ΝΣΚ/40/2016
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Ύπαρξη ή μη υποχρέωσης του Υπουργού Οικονομικών για την ανάθεση της εκπόνησης ειδικής οικονομικής μελέτης του ν. 3371/2005, σχετικά με την επιβάρυνση της Τράπεζας Πειραιώς, από την κάλυψη της δαπάνης του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ), εξ αιτίας προγράμματος οικειοθελούς αποχώρησης του προσωπικού της.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Δεν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση γνωμοδότησης του Ν.Σ.Κ. επί ερωτήματος της Διοίκησης, που αφορά στη νομική αξιολόγηση επιστολής Υπουργού, όταν δεν παρατίθενται στο ερώτημα συγκεκριμένο ιστορικό και ειδικότεροι νομικοί προβληματισμοί (ομοφ.).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/398/2021
Δημοσιονομική διόρθωση.ζητείται η ακύρωση: α) της 40790/14.4.2015 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης με ανάκτηση του Υπουργού Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, β) της 40786/14.4.2015 απορριπτικής απόφασης του ίδιου ως άνω Υπουργού επί των αντιρρήσεων της εκκαλούσας και γ) κάθε άλλης συναφούς με αυτές πράξεις της Διοίκησης. Με βάση αυτά, δεν δύναται να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η ασθένεια που έπληξε τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής κατέστησε αδύνατη την ολοκλήρωση της επένδυσης εκ μέρους της εκκαλούσας, καθόσον αυτή δεν λειτουργούσε ως ατομική επιχείρηση, ήτοι απολύτως εξαρτώμενη από ένα και μόνο φυσικό πρόσωπο, αλλά με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας, διοικούμενης από συλλογικό όργανο. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας περί απροσδόκητης άρνησης της Τράπεζας .... να την δανειοδοτήσει, με αποτέλεσμα να υποστεί η ίδια μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση από εκείνη, την οποία είχε εκτιμήσει κατά το χρόνο υποβολής της πρότασης ένταξης του επενδυτικού της σχεδίου στο πρόγραμμα ενίσχυσης, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αβάσιμος, διότι η αντιμετώπιση οικονομικών προβλημάτων από μία επιχείρηση δεν εμπίπτει στην έννοια της ανωτέρας βίας, στην οποία ανήκουν περιστάσεις ξένες προς τη βούληση και εκτός της σφαίρας επιρροής της, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν, όση επιμέλεια και αν είχε καταβληθεί, αλλά στην έννοια του συνήθους επιχειρηματικού κινδύνου, που συνήθως αναλαμβάνουν οι οικονομικοί φορείς (πρβλ. ΕΣ I Tμ. 264/2018, 444/2016, 2445/2011). Τέλος, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της εκκαλούσας περί συνδρομής στο πρόσωπό της λόγου ανωτέρας βίας, ο οποίος συνίσταται στην απόρριψη του αιτήματος χορήγησης παράτασης προθεσμίας για την ολοκλήρωση του επενδυτικού της σχεδίου. Τούτο δε διότι, αφενός μεν κατά το χρόνο που υπέβαλε το ως άνω αίτημα, είχε ήδη παρέλθει η συμβατική αλλά και η νόμιμη προθεσμία, εντός της οποίας θα μπορούσε να έχει υποβάλει αίτημα τροποποίησης της σύμβασης ως προς την προθεσμία ολοκλήρωσης του προγράμματος και αφετέρου διότι ουδέν απρόβλεπτο και αιφνίδιο γεγονός ενυπάρχει στην απόρριψη του εν λόγω αιτήματος της, καθόσον αυτή ήταν απόρροια απλής εφαρμογής των διατάξεων.5. Τέλος, και ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης περί μη τήρησης κατά τη διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον τηρήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση η προβλεπόμενη στο άρθρο 11 της 14053/ΕΥΣ1749/27.3.2008 (Β΄ 540) υπουργικής απόφασης διαδικασία. Ειδικότερα, η εκκαλούσα κλήθηκε με την 1977/26.8.2014 επιστολή απαίτησης χρημάτων του Ε.Φ.Δ., η οποία προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, να υποβάλει γραπτώς αντιρρήσεις εντός δεκαπενθήμερης προθεσμίας, στην υποβολή των οποίων άλλωστε προέβη κατ’ ενάσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου ως άνω δικαιώματος. Και τούτο, παρά το αντικειμενικό και αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η επικείμενη σε βάρος της έκδοση δυσμενούς διοικητικής πράξης ερείδετο επί αμιγώς αντικειμενικών προϋποθέσεων, δηλαδή τη διαπίστωση της μη ολοκλήρωσης της επίμαχης επένδυσης εντός των νομίμων προθεσμιών, η οποία προέκυψε από τον διενεργηθέντα διοικητικό έλεγχο.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη προβαλλομένου άλλου λόγου, το Τμήμα κρίνει ότι η έφεση αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, το δε καταβληθέν παράβολο να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 73 παρ. 4 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο).
ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ)/172/2012
(...) Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η ένσταση της εταιρείας «.....» ασκήθηκε εμπρόθεσμα στις 27.9.2010, δεδομένου του ότι η πενθήμερη προθεσμία, που προβλέπεται από το άρθρο 4 παρ. 4.1. θ΄ της διακήρυξης για την άσκησή της, άρχισε την επομένη ημέρα από την κοινοποίηση του πρακτικού της Επιτροπής του Διαγωνισμού, ήτοι στις 22.9.2010 και έληξε, όχι στις 26.9.2010, που συνέπιπτε με αργία, δηλαδή την Κυριακή, αλλά στις 27.9.2010, δηλαδή την επόμενη εργάσιμη ημέρα που ήταν η Δευτέρα. Συνεπώς ο σχετικός λόγος διαφωνίας του Επιτρόπου παρίσταται αβάσιμος. Περαιτέρω, oι σχετικές διατάξεις, του άρθρου 23.2.3 της διακήρυξης, που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη, δεν επιβάλλουν, και μάλιστα επί ποινή απαραδέκτου της προσφοράς, την σύνταξη της υπεύθυνης δήλωσης με αναγραφή της ημερομηνίας και στην πίσω όψη αυτής όταν συνεχίζεται εκεί λόγω έλλειψης διαθέσιμου χώρου η αρίθμηση των δικαιολογητικών, για τα οποία δηλώνεται ότι είναι ακριβή φωτοαντίγραφα των πρωτοτύπων. Άλλωστε, η ως άνω αναγραφή της ημερομηνίας δεν απαιτείται ούτε και από το ίδιο το έντυπο της υπεύθυνης δήλωσης, το οποίο ως προς τον τύπο και το περιεχόμενο έχει συνταχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της απόφασης ΔΙΑΔΠ/Α1/18368/ 25.9.2002 του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης («Καθορισμός του τύπου και του περιεχομένου της υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του ν. 1599/1986», Β΄ 1276) – τούτο δε ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η διακήρυξη δεν παραπέμπει σ΄ αυτήν- καθόσον στην παραπομπή (4), που βρίσκεται στην μπροστινή όψη αυτού (του εντύπου), ορίζεται ότι «σε περίπτωση ανεπάρκειας χώρου η δήλωση συνεχίζεται στην πίσω όψης της και υπογράφεται από τον δηλούντα». Ως εκ τούτου, μη νομίμως έγινε δεκτή από τη Δημαρχιακή Επιτροπή η ως άνω ένσταση της φερόμενης ως δικαιούχου του κρινόμενου χρηματικού εντάλματος εταιρείας και αποκλείστηκε ο πρώτος μειοδότης ..... κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τον Επίτροπο. Το γεγονός δε ότι ο πρώτος μειοδότης δεν αμφισβήτησε την παραπάνω απόφαση δεν αναιρεί την εντοπισθείσα ουσιώδη νομική πλημμέλεια της διαγωνιστικής διαδικασίας, καθόσον αυτή διέπεται από την αρχή της τυπικότητας καθώς και τις κανονιστικές διατάξεις της επίμαχης διακήρυξης, και συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός του Δήμου είναι αβάσιμος. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του Δήμου ότι ο αποκλεισμός του πρώτου μειοδότη στηρίχθηκε σε μια νομικά υποστηρίξιμη ερμηνευτική εκδοχή της κρίσιμης διάταξης της διακήρυξης, που υιοθετήθηκε από τα όργανά του, είναι επίσης αβάσιμος, καθόσον, ανεξαρτήτως του ότι οι όροι της διακήρυξης καθορίστηκαν και εγκρίθηκαν από την ίδια τη Δημαρχιακή Επιτροπή, οι διατάξεις της σχετικά με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και τον τύπο αυτών ήταν σαφείς και δεν άφηναν περιθώριο ερμηνείας κατά το δοκούν, τούτο δε και ενόψει των αρχών της τυπικότητας, της ισότητας και της διαφάνειας που διέπουν τη διαδικασία σύναψης των δημοσίων συμβάσεων. Περαιτέρω, το γεγονός ότι έχει τελειώσει το 70% του έργου, όπως διατείνεται ο Δήμος, δεν ασκεί επιρροή αναφορικά με τη νομιμότητα της δαπάνης, στην εξέταση της οποίας και μόνο περιορίζεται το Κλιμάκιο κατά την παρούσα διαδικασία και δε δύναται να αποτελέσει αυτοτελές έρεισμα για τη θεώρηση του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος πληρωμής (βλ. Ελ.Συν. πραξ. VII Τμ/ 215/2008, 273/2010, 17, 228/2011). Τέλος, ο ισχυρισμός του Δήμου ότι ενήργησε με την πεποίθηση ότι η διαγωνιστική διαδικασία ήταν νόμιμη και ότι οι πλημμέλειες δεν οφείλονται σε πρόθεση καταστρατήγησης των αρχών της διαφάνειας της ίσης μεταχείρισης, αλλά σε συγγνωστή πλάνη των οργάνων του, είναι απορριπτέος, καθόσον δεν προκύπτουν οι ειδικότεροι εκείνοι λόγοι, για τους οποίους δημιουργήθηκε στα αρμόδια όργανα του Δήμου εύλογα η πεποίθηση ότι ήταν νόμιμος ο αποκλεισμός του πρώτου μειοδότη, ενόψει τόσο των σαφών διατάξεων της διακήρυξης, όσο και της εμπεριστατωμένης αντίθετης γνωμοδότησης της Επιτροπής του Διαγωνισμού.