του Δημοσίου, εφ’ όσον η εισαγγελική πρόταση αφίσταται ως προς το προτεινόμενο ποσό αμοιβής από την προβλεπόμενη αμοιβή των ιατρών του Δημοσίου.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΚΛ.ΤΜ.7/77/2017

Καταβολή αμοιβής στον πολιτικό μηχανικό…, ο οποίος διορίστηκε πραγματογνώμονας στο πλαίσιο πολιτικής δίκης.(,,,)Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η δαπάνη είναι νόμιμη, διότι από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεν προκύπτει, παρά τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τον Επίτροπο, ότι η αμοιβή του πραγματογνώμονα που διορίζεται από το δικαστήριο, προκειμένου να διευκολύνει το έργο του σε θέματα που χρήζουν ειδικών τεχνικών ή επιστημονικών γνώσεων, καθορίζεται κατά δίκαιη κρίση από το τελευταίο, το δε άρθρο 219 του ίδιου Κώδικα, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 8 του β.δ. της 25ης Μαρτίου (6ης Απριλίου) του 1835 έχει καταργηθεί υπό την προγενέστερη διατύπωσή του. Συνεπώς, ορθώς εν προκειμένω το ύψος της αμοιβής ορίσθηκε αρχικώς από τον δικαιούχο πραγματογνώμονα, αποτέλεσε δε τελικά προϊόν διαπραγματεύσεων μεταξύ αυτού και του ενδιαφερόμενου Δήμου, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 7 του ν. 3919/2011, καθώς και αυτών του π.δ. 696/1974 περί των νομίμων, πλέον, αμοιβών των μηχανικών για την παροχή εργασίας. Λαμβάνοντας, μάλιστα, υπόψη τις διαδοχικές εκπτώσεις που επήλθαν στο αρχικώς καθορισθέν ποσό, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η καταβλητέα αμοιβή βρίσκεται εντός των ορίων που υπαγορεύουν οι αρχές της χρηστής διοίκησης και της συνετούς διαχείρισης του δημόσιου χρήματος και είναι εύλογη. 


ΝΣΚ/62/2020

Εργολαβικό δίκης σε απαλλοτρίωση. Υπολογισμός δικηγορικής αμοιβής.(...)Όταν στο εργολαβικό δίκης, για το οποίο πληρούνται οι διατυπώσεις του άρθρου 60 του ν. 4194/2013 και το οποίο έχει υπογραφεί μεταξύ του δικαιούχου της απαλλοτριώσεως και του πληρεξουσίου του δικηγόρου, συμφωνήθηκε αμοιβή του δικηγόρου σε ποσοστό % επί της αποζημίωσης που θα καθορισθεί από το Δικαστήριο ή εξωδίκως, πλέον της δικαστικής δαπάνης και τυχόν τόκων, την οποία ο δικαιούχος εκχωρεί στο δικηγόρο, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων θα πρέπει να παρακρατεί από τους δικαιούχους και να αποδίδει στο δικηγόρο ολόκληρο το συμφωνηθέν στο εργολαβικό ποσοστό δικηγορικής αμοιβής, πλέον του ποσού που καθορίστηκε από το Δικαστήριο ως δικαστική δαπάνη, εφόσον φυσικά αυτό το τελευταίο έχει κατατεθεί στο ΤΠΔ από τον υπέρ ού η απαλλοτρίωση και όχι να καταβάλλεται αυτό μειωμένο κατά την καθορισθείσα από το Δικαστήριο και παρακατατεθείσα από τον υπέρ ού η απαλλοτρίωση δικηγορική αμοιβή, που αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της δικαστικής δαπάνης (ομόφωνα).


ΕλΣυν.Τμ.1(ΚΠΕ)36/2016

ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΟΥ:Mη νόμιμη η καταβολή αμοιβής από ν.π.δ.δ. Δήμου σε ιατρό ειδικότητας γενικής ιατρικής, ως αμοιβή της για την παροχή ιατρικών υπηρεσιών στα μέλη του Κέντρου Ανοιχτής Προστασίας Ηλικιωμένων (Κ.Α.Π.Η.) του ιδίου Δήμου, σε εκτέλεση σχετικής σύμβασης μίσθωσης έργου, που συνήφθη δυνάμει του άρθρου 6 του ν. 2527/1997, καθόσον δεν είναι νόμιμη η ανωτέρω σύμβαση έργου, διότι η 31709/19.8.2014 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και η κατ’ επίκληση αυτής εκδοθείσα 61293/12762/19.9.2014 απόφαση του Αναπληρωτή Προϊσταμένου του Τμήματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Νομικών Προσώπων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, με την οποία εγκρίθηκε η πρόσληψη της ως άνω ιατρού, είναι νομικώς πλημμελής, καθότι δεν περιέχουν την προβλεπόμενη από την παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 2527/1997 (ΦΕΚ Α΄ 206/1997) αιτιολογία.(συγγνωστή πλάνη)


ΕΣ/ΤΜ.1/227/2009

Καταβολή δικηγορικής αμοιβής:..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν σε προηγούμενες νομικές σκέψεις, νομίμως ανέθεσε η Δημαρχιακή Επιτροπή ... την εντολή εκπροσώπησης του οικείου Δήμου κατά την εκδίκαση της ανωτέρω αγωγής σε δύο δικηγόρους ο ένας εκ των οποίων εκτός των άλλων θα νομιμοποιούσε την παράσταση του δεύτερου, μη διατελούντος στο Δικαστήριο που εκκρεμούσε η επίμαχη αγωγή. Και τούτο, εξ αιτίας αφενός των νομικών ιδιαιτεροτήτων που εμφάνιζε η εν λόγω υπόθεση (καθεστώς ακινήτων στις «…») και αφετέρου της μείζονος σπουδαιότητάς της για τα συμφέροντα του Δήμου καθόσον η επίδικη έκταση αποτελούσε τμήμα ευρύτερης δασικής έκτασης, παραχωρηθείσας για τη διανομή της σε ακτήμονες που συνορεύει με αιγιαλό, γεγονός που ενόψει και της αξίας της (τουλάχιστον 100.000 ευρώ κατά την αγωγή) καθιστούσε προδήλως σημαντική την διατήρηση της κυριότητας του Δήμου επ’ αυτής για την περαιτέρω αξιοποίησή της. Η διατήρηση δε του δασικού χαρακτήρα της επίδικης περιοχής άπτεται και του δημοσίου συμφέροντος ενώ η επαπειλούμενη ζημία του Δήμου σε περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής θα ήταν εξαιρετικά σημαντική. Άλλωστε, η σχετική απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής παρίσταται πλήρως αιτιολογημένη, δοθέντος ότι συσχετίζει τη σοβαρότητα της υπόθεσης με το περιεχόμενο της αγωγής στο περιεχόμενο της οποίας ρητώς παραπέμπει. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος διαφωνίας του Επιτρόπου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, η ελάχιστη νόμιμη αμοιβή των φερομένων ως δικαιούχων δικηγόρων, εφόσον το αντικείμενο της δίκης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., κατά την οποία εκπροσώπησαν τον εναγόμενο εντολέα τους, είναι αποτιμητό σε χρήμα (100.000, 00 ευρώ), υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ.2 του Κώδικα περί Δικηγόρων, ως ποσοστό επί της πραγματικής αξίας του αντικειμένου της αγωγής και όχι με βάση την ισχύουσα κατά τον κρίσιμο χρόνο 120867/30.12.2005 κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, η οποία, όπως προεκτέθηκε, καθορίζει την ελάχιστη νόμιμη αμοιβή των δικηγόρων όταν η αμοιβή αυτή δεν υπολογίζεται ποσοστιαία επί της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς. Κατ’ ακολουθία αυτών, οι εντελλόμενες με τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα δαπάνες για την καταβολή της αμοιβής των ανωτέρω δικηγόρων, οι οποίες δεν υπερβαίνουν την κατά τα ανωτέρω υπολογιζόμενη ελάχιστη νόμιμη αμοιβή αυτών για τη σύνταξη προτάσεων (100.000,00 Χ2%=2.000,00 ευρώ), είναι νόμιμες και επομένως, τα χρηματικά αυτά εντάλματα πρέπει να θεωρηθούν.


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/193/2018

ΠΑΡΟΧΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει ότι είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος διαφωνίας του Επιτρόπου περί παραγραφής των αξιώσεων του φερόμενου ως δικαιούχου για τις υπηρεσίες που παρείχε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου …, κατά τη δικάσιμο της 5.11.2008, και του Εφετείου .., κατά τη δικάσιμο της 22.2.2010, καθόσον κατά το χρόνο υποβολής, στις 6.4.2017, του από 27.3.2017 πίνακα αμοιβής του προς το Δήμο …, ώστε να εκκαθαριστεί και να ενταλματοποιηθεί η οικεία δαπάνη, δεν είχαν παραγραφεί οι εν λόγω αξιώσεις του που γεννήθηκαν από την συντέλεση της τελευταίας διαδικαστικής πράξης στη συγκεκριμένη δίκη, λαμβανομένης, όπως προαναφέρθηκε, στο σύνολό της, ανεξαρτήτως των βαθμών δικαιοδοσίας από τους οποίους διήλθε η επίδικη διαφορά, και η οποία, εν προκειμένω, είναι η ημερομηνία δημοσίευσης της 333/2016 απόφασης του Εφετείου .., δικάζοντος μετ’ αναίρεση, ήτοι η 17.2.2016. Επομένως, η πενταετής παραγραφή των αξιώσεων του φερόμενου ως δικαιούχου για το σύνολο της αμοιβής του άρχισε από το τέλος του έτους 2016, κατά το οποίο δημοσιεύθηκε η ως άνω απόφαση του Εφετείου .., ως τελευταίας διαδικαστικής πράξης της σχετικής δίκης, και δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι την έκδοση του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος. Περαιτέρω, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο δεύτερος λόγος διαφωνίας του Επιτρόπου περί της οφειλής μίας μόνο αμοιβής για την σύνταξη προτάσεων ενώπιον του Εφετείου κατά την συνεκδίκαση των τριών εφέσεων στις 22.2.2010, καθόσον ο φερόμενος ως δικαιούχος δικηγόρος έλαβε εντολή από το αρμόδιο όργανο του πρώην Δήμου … να εκπροσωπήσει το δήμο ενώπιον του Εφετείου .., όπου συνεκδικάστηκαν τρεις εφέσεις, ήτοι του εν λόγω δήμου, της αντιδίκου του δικηγόρου … και του Ελληνικού Δημοσίου, για την σύνταξη προτάσεων επί της καθεμίας των οποίων αυτός δικαιούται ξεχωριστή αμοιβή, σύμφωνα με την συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 101, 107, 110 και 111 του ν.δ. 3026/1954 «Κώδικα περί Δικηγόρων», που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, όπως προαναφέρθηκε.(..)Σε κάθε περίπτωση, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του φορέα να αμφισβητήσει την προταθείσα από το δικηγόρο αμοιβή, προσφεύγοντας στο αρμόδιο δικαστήριο για τον προσδιορισμό αυτής κατά δίκαιη κρίση, ως τέτοια, δε, θεωρείται η κρίση του ελευθέρως δικάζοντος εντός του σκοπού της ενοχής και δη της σύμβασης και εντός των συγκεκριμένων μεταξύ των μερών περιστάσεων (πρβλ. ΑΠ 675/2002, 393/2002). Αντίστοιχα, με τον τρόπο αυτό δίδεται η δυνατότητα στον εναγόμενο Δήμο να προβάλλει ενώπιον του δικαστηρίου την ένσταση του  άρθρου 281 παρ. 1 εδ. β΄ του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων και να ζητήσει, κατ’ επίκληση της οικονομικής κατάστασης αυτού, τη μείωση της αιτούμενης αμοιβής κατά το ήμισυ..(..)Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικο ένταλμα πληρωμής δαπάνη είναι νόμιμη και αυτό πρέπει να θεωρηθεί.


ΣΤΕ/2555/2004

Παροχή υπηρεσιών..:Επειδή, ως προς την παραδοχή ότι η αναιρεσείουσα παρέσχε και υπηρεσίες προς την ... άλλες από τις υπαγόμενες στο άρθρο 15 παρ. 8 του Ν.Δ. 3843/1958, η πλησσόμενη με την κρινόμενη αίτηση κρίση του διοικητικού εφετείου αιτιολογείται επαρκώς και χωρίς αντιστροφή βάρους αποδείξεως δι' αναφοράς στους όρους της μεταξύ των συναφθείσας συμβάσεως, όπως στον όρο της υποχρεώσεως για την εφαρμογή της αναδιαρθρώσεως του κεφαλαίου, και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Η περαιτέρω, όμως, κρίση του διοικητικού εφετείου, κατά την οποία το ήμισυ της ληφθείσας από την αναιρεσείουσα αμοιβής υπόκειται στον κατά την διάταξη αυτή τρόπο φορολογήσεως, ενώ το υπόλοιπο υπόκειται σε φόρο εισοδήματος κατά τις διατάξεις περί φορολογήσεως του εκ μονίμου εγκαταστάσεως στην Ελλάδα εισοδήματος αλλοδαπών εταιρειών, δεν είναι νόμιμη διότι, εφ’ όσον, κατά τα γενόμενα δεκτά, στην προκειμένη περίπτωση συμφωνήθηκε αμοιβή ενιαία, τόσο για την κατάρτιση μελετών οικονομικής φύσεως, όσο και για την εφαρμογή τους, το διοικητικό εφετείο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη 4, ώφειλε να αποβλέψει στον κύριο σκοπό στον οποίο απέβλεψαν τα συμβληθέντα μέρη και να κρίνει αν, κατά τον προέχοντα χαρακτήρα της, η σύμβαση αυτή αφορά την κατάρτιση μελετών ή την εφαρμογή τους και, επίσης, αν το κύριο τμήμα της αμοιβής κατεβλήθη για την κατάρτιση ή για την εφαρμογή της μελέτης, εν συνεχεία, δε, να υπαγάγει το σύνολο της αμοιβής της αναιρεσείουσας στον φόρο κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο φορολογήσεως. Για τον λόγο αυτό, του οποίου η εξέταση καθίσταται αναγκαία ως εκ του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αφορά τον κύριο φόρο, η δε υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεως κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος, στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/145/2018

ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΑΜΟΙΒΗΣ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη. Ειδικότερα, δεν είναι νόμιμη η παροχή εντολής εκπροσώπησης του Δήμου .. στο φερόμενο ως δικαιούχο δικηγόρο με απόφαση του Δημάρχου, καθόσον ελλείπει σχετική απόφαση έγκρισης της εν λόγω ανάθεσης από τη μόνη αρμόδια, σύμφωνα με το νόμο, να προβεί σε πρόσληψη δικηγόρου, Οικονομική Επιτροπή, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο πρώτο λόγο διαφωνίας του Επιτρόπου. Περαιτέρω, η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νομίμως εκκαθαρισμένη, καθόσον δεν υφίσταται έγκυρη σύμβαση παροχής δικηγορικών υπηρεσιών. Και τούτο, διότι δεν προηγήθηκε αιτιολογημένη κρίση του αποκλειστικώς αρμοδίου Δημοτικού Συμβουλίου περί του ευλόγου του ύψους της δικηγορικής αμοιβής μετά από συνεκτίμηση των ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, η οποία να συνιστά το προϊόν διαβούλευσης των συμβαλλομένων μερών. Επί της παραδοχής αυτής ουδεμία επιρροή ασκεί η κατάθεση του από 26.6.2017 πίνακα αμοιβής του φερόμενου ως δικαιούχου δικηγόρου, αφού το έγγραφο αυτό, ακόμα και υπό την εκδοχή ότι συνιστά έγγραφη πρόταση, αυτή κατατέθηκε μετά την παροχή των επίμαχων νομικών υπηρεσιών, καθως  και ενώπιον της οικονομικής υπηρεσίας του Δήμου για την εκκαθάριση και ενταλματοποίηση της οικείας δαπάνης και όχι ενώπιον της Οικονομικής Επιτροπής, η οποία, μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, δεν έλαβε καμία απόφαση για την ανάθεση της οικείας εντολής στο φερόμενο ως δικαιούχο. Επισημαίνεται ότι, ενόψει όσων ανωτέρω (στην σκέψη ΙΙ.Γ της παρούσας) έγιναν δεκτά, η πρόβλεψη του Κώδικα Δικηγόρων ότι στην περίπτωση που δεν προκύπτει η ύπαρξη έγκυρης έγγραφης συμφωνίας περί αμοιβής για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, ισχύουν οι οριζόμενες νόμιμες αμοιβές, έχει την έννοια ότι οι οριζόμενες νόμιμες αμοιβές ισχύουν όταν η αμοιβή για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών έχει εγκριθεί από το διοικητικό όργανο, αλλά η σχετική απόφαση και η σε εκτέλεση αυτής συμφωνία είναι νομικώς πλημμελής για άλλον λόγο και όχι στην περίπτωση που το στάδιο της διαπραγμάτευσης της αμοιβής απέβη ατελέσφορο, δηλαδή δεν προέκυψε συμφωνία των αντισυμβαλλόμενων ως προς το ουσιώδες στοιχείο της αμοιβής με την τήρηση της προσήκουσας διοικητικής διαδικασίας. Τέλος, η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη κανονική, καθόσον, όπως βασίμως διαλαμβάνει και η έκθεση διαφωνίας, η σχετική απόφαση ανάληψης υποχρέωσης λήφθηκε σε χρονικό σημείο (28.8.2017) μεταγενέστερο της παροχής των επίμαχων νομικών υπηρεσιών, κατά το μήνα Ιούνιο 2017, ενώ, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, στην υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη, η απόφαση αυτή έπρεπε να προηγείται χρονικά οποιασδήποτε σχετικής με την εν λόγω δαπάνη διοικητικής πράξης ή υλικής ενέργειας, δεδομένου ότι με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ο σκοπός του νόμου που συνίσταται στην, εκ των προτέρων, δέσμευση των αναγκαίων πιστώσεων και στην αποτροπή της διενέργειας δαπανών καθ’ υπέρβαση αυτών.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δαπάνη είναι μη νόμιμη και μη κανονική και αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί.


ΕΣ/ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜ/172/2019

Έλλειμμα στη διαχείριση Δήμου από δικηγορική αμοιβή:..επιδιώκεται η αναίρεση της 3940/2014 απόφασης του VIΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Με δεδομένα τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι : Α) Ο λόγος αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και πλημμελούς εφαρμογής των διατάξεων του ν.δ/τος  3026/1954 και του π.δ/τος 410/1995, υπό την ειδικότερη αιτίαση ότι  το δικάσαν  Τμήμα, μη νομίμως  δέχθηκε  ότι η δικηγορική  αμοιβή της αιτούσας μειώθηκε συννόμως με την …/2000 απόφαση του Εφετείου …, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι, το Τμήμα, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων διατάξεων, έκρινε ότι η αμοιβή της αναιρεσείουσας έπρεπε να καθοριστεί στο ύψος που ορίστηκε δεσμευτικά από το αρμόδιο δικαστήριο (Εφετείο …) κατά την εκδίκαση της ενώπιόν του υποβληθείσας διαφοράς. Περαιτέρω, σύμφωνα και όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 5 της παρούσας, αν και η αιτούσα εξαντλείται μόνο σε απλή επίκληση των διατάξεων του άρθρου 6   παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και του, κυρωθέντος μαζί με την ανωτέρω σύμβαση, άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, χωρίς καμία σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών που αντιστοιχούν προς τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της επικαλούμενης παραβίασης των εκ των διατάξεων αυτών προστατευόμενων δικαιωμάτων της, ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλομένη, ότι η καταβολή μίας μόνο αμοιβής και ειδικότερα αυτής που προσδιορίστηκε με την εφετειακή απόφαση, τόσο για τη διαδικασία του προσωρινού όσο και για τη διαδικασία του οριστικού καθορισμού της αποζημίωσης, καθόσον οι δύο αυτές διαδικασίες αφορούν τη διερεύνηση μίας και της αυτής διαφοράς, δεν αντίκειται στις ως άνω διατάξεις, διότι, σε κάθε περίπτωση, με βάση το ισχύον δίκαιο, δεν παραβιάζεται το δικαίωμά της σε έγκαιρη, ουσιαστική, αδιάβλητη και υπό διαδικαστικές εγγυήσεις δίκη, ενώ πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο, για τον καθορισμό προσωρινής τιμής μονάδος αποζημίωσης, δεν υπήρχε νόμιμη προσδοκία να ικανοποιηθεί δικαστικά το επικαλούμενο δικαίωμά της  για καταβολή σ’ αυτήν, για τις ίδιες παρεχόμενες υπηρεσίες διπλής αμοιβής, απορριπτομένων, ως αβασίμων, των σχετικών ισχυρισμών της. Εξάλλου, όπως έγινε δεκτό και στη σκέψη 5 της παρούσας, η αμοιβή που καθόρισε το Εφετείο … με την …/2000 απόφασή του ήταν και η μόνη δεσμευτική για τον εντολέα Δήμο, ελλείψει ειδικότερης προηγούμενης συμφωνίας των μερών.  Β) Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις 6 και 7 της παρούσας, ορθώς το Τμήμα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3274/2004  και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006 καθώς και του άρθρου 105 του ν. 4129/2013 Κ.Ν.Ελ.Συν., δοθέντος ότι, αφενός μεν η πληρωμή από δήμο αμοιβής δικηγόρου καθ’ υπέρβαση είτε των νομίμων ορίων του Κώδικα περί Δικηγόρων είτε της καθορισθείσας, από το αρμόδιο δικαστήριο, αμοιβής, ελλείψει μάλιστα προηγούμενης  ειδικής συμφωνίας, δεν προβλέπεται, ως είδος δαπάνης, που δύναται να νομιμοποιηθεί σύμφωνα τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3274/2004  και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006, αφετέρου δε οι   διατάξεις  του άρθρου 105 του ν. 4129/2013 Κ.Ν.Ελ.Συν. είναι, λόγω του ειδικού χαρακτήρα τους, στενώς ερμηνευτέες. Εξάλλου, η περιοριστική ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της τελευταία  ρύθμιση, χωρίς τη συμπερίληψη και των αχρεωστήτως λαβόντων, δεν έρχεται σε αντίθεση, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η αιτούσα, με την αρχή της ισότητας. Τούτο διότι, η καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη και επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες, αποκλείοντας τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση είτε με τη μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου, που δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, είτε με την μορφή επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων, που τελούν κάτω από διαφορετικές συνθήκες ή, αντίθετα, την διαφορετική μεταχείριση των ίδιων ή παρόμοιων καταστάσεων (βλ. Ε.Σ. ΟΛ. 2654, 1984/2013 κ.ά.). Εν προκειμένω, με τις διατάξεις  του άρθρου 105 του ν. 4129/2013 Κ.Ν.Ελ.Συν.  ρυθμίζονται ζητήματα της δημοσιονομικής ευθύνης των προσώπων (αιρετών οργάνων ή υπαλλήλων της οικονομικής διαχείρισής τους) που διενεργούν τη χρηματική διαχείριση των δήμων και αποκτούν έτσι την ιδιότητα του υπολόγου αυτής και την εντεύθεν ανωτέρω ειδική ευθύνη προς αναπλήρωση του διαπιστωθέντος στη διαχείρισή τους ελλείμματος, τα πρόσωπα δε αυτά δεν βρίσκονται σε ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες αλλά αποτελούν διαφορετική κατηγορία από τα πρόσωπα, όπως η αναιρεσείουσα, στα οποία διενεργήθηκε από τους υπολόγους αχρεώστητη πληρωμή και αποκτούν έτσι την ιδιότητα του αχρεωστήτως λαβόντος και την εντεύθεν ευθύνη επιστροφής των χρημάτων που έλαβαν αχρεωστήτως. Επομένως, δεν προκύπτει παραβίαση της αρχής της ισότητας, με τη μορφή της δυσμενούς διάκρισης, διότι η εφαρμογή της αρχής της ισότητας προϋποθέτει, όπως προεκτέθηκε, όμοιες συνθήκες, η προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω και, συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται ο σχετικός ισχυρισμός. Γ) Ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι αδυνατεί να επιστρέψει το καταλογισθέν σε βάρος της ποσό πρέπει να απορριφθεί, πρωτίστως, ως απαράδεκτος, καθόσον προτείνεται με το υπόμνημα, το πρώτον, κατ’ αναίρεση,   είναι δε σε κάθε περίπτωση αλυσιτελής καθόσον, αν ήθελε θεωρηθεί ότι η αιτούσα ισχυρίζεται ότι ο επίδικος καταλογισμός αντίκειται στην αρχή της χρηστής και εύρυθμης  διοίκησης, ως εκ της ιδιότητάς της, ως δικηγόρου, δεν μπορεί να θεωρηθεί καλόπιστη κατά την είσπραξη του ένδικου ποσού, προϋπόθεση που πρέπει να συντρέχει σωρευτικά με την οικονομική αδυναμία, προκειμένου το Δικαστήριο να οδηγηθεί σε παραδοχή του σχετικού λόγου (βλ. Ε.Σ. ΟΛ. 746, 747/2017 κ.ά.).  Κατ’ ακολουθίαν αυτών, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες που προβάλλονται με την ένδικη αίτηση, ορθώς δε ερμήνευσε και εφάρμοσε τις  διέπουσες την έννομη σχέση διατάξεις. Συνεπώς, η εν λόγω αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταπέσει το κατατεθέν παράβολο υπέρ του Δημοσίου


ΕΣ/Κλ.Τμ.1/286/2016

Καταβολή αμοιβής δικηγόρου (...) Μετά δε την έναρξη ισχύος του νέου Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), με τον οποίο καθιερώθηκε, κατά τα ανωτέρω, σύστημα συμβατικής ελευθερίας, το ποσό της αμοιβής του πληρεξούσιου δικηγόρου επιτρέπεται να ορίζεται τόσο ανώτερο, όσο και κατώτερο από τις αναφερόμενες στον Κώδικα αυτό αμοιβές (βλ. αιτιολογική έκθεση του Κώδικα και Ε.Σ. Πρ. Κλ. Πρ. Ελ. Δαπ. Ι Τμ.315/2014, πρβλ. Κλ. Ι Τμ. 65/2014). Σε περίπτωση δε που προηγηθεί έγγραφη συμφωνία περί της σχετικής αμοιβής προϋπόθεση εγκυρότητάς της συμφωνίας αυτής είναι η προηγούμενη τήρηση της διαγραφόμενης ανωτέρω διοικητικής διαδικασίας, ήτοι αιτιολογημένη απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου  για την ανάθεση της εντολής και αιτιολογημένη απόφαση του Δημοτικού συμβουλίου  για τον προσδιορισμό της αμοιβής, κατά παρέκκλιση, των νόμιμων αμοιβών που προβλέπονται από τον Κώδικα των Δικηγόρων.  Σημειώνεται δε ότι η  τήρηση της διαδικασίας των παραπάνω διατάξεων είναι υποχρεωτική και δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τη σύνταξη και υπογραφή αντίστοιχου ιδιωτικού συμφωνητικού. Τούτο διότι, η συμβατική δράση των Ο.Τ.Α. διέπεται από την αρχή της νομιμότητας και όχι από τον κανόνα της συμβατικής ελευθερίας του άρθρου 361 Α.Κ. (πρβλ. Ε.Σ. Πρ. Κλ. Πρ. Ελ. Δαπ. Ι Τμ. 65/2014, ΙV Τμ. 124/2007, 97/2009, Ι Τμ. 242/2009). Στο πλαίσιο δε της προμνησθείσας διοικητικής διαδικασίας ναι μεν η αμοιβή του εντολοδόχου δικηγόρου εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δημοτικού Συμβουλίου, πλην όμως, η άσκηση αυτής ελέγχεται από το Δικαστήριο τούτο ως προς την υπέρβαση των άκρων ορίων της, δηλαδή ως προς την υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου της δαπάνης, το οποίο κρίνεται αναλόγως των ειδικών περιστάσεων και επιβάλλει την επιλογή όχι απλώς των πρόσφορων αλλά των απολύτως αναγκαίων μέσων για την θεραπεία της λειτουργικής ανάγκης του οικείου φορέα (πρβλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 15/2012, IV Τμ. 71/2012, 235, 167, 85/2010, 162, 147, 39/2009). (...)

Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν το Κλιμάκιο κρίνει ότι:Α.  Η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη είναι μη κανονική, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τον Επίτροπο με τον πρώτο λόγο διαφωνίας, διότι η σχετική δαπάνη δεν είχε αναληφθεί νομίμως εντός του έτους 2015, οπότε παρασχέθηκαν οι επίμαχες υπηρεσίες, καθόσον δεν είχε εκδοθεί από τον Δήμο η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 1 και 2 του ν.2362/1995, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 21 του ν.3871/2010, και του π.δ/τος 113/2010 απόφαση ανάληψης υποχρέωσης, η οποία εκδόθηκε το πρώτον στις 27.1.2016 κατά τα ανωτέρω.  Β.  Περαιτέρω, ναι μεν μη νόμιμα προσδόθηκε αναδρομική ισχύς, ήτοι από 19.3.2014, στη σύμβαση καθορισμού της αμοιβής του φερόμενου ως δικαιούχου πληρεξούσιου δικηγόρου, η οποία συνήφθη μεταξύ των μερών στις 29.8.2014, ωστόσο ο σχετικό λόγος διαφωνίας είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, δεδομένου ότι η επίμαχη σύμβαση ισχύει για το εντεύθεν της υπογραφής της χρονικό διάστημα, ενώ αυτή υπογράφηκε πριν από την εκτέλεση της παροχής των επίμαχων υπηρεσιών, για τις οποίες καταβάλλεται η αμοιβή με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα.  Γ. Περαιτέρω, και αναφορικά με το ύψος της συμφωνηθείσας αμοιβής στο ποσό των έξι χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και ογδόντα έξι λεπτά (6.372,86 €), συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. 23%, και ενόψει του ότι το εύλογο η μη αυτής κρίνεται με βάση τον χρόνο κατάρτισης της σχετικής εργολαβίας δίκης και των οικονομικών συγκυριών, που ίσχυαν κατά τον χρόνο αυτό, το Κλιμάκιο άγεται στην κρίση ότι ο λόγος διαφωνίας του Επιτρόπου παρίσταται βάσιμος, διότι η δαπάνη αυτή δεν είναι νομίμως εκκαθαρισμένη (...)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι κανονική ούτε νόμιμη, κατά μερική παραδοχή του πρώτου και του τρίτου λόγου διαφωνίας, και, επομένως, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δεν πρέπει να θεωρηθεί. 


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/204/2017

ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΑΜΟΙΒΗΣ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:..Με δεδομένα τα ανωτέρω, το Κλιμάκιο άγεται στην κρίση ότι η εντελλόμενη με τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα δαπάνη δεν είναι νόμιμη. Ειδικότερα, δεν είναι νομίμως εκκαθαρισμένη, καθόσον ελλείψει οποιασδήποτε απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου σχετικά με τον προσδιορισμό της δικηγορικής αμοιβής, δεν υφίσταται έγκυρη σύμβαση παροχής δικηγορικών υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος διαφωνίας παρίσταται βάσιμος, αν και με εν μέρει διάφορη αιτιολογία, δεδομένου ότι κατά τα εκτιθέμενα στις προηγούμενες σκέψεις, οι διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων σχετικά με τις κατ’ αποκοπή αμοιβές τυγχάνουν εφαρμογής ελλείψει συμφωνίας, όχι σε περίπτωση που η σχετική συμφωνία, στην οποία φέρεται να συμβάλλεται Δήμος, δεν έχει συμφωνηθεί εγκύρως. Ομοίως βάσιμος παρίσταται και ο δεύτερος λόγος διαφωνίας, δεδομένου ότι με τα εκτιθέμενα στις οικείες αποφάσεις της Οικονομικής Επιτροπής σχετικά με τη σοβαρότητα και τη σπουδαιότητα των υποθέσεων, την ιδιαίτερη σημασία τους για τα συμφέροντα του Δήμου και τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις για την αντιμετώπισή τους, επαναλαμβάνονται οι νομοθετικοί ορισμοί, χωρίς, ωστόσο, εξειδίκευση των ανωτέρω αόριστων εννοιών, ώστε από τις συντρέχουσες περιστάσεις να τεκμηριωθεί η ανάγκη ανάθεσης των υποθέσεων κατ’ εξαίρεση της υπηρετούσας με πάγια έμμισθη εντολή στο Δήμο δικηγόρου. Ακόμα δε και ως προς την τελευταία γίνεται αόριστη επίκληση του φόρτου εργασίας της από τις υποθέσεις και θέματα που έπρεπε να χειρίζεται, χωρίς αναφορά περαιτέρω συγκεκριμένων στοιχείων σχετικά με τις εργασίες που όφειλε να διεκπεραιώσει κατά το κρίσιμο διάστημα, το οποίο εκκίνησε από την κοινοποίηση των προσφυγών στο Δήμο, το αργότερο δε από την έκδοση της από 21.11.2016 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής, με την οποία αποφασίστηκε το πρώτον η ανάθεση των υποθέσεων κατά ειδική εντολή, εκτάθηκε δε μέχρι την εκδίκαση των υποθέσεων κατά το Μάρτιο έτους 2017, διάστημα το οποίο κρίνεται επαρκές για το χειρισμό των υποθέσεων αυτών, οι οποίες, ανεξάρτητα από τον αριθμό τους, είχαν ενιαίο αντικείμενο, είτε σε επίπεδο επίτευξης συμβιβασμού είτε σε επίπεδο οριοθετημένης από τους λόγους των προσφυγών αντιδικίας. Επομένως, η απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής, με την οποία αποφασίστηκε η ανάθεση των υποθέσεων κατ’ εξαίρεση της υπηρετούσας με μηνιαία αντιμισθία δικηγόρου παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη, συνακόλουθα στερείται αιτιολογίας και η περαιτέρω ανάθεσή τους σε δεύτερο δικηγόρο, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με το δεύτερο λόγο άρνησης θεώρησης του χρηματικού εντάλματος 52/17. Το γεγονός ότι ο ογκώδης φάκελος για την προετοιμασία των υποθέσεων παραδόθηκε μία εβδομάδα πριν από τη μετ’ αναβολή δικάσιμο, κατά τα προβαλλόμενα με το 17490/21.6.2017 έγγραφο του Δημάρχου, αβασίμως προβάλλεται, διότι είχε προηγηθεί τουλάχιστον μία δικάσιμος, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση των υποθέσεων, ενώ η σχετική απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής είχε ληφθεί από τις 21.11.2016, επομένως, ενέπιπτε στο πεδίο δράσης και αναγόταν στη σφαίρα ευθύνης των συμβαλλομένων να οργανώσουν εγκαίρως τον εσωτερικό χειρισμό των υποθέσεων και την προετοιμασία τους. Ο ισχυρισμός ότι η δικηγορική αμοιβή που εντέλλεται με το χρηματικό ένταλμα 52/17, δεν αντιστοιχεί σε πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση του Δήμου, προβάλλεται αλυσιτελώς, διότι ελλείψει απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου σχετικά με το ύψος της αμοιβής, και, ως εκ τούτου νόμιμης απόφασης ανάθεσης των υποθέσεων, μη νομίμως καταβάλλεται οποιαδήποτε δαπάνη με αιτιολογία αμοιβές νομικών για τις ως άνω υποθέσεις, πέραν δε τούτου, το ποσό που εντέλλεται ως αμοιβή σε δεύτερο δικηγόρο δεν ευρίσκει ευθέως έρεισμα ούτε καν στο οικείο συμφωνητικό, βάσει των ποσών κατά υπόθεση που αναφέρονται στο τελευταίο, διότι, λαμβανομένων υπόψη των τιμολογίων παροχής υπηρεσιών και του συνόλου των γραμματίων προκαταβολής δεν καθίσταται δυνατή η τεκμηρίωση της δαπάνης, αντίθετα προκαλείται ασάφεια όσον αφορά την ταυτότητα και τον αριθμό των υποθέσεων για τις οποίες οι ως άνω δικηγόροι παραστάθηκαν και για τις οποίες ακριβώς κατατέθηκαν υπομνήματα ή και προσθήκη - αντίκρουση. Ο ισχυρισμός ότι η δικηγορική αμοιβή θα ήταν ίδια ανεξάρτητα από τον αριθμό των δικηγόρων, παρίσταται παντελώς υποθετικός, ως εκ τούτου απορριπτέος ως αβάσιμος, ομοίως απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός σχετικά με τα ποσά των δικηγορικών αμοιβών επί υποθέσεων αποτιμητών σε χρήμα, ελλείψει απόφασης του αποκλειστικά αρμόδιου Δημοτικού Συμβουλίου. Οι ισχυρισμοί σχετικά με τη χρονοχρέωση, προβάλλονται αλυσιτελώς ελλείψει της κρίσιμης απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου, αλλά και αναποδείκτως, δεδομένου ότι από κανένα έγγραφο ούτε από την πρόταση των δικηγόρων προκύπτει τέτοιος υπολογισμός. Τέλος, δεν ασκούν επιρροή στη νομιμότητα της δαπάνης, οι ισχυρισμοί σχετικά με τη δυνατότητα των ίδιων ως άνω δικηγόρων να επιδιώξουν ενδίκως την επιδίκαση της αμοιβής που δικαιούνται, προκαλώντας πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση στο Δήμο.