Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/398/2021

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3614/2007

Δημοσιονομική διόρθωση.ζητείται η ακύρωση: α) της 40790/14.4.2015 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης με ανάκτηση του Υπουργού Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, β) της 40786/14.4.2015 απορριπτικής απόφασης του ίδιου ως άνω Υπουργού επί των αντιρρήσεων της εκκαλούσας και γ) κάθε άλλης συναφούς με αυτές πράξεις της Διοίκησης. Με βάση αυτά, δεν δύναται να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η ασθένεια που έπληξε τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής κατέστησε αδύνατη την ολοκλήρωση της επένδυσης εκ μέρους της εκκαλούσας, καθόσον αυτή δεν λειτουργούσε ως ατομική επιχείρηση, ήτοι απολύτως εξαρτώμενη από ένα και μόνο φυσικό πρόσωπο, αλλά με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας, διοικούμενης από συλλογικό όργανο. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας περί απροσδόκητης άρνησης της Τράπεζας .... να την δανειοδοτήσει, με αποτέλεσμα να υποστεί η ίδια μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση από εκείνη, την οποία είχε εκτιμήσει κατά το χρόνο υποβολής της πρότασης ένταξης του επενδυτικού της σχεδίου στο πρόγραμμα ενίσχυσης, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αβάσιμος, διότι η αντιμετώπιση οικονομικών προβλημάτων από μία επιχείρηση δεν εμπίπτει στην έννοια της ανωτέρας βίας, στην οποία ανήκουν περιστάσεις ξένες προς τη βούληση και εκτός της σφαίρας επιρροής της, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν, όση επιμέλεια και αν είχε καταβληθεί, αλλά στην έννοια του συνήθους επιχειρηματικού κινδύνου, που συνήθως αναλαμβάνουν οι οικονομικοί φορείς (πρβλ. ΕΣ I Tμ. 264/2018, 444/2016, 2445/2011). Τέλος, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της εκκαλούσας περί συνδρομής στο πρόσωπό της λόγου ανωτέρας βίας, ο οποίος συνίσταται στην απόρριψη του αιτήματος χορήγησης παράτασης προθεσμίας για την ολοκλήρωση του επενδυτικού της σχεδίου. Τούτο δε διότι, αφενός μεν κατά το χρόνο που υπέβαλε το ως άνω αίτημα, είχε ήδη παρέλθει η συμβατική αλλά και η νόμιμη προθεσμία, εντός της οποίας θα μπορούσε να έχει υποβάλει αίτημα τροποποίησης της σύμβασης ως προς την προθεσμία ολοκλήρωσης του προγράμματος και αφετέρου διότι ουδέν απρόβλεπτο και αιφνίδιο γεγονός ενυπάρχει στην απόρριψη του εν λόγω αιτήματος της, καθόσον αυτή ήταν απόρροια απλής εφαρμογής των διατάξεων.5. Τέλος, και ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης περί μη τήρησης κατά τη διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον τηρήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση η προβλεπόμενη στο άρθρο 11 της 14053/ΕΥΣ1749/27.3.2008 (Β΄ 540) υπουργικής απόφασης διαδικασία. Ειδικότερα, η εκκαλούσα κλήθηκε με την 1977/26.8.2014 επιστολή απαίτησης χρημάτων του Ε.Φ.Δ., η οποία προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, να υποβάλει γραπτώς αντιρρήσεις εντός δεκαπενθήμερης προθεσμίας, στην υποβολή των οποίων άλλωστε προέβη κατ’ ενάσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου ως άνω δικαιώματος. Και τούτο, παρά το αντικειμενικό και αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η επικείμενη σε βάρος της έκδοση δυσμενούς διοικητικής πράξης ερείδετο επί αμιγώς αντικειμενικών προϋποθέσεων, δηλαδή τη διαπίστωση της μη ολοκλήρωσης της επίμαχης επένδυσης εντός των νομίμων προθεσμιών, η οποία  προέκυψε από τον διενεργηθέντα διοικητικό έλεγχο.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη προβαλλομένου άλλου λόγου, το Τμήμα κρίνει ότι η έφεση αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, το δε καταβληθέν παράβολο να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 73 παρ. 4 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο).


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/610/2021

Δημοσιονομική διόρθωση ποσού..Το επενδυτικό σχέδιο της εκκαλούσας ολοκληρώθηκε στις 20.8.2009 και, συνακόλουθα, η υποχρέωση αυτής να μη μεταβάλει τη χρήση της ενισχυόμενης επένδυσης για χρονικό διάστημα πέντε ετών μετά την ολοκλήρωσή της, σύμφωνα με το άρθρο 8 περ. Γ της απόφασης έγκρισης του επενδυτικού της σχεδίου, καθώς και την αντίστοιχη πρόβλεψη του Οδηγού Εφαρμογής (άρθρο 8 παρ. 8), αφορoύσε στο διάστημα από 20.8.2009 έως 20.8.2014. Η ίδια, με την εκούσια υπαγωγή της στο ενισχυόμενο καθεστώς, είχε συμφωνήσει για την τήρηση της υποχρέωσης αυτής, την οποία και γνώριζε. Άλλωστε, όχι μόνο οι σχετικές ελεγκτικές διαπιστώσεις ανάγονται σε χρονικό διάστημα εντός της κρίσιμης πενταετίας τήρησης των μακροχρόνιων υποχρεώσεων της εκκαλούσας, αλλά και ο ίδιος ο έλεγχος – οι διαπιστώσεις του οποίου συνιστούν την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης – διενεργήθηκε από 17 έως 21.3.2014, ήτοι σε χρονικό διάστημα εντός της κρίσιμης πενταετίας από την ολοκλήρωση του επενδυτικού σχεδίου της εκκαλούσας. Συνακόλουθα, ο σχετικώς προβληθείς λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/499/2021

Ενίσχυση τουριστικών δραστηριοτήτων.Δημοσιονομική διόρθωση...Επίσης, προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη στερείται νόμιμου ερείσματος διότι, μη νομίμως εξέλαβε ότι η εκκαλούσα είχε την υποχρέωση να παράγει ικανά έσοδα από την επένδυση για διάστημα πέντε ετών από την πιστοποίηση της ολοκλήρωσής της, ενώ, αντιθέτως, αρκούσε, μετά το στάδιο υλοποίησης του επενδυτικού σχεδίου, μόνο η ετοιμότητα της επιχείρησης για προσφορά υπηρεσιών χωρίς να απαιτείται και κερδοφορία της επιχείρησης για το χρονικό αυτό διάστημα. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο έλεγχος ήταν ότι η επιχείρηση της εκκαλούσας δεν λειτούργησε, ως όφειλε, κατά το χρονικό διάστημα της πενταετίας κατά το οποίο είχε αναλάβει μακροχρόνιες υποχρεώσεις, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις και την απόφαση έγκρισης του επενδυτικού σχεδίου. Το συμπέρασμα δε αυτό προέκυψε, μεταξύ άλλων, από την έλλειψη επισκεψιμότητας που αναίρεσε κατ΄ουσιάν τον σκοπό της επένδυσης (βλ. άρθρο 3 παρ.3.2. του οδηγού εφαρμογής), όπως καταδείχθηκε, με πρόσφορο τρόπο από την παντελή έλλειψη εσόδων και την μη έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, για το χρονικό διάστημα που τελικώς ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού της ανάκτησης (48,5 μήνες από τους 60 μήνες), το οποίο (διάστημα) είναι κατ΄αρχήν αρκούντως επαρκές, προκειμένου να στηρίξει το συμπέρασμα αυτό, λαμβανομένου υπόψη ότι η ύπαρξη πελατών στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις είναι συνυφασμένη με τη λειτουργία τους (Ι Τμ. 263/2018). Εξάλλου, η υλοποίηση του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου του χρηματοδοτούμενου έργου και η διατήρηση της λειτουργικής ετοιμότητας σηματοδοτεί μεν την έναρξη των μακροχρόνιων υποχρεώσεων αλλά δεν αποτελεί απόδειξη τήρησης αυτών, όπως δεν αποτελεί απόδειξη και η εκπλήρωση άλλων υποχρεώσεων του λήπτη της ενίσχυσης, που προβλέπονται από την φορολογική και τουριστική νομοθεσία (δήλωση έναρξης εργασιών, τήρηση βιβλίων και στοιχείων, λήψη σήματος ΕΟΤ κτλ). Εξάλλου, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι το ανωτέρω συμπέρασμα του ελέγχου καταρρίπτεται από την παραδοχή ότι κατά το από 30.9.2011 έως 1.10.2012 χρονικό διάστημα η επιχείρηση βρισκόταν σε λειτουργία, αφού τούτο προϋποθέτει αφενός την ύπαρξη προπαρασκευαστικών ενεργειών (και συνεπώς λειτουργική ετοιμότητα) προ της πρώτης ημερομηνίας, αφετέρου τη συνέχιση της λειτουργίας της για ικανό διάστημα μετά τη δεύτερη ημερομηνία, δεν αρκεί προκειμένου να κλονίσει την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η προσβαλλόμενη πράξη, προκειμένου να στηρίξει την κρίση της περί μη λειτουργίας της επένδυσης για χρονικό διάστημα 48,5 μηνών συνεκτίμησε, πέραν της παντελούς έλλειψης εσόδων, το γεγονός ότι η έναρξη λειτουργίας αυτής, κατά παράβαση της παρ. Γ του άρθρου 8 της απόφασης έγκρισης, έλαβε χώρα την 1.7.2010, δηλαδή μετά από 1,5 χρόνο περίπου από την έναρξη της πενταετίας των μακροχρόνιων υποχρεώσεών της και ότι εκτός της αναφοράς των δύο προαναφερομένων ΑΠΥ στο Ε3 της επιχείρησης, κανένα άλλο στοιχείο δεν προσκομίστηκε στον έλεγχο, που να αποδεικνύει οποιαδήποτε επιχειρηματική δραστηριότητα κατά το διάστημα αυτό είτε σε επίπεδο εκμίσθωσης δωματίων, είτε σε επίπεδο προπαρασκευαστικών ενεργειών, όπως λ.χ. το βιβλίο πόρτας ή πρόσληψη προσωπικού ή καταβολή εξόδων συντήρησης τουριστικής μονάδας.


ΝΣΚ/305/2016

Υπαγωγή εταιρείας στις διατάξεις του ν. 3299/2004, για την ενίσχυση επενδυτικού της σχεδίου - Δυνατότητα ανάκλησης της σχετικής απόφασης.(...) Τυχόν ανάκληση της απόφασης περί υπαγωγής της επένδυσης στις διατάξεις του ν. 3299/2004, ενόψει των πραγματικών δεδομένων του ερωτήματος, ανεξαρτήτως της παρέλευσης ή μη του ευλόγου χρόνου προς τούτο, και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η επένδυση έχει ήδη ολοκληρωθεί (ημερομηνία πιστοποίησης της επένδυσης και έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας από Κ.Ο.Ε. στις 18.01.2012), θα παραβίαζε τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, καθόσον η υπηρεσία με σειρά ενεργειών της και για μεγάλο χρονικό διάστημα δημιούργησε στον ενδιαφερόμενο την πεποίθηση ότι η υπαγωγή της εν λόγω επένδυσης στον ως άνω νόμο δεν έχει πρόβλημα και η σχετική διαδικασία θα ολοκληρωθεί, εφόσον τηρήσει τους όρους της απόφασης υπαγωγής, όπως αυτή τροποποιήθηκε (ομόφ.)


ΝΣΚ/360/2013

Εγγραφή εμπράγματου βάρους σε ακίνητο επιχείρησης, που έχει υπαχθεί στις διατάξεις του επενδυτικού ν. 3299/2004 και συγχρηματοδοτείται από εθνικούς πόρους και από κοινοτικά κονδύλια.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Η εγγραφή εμπράγματου βάρους σε ακίνητο επιχείρησης που έχει υπαχθεί στον επενδυτικό νόμο 3299/2004 και συγχρηματοδοτείται από εθνικούς πόρους και από κοινοτικά κονδύλια, το οποίο έχει εγγραφεί προς εξασφάλιση δανείου που δεν έχει χορηγηθεί για την υλοποίηση της συγκεκριμένης επένδυσης, δεν αντίκειται στο κοινοτικό και εθνικό δίκαιο, με δεδομένο δε ότι ο επενδυτικός νόμος 3299/2004 στο άρθρο 10 αυτού, το οποίο καθορίζει τις υποχρεώσεις του φορέα της επένδυσης, δεν προβλέπει και απαγόρευση εγγραφής εμπράγματου βάρους στο ακίνητο της επένδυσης, η εγγραφή τούτου στο ακίνητο της επένδυσης, μη συνιστώσα παράβαση υποχρέωσης, δεν επιφέρει τις συνέπειες της παραγράφου 2Α του ίδιου άρθρου και νόμου (ανάκληση απόφασης υπαγωγής κ.λπ). (πλειοψ.)


ΕΣ/ΤΜ.1/914/2012

Δημοσιονομική διόρθωση ποσού... Ανεξαρτήτως τούτου, οι εν λόγω ισχυρισμοί προβάλλονται αλυσιτελώς δεδομένου ότι βάση του επίδικου καταλογισμού είναι η μη επίτευξη του ενεργειακού στόχου, όπως αυτός προσδιορίστηκε στην επενδυτική πρόταση της εκκαλούσας και στη συνέχεια στην απόφαση ένταξης και στην από 2.9.2004 σύμβαση που υπογράφτηκε μεταξύ αυτής και του ενδιάμεσου φορέα, και ο οποίος δεν επιτεύχθηκε, γεγονός που δεν αμφισβητείται ούτε από την ίδια την εκκαλούσα, η οποία στην έφεσή της αποδέχεται ότι η κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος ήταν αυξημένη σε σχέση με τα στοιχεία προβλέψεων που είχαν υποβληθεί. Εξ άλλου τα δεδομένα που κατά τους ισχυρισμούς της διαφοροποιούν την κατανάλωση της ηλεκτρικής ενέργειας (π.χ. ύπαρξη μόνο ενός μετρητή σε όλο το εργοστάσιο, καιρικές συνθήκες) ήταν ήδη γνωστά σ΄αυτήν κατά την υποβολή της επενδυτικής της πρότασης και θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί υπόψη κατά τη διαμόρφωσή της. Τέλος, η πιστοποίηση της επίτευξης του επενδυτικού στόχου από τον ανεξάρτητο φορέα, βάσει της οποίας έγινε η αποπληρωμή, δεν δεσμεύει το όργανο που διενεργεί το δημοσιονομικό έλεγχο, αντικείμενο του οποίου είναι η τήρηση των όρων όπως περιγράφονται στην απόφαση ένταξης και στη σχετική σύμβαση. Κατόπιν τούτων είναι νόμιμη η επιβολή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δημοσιονομκής διόρθωσης εις βάρος της εκκαλούσας και η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Συνακόλουθα, λόγω ήττας της εκκαλούσας, πρέπει να απορριφθεί το αίτημά της περί απόδοσης της δικαστικής της δαπάνης (άρθρα 123 του π.δ. 1225/1981 και 275 παρ.1 του ΚΔιοικΔ). Τέλος, απορριπτομένης της έφεσης πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου.


ΕΣ/ΤΜ.1/1711/2016

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Ζητείται η ακύρωση α) της 1061/28.5.2010 απόφασης της Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με την οποία επιβλήθηκε στην εκκαλούσα δημοσιονομική διόρθωση ποσού 232.500 ευρώ(...) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι η επιβολή της επίμαχης δημοσιονομικής διόρθωσης παρίσταται νόμιμη. Πράγματι, η αν μη τι άλλο ανακρίβεια - ως προς την ταυτότητα και την έδρα της φερόμενης ως πωλήτριας εταιρείας - κατ’ αρχάς του τιμολογίου που υποβλήθηκε από τον τελικό αποδέκτη της ενίσχυσης, προς απόδειξη της αγοράς του μηχανολογικού εξοπλισμού και, περαιτέρω, του ωσαύτως ελαττωματικού αποδεικτικού μεταφοράς των μηχανημάτων από την Μεγάλη Βρετανία στην Ελλάδα μέσω Ιταλίας, καθιστά μη επιλέξιμες τις δαπάνες όχι μόνο για την αγορά αυτή, αλλά, ενόψει του μεγέθους της (68,56% του προϋπολογισμού για την υλοποίηση του φυσικού αντικειμένου) και του ουσιώδους της απόκλισης που συνεπάγεται, για το σύνολο του επενδυτικού σχεδίου, αφού, χωρίς την αγορά του μηχανολογικού εξοπλισμού, ούτε η εγκατάσταση μίας πλήρους, λειτουργικής, βιώσιμης και παραγωγικής βιοτεχνικής μονάδας, όπως το φυσικό αντικείμενο της είχε εγκριθεί προς χρηματοδότηση, ούτε η παρεπόμενου χαρακτήρα πιστοποίηση της μονάδας αυτής με ISO, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ολοκληρωμένες. Δοθέντος δε ότι υπεύθυνη, κατά το νόμο, για τον έλεγχο της ακρίβειας των δικαιολογητικών του τελικού αποδέκτη και την τήρηση εν γένει των όρων επιλεξιμότητας των δαπανών της επένδυσης ήταν, ως τελικός δικαιούχος, η εκκαλούσα, νομίμως η αχρεωστήτως καταβληθείσα χρηματοδότηση αναζητείται από αυτήν. Και ναι μεν η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει ως ανεπαρκώς αιτιολογημένη, τούτο, ωστόσο, δεν αληθεύει, εφόσον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της απόφασης αυτής, στο σώμα της μνημονεύονται, μεταξύ άλλων, η 518/350/12.2.2003 κοινή υπουργική απόφαση και η 430/18.2.2003 υπουργική απόφαση, σε παραβίαση των διατάξεων των οποίων υπέπεσε η εκκαλούσα, καθώς και η από 20.10.2009 έκθεση αρχικού ελέγχου και το από 10.3.2010 πόρισμα συμπληρωματικού ελέγχου, με συνέπεια πλήρως να εξειδικεύεται η νομική και ιστορική αιτία της ανάκτησης. Όσον αφορά δε τους συναφείς λόγους έφεσης αφενός ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης ελέγχεται ως αντιφατική, στο μέτρο που στην έκθεση και στο πόρισμα άλλοτε το ελαττωματικό τιμολόγιο χαρακτηρίζεται μη νόμιμο και άλλοτε εικονικό ή μη πραγματικό, ενώ σε άλλα σημεία αμφισβητείται απλώς η έδρα της πωλήτριας εταιρείας στη Μεγάλη Βρετανία και σε άλλα ακόμη και η ίδια η ύπαρξή της, αφετέρου ότι αναιτιολόγητα απορρίφθηκαν οι υποβληθείσες, κατά την προδικασία, αντιρρήσεις της εκκαλούσας, αμφότεροι αποβαίνουν απορριπτέοι, ο πρώτος διότι και μόνη η διαπίστωση της ανακρίβειας του τιμολογίου αρκεί εν προκειμένω για την κατάφαση του μη επιλέξιμου των δαπανών του επενδυτικού σχεδίου, χωρίς να ασκεί επιρροή ο καθορισμός - και δη από άποψη φορολογικού δικαίου - του ειδικότερου ελαττώματος είτε του τιμολογίου καθεαυτού, είτε της συναλλαγής που αφορούσε, και ο δεύτερος ως αορίστως προβαλλόμενος, καθόσον καμία συγκεκριμένη αιτίαση, με την ένδικη έφεση, δεν προσάπτεται στα συμπεράσματα του συμπληρωματικού ελέγχου που διενεργήθηκε ακριβώς για τη διεξοδική διερεύνηση της βασιμότητας των αντιρρήσεων της εκκαλούσας.Απορρίπτει την έφεση. 


ΕΣ/ΤΜ.1/1871/2017

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της ... απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών κατά το μέρος αυτής που αντιστοιχεί στο ποσό των 117.698,35 ευρώ πλέον τόκων και με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της εκκαλούσας, ανώνυμης εταιρείας, δημοσιονομική διόρθωση, ποσού 133.352,80 ευρώ, πλέον τόκων, το οποίο φέρεται ότι καταβλήθηκε σε αυτήν αχρεωστήτως(...)Ήδη με την κρινόμενη αίτηση προσβάλλονται μόνον τα κεφάλαια του καταλογισμού που αφορούν στις θέσεις εργασίας (νέες και υφιστάμενες) (...)Δεδομένου ότι κρίσιμος χρόνος κατά τις οικείες διατάξεις και την απόφαση υπαγωγής,  για τη δημιουργία του 50% των νέων θέσεων εργασίας (5 Ε.Μ.Ε.) είναι ο χρόνος ολοκλήρωσης της επένδυσης και της έναρξης της παραγωγικής της λειτουργίας, έπρεπε οι οικείες προσλήψεις να έχουν πραγματοποιηθεί έως τις 24.3.2009, ημερομηνία που ορίσθηκε ότι ολοκληρώθηκε η επένδυση με την ... απόφαση του Υπουργού και του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ανεξαρτήτως του πόσες ημέρες εργάσθηκαν οι προσληφθέντες εντός αυτού του έτους. Σε κάθε περίπτωση δε, καθ’ όλο το έτος 2008 και έως τις 24.3.2009 υπήρχε δυνατότητα και όχι υποχρέωση της εκκαλούσας να προσλάβει νέους εργαζόμενους. Ακολούθως η πρόσληψη εργαζομένων πλήρους απασχόλησης με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου (οποτεδήποτε και αν έγινε μέχρι την ολοκλήρωση της επένδυσης) καλύπτει την υποχρέωση αυτής για δημιουργία πέντε νέων θέσεων εργασίας, καθόσον κάθε ένας εξ αυτών αντιστοιχεί σε 1 Ε.Μ.Ε.  Η διαπίστωση της Ε.Δ.ΕΛ. ότι ήδη από το έτος 2008 υπήρχαν 5 σπουδαστές που έκαναν την πρακτική τους και είχαν προσληφθεί 5 άτομα με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συνέχιζαν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους έως τον κρίσιμο χρόνο της ολοκλήρωσης της επένδυσης (24.3.2009) καλύφθηκε η υποχρέωση δημιουργίας πέντε νέων θέσεων εργασίας, ανεξαρτήτως του πόσες ημέρες απασχολήθηκαν εντός του έτους 2008.(...)Ακυρώνει την ... απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, κατά το μέρος που επιβλήθηκε σε αυτήν δημοσιονομική διόρθωση ύψους 117.698,35 ευρώ, πλέον τόκων.


ΝΣΚ/257/2016

Εκκρεμής έλεγχος του ΣΔΟΕ επί επενδυτικού σχεδίου ενταγμένου στο Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) 2007-2013 - Υποχρέωση της υπηρεσίας για διεξαγωγή όλων των ελέγχων αρμοδιότητάς της.(...)Ανεξάρτητα από την έκβαση του διεξαγόμενου ελέγχου από το ΣΔΟΕ (ήδη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων), η ερωτώσα υπηρεσία, πρέπει να μεριμνήσει να γίνουν όλοι οι προβλεπόμενοι έλεγχοι και να εξετασθεί η τήρηση όλων των όρων της απόφασης έγκρισης, η ολοκλήρωση του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου, η συνδρομή της ύπαρξης των ιδίων κεφαλαίων για την ένταξη στο Πρόγραμμα και γενικά η νομιμότητα όλων των αδειών, δικαιολογητικών και παραστατικών που απαιτούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου και με τους κανόνες που έχουν τεθεί από την νομολογία του Δ.Ε.Ε. Από τα συμπεράσματα των ανωτέρω ελέγχων, θα εξαρτηθεί κατά πόσον η ερωτώσα υπηρεσία θα προχωρήσει στην εξέταση των αιτημάτων του επενδυτή και της εκκαθάρισης πληρωμής ή θα ξεκινήσει διαδικασία απένταξης του επενδυτή από το Πρόγραμμα και καταλογισμού σε βάρος του των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών. Σε περίπτωση δε που κοινοποιηθεί εγκαίρως στην Υπηρεσία το πόρισμα του ελέγχου της Γ.Γ.Δ.Ε., πρέπει αυτή να το λάβει υπόψη της για τις ανωτέρω εκτιμήσεις. Εάν, αντιθέτως, το πόρισμα του ελέγχου της κοινοποιηθεί μετά την ολοκλήρωση του Προγράμματος, από το περιεχόμενο και τις παραδοχές του θα εξαρτηθεί η απένταξη ή μη του επενδυτή από το Πρόγραμμα και, συνεπακόλουθα, ο καταλογισμός ή μη σε βάρος του των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.


ΕΣ/ΤΜ.1/1804/2011

Δημοσιονομική διόρθωση ποσού...Με βάση τα παρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Τμήμα κρίνει καταρχήν ότι νόμιμα η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης στηρίχθηκε στις διατάξεις της 907/052/2.7.2003 κοινή υπουργικής απόφασης, η οποία, όπως αναφέρθηκε, εφαρμόζεται και στην περίπτωση χρηματοδοτήσεων που έχουν ήδη καταβληθεί μέχρι την έναρξη ισχύος της αλλά και στην περίπτωση που διαπιστωθεί αχρεώστητη ή παράνομη καταβολή χρηματοδότησης κατά τη διενέργεια ελέγχου από την Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης ενός Ε.Π., σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 2860/2000, όπως πράγματι συνέβη στην υπό κρίση υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία αυτή δε διαφέρει ουσιαστικά από την περιγραφόμενη στην 15954/(ππο)559/11.8.2006 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β΄ 1266), που εκδόθηκε μεταγενέστερα και αφορά στην ανάκτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών για την υλοποίηση προγραμμάτων συγχρηματοδοτούμενων στο πλαίσιο του Ε.Τ.Π.Α. του Γ΄ Κ.Π.Σ., μεταξύ άλλων, και του Ε.Π. «Ανταγωνιστικότητα». Εξάλλου, ούτε η εκκαλούσα επικαλείται ούτε από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει η επέλευση οποιασδήποτε βλάβης στα δικαιώματα της, που να οφείλεται ειδικά στη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος από την εκκαλούσα λόγος, σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης πρέπει να ακυρωθεί ως ερειδόμενη σε ανίσχυρη κοινή υπουργική απόφαση είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, η εκκαλούσα, παρά το ότι στη συναφθείσα ως άνω από 25.11.2002 σύμβαση αλλά και στην από 23.8.2006 έκθεση ελέγχου φέρεται ως τελικός αποδέκτης, εντούτοις αποτελεί τον τελικό δικαιούχο της συγχρηματοδοτούμενης επένδυσης, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 9 (περίπτ. ιβ) του Κανονισμού (ΕΚ)1260/1999 και 1 (περίπτ. στ) του ν. 2860/2000, καθόσον αποτελεί το φορέα που είχε την ευθύνη υλοποίησης – με δική της οργάνωση και μέσα – της επένδυσης. Κατά συνέπεια, φέρει την ιδιότητα του δημοσίου υπολόγου, ευθυνόμενη για κάθε πταίσμα αναφορικά με τις παρατυπίες που διαπιστώνονται κατά την υλοποίηση της επένδυσης αυτής. (...)Ενόψει αυτών, κατά παραδοχή του αντίστοιχου λόγου με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη υπαιτιότητας ως προς τη διαπιστωθείσα παρατυπία, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη με αυτήν απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών προβαλλόμενων με την έφεση λόγων. Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης (άρθρα 56 παρ. 2 του π.δ/τος 774/1980 και 61 παρ. 5 του π.δ/τος 1225/1981), ενώ πρέπει να απαλλαγεί το Ελληνικό Δημόσιο από την δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Διοικ.Δικ., σε συνδυασμό προς το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006).


ΔΠρΑθ/6969/2005

ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Ζητείται να ακυρωθεί η με αρ. ... απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Ανάπτυξης. Με την απόφαση αυτή, μεταξύ άλλων, υποχρεώθηκε η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…» και ήδη μετά την άσκηση της ανακοπής «..» να επιστρέψει στο Ελληνικό Δημόσιο τμήμα της καταβληθείσας σ’ αυτήν, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν.1262/1982 και ν.1682/1987, επιχορήγησης και της επιδότησης του επιτοκίου του συναφθέντος από αυτήν τραπεζικού δανείου ύψους 103.421.000 δραχμών.(....)Ο ισχυρισμός δε της ανακόπτουσας ότι υπήρξε ολιγωρία των οργάνων να προβούν σε αυτοψία και έλεγχο για την τήρηση των όρων που τέθηκαν από την εγκριτική της επένδυσης απόφαση δεν αποδεικνύεται από κάποιο στοιχείο, αντιθέτως, μάλιστα, στην από 18.12.1990 έκθεση του Κεντρικού Οργάνου Ελέγχου που προηγήθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, της αίτησης της ανωτέρω για την οριστικοποίηση της επένδυσης, αναφέρεται ότι πριν τον έλεγχο αυτό είχε προηγηθεί και προγενέστερος όμοιος, με τον οποίο δεν είχε γίνει δεκτό ότι ο σχετικός μηχανολογικός εξοπλισμός της επίμαχης μονάδας ήταν καινούργιος, όπως απαιτείτο (αφού η επένδυση περιελάμβανε και καινούργιο μηχανολογικό εξοπλισμό), και κατά του οποίου είχε ασκηθεί σχετική ένσταση (βλ. σχετ. σελ 5 έκθεσης) της ανωτέρω, γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι υπήρξαν προβλήματα σχετικά με την πιστοποίηση τήρησης όλων των απαιτούμενων όρων που έπρεπε να διερευνηθούν, προκειμένου να εκδοθεί η σχετική απόφαση περί ολοκλήρωσης της επένδυσης. Απορρίπτει την ανακοπή.